Εξήγηση της Η΄ Ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (Ανδρέας Θεοδώρου)

«Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω ο τόκος της Θεοτόκου διεσώσατο· τότε μεν τυπούμενος νυν δε ενεργούμενος, την οικουμένην άπασαν αγείρει ψάλλουσαν· τον Κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».

(Τους ευσεβείς Παίδες στο καμίνι ο Τόκος της Θεοτόκου διέσωσε (από τις φλόγες). Και τότε μεν σαν προ­τύπωση, τώρα δε πραγματικά σώζει την οικουμένη, την οποίαν και συναθροίζει με ένα στόμα ψάλλουσα. Υμνείτε τον Κύριον όλα τα έργα του και υπερυψούτε αυτόν εις πάντας τους αιώνας.)

Ο ποιητής επανέρχεται και πάλι στη Βαβυλώνα, στην εικόνα τη χρυσή που έστησε ο ματαιόδοξος Ναβουχοδονόσωρ, και το καμίνι που πύρωσε ο θυμός του, στο οποίο διέταξε να καούν όλοι εκείνοι που δεν θα ήθελαν να την προσκυνήσουν, αναγνωρίζοντάς τον ως Θεό. Οι Τρεις Παίδες αρνήθηκαν να εκτελέσουν την εντολή του θεομάχου ηγεμόνα, ρίχτηκαν στο πυρωμένο καμίνι, από το οποίο τους έσωσε ο αληθινός Λόγος του Θεού. Η διήγηση αυτή της Βίβλου είναι από τις πιο σημαντικές. Σ’ αυτήν επανέρχεται ο ποιητικός στίχος. Σ’ αυτήν υπάρχει η προτύπωση του Λόγου στη λυτρωτική του ενέργεια στην παλαιά οικονομία. Την εκπλήρωσή της δε, βρίσκει στη λυτρωτική ενέργεια του ένσαρκου Λόγου, ο όποιος φάνηκε επί της γης πλήρης και τέλειος άνθρωπος, αφού πέρασε από την Πύλη της Παρθένου.Ο Λόγος στη νέα του λυτρωτική οικονομία, ως σαρκωμένος πλέον Θεός, τελεί “ενεργεία” εκείνο, το οποίο δήλωνε η προτύπωση της παλαιάς οικονομίας. Λύτρωσε τον κόσμο από το καμίνι των παθών και την αγριεμένη φλόγα της αμαρτίας, στην οποία είχε ρίξει το γένος των ανθρώπων ο νοητός Ναβουχοδονόσωρ, το αποστατικό πνεύμα της ακολασίας. Το έσωσε με τη δροσιά του Πνεύματος που κατέκλυσε σαν χείμαρρος ορμητικός την μήτρα της Πανάγνου και από κει άρδευσε τα σύμπαντα, αφού έσβυσε το πυρωμένο καμίνι της φθοράς και του θανάτου.

Η οικουμένη, λυτρωμένη από τη δροσιστική φλόγα του Θεού, συνεγείρεται σε ένα σώμα φωτεινό και ελεύθερο, συνέρχεται σε ένα πανηγύρι χαράς για να απευθύνει ευγνώμονα ύμνο προς τον Ευεργέτη του, ψάλλοντας τα μεγαλεία του στην άληκτη αιωνιότητα.

*

«Νηδύϊ τον Λόγον υπεδέξω, τον πάντα βαστάζοντα εβάσταξας, γάλακτι εξέθρεψας, νεύματι τον τρέφοντα, την οικουμένην άπασαν. Αγνή, ω ψάλλομεν τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας».

(Στη μήτρα σου, Αγνή, υποδέχτηκες αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Έθρεψες με το γάλα σου αυτόν που με ένα νεύμα του τρέφει ολόκληρη την οικουμένη, προς τον οποίον ψάλλουμε· «Τον Κύριον υμνείτε τα έργα του και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας).

