Σέ ἀδελφό πού βρίσκεται σέ πειρασμό
Τό θέμα μας ἀπόψε θά εἶναι γιά τίς θλίψεις καί γιά τούς πειρασμούς. Εἶναι ἡ συνέχεια τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου ἀββᾶ Δωροθέου πρός ἀνθρώπους καί μάλιστα ἀδελφούς ἐν Χριστῷ, δηλαδή μοναχούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πειρασμό. Τό διευκρινίζουμε ξανά, ὅτι αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος στούς μοναχούς, ἀφορᾶ κι ἐμᾶς. Ὁτιδήποτε λένε οἱ ἅγιοι εἶναι θεραπευτικό γιά ὅλους. Εἶναι λάθος ὁ διαχωρισμός, αὐτά εἶναι γιά τούς μοναχούς καί τά ἄλλα γιά τούς κοσμικούς. Διότι τά φάρμακα ἀπευθύνονται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί οἱ ψυχές εἶναι ἴδιες, εἴτε εἶναι κάποιος μοναχός, εἴτε λαϊκός, εἴτε εἶναι μεγάλης ἠλικίας, εἴτε εἶναι μικρῆς ἠλικίας.
Ἀκόμη καί τά παιδιά, νά ξέρετε, ὅτι ἔχουν ἴδια ψυχή μέ τούς μεγάλους. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν ἴδια ἐγκεφαλική ἀνάπτυξη, δέν εἶναι ἡ σκέψη τους καί ὁ νοῦς τους τόσο ὥριμος, ὅσο εἶναι τῶν μεγάλων, ἀλλά ἡ ψυχή τους εἶναι. Γι’ αὐτό, αἰσθάνονται πολύ καλά τά πνευματικά δῶρα τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνονται πολύ καλά τή Θεία Κοινωνία, αἰσθάνονται πολύ καλά τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσευχή. Γι’ αὐτό, παρατηροῦμε, ὅταν εἶναι καλλιεργημένα, πόσο χαίρονται μόλις κοινωνοῦν. Μάλιστα μερικά παιδάκια χαμογελᾶνε κιόλας, γιατί ἀκριβῶς ἡ ψυχή τους εἶναι ὅπως τῶν μεγάλων, ἐνῶ μπορεῖ διανοητικά νά μή φθάνουν τόν νοῦ τῶν μεγάλων, τήν κρίση τῶν μεγάλων, ὅμως ἡ ψυχή τους αἰσθάνεται τά πάντα.
Ὁπότε, τά φάρμακα πού μᾶς δίνουν οἱ ἅγιοι εἶναι γιά ὅλους μας καί ὅποιος τά παίρνει θεραπεύεται.
Σήμερα λοιπόν θά συνεχίσουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά δοῦμε καί νά σχολιάσουμε -τό κατά δύναμη- μιά ἐπιστολή πού στέλνει ὁ ἅγιος σέ ἕναν ἀδελφό, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σέ πειρασμό. Φαίνεται μάλιστα ὅτι ἀντιμετώπιζε πολλούς πειρασμούς στήν πορεία του, γι’ αὐτό ἀρχίζει τήν ἐπιστολή του ὡς ἑξῆς:
«Μή σοῦ φαίνεται παράξενο, παιδί μου, ἐφόσον βρίσκεσαι στήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στόν Θεό, ἄν πολλές φορές πέφτεις πάνω σέ ἀγκάθια καί σβώλους καί ἄλλοτε σέ ὁμαλό ἔδαφος».
Ἄλλοτε ὅλα εἶναι εὔκολα καί ὁμαλά καί ἄλλοτε ἡ πορεία εἶναι μέ ἀγκάθια καί μέ σβώλους, μέ ἐξογκώματα. Μή σοῦ φαίνεται, λέει, παράξενο αὐτό. Γιατί πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὄντως, ὅταν ἀρχίζει κανείς νά ζεῖ πνευματική ζωή, θά ἔχει πειρασμούς. Καί ἐνῶ μέχρι τήν ὥρα πού ἦταν στόν κόσμο καί στόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, δέν εἶχε πειρασμούς, οὔτε ἀπό τους δικούς του, οὔτε ἀπό τούς φίλους του ἐνδεχομένως, ἴσως οὔτε καί ἀπό τόν ἑαυτό του τόσους, ἀπό τή στιγμή πού θά πάρει τήν ἀπόφαση νά ζήσει κατά Χριστόν ἀμέσως θά ἀρχίσει νά ἔχει πειρασμούς καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί ἀπό τόν διάβολο καί ἀπό τούς δικούς του ἀνθρώπους, τούς ἀνθρώπους δηλαδή τοῦ σπιτιοῦ του.
Γι’ αὐτό, τοῦ λέει, μήν παραξενεύεσαι, ἄν σοῦ συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί εἶσαι στήν ὁδό. Ἕνας πού εἶναι στήν ὁδό, ἔχει πάντα πειρασμούς. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, εἶχαν κι αὐτό τό ὄνομα. Τούς λέγανε: «Οἱ τῆς ὁδοῦ». Οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι στήν ὁδό, δηλαδή εἶναι στόν δρόμο καί πορεύονται. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός» (Ἰωαν 14,6). Θά πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστιανός εἶναι σ’ ἕναν δρόμο. Εἶναι στόν δρόμο καί εἶναι ὁδοιπόρος πού πάει πρός τόν οὐρανό. Μέσα στόν δρόμο δέν ξέρεις τί θά σοῦ συμβεῖ. Ἀνά πᾶσα στιγμή μπορεῖ νά ἔχεις πειρασμούς, δυσκολίες,ἀναπάντεχα πράγματα καί φυσικά δέν εἶναι ὅ,τι καλύτερο. Ἄλλο νά εἶσαι στό σπίτι σου καί ἄλλο νά εἶσαι στόν δρόμο.
Ἀπό τήν ἄλλη βέβαια αὐτός ὁ δρόμος ἔχει καί ἀναπαύσεις καί ἔχεις αὐτή τή σιγουριά, αὐτή τή βεβαιότητα ὅτι πᾶς καλά, ἔχεις αὐτήν την ἐλπίδα στόν Θεό καί δέν ἀναπαύεσαι, ἄν πεῖς ν’ ἀφήσω τόν δρόμο καί νά γυρίσω στόν παλιό τρόπο ζωῆς γιά νά γλυτώσω ἀπό τούς πειρασμούς. Γιατί τότε θά ἔχεις αὐτό τό κενό, αὐτήν τήν πληροφορία μέσα σου ὅτι δέν πᾶς καλά.
Ἄρα ὁ δρόμος τοῦ χριστιανοῦ ἔχει ἀπό τή μιά δυσκολίες καί πειρασμούς, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη ἔχει αὐτή τήν ἐσωτερική ἐλπίδα, τήν ἐσωτερική βεβαιότητα ὅτι εἶναι στή σωστή κατάσταση καί ὅτι προχωράει, ἔστω καί μέ δυσκολίες, ὅμως εἶναι στόν σωστό δρόμο. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος νιώθει ἀνάπαυση μέσα του. Βιώνει συγχρόνως μία λύπη, μία ἐξωτερική θλίψη, ἀλλά καί μία χαρά. Ἡ λεγόμενη ‘χαρμολύπη’, πού αἰσθάνεται ὁ χριστιανός.
Ἐνῶ ὁ κοσμικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά μήν ἔχει αὐτούς τούς πειρασμούς, πού ἔχει ὁ χριστιανός, ἀπό τούς δικούς του, ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά δέν ἔχει καί αὐτή τήν ἐσωτερική ἀνάπαυση καί ἄν εἶναι εἰλικρινής, τό ὁμολογεῖ. Συνήθως ὅμως οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου δέν εἶναι εἰλικρινεῖς, οὔτε μέ τόν ἑαυτόν τους. Φοροῦν μιά μάσκα, γελοῦν, καί δίνουν τήν ἐντύπωση τοῦ εὐτυχισμένου. Ἡ ψυχή τους ὅμως βιώνει αὐτό τό κενό καί σέ κάποιες στιγμές πού ἐξωτερικεύουν τήν ψυχή τους, βγαίνει ὅλη αὐτή ἡ θλίψη πού κρύβουν μέσα τους. Ἀπενταντίας ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά θλίβεται ἐξωτερικά, ἀλλά δέν στεναχωρεῖται, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δέν νιώθει μέσα του αὐτό τό ὑπαρξιακό κενό, νά μήν ξέρει γιατί ζεῖ.
Λοιπόν, μήν σοῦ φαίνεται παράξενο, ἄν ἔχεις θλίψεις, τοῦ λέει, κι ἄν ἔχεις ἀκαταστασία στή ζωή σου – αὐτό σημαίνει ἀπό τή μιά νά ἔχεις σβώλους καί ἀπό τήν ἄλλη ὁμαλό ἔδαφος. Δέν εἴμαστε πάντα στήν ἴδια κατάσταση. Καί αὐτό εἶναι ἀναμενόμενο. Καί δέν εἶναι ὅλα τακτοποιημένα στή ζωή μας. Καί αὐτό εἶναι ἀναμενόμενο. Ἔλεγε καί κάποιος χαριτωμένα, ὅτι ὁ Θεός ἀναπαύεται, ὅταν εἶναι τά πράγματα ἔτσι ‘ἀτακτοποίητα’.