Το τροπάριο αυτό είναι πολύ σημαντικό. Σ’ αυτό ιστορείται κατά τρόπο πολύ ρεαλιστικό το άχραντο θεομη­τορικό μυστήριο. Δέχτηκες, Αγνή – λέγει προς τη Θεοτόκο – στη νηδύ σου αυτόν που είναι το θεμέλιο του κόσμου και βαστάζει τα πάντα. Και αφού τον δέχτηκες, τον γέννησες κατόπιν και τον έθρεψες με το μητρικό γάλα σου. Όπως όλες οι μάνες, τον βάσταξες στην αγκαλιά σου και τον θήλασες. Πόσο γλυκεία και ωραία είναι η περιγραφή στην απλότητα και την αλήθειά της! Πόσο αποστομωτική για τους αιρετικούς εκείνους, τους γνωστικούς για παράδειγμα, οι οποίοι μη θέλοντας να συνδέσουν τον Χριστό με οτιδήποτε το αισθητό και σωματικό, επειδή το θεωρούσαν κακό, έλεγαν ότι ο Χριστός είτε δεν πήρε τίποτε από τη Μαρία, αλλά πέρασε απλώς δι’ αυτής, όπως το νερό περνά από το σωλήνα, είτε ότι δεν γεννήθηκε καθόλου, αλλά φάνηκε ξαφνικά ενήλικος επί της γης. Ναι, ο Χριστός δέχτηκε το μητρικό γάλα, θήλασε από την πάναγνη Μητέρα του, γιατί ήταν αληθινός άνθρωπος, και είχε ανάγκη από φυσική τροφή για να ζήσει και να μεγαλώσει, φέροντας όλα τα αδιάβλητα πάθη της ανθρώπινης φύσεως, σωματικά και ψυχικά. Το μόνο που δεν έφερε, ήταν το στοιχείο της αμαρτίας σε οποιαδήποτε μορφή του, την εμπαθή αμαρτωλότητα και τα εκτροχιασμένα πάθη, τις άτακτες κινήσεις και ορμές της πεσμένης στην αμαρτία φύσεως. Αυτά δεν τα είχε ο Σωτήρας, δεν αμάρτησε ποτέ, αλλ’ ούτε μπορούσε ν’ αμαρτήσει!

Αυτόν τον Θεό μας, που, αν και τρέφει και ζωοποιεί τα σύμπαντα, δέχτηκε το μητρικό γάλα για να μεγαλώσει και να μας συναντήσει πραγματικά στο προσκήνιο της ζωής με σκοπό να μας σώσει από την αμαρτία, ανυμνεί ολόκληρη η κτίση, η οποία είναι στερεωμένη στους “λόγους” του, συγκροτείται και κινείται στη θεϊκή του ενέργεια, και τον υπερδοξάζει εις πάντας τους αιώνας.

*

«Μωσής κατενόησεν εν βάτω, το μέγα Μυστήριον του τόκου σου· Παίδες προεικόνισαν τούτο εμφανέστατα, μέσον πυρός ιστάμενοι, και μη φλεγόμενοι, ακήρατε αγία Παρθένε· όθεν σε υμνούμεν, εις πάντας τους αιώνας».(Ο Μωϋσής κατενόησε στη βάτο, το μέγα και υψηλό μυστήριο του τόκου σου. Αλλά και οι Παίδες (στο καμίνι) προεικόνισαν αυτό καθαρότατα, στεκάμενοι στο μέσο της φωτιάς και μη καιόμενοι, πανάχραντε αγία Παρθένε. Διά τούτο σε υμνούμε εις πάντας τους αιώνας.)

Ακόμη μια φορά ο ποιητικός κάλαμος του υμνωδού  ανατρέχει στην Π. Διαθήκη, για να πάρει από αυτήν εικονικά και προτυπωτικά παραδείγματα του μεγάλου θαύματος της Θεοτόκου. Βρίσκει δε αυτά στη φλεγόμενη και μη καταφλεγόμενη βάτο, που είδε ο Μωϋσής στο όρος και το φλεγόμενο καμίνι της Βαβυλώνας στο οποίο ο Ναβουχοδονόσωρ έριξε τους Τρεις Παίδες για να τους κάψει. Έτσι, όπως η βάτος εκείνη ήταν ζωσμένη από τις φλόγες χωρίς ωστόσο να κατακαίεται· και όπως οι ευσεβείς νέοι, οι ριγμένοι στο αναμμένο καμίνι δεν έπαθαν τίποτε από την αγριεμένη φωτιά, έτσι και η Θεοτόκος, δεχθείσα στη μήτρα της τη φωτιά του Θεού και γεννήσασα κατά τη σωματική φύση του τον Κύριο της δόξης, έμεινε ανέπαφη, διατηρήσασα την αφθορία και την παρθενία της. Αυτό το άχραντο θεομητορικό θαύμα. το άφθιτο και ανερμήνευτο μεγαλείο της Θεομήτορος οι ευσεβείς πιστοί υμνολογούν χωρίς σταμάτημα και τώρα και στην ατελεύτητη αιωνιότητα.

*

«Οι πρώην απάτη γυμνωθέντες, στολήν αφθαρσίας ενεδύθημεν, τη κυοφορία σου, και οι καθεζόμενοι, εν σκότει παραπτώσεων, φως κατωπτεύσαμεν, φωτός κατοικητήριον. Κόρη· όθεν σε υμνούμεν εις πάντας τους αιώνας».

(Εμείς που πριν γυμνωθήκαμε από την άπατη του διαβόλου, τώρα, με την κυοφορία σου, ντυθήκαμε την αστραφτερή στολή της αφθαρσίας. Και όσοι καθόμασταν στο σκοτάδι των παραπτώσεων, είδαμε το φως του Θεού, Κόρη, που έγινες η κατοικία του φωτός. Γι’ αυτό και σε υμνούμε εις πάντας τους αιώνας.)

Ο ποιητής μεταφέρεται νοερά στον κήπο της Εδέμ, το πρώτο εκείνο λαμπρό και όμορφο ενδιαίτημα του ανθρώπου. Όλα άστραφταν από τη δόξα του Θεού, ο άνθρωπος και η πλάση ολόκληρη. Η πρώτη φύση έλαμπε από την ομορφιά του Θεού, όπως ο νεόκοπος ανδριάντας που μόλις βγήκε από το εργαστήρι του τεχνίτη. Είχε τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, που την έκαναν να λάμπει από θεία ευγένεια και εύκλεια. Και ξαφνικά όλ’ αυτά χάθηκαν. Στον κήπο έκανε την εμφάνισή του ο μάστορας της αμαρτίας. Είπε λόγια απατηλά στην Εύα και την παραπλάνησε. Της υποσχέθηκε ισοθεΐα ο αποστάτης και πλάνος. Και το πλάσμα, έτσι αθώο και άκακο όπως ήταν, απατήθηκε. Πίστεψε στα ψεύτικα λόγια, παγιδεύτηκε και αμάρτησε. Οι συνέπειες από την απάτη εκείνη ήσαν τεράστιες για τον παραβάτη. Έχασε τη στολή την πρώτη, γυμνώθηκε από τα δώρα του Θεού. Ντύθηκε τη νέκρωση και τη διαφθορά και παραμορφώθηκαν οι χαρακτήρες της φύσεώς του. Έγινε αγνώριστος κάτω από τα σκοτεινά στολίδια της ψευτιάς. Ζούσε στο ψηλαφητό σκοτάδι της αγνωσίας και της πλάνης. Κατάντησε θέαμα αλγεινό και αξιοδάκρυτο!

Αυτόν τον κακομορφισμένο άνθρωπο συνάντησε ο Υιός του Θεού, όταν ήλθε στη γη, λαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση του στην άσπιλη μήτρα της Παρθένου. Τον καθάρισε από τα αίσχη της απάτης του, του έπλυνε την ακαθαρσία της παρακοής, έκανε και πάλι να λάμψει η αρχέγονή του ομορφιά, οι θεοειδείς χαρακτήρες της αληθινής του φύσεως. Του αφήρεσε το ένδυμα της νεκρώσεως και της φθοράς και τον στόλισε με τα ρούχα της άφθαρτης θείας ζωής. Και όλα αυτά έγιναν στη θεοχώρητη μήτρα της ταπεινής Παρθένου. Εκεί στο αστραφτερό ενδιαίτημα της Απειρογάμου, ο Θεός πήρε τον άνθρωπο, τον αγνό όμως και ολοκάθαρο, τον ένωσε βαθειά μαζί του και τον ανέβασε στο ύψος της θείας δόξας του, τον θεοποίησε. Από εκεί, με το θεοποιητικό αυτό μυστηρίο, σκόρπισε το άφθαρτο θείο φως και στους άλλους αμαρτωλούς ανθρώπους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα ν’ ανέβουν κι’ αυτοί στο ύψος της θεωτικής αναβάσεως. Οι κουρασμένοι και σκοτισμένοι άνθρωποι είδαν το ευπρόσδεκτο φως, που έλαμψε στον κόσμο, φωτίζοντας το νου των καθήμενων «εν σκότει και εν σκιά θανάτου». Όσοι δε πιστεύουν στη λυτρωτική δύναμη της άφθαρτης φλόγας του Θεού που νικά τη νέκρωση και ντύνει τον κόσμο με το ένδυμα της αφθαρσίας, ανυμνούν τη Θεοτόκο στους αιώνες.

 *

«Νεκροί διά σου ζωοποιούνται ζωήν γαρ την ενυπόστατον εκύησας· εύλαλοι οι άλαλοι, πρώην χρηματίζοντες, λεπροί αποκαθαίρονται, νόσοι διώκονται, πνευμάτων αερίων τα πλήθη, ήττηνται, Παρθένε, βροτών η σωτηρία».

(Οι νεκροί ψυχικά άνθρωποι λαμβάνουν διά σου ζωή, διότι γέννησες την ενυπόστατη ζωή· εκείνοι, που πριν έχασαν τη λαλιά τους, άρχισαν να προφέρουν λόγια πολλά. Οι λεπροί καθαρίστηκαν από τη λέπρα τους και νικήθηκαν τα πλήθη των εναέριων πνευμάτων (των δυνάμεων της αποστασίας). Και όλα αυτά έγιναν διά σου, Παρθένε, που είσαι η σωτηρία των θνητών ανθρώπων.)