Ἐμεῖς θέλουμε νά τά τακτοποιήσουμε ἐδῶ στή γῆ, νά πᾶνε ὅλα καλά, νά κυλοῦν ὅλα ρολόι, νά εἶναι ὅλα ρυθμισμένα ἀπόλυτα, νά μή συμβαίνει τίποτα ξαφνικό, νά μήν ταραζόμαστε μέ τίποτα. Ὄχι! Δέν θέλει ἔτσι ὁ Θεός. Ὁ Θεός θέλει διά πολλῶν θλίψεων νά πᾶμε στή Βασιλεία Του. Θά ἔλεγα, διά πολλῶν ‘ἀκαταστασιῶν’.
Βλέπετε πῶς εἶναι ἡ ζωή μας; Γεμάτη ἀκαταστασίες. Ὁπότε συν-αὐξάνονται τά ζιζάνια μέ τόν καλό σπόρο, ὅπως λέει στήν παραβολή τῶν ζιζανίων. Δηλαδή, συναυξάνονται οἱ κακοί ἄνθρωποι ἤ οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν ὑποταχθεῖ στόν πονηρό, μέ τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ζήσουν κατά Θεόν. Γι’ αὐτό ἔχουμε δίπλα μας ὅλο ἀντίθετους ἀνθρώπους. Εἶναι κανείς σέ ἕνα γραφεῖο, οἱ ὑπόλοιποι εἶναι ἄθεοι καί εἶσαι ἐσύ, ποῦ προσπαθεῖς. Εἶσαι σέ ἕνα σχολεῖο καί ἔχεις τριάντα συμμαθητές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀρνητικοί ἤ σέ κοροϊδεύουν ἐπειδή πᾶς στήν Ἐκκλησία. Δέν πρέπει νά μᾶς ξαφνιάζει αὐτό, οὔτε νά μᾶς κάνει νά δειλιάζουμε. Γιατί αὐτό μᾶς τό ἔχει πεῖ ὁ Χριστός. Μᾶς τό ἔχει προφητεύσει, ὥστε νά εἴμαστε ἔτοιμοι καί νά μήν παραξενευόμαστε.
«Γιατί ὅσοι ἀγωνίζονται, ἄλλοτε πέφτουν καί ἄλλοτε νικοῦν»,λέει ὁ ἅγιος.
Οἱ ἀνωμαλίες, οἱ ἀκαταστασίες, οἱ πειρασμοί πού ἔχουμε, πολλές φορές μᾶς ὠθοῦν καί στό νά πέσουμε κιόλας, νά ἔχουμε δηλαδή πτώσεις. Ὅπως, ὅταν περπατᾶς σ’ ἕνα ἀνώμαλο ἔδαφος, ὑπάρχει δυνατότητα νά σκοντάψεις καί νά πέσεις. Ἔτσι καί ὅλοι αὐτοί οἱ πειρασμοί πολλές φορές μᾶς κάνουν νά πληγωθοῦμε. Θά λέγαμε καί αὐτό ἀκόμη εἶναι ἀναμενόμενο γιατί ἔχουμε αὐτόν τόν πόλεμο καί στόν πόλεμο πάντα ὑπάρχουν καί ἀπώλειες. Ὅσοι λοιπόν ἀγωνίζονται, ἄλλοτε πέφτουν καί ἄλλοτε νικοῦν.
«Ὁ Μέγας Ἰώβ εἶπε: ‘Τί ἄλλο εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου πάνω στή γῆ, παρά μιά συνεχής δοκιμασία’; (Ἰώβ 7,1)».
«Οὐχί πειρατήριόν ἐστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς;» (Ἰώβ 7,1). Πειρατήριον: ἕνας χῶρος, ἕνας τρόπος, ἕνα σύστημα -θά λέγαμε- πειρασμῶν. Αὐτό εἶναι τό πειρατήριον. Αὐτό εἶναι ἡ ζωή μας ἐδῶ στή γῆ. Αὐτός ὁ πειρασμός, αὐτές οἱ δοκιμασίες εἶναι πού μᾶς καθαρίζουν. Νά τό ποῦμε κάπως ἀστεῖα καί λίγο πιό ἁπλά. Σάν νά μπαίνεις σέ ἕνα τεράστιο πλυντήριο καί αὐτό νά παίρνει μπρός καί ἐκεῖ μέσα νά χτυπιέσαι. Αὐτό εἶναι τό πειρατήριον τῆς ζωῆς μας. Ἀλλά ὅσο πιό πολύ χτυπιέσαι, τόσο πιό πολύ καθαρίζεσαι, ὅπως τά ροῦχα!
Ἔτσι, ἡ ζωή μας μέσα ἀπό τούς πειρασμούς ὅλο καί καθαίρεται, ἡ ψυχή μας καθαίρεται καί οὐσιαστικά εἶναι ἕνα ‘ἑτοιμαστήριο’ ἐκτός ἀπό ‘πειρατήριο’ γιά νά μποῦμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ -τό κατά δύναμη- καθαροί, ὥριμοι καί ἕτοιμοι γιά νά συνεχίσουμε ἐκεῖ νά ζοῦμε μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἄπειρης καθαρότητας καί ἀρετῆς.
«Καί κάποιος ἄλλος ἅγιος εἶπε: «Ἄνθρωπος πού δέν γεύτηκε πειρασμό δέν μπορεῖ νά εἶναι βέβαιος γιά τίς ἀρετές του» (Σοφ. 34,10).
«Ἀνήρ ἀπείραστος ἀδόκιμος» εἶναι ἀπό τή Σοφία Σειράχ στήν Παλαιά Διαθήκη, τό ὁποῖο σημαίνει, ὅτι δέν μπορεῖς νά εἶσαι βέβαιος, ἄν δέν δοκιμαστεῖς. Πολλές φορές ἔχουμε τήν ἰδέα ὅτι σέ κάτι εἴμαστε καλοί. Γιά παράδειγμα, λέμε ‘δεν θυμώνω’, ή ‘δεν κατακρίνω’. Ἀλλά αὐτό ἄν δέν δοκιμαστεῖ, δέν ἀποδεικνύεται. Καί πολλές φορές ὅταν δοκιμαστοῦμε, καταλαβαίνουμε ὅτι καί θυμό ἔχουμε, πέφτουμε καί στήν κατάκριση, στήν ὑπερηφάνεια κ.λ.π. Γι’ αὐτό χρειάζονται οἱ πειρασμοί, γιά νά ἀποδειχθεῖ ἡ ἀλήθεια, ἄν ὄντως εἴμαστε ἐνάρετοι ἤ ὄχι. Εἶναι μία ἐξάταση, ἕνα ‘τέστ’ πού μᾶς κάνει ὁ Θεός. Στή ζωή μας κάθε στιγμή οὐσιαστικά δίνουμε ἐξετάσεις καί εἴτε ἀποδεικνύουμε ὅτι εἴμαστε μέ τόν Θεό εἴτε ὄχι.
Ἄν εἶσαι στήν ἡσυχία ἤ στήν ἔρημο, ἔχεις ἐκ τῶν πραγμάτων λιγότερους πειρασμούς. Αὐτό δέ σημαίνει ὅτι εἶσαι καί ἐνάρετος! Πολλές φορές αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, ὅταν κατέβηκαν στόν κόσμο καί συναναστράφηκαν μέ ἀνθρώπους, ἀποδείχθηκαν πολύ ἐμπαθεῖς.
Λέει μιά περίπτωση, ἡ Γερόντισσα Γαβιηλία στό βιβλίο της ‘’Ἡ ἀσκητική τῆς ἀγάπης’’ γιά κάποιον Ἰνδό, τόν ὁποῖο θεωροῦσαν κορυφαῖο στήν ἀρετή μετά τόν γκουρού του, τόν ‘γέροντά του’ ἄς ποῦμε, ὅτι ἦταν αὐτός καί πολύ σπουδαῖος διάδοχος. Αὐτός, λοιπόν, ἐθεωρεῖτο πολύ πρᾶος, πολύ ταπεινός κ.λ.π. Ἔ! Ὅταν αὐτός κατέβηκε κάποια στιγμή ἀπό ἐκεῖ πού ἦταν ἀπό τό βουδιστικό μοναστήρι του γιά νά παραστεῖ σέ μία γιορτή, τσακώθηκε γιατί ἤθελε νά καθίσει στήν πρώτη θέση. Τόσο ταπεινός ἦταν! Ἐπειδή τόν εἶχαν βάλει στή δεύτερη θέση, τσακώθηκε καί λέει ‘μέ περιφρονήσατε’, ἄρχισε νά βρίζει καί ἔχασε τόν ἔλεγχο. Κατάλαβε τότε καί ὁ ἴδιος πόσο ἐγωισμό ἔχει.