 

Και στο τροπάριο αυτό ο εμπνευσμένος κάλαμος του ποιητή ψάλλει τα λυτρωτικά αγαθά του θεομητορικού θαύματος. Συ έγινες αιτία, Παρθένε – γράφει – ώστε οι άνθρωποι να λάβουν ζωή, διότι γέννησες την ενυπόστατη ζωή, δηλαδή το Χριστό, που είναι η πηγή κάθε άλλης ζωής, φυσικής και πνευματικής, και ο οποίος (ως Θεός), υποστατικά ενωμένος με τον άνθρωπο, τον έσωσε, στάζοντας στη φύση του κρουνούς ζωοποιητικούς. Όσοι δε έχασαν μέσα τους τις φωνές του Θεού, τις πήραν πάλι με το παραπάνω. Ακούστηκαν μέσα τους τ’ αλλοτινά τραγούδια, η πολύφωνη αρμονία της χάριτος και της χαράς. Και όσοι ήσαν φυσικά μουγγοί, βρήκαν και πάλι τη φωνή τους, όπως και οι σωματικά λεπροί καθαρίστηκαν από τη λέπρα τους. Οι αρρώστιες των ανθρώπων διώχτηκαν από το ζωηφόρο βλαστό της Παρθένου και του Θεού. Και παράλληλα τα πνεύματα της αποστασίας που περιφέρονται στον αέρα πολεμώντας το έργο του Θεού και ιδιαίτερα τον λογικό άνθρωπο, γνώρισαν διά σου ήττα οδυνηρή. Όλα αυτά τα θαύματα, η παροχή στον άνθρωπο ζωής φυσικής και πνευματικής, η ίαση της σωματικής νόσου και παράλληλα η συντριβή των πνευμάτων της ακαθαρσίας ανέδειξαν τη Θεοτόκο σωτηρία του γένους των βροτών, η οποία φυσικά συντελέστηκε στον άχραντο Τόκο της.

 

 *

 

«Η κόσμω τεκούσα σωτηρίαν, δι’ ης από γης εις ύψος ήρθημεν, χαίροις Παντευλόγητε, σκέπη και κραταίωμα, τείχος και οχύρωμα, των μελωδούντων. Αγνή· τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε, εις πά­ντας τους αιώνας».

 

(Χαίρε Παντευλόγητε, που γέννησες τη σωτηρία του κόσμου, και διά σου, ανεβήκαμε στο ύψος της ένθεης ζωής. Χαίρε Αγνή, που είσαι σκέπη των ανθρώπων και κραταίωμα, τείχος και οχύρωμα όλων όσων μελωδούν· τον Κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.)

 

 

 

Το ίδιο πνευματικό και ένθεο μελώδημα απηχείται και σ’ αυτό το τροπάριο. Χαιρετίζεται σ’ αυτό η παντευλόγητη Μητέρα του Θεού, η οποία εγέννησε τη σωτηρία και μας σήκωσε από τη χθαμαλότητα της αμαρτωλής ζωής στο νοητό ύψος της κοντά στο Θεό ζωής και τα πράγματα της θείας βασιλείας. Χαιρετίζεται παράλληλα ως σκέπη κραταιά, ως τείχος και οχύρωμα των ανθρώπων εναντίον των πολλών περιστάσεων του βίου, των πειρασμών και των θλίψεων, με τις οποίες είναι ζυμωμένη η καθημερινή μας ζωή και η πεσμένη στην αμαρτία φύση μας· ως προστατευτική ασπίδα στην οποία πέφτουν και σπάνε τα φαρμακερά βέλη του εχθρού με τα οποία προσπαθεί να τρυπήσει τη φύση μας ο πονηρός, στην προσπάθειά του να μας σκοτώσει πνευματικά, οδηγώντας μας μακριά από την πηγή της χαράς και της ευτυχίας μας, τον ζωοδότη Κύριο. Όλοι αυτοί που ζουν κάτω από την σκέπη της αγνής Θεομήτορος, της Βασίλισσας του ουρανού και της γης, μελωδούν με ευγνωμοσύνη και χαρά: τον Κύριον υμνείτε όλα τα έργα του, και υπερυψώστε σ’ όλους τους αιώνες.

 

Εξήγηση της Θ΄ Ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (Ανδρέας Θεοδώρου)

 

 

(Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 68-76.)

 «Άπας γηγενής, σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δε, αΰλων Νόων φύσις γεραίρουσα, την ιεράν πανήγυριν της Θεομήτορος, και βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε, αγνή αειπάρθενε».

(Κάθε ανθρώπου που είναι πλασμένος και υπάρχει στη γη, ας σκιρτήσει το πνεύμα του, φέροντας τη λαμπάδα του Θεού. Και ας πανηγυρίζει στον ουρανό, η νοερά φύση των αγγέλων, ανυμνούσα την ιερή πανηγύρι της Θεομήτορος, και ας φωνάξει δυνατά· Να χαίρεις παμμακάριστε, Θεοτόκε, αγνή αειπάρθενε.)

 

Στον ειρμό της τελευταίας αυτής ωδής απευθύνεται καθολικό και παναρμόνιο μέλος στη Μητέρα του Θεού. Σ’ αυτό μετέχουν άνθρωποι και άγγελοι. Όλοι μαζί συνθέτουν ύμνο προς την αγνή Θεόπαιδα για τα θαυμαστά μεγαλεία της. Κάθε θνητός – λέγει – ας σκιρτήσει από ενθουσιασμό και θριαμβική χαρά, φέρνοντας αλλά και φωταγωγούμενος από τη λαμπάδα που άναψε στην Παρθένο η χάρη του Πνεύματος του Θεού. Ας πανηγυρίζουν δε συγχρόνως και τα τάγματα των Αγγέλων, διότι η χάρη της Θεομήτορος καταλάμπει και αυτών τη νοερή και άϋλη φύση, γιατί κατανοούν τρανότερα το μυστήριο της λυτρωτικής οικονομίας του Πλάστη τους. Όλοι μαζί, άνθρωποι και άγγελοι, ας ψάλλουν τον ύμνο της υπέρτατης αγάπης και χαράς: τον κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψώστε σε όλους τους αιώνες.

 

 

*

 

 

 

«Ίνα σοι πιστοί, το, Χαίρε κραυγάζωμεν, οι διά σου της χαράς, μέτοχοι γενόμενοι της αϊδίου, ρύσαι ημάς πειρασμού, βαρβαρικής αλώσεως και πάσης άλλης πληγής, διά πλήθος, Κόρη, παραπτώσεων, επιούσης βροτοίς αμαρτάνουσιν».

 

(Για να μπορούμε εμείς οι πιστοί, που γίναμε διά σου μέτοχοι της αΐδιας χαράς να σου φωνάζουμε δυνατά το χαίρε, σώσε μας από πειρασμό, από βαρβαρική άλωση και κάθε άλλη πληγή, που επισκέπτεται, κόρη, τους θνητούς για τα πολλά τους παραπτώματα, όταν αυτοί αμαρτάνουν).

 

 

 

Οι πιστοί που μέσω της Παναγίας έγιναν μέτοχοι της αΐδιας χαράς, ζητούν την προστασία και την ενίσχυσή της για να μπορούν απρόσκοπτα να της απευθύνουν το χαίρε. Γιατί από μια θλιμμένη καρδιά είναι δύσκολο ν’ ακουστεί ύμνος δοξολογικός. Η περίσταση και η θλίψη, σε περίπτωση μάλιστα που είναι πληθωρικές στη ζωή, πιέζουν ασφυκτικά το πνεύμα και το εμποδίζουν ν’ αναχθεί προς τον Πλάστη και ν’ αναλυθεί σε ύμνο των θείων μεγαλείων του. Ζητούν, λοιπόν, από την Παρθένο να τους διαφυλάξει από τον πειρασμό, σύμφωνα και με το αίτημα της προσευχής του Υιού της: «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πειρασμού», ο οποίος πειρασμός είναι παγίδα επικίνδυνη για την ευόλισθη προς το κακό φύση του ανθρώπου, εγκυμονώντας πτώση και ηθική κάκωση. Στη συνέχεια ζητούν σωτηρία από βαρβαρική άλωση, η ζοφερή προοπτική της οποίας φόβιζε έντονα το βυζαντινό λαό. Καθώς επίσης και σωτηρία από κάθε άλλη πληγή, που αφήνει ο Θεός να συμβεί στους ανθρώπους για το πλήθος των πολλών τους αμαρτιών. Φυσικά στις περιπτώσεις αυτές η ανοχή του Θεού είναι πάντοτε παιδαγωγική, που απορρέει από την αγάπη και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τον ηθικό σωφρονισμό των λογικών πλασμάτων του. Ο Θεός παραχωρεί τις κακουχίες και τις πληγές όχι για να εκδικηθεί τα πλάσματά του, αλλά για να τα συνετίσει και να τα παιδαγωγήσει, ώστε να συνέλθουν από το δηλητήριο και την παράλυση της αμαρτίας, που απειλούν ν’ αφανίσουν την ψυχή. Επειδή όμως η προοπτική των κακών αυτών είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε νέες πτώσεις τον ασταθή και κυμαινόμενο άνθρωπο, για τούτο απευθύνεται η δέηση προς την Παρθένο, για να λυτρώνει τους υμνολόγους της από αυτά τα κακά, να τους ασφαλίζει στην αρετή και την πίστη και να τους χαρίζει ευφορία ψυχής, ώστε απρόσκοπτα ν’ απευθύνουν σ’ αυτήν το, χαίρε.