Ἀλλά εἶναι ἀκριβῶς αὐτό ὅτι δέν μπορεῖς νά ἔχεις ἀρετή ὅταν εἶσαι στήν περιοχή τοῦ πονηροῦ. Γιατί ὅλες αὐτές οἱ θρησκεῖες εἶναι δαιμονικές θρησκεῖες καί οἱ ἀρετές τους δέν εἶναι ἀρετές. Ἀκόμη ἕνας λόγος παραπάνω γιά νά μή μπορέσεις νά καταλάβεις τόν ἑαυτό σου εἶναι ὅταν εἶσαι μόνος σου. Φαινόμαστε ποιοί εἴμαστε ὅταν ἐρχόμαστε σέ συναναστροφή μέ τούς ἄλλους. Τότε φαίνεσαι ποιός εἶσαι. Ὅταν κάποιος σέ περιφρονήσει, δέν σοῦ ἀποδώσει τήν τιμή, πού νομίζεις ὅτι πρέπει νά σοῦ ἀποδώσει. ‘Δέν μέ λογαριάζει! Γιατί δέν μέ λογαριάζει’; ‘Γιατί δέ μέ ρωτάει’; λέει ἡ γυναίκα, γιά τόν ἄνδρα. Λοιπόν αὐτό εἶναι ἐγωισμός. Καί θυμώνει καί στεναχωριέται καί θέλει νά βρεῖ τό δίκιο της. Ἔτσι φαινόμαστε ποιοί εἴμαστε.
«Γιατί καθώς ἀσκούμαστε στήν πίστη πειραζόμαστε, γιά νά δοκιμαστοῦμε καί νά μάθουμε νά πολεμᾶμε. Ὁ Κύριος εἶπε: ‘Πρέπει νά περάσετε μέσα ἀπό πολλές θλίψεις γιά νά μπεῖτε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν’ (Πραξ. 14,22)».
Πρέπει νά τόν βάλουμε βαθειά μέσα μας αὐτόν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: ὅτι δέν μποροῦμε νά πᾶμε στή Βασιλεία χωρίς θλίψεις. Πρέπει νά ἀνησυχοῦμε ἐάν δέν ἔχουμε θλίψεις. Τότε πρέπει νά ἀνησυχοῦμε. Ἐμεῖς ἀνησυχοῦμε ὅταν ἔχουμε καί ἀδημονοῦμε γιά τό πόσο θά τραβήξει μία κατάσταση, πότε θά ἠρεμήσουν τά πράγματα. Ὄχι, τό ἀντίθετο. Νά ἀνησυχεῖς ὅταν δέν ἔχεις θλίψεις καί νά ἡσυχάζεις ὅταν ἔχεις θλίψεις. Τότε πᾶνε καλά τά πράγματα. Τά πράγματα δέν πᾶνε καλά, καθόλου καλά, ὅταν πᾶνε καλά. Ἔτσι, ὅταν ὁ κόσμος μᾶς λέει ὅτι πᾶμε καλά καί τό πιστεύουμε καί οἱ ἴδιοι, τότε κάτι δέν πάει καλά.
Ἕνας πολύ σπουδαῖος, σύγχρονος ἅγιος, εἶχε κάνει μία ἱεραποστολική προσπάθεια καί εἶχε κάνει, μιά ὁμάδα ἀπό ἱεραποστόλους ὀρθόδοξους. Στήν ἀρχή, ὅλοι τούς ἔλεγαν ‘Μπράβο! Τί καλοί πού εἶστε! Πολύ καλά, ὅλα ὅσα μᾶς λέτε! Πόσο μᾶς βοηθᾶτε’! Τοῦ ἔλεγαν καί οἱ βοηθοί του:
– Γέροντα εἶναι εὐχαριστημένος ὁ κόσμος. Δόξα τῷ Θεῷ πᾶμε καλά!
– Δέν πᾶμε καλά, τους λέει.
– Γιατί Γέροντα δέν πᾶμε καλά;
– Δέν πᾶμε καλά, σᾶς λέω.
Ἔ! Μετά ἀπό ἕνα μήνα, δύο μῆνες, ὅπως γίνεται συνήθως ἄρχισαν νά τούς κατηγοροῦν. ‘Τί εἶναι αὐτά πού λέτε… Καί γιατί εἶστε ἔτσι …καί πῶς φερθήκατε σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἔτσι… ἐσεῖς πού εἶστε ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας…
– Τώρα παιδιά πᾶμε καλά. Ἐλᾶτε νά πιοῦμε κρασί, λέει τότε ὁ Γέροντας.
Καταλάβατε; Ὅταν ἄρχισαν οἱ πειρασμοί, τότε ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὅσο δέν ἔχουμε πειρασμούς, πρέπει νά ἀμφιβάλλουμε ἄν κάνουμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Σατανᾶς, ὅταν εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, πάντα θά τό πολεμήσει. Ἀργά ἤ γρήγορα, θά φέρει πειρασμούς. Αὐτό εἶναι ἀπόδειξη ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἄν δέν εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἔργο δικό του, δέν θά τό πολεμήσει, δέν εἶναι χαζός! Ἔτσι, ὅταν κάνουμε τό ἔργο του, ὄχι μόνο δέν τό πολεμᾶ, ἀλλά τό ἐνισχύει κιόλας.
«Ἄς εἶναι λοιπόν βοηθός σας σέ ὅ,τι συναντᾶτε, ἡ ἐλπίδα τοῦ καλοῦ τέλους».
Πῶς θά βοηθηθοῦμε τώρα; Άφοῦ θά ἔχουμε πειρασμούς, θά ἔχουμε δυσκολίες, πῶς θά πάρουμε κουράγιο; Θά τό πάρουμε ἀπό τήν ἐλπίδα, αὐτοῦ τοῦ καλοῦ τέλους. Ὅτι, ναί μέν, ὑπάρχουν οἱ πειρασμοί, ἀλλά τό τέλος θά εἶναι καλό. Γι’ αὐτό βλέπετε, τό τελευταῖο βιβλίο ‘’Ἡ Ἀποκάλυψη’’ ἔχει αὐτό τό καλό τέλος καί εἶναι πολύ παρηγορητικό. Οἱ Πατέρες λένε νά τό διαβάζετε ὅταν ἔχετε πειρασμούς, γιατί ἐκεῖ μέσα φαίνεται ὅτι τελικά ὁ Χριστός θά νικήσει.
Φαίνεται σήμερα ὅτι κυριαρχεῖ ὁ διάβολος. Ἔχουν γεμίσει τά παιδιά μας μέ διαβολικές ἀφίσες, διαβολικά παιχνίδια, στίς τηλεοράσεις παίζουν διαβολικές παιδικές ταινίες κ.λ.π. Οὐσιαστικά ὁδηγούμαστε σέ μιά λατρεία τοῦ σατανᾶ. Θυμίζει ὅλο αὐτό, τό θηρίο, πού λέει στήν Ἀποκάλυψη, πού βγαίνει ἀπό τήν ἄβυσσο καί ἀναδύεται σιγά σιγά, ὁ διάβολος, καί λές ‘πάει χάθηκαν ὅλα, θά μᾶς πνίξει, θά μᾶς κυριαρχήσει’.
Τά μικρά παιδιά πλέον ψηφίζουν τά τέρατα. Στήν EUROVISION πού ἔγινε πρόπερσι, ψήφισαν τούς δαίμονες. Ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν πρόσωπα. Οἱ ἄνθρωποι πού τραγουδοῦσαν βγῆκαν μέ μάσκες. Τό ἀποτέλεσμα τό ἔβγαλαν τά μικρά παιδιά 10 καί 11 χρονῶν, πού σημαίνει ὅτι τά παιδιά ἔχουν ἐθιστεῖ στόν σατανᾶ καί τόν ἔχουν ἀγαπήσει γιά νά τόν ψηφίσουν. Αὐτό φυσικά δέν εἶναι καθόλου καλό, καθόλου εὐοίωνο καί ἀναρωτιέται κανείς πού πᾶμε, ἄν τά μικρά παιδάκια ἔχουν γίνει ἔτσι. Βεβαίως αὐτά θά γίνουν πολύ ἐχθρικά ἀπέναντι σέ ἕνα παιδάκι, πού ἀγαπάει τόν Χριστό.
Στά πρόσφατα γεγονότα, μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους τούς κουκουλοφόρους, πού χτύπησαν τά ἐκκλησάκια ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη καί πετοῦσαν τίς εἰκόνες, πάλι ὁ σατανᾶς κρύβεται πίσω. Ὁ σατανᾶς δέν θέλει οὔτε εἰκόνες, οὔτε ἐκκλησάκια, οὔτε παπάδες φυσικά. Τό ἑπόμενο χτύπημα εἶναι νά ἀρχίσουν νά ἐπιτίθενται στούς παπάδες καί γενικότερα στούς χριστιανούς.