 

 

 

*

 

 

 

«Ώφθης φωτισμός, ημών και βεβαίωσις όθεν βοώμεν σοι· χαίρε, άστρον άδυτον, εισάγον κόσμω τον μέγαν Ήλιον· Χαίρε Εδέμ ανοίξασα την κεκλεισμένην, Αγνή· Χαίρε στύλε πύρινε, εισάγουσα, εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον».

 

(Φάνηκες φωτισμός και στερέωσή μας· για τούτο σου φωνάζουμε δυνατά· Χαίρε άστρο άδυτο, που εισάγεις στον κόσμο τον μεγάλο Ήλιο· Χαίρε Αγνή, συ η οποία άνοιξες την Εδέμ που έκλεισε η παρακοή· Χαίρε συ, στύλε πύρινε, που οδηγείς στην άνω ζωή το ανθρώπινο).

 

 

 

Ο ποιητής επιμένει κατά τη συνήθειά του στην ανάδειξη του θαύματος της Θεοτόκου, ανατρέχοντας στην Π. Διαθήκη, όπου προσπαθεί να βρει τις ανάλογες εικονικές προτυπώσεις. Και πρώτα, χαρακτηρίζει την Παρθένο σαν ένα μικρό αστέρι, που εισήγαγε στον κόσμο τον μεγάλο Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Κύριον Ιησού Χριστό, που πρόβαλε από τον ορίζοντά της φωτεινός και ωραίος, για να φωτίσει τη σκοτεινιασμένη ανθρωπότητα με το φως της θεογνωσίας και να ζεστάνει την παγωνιά της με τη θαλπωρή της αγάπης του.

 

Ανατρέχει κατόπιν στη Γένεση, στο περιβόλι της τρυφής, όπου τοποθέτησε ο Θεός τον πρωτόπλαστο ν’ απολαμβάνει τις χάρες του. Βλέπει την Εδέμ κλειστή και τον άγγελο κρατώντας πύρινη ρομφαία να φυλάει την είσοδό της. Την Εδέμ την έκλεισε η Εύα, η κακή νοικοκυρά του Παραδείσου, με την απροσεξία και το σφάλμα της. Αυτή την κλεισμένη Εδέμ την άνοιξε η Μαρία, η κόρη της Εύας, η καλή νοικοκυρά της Βασιλείας. Το κλειδί το πήρε από τον Υιό της που κατοίκησε μέσα της· και ήταν το κλειδί αυτό η άκρα ταπείνωση, η υπακοή και η συγκατάθεση της Κόρης στο λυτρωτικό θέλημα του Πλάστη της. Και ενώ η Εύα με την παρακοή της γκρέμισε τον κόσμο στο χάος και την απελπισία, η νέα Εύα της χάριτος με την υπακοή της μάζεψε τον κόσμο από την εξορία της αμαρτίας και τον οδήγησε πίσω στο αρχικό σπίτι του, αφού παραμέρισε το φλογισμένο μαχαίρι του αγγέλου και άνοιξε την πόρτα που εμπόδιζε την είσοδο.

 

Χαιρετίζει κατόπιν την Παρθένο ως στύλο πύρινο που εισάγει το γένος των ανθρώπων στην άνω ζωή. Όπως παλαιά ο λαός του Θεού κατά την περιπλάνησή του στην έρημο, κατευθυνόταν στη γη των Πατέρων του από φωτεινή στήλη που του έδειχνε τη νύχτα το δρόμο, έτσι και η αγνή Κόρη του Θεού, σαν ένας άλλος φωτεινός στύλος, καθοδηγεί με τη λάμψη του θεομητορικού μυστηρίου της την ανθρωπότητα που πιστεύει στον Υιό της, στην πορεία της προς την Άνω Ιερουσαλήμ, την Πόλη του Θεού.

 

 

 

*

 

 

 

«Στώμεν ευλαβώς, εν οίκω Θεού ημών και εκβοήσωμεν Χαίρε κόσμου Δέσποινα· Χαίρε Μαρία, Κυρία πάντων ημών· χαίρε η μόνη άμωμος, εν γυναιξί και καλή· χαίρε σκεύος, μύρον το ακένωτον, επί σε κενωθέν εισδεξάμενον».

 

(Ας σταθούμε ευλαβικά στον οίκο του Θεού μας και ας φωνάξουμε δυνατά· χαίρε, Δέσποινα του κόσμου· χαίρε Μαρία, κυρία όλων μας· χαίρε, η μόνη άμωμος και καλή μεταξύ των γυναικών· χαίρε, σκεύος που δέχτηκε μέσα του το ακένωτο μύρο του Θεού (το Χριστό), που άδειασε επάνω σου).