Τελικά τό μήνυμα πού μᾶς δίνει ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι ὅτι αὐτό τό θηρίο μέ ἕνα φύσημα τοῦ Χριστοῦ μας, θά ἐξαφανιστεῖ. Θά πέσει στήν ἄβυσσο καί στή λίμνη τοῦ πυρός τήν καιομένη. Αὐτό εἶναι τό καλό τέλος. Ἑπομένως, ἄς μή δειλιάζουμε οἱ χριστιανοί, ἄς κρατοῦμε αὐτή τή σκέψη πάντα καί θά παίρνουμε παρηγοριά στίς ὅποιες θλίψεις. Ἔρχεται ὁ πειρασμός, ἔρχονται οἱ εἰρωνεῖες ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἔρχεται πόλεμος μέσα ἀπό τό σπίτι μας, σοῦ λένε: ‘πάλι νηστεύεις, πάλι Ἐκκλησία, τί θά γίνει μέ σένα, πολλή φανατική ἔγινες, μέ τούς παπάδες πού ἔμπλεξες, τί θά τά κάνεις τά παιδιά σου καλόγερους, καλόγριες’ κ.λ.π. Λοιπόν, ὅλα αὐτά νά τά περιμένουμε. Δέν πρέπει νά μᾶς κάνουν νά δειλιάσουμε. Ἀλλά νά σκεπτόμαστε τό καλό τέλος. Αὐτό λέει ἐδῶ καί ὁ Ἅγιος:
«Ὅ,τι συναντᾶτε λοιπόν, θα βοηθιέστε νά τό ἀντιμετωπίζετε μέ αὐτή τήν ἐλπίδα ὅτι τελικά ὁ Χριστός θα νικήσει».
Προσέξτε! Δέν ἐννοεῖ ὅτι θά νικήσει μόνο στήν Ἀποκάλυψη, γιατί θά πεῖ κανείς ‘δέν θά ζῶ τότε νά δῶ τό θηρίο, πού θά πέσει στήν κόλαση’. Ἴσως νά μή ζοῦμε, νά πεθάνουμε νωρίτερα, ἀλλά θά νικήσει μέσα μας ὁ Χριστός. Ἁπλῶς ἐμεῖς νά μήν Τόν προδώσουμε καί τελικά ὁ Χριστός θά νικήσει. Εἴτε εἴμαστε μόνοι μας, εἴτε μέσα στό σπίτι ἤ ὁπουδήποτε, ἄν ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Χριστός, θά νικήσουμε καί δέν θά μᾶς στερήσει κανένας τό Φῶς. Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά μᾶς στερήσει τό Φῶς.
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅτι, ὅλα κι ἄν σᾶς τά πάρουν, δέν ἔχετε πρόβλημα. Μπορεῖ ὁ Θεός νά παραχωρήσει νά μᾶς τά πάρουν ὅλα, δέν ἔχουμε πρόβλημα. Τήν ψυχή μας καί τόν Χριστό μας δέν μποροῦν νά μᾶς τά πάρουν, ἐκτός κι ἄν τά δώσουμε μόνοι μας. Ἄν ἔχουμε αὐτήν τήν ἐλπίδα τοῦ καλοῦ τέλους, ὅτι ὁ Χριστός θά νικήσει, δέν θά τά δώσουμε. Τελικά ἐμεῖς θά εἴμαστε μέ τόν νικητή. Τό λέει καί ὁ λαός: «Γελάει καλύτερα αὐτός πού γελάει τελευταῖος». Τελευταῖος θά γελάσει ὁ Χριστός καί μαζί του κάθε χριστιανός.
Τώρα φαινομενικά εἴμαστε σέ κατάσταση, ἄς τό ποῦμε, κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ οἱ Χριστιανοί. Ὅποιος εἶναι πραγματικά Χριστιανός, εἶναι στό περιθώριο τοῦ περιθωρίου παντοῦ. Πάρτε γιά παράδειγμα τό ἐργασιακό περιβάλλον. Αὐτό συμβαίνει, γιατί φυσικά δέν θέλει νά συμβιβαστεῖ, γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Θά μποροῦσε κι αὐτός νά κάνει τίς πονηριές πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, θά μποροῦσε νά πεῖ τά ψέματα πού λένε, δέν θά μποροῦσε; Θά μποροῦσε νά βρίσει, ὅπως βρίζει ὅλος ὁ κόσμος, γιατί ἔχει πρόβλημα; Γλώσσα δέν ἔχει; Στόμα δέν ἔχει; Ἀλλά δέν τό κάνει. Ὁπότε ὁ κόσμος τόν θεωρεῖ ἀνοήτο. Ἄς τόν θεωρεῖ. Αὐτός τελικά θά νικήσει. Ὁ Χριστός δηλαδή καί οἱ Χριστιανοί κι αὐτό εἶναι πού μᾶς δίνει δύναμη.
Καθώς ἀσκούμαστε στήν πίστη, πειραζόμαστε. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά νικήσουμε γιατί ἔχουμε αὐτή τήν ἐλπίδα τοῦ καλοῦ τέλους, τήν ὁποία μᾶς τήν ἔχει δώσει ὁ Χριστός. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, θέλοντας νά μᾶς προετοιμάσει γιά ν᾽ ἀποκτήσουμε ὑπομονή λέει: «Πιστός ὁ Θεός». Ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος, αὐτό θά πεῖ πιστός. Εἶναι πιστός. Δηλαδή, ποτέ ὁ Θεός δέν θά μᾶς ἐξαπατήσει. Νά μᾶς πεῖ κάτι καί νά μήν τό ἐκπληρώσει. Πιστός ὁ Θεός! Σέ τί εἶναι πιστός; Σέ ὅλα. Ἀλλά καί στό ἑξῆς συγκεκριμένο: «πιστός ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὃ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄Κορ. 10,13). Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δέν θά σᾶς ἀφήσει νά πειρασθεῖτε παραπάνω ἀπό τή δύναμή σας, ἀλλά μαζί μέ τόν πειρασμό θά σᾶς δώσει καί τό ξεπέρασμα τοῦ πειρασμοῦ, τήν ἔκβαση, τό τέλος, ὥστε νά μπορέσετε νά τόν σηκώσετε.
«Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ Θεός πού σᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι δέν θά σᾶς ἀφήσει νά πειραστεῖτε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο μπορεῖτε», ἀπ’ ὅσο ἀντέχουμε. Ὁ Χριστός μας, ἐπειδή μᾶς ἔχει φτιάξει ἀφ’ ἑνός, καί ἀφ’ ἑτέρου μᾶς παρακολουθεῖ συνεχῶς μέ ἕνα ἄγρυπνο βλέμμα, -ὅσο ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά παρακολουθήσουμε τόν ἑαυτό μας- ἀφοῦ μᾶς λέει ὅτι «Ἐγώ ξέρω ἄν μία τρίχα τῆς κεφαλῆς σας θά γίνει ἀπό μαύρη ἄσπρη», παρακολουθεῖ ἀκόμη κι αὐτό, Αὐτός, γνωρίζει καί τίς ἀντοχές μας πάρα πολύ καλά. Ξέρει πόσο μποροῦμε νά ἀντέξουμε τόν πειρασμό καί δέν μᾶς δίνει παραπάνω ἀπό ὅσο ἀντέχουμε.
Ἴσως πεῖ κανείς: ‘γιατί ἐγώ αἰσθάνομαι ὅτι δέν τό ἀντέχω’; Συναντοῦμε μερικές φορές ἀνθρώπους πού λένε ‘Αὐτό δέν τό ἀντέχω! Δέν τό μπορῶ’! Μερικοί τά βάζουν καί μέ τόν Θεό. ‘Γιατί μοῦ τό ἔκανες αὐτό Θεέ μου; Αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου’!
Εἶναι δυνατό νά συμβαίνει αὐτό, ἀφοῦ ἐδῶ ὁ Θεός λέει ὅτι δέν μᾶς ἀφήνει νά πειρασθοῦμε παραπάνω ἀπό ὅσο ἀντέχουμε; Πῶς λέει ὁ ἄλλος δέν τό ἀντέχω αὐτό;
Συμβαίνει αὐτό, ὅταν ὁ χριστιανός, δέν εἶναι χριστιανός. Τότε πράγματι δέν ἀντέχει τίποτα! Τότε δέν ἀντέχει μία μύγα νά τόν ἀκουμπήσει ἤ ἕνα κουνούπι νά τόν τσιμπήσει. Γιατί; Γιατί πλέον εἶναι χωρίς τόν Χριστό. Κι ἄν εἶσαι χωρίς τόν Χριστό, εἶσαι χωρίς δύναμη. Δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα, οὔτε κι ἕνα κουνούπι νά ἀντέξεις. Γιατί τί εἶπε ὁ Χριστός: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωαν. 15,5). Ὁπότε ἄν κάτι σέ προσβάλει, σέ ταράζει, σέ βάζει σέ πειρασμό καί πιστεύεις πώς δέν τό ἀντέχεις, πρέπει ἐσύ νά ψαχθεῖς καί ὄχι νά τά βάλεις μέ τόν Θεό, πού σοῦ βάζει πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σου! Διότι δέν ὑπάρχει περίπτωση, ποτέ δέν τό κάνει αὐτό ὁ Θεός. Ἄρα πρέπει νά ψαχθεῖς ἐσύ, γιατί δέν τό μπορεῖς. Γιατί δέν ἔχεις τή δύναμη; Σημαίνει ὅτι κάτι δέν κάνεις καλά μέ τόν Θεό, γιατί δέν ἔχεις τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά σοῦ δώσει ὅ,τι χρειάζεται γιά νά ξεπεράσεις τόν πειρασμό, ὄχι μόνο νά τόν ὑπομείνεις, ἀλλά καί νά τόν ξεπεράσεις. Ὁ Θεός λοιπόν δέ μᾶς ἀφήνει νά πειρασθοῦμε, ἀλλά μάλιστα μαζί μέ τόν πειρασμό, μᾶς δίνει καί τή λύση καί τήν ἔκβαση τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν.