 

 

 

Ο υμνολογικός οίστρος του στιχουργού συνεχίζεται. Ας σταθούμε ευλαβικά – φωνάζει – στον οίκο του Θεού μας, την εκκλησία και ας φωνάξουμε δυνατά. Και σε όλα μεν τα μέρη της πλάσεως πρέπει να δοξάζει ο άνθρωπος το Θεό, γιατί ολόκληρο το σύμπαν είναι η κατοίκησή του. Στο ποίημα υπάρχει και ο ποιητής, στο κτίσμα ο κτί­στης. Όλα τα πλάσματα που βγήκαν από τη χάρη του Θεού συνθέτουν ναό, από τον οποίον αναδίδεται η παγκόσμια λειτουργία, ο καθολικός αίνος και η δοξολόγηση του Υψίστου. Η εκκλησία όμως είναι ο ιδιαίτερος χώρος στον οποίον κατοικεί ο Θεός. Είναι το αληθινό σπίτι του Θεού. Σ’ αυτό μένει διαρκώς ο Χριστός στα τίμια δώρα της ευχαριστίας, στο σώμα και το αίμα του. Η Εκκλησία είναι ντυμένη στη χάρη του Θεού. Εκεί ο πιστός συναντά και ενώνεται με το δημιουργό του.

 

Ας σταθούμε, λοιπόν, στον οίκο του Θεού μας κι’ από κει ας ανακράξουμε με ευλάβεια. Χαίρε Δέσποινα του κόσμου, Μαρία, Κυρία όλων μας. Η χάρη της Παναγίας δεσπόζει στην κτίση. Είναι η χάρη του ίδιου του Θεού, που σκήνωσε μέσα της. Και όπως ο Υιός, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, δεσπόζει των απάντων, ως δημιουργός και σωτήρας του κόσμου, έτσι και η άχραντη Μητέρα που βρίσκεται πίσω από τον Υιό, είναι μαζί του Κυρία του κόσμου και της κτίσεως. Παράλληλα είναι και η οικοδέσποινα της Βασιλείας, των φωτεινών διαμερισμάτων του ουρανού, οι χάρες του οποίου περνούν από τις χάρες της Μεγάλης Δέσποινας. Σ’ αυτήν αναπαύεται ιδιαίτερα ο Θεός. Στο μυστήριό της πνίγονται οι άγγελοι από ευλογίες και δωρεές. Είναι το άφθαρτο ψωμί του ουρανού, ο γλυκασμός των αγγέλων και η χαρά των σωσμένων!

 

Στη συνέχεια το τροπάριο τη χαιρετίζει ως την μόνην «άμωμον εν γυναιξί και καλήν». Όχι, φυσικά, ότι δεν υπάρχουν άλλες γυναίκες άμωμες και καλές. Υπάρχουν πολλές, φιγούρες όμορφες της Εκκλησίας και της Βασιλείας. Αυτές όμως υπερβαίνει ασυγκρίτως η Μαρία. Η χάρη της είναι ιδιαίτερη, η ομορφιά της ασύγκριτη. Είναι η Μάνα του Θεού! Μόνο σ’ αυτή τη διάσταση, ως Θεομήτωρ, λέγεται ότι είναι η μόνη άμωμη μεταξύ των γυναικών και καλή. Γιατί εχρημάτισε το χρυσωμένο από το Πνεύμα του Θεού σκεύος, στο οποίο χύθηκε το ακένωτο μύρο της Τριάδος, ο αΐδιος βλαστός του Θεού, που μύρισε την Κόρη με την ευωδιά του· κι’ η κόρη με τη σειρά της μύρισε την πλάση ολόκληρη, την παστάδα του ουρανού, όπου τελέστηκαν οι μυστικοί γάμοι του Αρνίου με το σώμα των Αγίων του!

 

 

 

*

 

 

 

«Η περιστερά, η τον ελεήμονα αποκυήσασα, χαίρε Αειπάρθενε· οσίων πάντων χαίρε το καύχημα, των αθλητών στεφάνωμα·  χαίρε απάντων τε, των δικαίων, θείον εγκαλλώπισμα, και ημών των πιστών το διάσωσμα».

 

(Η περιστερά, που γέννησε τον ελεήμονα Θεό, χαίρε, Αειπάρθενε· συ που είσαι το καύχημα όλων των οσίων και το στεφάνωμα των αθλητών (της πίστεως). Χαίρε το εγκαλλώπισμα όλων των δικαίων και ημών των πιστών το διάσωσμα).