Ὅταν ἐσύ λές ‘δέν ἀντέχω, δέν μπορῶ νά τό ὑπομείνω καί ἐναντιώνεσαι στόν Θεό καί ἀντιδρᾶς, στεναχωριέσαι, τότε ξέρετε τί γίνεται; Τότε βασανίζεσαι καί ὁ πειρασμός δέν ἔχει ἔκβαση, δέν ἔχει τέλος. Ἐνῶ βλέπετε τί λέει ἐδῶ; Μαζί μέ τόν πειρασμό δίνω καί τό τέλος.
Ὅταν ὄμως ἐσύ ἀντιδρᾶς, τά βάζεις μέ τόν Θεό καί λές ‘Θεέ μου δέν μέ ἀγαπᾶς, τί εἶναι αὐτά πού μοῦ δίνεις; Δέν τά ἀντέχω’, οὐσιαστικά βλασφημεῖς τόν Θεό γιατί εἶναι σάν νά λές ‘Εἶσαι ἄσπλαχνος’. Τότε στενοχωριέσαι μέ τούς πειρασμούς πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός.
Ἔτσι δέν ἔρχεται τό τέλος τοῦ πειρασμοῦ καί σοῦ φαίνεται καί ὁ πειρασμός ἀτελείωτος καί λές ‘καλά δέν θά μοῦ τόν πάρει; Γιατί δέν μοῦ τό παίρνει’; Δέν θά σοῦ τόν πάρει μέχρι νά μάθεις αὐτό τό μάθημα. Ποιό μάθημα; Νά ταπεινωθεῖς, νά ὑπομείνεις καί νά ζητήσεις τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι νά τά βάλεις μέ τόν Θεό. Νά ἀποκαταστήσεις τίς σχέσεις σου μέ τόν Θεό.
Κάθε πειρασμός πού μᾶς ἔρχεται, εἶναι γιά ἕναν μόνο λόγο: Γιά νά μᾶς πάει πιό κοντά στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει ἄλλος λόγος. Ὁ Θεός δέν μᾶς τιμωρεῖ. Μόνιμοι μας τιμωρούμαστε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὁ Θεός ἁπλῶς μᾶς παιδαγωγεῖ, γιά νά πλησιάσουμε πιό κοντά Του. Ὅσο ἐμεῖς λοιπόν ἀρνούμαστε νά πλησιάσουμε κοντά Του, θά λέγαμε ἔτσι ἁπλά, μένουμε στήν ἴδια τάξη. Πῶς ἕνας μαθητής πού δέν περνᾶ τό μάθημα καί τά βάζει μέ τόν καθηγητή, ἀντί νά κοιτάξει νά ταπεινωθεῖ καί νά διαβάσει λίγο παραπάνω; Ὄχι! Τά βάζει συνέχεια μέ τόν καθηγητή καί τοῦ λέει ‘τί εἶναι αὐτά πού μοῦ ζητᾶς, εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου’. Φυσικά μένει στήν ἴδια τάξη. Μένει ὁ πειρασμός. Ἐνῶ, ἄν πεῖ: Ἔχετε δίκαιο, συγνώμη. Θά διαβάσω λίγο παραπάνω, θά προσπαθήσω’, θά τό περάσει τό μάθημα.
Ὁ Χριστός οὐσιαστικά μᾶς πάει ἀπό μάθημα σέ μάθημα. Ὅσο ἀρνούμαστε νά δεχθοῦμε ἕναν πειρασμό, νά κάνουμε ὑπομονή, δέν μᾶς πάει στήν ἑπόμενη τάξη. Μᾶς πάει ἀπό τάξη σέ τάξη γιατί θέλει νά μᾶς τελειοποιήσει. Ὅσο λοιπόν λές ‘Γιατί; Γιατί μέ βασανίζεις;’ καί στεναχωριέσαι καί θλίβεσαι, τόσο δέν φεύγει ὁ πειρασμός.
Ὅταν πεῖς ‘Θεέ μου, Σέ εὐχαριστῶ γιά τόν πειρασμό, Σέ εὐχαριστῶ γιά τό μάθημα, Σέ εὐχαριστῶ γιά τίς ἐξετάσεις, εὐχαριστῶ γιά τή δοκιμασία, Σέ εὐχαριστῶ γιά τά φάρμακά Σου, Σέ εὐχαριστῶ γιά τούς γιατρούς πού μοῦ στέλνεις -γιά τούς ἀνθρώπους δηλαδή πού μᾶς ἀτιμάζουν, πού μᾶς προσβάλουν, μᾶς ἀδικοῦν, αὐτοί εἶναι γιατροί μας, ὅπως ἔχουμε πεῖ πολλές φορές- ὅταν τό πεῖς αὐτό, ἀμέσως θά φύγει ὁ πειρασμός. Τότε φεύγει ὁ πειρασμός.
Ὅσο ἀντιδρᾶς, τόσο δέν φεύγει. Οὔτε νά λέμε ‘Θεέ μου, νά τό πάρεις’. Οὔτε αὐτό εἶναι σωστό. Νά λές ‘Θεέ μου, δῶσε μου ὑπομονή. Δέν θέλω νά μοῦ τό πάρεις. Θέλω νά μοῦ δώσεις ὑπομονή, νά μήν ἁμαρτήσω, ὅσο ἔχω αὐτόν τόν πειρασμό, νά μήν ὑποκύψω στόν πειρασμό’. Τότε θά στόν πάρει ὁ Θεός τόν πειρασμό. Δέν μποροῦμε νά ἐκβιάσουμε τόν Θεό.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος ὅτι, ἐντάξει ἔχεις ἕνα αἴτημα, πές το στόν Θεό καί ἄστο μετά. Δέν χρειάζεται συνέχεια νά τό λές καί νά πάσχεις καί νά ἀπαιτεῖς ἀπό τόν Θεό νά σοῦ λύσει τό πρόβλημα. Ὅσο τό ἀπαιτεῖς ἐκβιαστικά, τόσο δέν λύνεται. Θέλει τρόπο πῶς θά κτυπήσεις τήν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως κτυπᾶς καί τήν πόρτα ἑνός ἀνθρώπου. Πᾶς μέ πολλή εὐγένεια, μέ πολλή διάκριση καί κτυπᾶς. Δέν κτυπᾶς γροθιά στήν πόρτα, γιατί ὁ ἄλλος ἀπό μέσα θά σέ διώξει.
Ἔτσι καί μέ τόν Θεό. Πρέπει νά πᾶμε πολύ διακριτικά, πολύ εὐγενικά. Κάνεις τήν αἴτησή σου καί τήν ἀφήνεις. Ὁ Θεός δέν ξεχνάει, ὅπως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, οὔτε τά βάζει στό ἀρχεῖο, ὅπως κάνουν μερικοί καί δέν δίνουν σημασία. Ἀλλά θά στό δώσει ὅταν ἔρθει ἡ κατάλληλη ὥρα. Δέν πρέπει νά βιάζεσαι. Κάνε τήν αἴτηση καί περίμενε.
Ἔχει ἔνα ὡραῖο περιστατικό ὁ π. Πορφύριος: Κάποτε εἶχε ἀρρωστήσει πάρα πολύ, φοβερά, μέ ἕνα σπάνιο νόσημα, πού λέγεται ‘’ἕρπης ζωστήρας’’ τό ὁποῖο πονάει πάρα πολύ καί τοῦ λένε οἱ μοναχές ἐκεῖ στό μοναστήρι:
– Νά κάνουμε Γέροντα ἕνα εὐχέλαιο!
– Νά κάνουμε.