 

 

 

Και η υμνολόγηση εξακολουθεί. Ο ποιητής παραβάλλει την Μαρία με περιστέρι καθαρό και πάλλευκο, από το οποίο συγκατατέθηκε να γεννηθεί ο ελεήμων Θεός. Με περιστέρι, γιατί το πουλί αυτό είναι άκακο, αγαθό και ειρηνικό. Έτσι και η Παρθένος ήταν το μοναδικό πλάσμα το καθαρό και αγνό, που μπορούσε να λειτουργήσει επάξια στο πάλλευκο θαύμα της σαρκώσεως του Λόγου.

 

Τη χαιρετίζει ως Αειπάρθενο. Μητέρα δηλαδή που γέννησε χωρίς να χάσει την ομορφιά της αγνείας της. Άνοιξε η μήτρα της για να περάσει η ανθρώπινη φύση του Υιού Θεού, χωρίς το γεγονός να καταλύσει την παρθενία της. Ω μυστήριο θείο και ακατάλυτο· πόσο χανόμαστε στη σαγήνη της απειρίας σου! Βλέπουμε και δεν κατανοούμε. Κι όμως στην αγνωσία μας, γνωρίζουμε το αδιάγνωστο στο εκστατικό φως της θείας μετουσίας.

 

Τη χαιρετίζει ως το καύχημα όλων των όσιων και των αθλητών το στεφάνωμα. Γιατί στο πρόσωπό της συγκλίνουν η άθληση και τα πνευματικά παλαίσματα των Αγίων. Σ’ αυτήν καταλήγουν τα αγωνίσματα της πίστεως. Είναι των δικαίων το θείον εγκαλλώπισμα, το στεφάνι και η ομορφιά της αρετής και της δικαιοσύνης. Γιατί στο θαύμα της καλύπτεται το θαύμα του Θεού, στη χάρη της η χάρη του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Η Μαρία προηγείται του Λόγου, ο Λόγος στεφανώνει την Μαρία. Ω θεία και άρρητη συμπλοκή, στην οποίαν υπάρχει το διάσωσμα των ανθρώπων! Και ιδιαίτερα των πιστών, οι οποίοι αισθανόμενοι την απροσμέτρητη δωρεά και μη έχοντας τίποτε άλλο ν’ αντιπροσφέρουν προς την αινιγματική Μητέρα, ανοίγουν τα χείλη και τις καρδιές τους για να της ψελλίσουν ταπεινά το χαίρε του Αγγέλου!

 

 

 

*

 

 

 

«Φείσαι ο Θεός, της κληρονομιάς σου τας αμαρτίας ημών, πάσας παραβλέπων νυν, εις τούτο έχων εκδυσωπούσαν σε, την επί γης ασπόρως σε, κυοφορήσασαν, διά μέγα, έλεος θελήσαντα, μορφωθήναι Χριστέ, το αλλότριον.

 

(Συγχώρησε, Θεέ μου, τις αμαρτίες της κληρονομιάς σου (αυτών που έγιναν δικοί σου), παραβλέποντας αυτές και έχοντας προς τούτο εκδυσωπούσα σε αυτήν, που χωρίς ανθρώπινη σπορά σε κυοφόρησε, όταν θέλησες, για το μέγα σου έλεος, να μορφωθείς το αλλότριο, να λάβεις δηλαδή την ξένη προς τη φύση σου ανθρώπινη μορφή).

 

 

 

Και κατακλείεται ο υπέροχος αυτός Κανόνας με αποστροφή προς τον Θεόν να συγχωρήσει τις αμαρτίες της κληρονομιάς του, των δικών του δηλαδή ανθρώπων, που πιστεύουν σ’ αυτόν εξαγορασμένοι με το αίμα του Υιού του. Και η αίτηση δεν είναι παράδοξη. Μπορεί μεν οι πιστοί να ανήκουν στο Θεό· αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αναμάρτητοι. Η αμαρτία είναι ο καθολικός κλήρος της ανθρωπότητας. Ακόμα και οι Άγιοι, ενόσω εξακολουθούν να βρίσκονται στη ζωή, έχουν πάντοτε τη δυνατότητα της αμαρτίας. Και κυρίως αυτοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να προσεύχονται στο Θεό για την άφεση των παραπτωμάτων τους. Στη δέησή τους αυτή, οι πιστοί έχουν και τη συμμαχία της Παρθένου, η οποία χωρίς ανθρώπινη σπορά εγέννησε το Χριστό. Η Παρθενομήτωρ εκδυσωπεί τον Υιό για τα αμαρτήματα των ανθρώπων, ο οποίος, κινούμενος από το άπειρό του έλεος και θέλοντας να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, προσέλαβε από την ολοκάθαρη φύση της, το ξένο προς τη θεότητα στοιχείο, την ανθρώπινη φύση του.

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: fdathanasiou.wordpress.com)

 

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3096