Ἄν καί ὁ ἴδιος δέν ἤθελε ποτέ νά ἐνοχλεῖ τόν Θεό. Ἔλεγε, ‘γιά μένα τώρα νά ἐνοχλήσουμε τόν Θεό’! Ἦταν τόσο ταπεινός! Γιά τούς ἄλλους ἐνοχλοῦσε τόν Θεό, ἀλλά ὄχι γιά τόν ἑαυτό του. Ἔκανε ὅλους τούς ἀνθρώπους καλά, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἀλλά ἀφοῦ τόν παρακαλοῦσαν οἱ ἀδελφές, εἶπε: ἄντε ἄς κάνουμε ἕνα εὐχέλαιο. Ἔκαναν εὐχέλαιο, σταυρώθηκε καί ἔγινε καλά. Δηλαδή ἔφυγε ὁ πόνος. Μετά ἀπό καμιά δεκαριά ἡμέρες ξανά ἦλθε ὁ πόνος καί τοῦ λένε οἱ ἀδελφές:
– Νά κάνουμε ξανά εὐχέλαιο.
– Ὄχι, δέν θά ξανακάνουμε. Γιά νά ἔλθει ξανά ὁ πόνος σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἔτσι θέλει. Δέν θά τόν κουράσουμε τόν Θεό τώρα, νά Τόν ἐνοχλοῦμε συνέχεια.
Βλέπετε τί διάκριση εἶχε; Καί μέ τόν Θεό πρέπει νά ἔχεις διάκριση. Ἐκεῖ εἶναι πού πρέπει νά ἔχεις πολύ διάκριση, ὄχι μόνο μέ τούς ἀνθρώπους. Πρέπει νά ξέρεις πῶς νά φερθεῖς στόν Θεό.
Ὁ Θεός λοιπόν εἶναι ἀξιόπιστος καί δέν θά μᾶς ἀφήσει νά πειρασθοῦμε ποτέ παραπάνω ἀπό ὅσο ἀντέχουμε. Γι’ αὐτό, εἶναι βλασφημία νά στεναχωριόμαστε. Εἶναι σάν νά λέμε στόν Θεό ‘μᾶς δίνεις πράγματα πού εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἄρα διαψεύδεις τόν ἑαυτό Σου, ἄρα Τοῦ λέμε ὅτι Εἶσαι καί ψεύτης, ὅταν στεναχωριόμαστε. Βλέπετε πόσα πράγματα κάνουμε, ὅταν ἀντιδροῦμε καί ὅταν γογγύζουμε; Γι’ αὐτό οἱ Ἑβραῖοι δέν πῆγαν στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας γιατί γόγγυσαν καί ἔλεγαν στόν Θεό ‘Γιατί μᾶς ἔφερες ἐδῶ, νά μᾶς πεθάνεις μέσα στήν ἔρημο, καλά εἴμασταν στήν Αἴγυπτο μέ τά κρεμμύδια μας καί τά σκόρδα μας’. Τέτοια πράγματα ἔλεγαν.
«Ἀλλά μαζί μέ τόν πειρασμό θά φέρει καί τό ξεπέρασμά του, ὥστε νά μπορεῖτε νά τόν σηκώσετε» (Α´ Κορ. 10,13).
Ὁ Θεός λοιπόν θά σᾶς δώσει καί τό ξεπέρασμα τοῦ πειρασμοῦ καί τήν ὑπομονή πού χρειάζεται γιά νά τόν σηκώσετε. Τελικά ὅλα μᾶς τά δίνει ὁ Θεός. Βλέπετε; Μᾶς δίνει μέν τόν πειρασμό, ὁ ὁποῖος πάλι εἴπαμε εἶναι διαδικασία τῆς καθάρσεως, εἶναι τό φάρμακο, μᾶς δίνει μετά καί τή δύναμη νά τό σηκώσουμε καί κανονίζει νά εἶναι τόσο, ὅσο μποροῦμε νά σηκώσουμε καί μᾶς δίνει καί τό τέλος του, τήν ἔκβασή του, τόν χρόνο πού πρέπει καί μᾶς δίνει ὅ,τι ἄλλο χρειάζεται γιά νά τόν ὑπομείνουμε.
Λέει ἕνα πολύ ὄμορφο ρητό ὅτι: ὁ Χριστός πρίν σοῦ δώσει ἕναν σταυρό, τόν σήκωσε ὁ Ἴδιος, τόν ζύγισε πολύ καλά καί μετά στόν ἔδωσε. Ὑπῆρχε κάποιος πού ἔλεγε: «Ἐμένα μοῦ ἔδωσε ἕναν πολύ βαρύ σταυρό καί ἤθελε ἕναν πιό ἐλαφρύ. Τόν πῆγε ὁ Θεός σέ μιά αἴθουσα, πού εἶχε πολλούς σταυρούς καί τοῦ λέει: Διάλεξε, ποιόν θέλεις; Ἔψαχνε… ὁ ἕνας τοῦ φάνηκε βαρύς, ὁ ἄλλος βαρύς, ὁ ἄλλος τό ἴδιο βαρύς… τελικά βρῆκε ἕναν. Λέει: Αὐτόν θά πάρω! Τοῦ λέει: ξέρεις ποιός εἶναι αὐτός; Αὐτός πού εἶχες! Αὐτόν πού σοῦ εἶχα δώσει. Δέν βρῆκε δηλαδή κάποιον πιό ἐλαφρύ.
Ὁ Κύριός μας, πού εἶναι ἡ πραγματική Ἀλήθεια λέει: «Σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο θά δοκιμάσετε θλίψεις, ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. 16,33),
Ὅταν λέει ‘κόσμος’ ἐννοεῖ τό κοσμικό φρόνημα, τό κοσμικό πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶναι ἀντίχριστο πνεῦμα. Τό πνεῦμα τοῦ κόσμου εἶναι ἀντίχριστο. Μή σᾶς περνάει ἡ ἰδέα ὅτι μποροῦμε νά συμβιβαστοῦμε ἤ νά τά βροῦμε μέ τόν κόσμο. Δηλαδή μέ τό κοσμικό πνεῦμα. Δέν γίνεται!
Ἴσως ὅταν εἴμασταν σέ μικρή ἠλικία νά μᾶς τό εἶχαν περάσει αὐτό τό πνεῦμα. Δυστυχῶς, γιατί καί ἡ θρησκευτική μας παιδεία ἦταν Προτεστάντικη. Οἱ Προτεστάντες αὐτό λένε: Ἐντάξει, δέν πειράζει καί λίγο κοσμικά νά ζεῖς, ἁπλῶς νά εἶσαι καλός ἄνθρωπος, τίμιος ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι λάθος, νά τό ξέρετε. Δηλαδή δέν ὑπάρχει οὔτε μία στό ἑκατομμύριο περίπτωση νά συμβιβαστεῖ ὁ χριστιανός μέ τό κοσμικό φρόνημα.
Γι’ αὐτό λέει ο Χριστός ἐδῶ: Θά ἔχετε θλίψεις ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶναι ἀντίχριστο πνεῦμα, ἀλλά τί λέει μετά; Νά ἔχετε θάρρος, Ἐγώ τόν ἔχω ἤδη νικήσει τόν κόσμο.
Ἄν ἔχετε Ἐμένα καί σεῖς θά τόν νικήσετε.
Ἑπομένως τό πρόβλημα δέν εἶναι νά τά βροῦμε μέ τόν κόσμο, νά συμβιβαστοῦμε, ἀλλά νά ἔχουμε τόν Χριστό, γιά νά μπορέσουμε νά νικήσουμε κι ἐμεῖς -μαζί μέ τόν Χριστό- τόν κόσμο, δηλαδή τό κοσμικό φρόνημα, τό κοσμικό πνεῦμα. Ἀλλά ἔχουμε τόν Χριστό; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα αὐτό. Βλέπετε πόσο εὔκολα προδίδουμε τόν Χριστό! Σοῦ λέει πῆγα στό τραπέζι, τί νά κάνω, ἦταν Παρασκευή βέβαια, ἀλλά εἶχαν ἐκεῖ ἀπό ὅλα τά φαγητά… τί νά κάνω… ἔφαγα καί ἐγώ. Ἔ! σοῦ λέει ἐντάξει, θά πάω νά τό ἐξομολογηθῶ. Δέν ἔγινε καί τίποτα. Ντρεπόμουν, σοῦ λέει, τί νά κάνω τώρα;
Ἄν ντρεπόσουν… τί εἶπε ὁ Χριστός γιά αὐτούς πού ντρέπονται; «Ἄν μέ ντραπεῖτε μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά σᾶς ντραπῶ καί Ἐγώ μπροστά στόν Πατέρα μου τόν Ἐπουράνιο» (Ματθ. 10,32). Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα! Ντρέπομαι, λέει κανείς καί δέν μπόρεσα, κατέλυσα τή νηστεία. Ντρέπομαι καί δέν μπορῶ νά τό πῶ αὐτό στόν Πνευματικό. Ντρέπομαι… Ἄν ντρέπεσαι νά τό πεῖς στόν πνευματικό σου, θά ντραπεῖ μετά καί ὁ Χριστός γιά σένα. Βλέπετε, δέν μᾶς κατοχυρώνει ἡ ντροπή, ἴσα-ἴσα μᾶς ἐκθέτει μπροστά στούς ἀγγέλους καί στόν Θεό. Ἐάν λοιπόν δέν ἔχεις ξεπεράσει τή ντροπή, πῶς αὔριο θά μπορέσεις, νά ἀντισταθεῖς στόν ἀντίχριστο;
Διάβαζα πρόσφατα, γιά κάποιους Προτεστάντες στήν Ἰνδία, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν σ’ αὐτό τό δίλημμα. Τούς εἶπαν οἱ Ἰνδουιστές ἐκεῖ ἤ θά γίνεται Ἰνδουιστές ἤ θά κάψουμε τά παιδιά μπροστά σας. Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί Πάστορας. Πάστορας θά πεῖ ‘παπάς’ στούς Προτεστάντες, ἄν καί δέν ὑπάρχει ἱεροσύνη σ’ αὐτούς, οὔτε εἶναι ὁ Χριστός αὐτός πού πιστεύουν γιατί τά ἔχουν ἀλλοιώσει τά δόγματα. Ἀλλά, ἄς ποῦμε, τέλος πάντων, ὅτι εἶναι μιά ἔκδοση Χριστιανική καί αὐτοί. Ἔτσι λένε, δέν εἶναι. Λοιπόν βρέθηκαν σέ αὐτό τό δίλημμα. Ἐμεῖς τί θά κάναμε; Νά ψαχθοῦμε. Δέν ἐννοῶ ν’ ἀπαντήσετε, ἀλλά ἄν μᾶς βάλλουν σέ ἕνα τέτοιο δίλημμα; Αὐτοί τί ἔκαναν; Ἔγιναν Ἰνδουιστές καί ὁ πάστορας, πρῶτος – πρῶτος. Αὐτοί ὡστόσο εἶχαν καί μιά ἀδικαιολόγητη – δικαιολογία ὅτι δέν ἔχουν φυσικά καθόλου τόν Χριστό. Δέν εἶχαν δύναμη νά ἀντισταθοῦν. Ἀλλά ἐμεῖς, πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι καί ἔχουμε τήν ὀρθή πίστη, θά εἴχαμε δύναμη; Ἐρώτημα εἶναι!
Ὅταν δέν βρίσκεις δύναμη νά ἀντισταθεῖς σέ μιά εἰρωνεία, νά ὑπομείνεις μιά εἰρωνεία πού θά σοῦ κάνουν, λόγου χάριν, γιά τή νηστεία, πῶς θά μπορέσεις νά ἀντέξεις νά κάψουν τό παιδί σου μπροστά σου; Μπορεῖ κάποτε νά ἔλθει καί σέ μᾶς αὐτό τό δίλημμα, μή νομίζετε ὅτι εἶναι μακριά μας. Στήν Αἴγυπτο π.χ. ὑπάρχουν οἱ φανατικοί Ἰσλαμιστές, πού σκοτώνουν τούς ἄπιστους. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἄπιστοι σύμφωνα μέ αὐτούς. Λοιπόν, ἄν βρεθοῦμε ἐκεῖ τί θά γίνει, ἄν δέν μποροῦμε νά ἀντέξουμε κάτι τόσο ἁπλό;
Ἄρα, σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο θά δοκιμάσουμε θλίψεις, λέει ὁ Κύριος, ἀλλά νά ἔχουμε θάρρος, γιατί Αὐτός ἔχει νίκησει τόν κόσμο, πού θά μᾶς φέρει αὐτές τίς θλίψεις.
Αὐτός ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια, δέν λέει ψέματα ποτέ, πού σημαίνει δηλαδή μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε κι ἐμεῖς νά νικήσουμε τό κοσμικό πνεῦμα, αὐτός ὁ λόγος «ἄς εἶναι ἡ παρηγοριά σου». Αὐτά γράφει στόν ἀδελφό. «Αὐτά νά μελετᾶς, αὐτά νά τηρεῖς». Εὐαγγελικός κι αὐτός ὁ λόγος: «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι» (Α΄Τιμ 4,15). Μνημόνευε τοῦ Κυρίου, «Νά ζεῖς μέ τή μνήμη τοῦ Κυρίου, καί ἡ ἀγαθότητά Του, θά σέ βοηθάει σέ ὅλα, παιδί μου, γιατί εἶναι ἐλεήμονας καί γνωρίζει τήν ἀδυναμία μας. Αὐτός θά ἐπιτιμήσει τά κύματα καί θά ξαναφέρει γαλήνη στήν ψυχή σου μέ τίς εὐχές τῶν Ἁγίων Του».
Πρέπει νά ἐπικαλούμαστε τίς εὐχές τῶν Ἁγίων γιά νά ἑλκύουμε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θά γαληνεύουν τά κύματα καί θά ἔρχεται πάλι ἡ γαλήνη στήν ψυχή μας. Ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων, γνωρίζει τήν ἀδυναμία μας καί ἐσύ αὐτό μόνο ἔχεις νά κάνεις, νά ζεῖς μέ τή μνήμη τοῦ Κυρίου.
Αὐτό βέβαια δέν εἶναι ἁπλό, τό νά θυμόμαστε τόν Χριστό. Εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη, ἡ ἀδιάλειπτη δηλαδή κοινωνία μέ τόν Χριστό. Εἶναι σάν νά τοῦ λέει ‘μόνος σου δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα, θά πρέπει νά πάρεις δύναμη’. Δύναμη θά πάρει ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Πατέρες μᾶς λένε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τρία μνημονικά συστήματα.
Τό ἕνα εἶναι ἡ λεγόμενη κυτταρική μνήμη, αὐτό πού τό λέμε DNA, ὅπου εἶναι γραμμένα μέσα στό DNA μας ὅλα ὅσα μᾶς ἀφοροῦν. Ἀκόμη καί τό χρῶμα πού θά ἔχουν τά μάτια μας, τά μαλλιά μας, τά γονίδια μας κοινῶς. Αὐτό εἶναι σύστημα μνήμης, τό ὁποῖο μεταβιβάζεται ἀπό γενιά σέ γενιά. Καί βλέπεις τό παιδί καί λές ‘εἶναι φτυστό ὁ πατέρας του’. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ μνήμη αὐτή ἡ ὁποία ἔχει περάσει ἀπό τά κύτταρα τοῦ πατέρα στό παιδί.
Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο σύστημα μνήμης, ἡ ἐγκεφαλική μνήμη. Κάτι πού βλέπουμε ἤ ἀκοῦμε καί καταγράφεται, σάν μνήμη στόν ἐγκέφαλο.
Ὑπάρχει καί ἕνα τρίτο σύστημα μνήμης, τό ὁποῖο δέν τό γνωρίζουν οἱ ἐπιστήμονες, τό ξέρουν ὅμως οἱ ἅγιοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ἡ νοερά λειτουργία τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἡ λειτουργία τῆς καρδιᾶς, ὅπου ἔχει τή δυνατότητα πλέον ὁ ἄνθρωπος νά μνημονεύει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ συνεχῶς μέσα στήν καρδιά του.
Ἡ λειτουργία αὐτή δυστυχῶς ἔχει ἀτονήσει στούς ἀνθρώπους πάρα πολύ καί σχεδόν οἱ ἄνθρωποι τήν ἀγνοοῦν. Εἶναι μία δυνατότητα πού ἔχουμε, τήν ὁποία ὅμως κατά κάποιο τρόπο ἔχουμε ἀπενεργοποιήσει. Μόνο μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄν ὁ ἄνθρωπος εὐαισθητοποιηθεῖ καί γνωρίσει κάποια πράγματα ἀρχίζει νά λειτουργεῖ αὐτή τή μνήμη, τή νοερά μνήμη. Εἶναι αὐτό πού λέμε νοερά προσευχή.
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι μία λειτουργία, πού τήν ἔχει κάθε ἄνθρωπος καί πολύ περισσότερο ὁ βαφτισμένος ἄνθρωπος, ἐξαρτᾶται ὅμως ἀπό τόν καθένα, ἄν θά τήν ἐνεργοποιήσει. Μέσα ἀπό αὐτή τήν νοερά μνήμη ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μέ τόν Θεό. Ἀναφέρεται στόν Θεό καί -θά λέγαμε- μετέχει στόν Θεό, δηλαδή στήν Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε μετά ἔχει κι αὐτός τή δυνατότητα νά κάνει τά πάντα.
Διότι «Ἐν τῷ Θεῷ ποιήσομεν δύναμιν» (Ψαλμ. 59,14) καί «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13). Μπορῶ τά πάντα μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Πότε γίνεται αὐτό ὅμως; Ὅταν βαστάζω τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔχω τή νοερά μνήμη, τή νοερά λειτουργία αὐτή ἐνεργοποιημένη μέσα μου. Γιατί, ὅπως εἴπαμε, πολλοί ἄνθρωποι οὔτε κἄν προσεύχονται. Ὄχι μέ τήν καρδιά, μέ τίποτα δέν προσεύχονται, οὔτε μέ τόν ἐγκέφαλο, οὔτε μέ τό στόμα.
Εἶναι ἀπενεργοποιημένη αὐτή ἡ λειτουργία καί εἶναι οἰκτρό, εἶναι φοβερό πράγμα, ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶναι πλασμένος γι’ αὐτό, ἐνῶ τό κύριο ἔργο του εἶναι αὐτό, νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, νά προσεύχεται, νά λατρεύει τόν Θεό μέ τήν καρδιά του, νά μήν τό κάνει καί νά ζεῖ ζωωδῶς καί νά γίνεται στή συνέχεια χειρότερος κι ἀπό τά ζῶα. Γιατί ἔχει λογική, ἔχει σκέψη, ἔχει καί εὐφυΐα, τήν ὁποία ὅμως, ἐπειδή τή χρησιμοποιεῖ λανθασμένα, ἀφοῦ δέν κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, τήν διαστρέφει βάζοντάς τη στήν ὑπηρεσία τοῦ πονηροῦ καί γίνεται χειρότερος ἀπό τά ζῶα. Τά ζῶα δέν ἔχουν εὐφυΐα, ούτε κρίση, λειτουργοῦν ἐνστικτωδῶς. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἐπειδή ἔχει ἀκριβῶς καί εὐφυΐα, ξεπερνᾶ καί τά ζῶα στήν ἀγριότητα καί στή βαρβαρότητα, διότι διαστρέφει καί τήν εὐφυΐα του καί τή λειτουργία αὐτή τῆς κρίσης καί ὅλα αὐτά πού ἔχει μέσα του τά πνευματικά χαρίσματα καί τά βάζει στήν ὑπηρεσία τοῦ πονηροῦ. Εἶναι αὐτό πού λέει ἡ Γραφή «Καί ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς. (Ψαλμ. 48,21).
Νά ζεῖς λοιπόν, λέει, μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι εἴμαστε πλασμένοι νά ζοῦμε μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μόνο μέ αὐτό μπορεῖς νά ζήσεις πραγματικά. Κάποιος λέει γιά νά ζήσει πρέπει νά ἔχει χρήματα ἤ πρέπει νά κάνει οἰκογένεια, νά ἀποκατασταθεῖ, ἀλλιῶς δέν ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι ζεῖ. Ἄλλος ὅτι πρέπει κάτι ἄλλο, νά πετύχει ἐπαγγελματικά, κοινωνικά καί ἔτσι ζεῖ. Ὄχι! Ζεῖς, μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ! Μόνο τότε ζεῖς! Ὁ ἄνθρωπος, πού μνημονεύει συνεχῶς τόν Θεό, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτα ἄλλο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι δευτερεύοντα καί οἰκτρά ὑποκατάστατα, τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἀντικαταστήσουν αὐτή τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό λέει ὁ Δαβίδ πολύ ὄμορφα «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην» (ψαλμ. 76,4).Θυμήθηκα τόν Θεό καί εὐφράνθηκα! Δέν λέει, παντρεύτηκα καί εὐφράνθηκα ἤ πῆρα τό βραβεῖο Νόμπελ καί εὐφράνθηκα ἤ πέρασα τίς ἐξετάσεις καί εὐφράνθηκα ἤ ἔχω χρήματα καί εὐφράνθηκα. Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθηκα. Θυμήθηκα τόν Θεό! Μόνο πού θά θυμηθεῖς τόν Θεό, χαίρεσαι. Γι’ αὐτό, ὅταν πᾶμε σέ μιά προσευχή, μέσα σέ μιά λατρευτική ἐκδήλωση, μέσα στή Θεία Λειτουργία πόσο ἀλλάζει ἡ ψυχή μας καί μπαίνει αὐτή ἡ πραότητα τοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί λές τί ὡραῖα πού ἦταν!
Ἐπιστολή ΙΓ´
Στόν ἴδιο: Ἄλλη ἐπιστολή μέ τό ἴδιο θέμα.
Φαίνεται αὐτός ὁ ἀδελφός εἶχε πολλούς πειρασμούς καί δυσκολίες.
«Ὅπως ἀκριβῶς οἱ σκιές ἀκολουθοῦν τά σώματα, ἔτσι καί οἱ πειρασμοί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ».
Πολύ ὡραῖα φράση αὐτή! Ὑπάρχει περίπτωση νά φωτίζεται ἕνα σῶμα καί νά μήν ἔχει σκιά; Δέν γίνεται. Πάρτε ἀπόφαση νά τηρήσετε μία ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Νά κάνω ἐγκράτεια, γιά παράδειγμα. Νά νηστέψω. Νά περιορίσω λίγο τό φαγητό. Θά δεῖτε πόσους πειρασμούς θά ἔχετε. Ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, θά τό πολεμήσει ὁ πονηρός. Ὅπως ἡ σκιά ἀκολουθεῖ τό σῶμα, ἔτσι καί οἱ πειρασμοί ἀκολουθοῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό μήν παραξενεύεστε ὅταν ἔχετε πειρασμούς.
«Γιατί, ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅποιος δέν γεύτηκε πειρασμούς, δέν θά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Φοβερός λόγος! Εἶναι τό ἀντίστροφο ἀπό αὐτό πού λέει ὁ Χριστός μας. Πρέπει μέσα ἀπό πολλές θλίψεις νά πᾶμε στή Βασιλεία. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τό ἀντιστρέφει καί λέει: Χωρίς πειρασμούς δέν μπορεῖς νά μπεῖς στή Βασιλεία «Οὐδείς ἀπείραστος δυνήσεται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἔπαρον φησί, τούς πειρασμούς, καί οὐδείς ὁ σωζόμενος». Σήκωσε τούς πειρασμούς καί κανείς δέν θά σωθεῖ. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά σηκώσει τούς πειρασμούς. Προσέξτε, εἶναι σάν νά Τοῦ λέμε, νά μή μᾶς σώσεις. Φοβερός λόγος. Αὐτό πού πρέπει νά Τοῦ ποῦμε εἶναι: Δῶσε μας ὑπομονή στούς πειρασμούς.
Ἔχουμε πολλά σχετικά ὡραῖα παραδείγματα στό Γεροντικό.
Ἦταν ἕνας Γέροντας πού ἔλεγε:
– Θεέ μου πάρε μου τά πάθη Σέ παρακαλῶ.
Ὁ Θεός τοῦ τά πῆρε, ἀλλά δέν ἦταν ἡ κατάλληλη ὥρα ακόμη γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Πῆγε λοιπόν καί εἶπε σ’ ἕναν Γέροντα:
– Γέροντα, παρακάλεσα τόν Θεό νά μοῦ πάρει τά πάθη καί ὁ Θεός μοῦ τά πῆρε.
– Τί ἔκανες; τοῦ λέει. Πήγαινε στόν Θεό καί πές Του νά σοῦ τά δώσει ξανά τά πάθη. Δέν σέ συμφέρει, νά σοῦ φύγουν ἀπό τώρα τά πάθη σέ τόσο μικρή ἠλικία.
Πῆγε λοιπόν ὁ μοναχός καί ζήτησε νά ξαναγυρίσουν τά πάθη.
Μή σᾶς φαίνεται περίεργο. Αὐτό πού λένε ἐδῶ οἱ Γεροντάδες εἶναι ἀκριβῶς ὅτι χωρίς πειρασμούς δέν μπορεῖς νά σωθεῖς.
«Ὅποιος δέν γεύτηκε πειρασμούς δέν θά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μήν ἀπορήσεις λοιπόν, παιδί μου, ἄν συναντήσεις θλίψεις καί πειρασμούς, ἐνῶ ζητᾶς συμβουλές γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Ἀλλά νά ὑπομένεις ἀτάραχα καί νά προσεύχεσαι, εὐχαριστώντας τόν Θεό, πού ἀξιώνεσαι νά πειραστεῖς, γιά χάρη τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, γιά νά γυμναστεῖ καί νά δοκιμαστεῖ ἡ ψυχή σου. Ὁ ἀγαθός Θεός νά σοῦ χαρίσει πνευματική ἀγρύπνια καί ὑπομονή στόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ».
Βλέπετε τί τοῦ εὔχεται; Δέν τοῦ εὔχεται νά φύγουν οἱ πειρασμοί, ἀλλά «νά σοῦ χαρίσει πνευματική ἀγρύπνια». Στήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ ὑπάρχει ἀνάγκη ἀγρύπνιας. Θυμηθεῖτε τόν Χριστό μας τήν τελευταία νύχτα, πού εἶπε στούς μαθητές Του: «Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26,41).Ὁ Χριστός μας ἔβλεπε τόν πειρασμό πού ἐρχόταν γιά τούς μαθητές. Ποιός ἦταν ὁ πειρασμός; Τῆς ἐγκαταλείψεως. Τῆς προδοσίας οὐσιαστικά. Νά ἀφήσουν τόν Χριστό μόνο Του. Τελικά ὑπέκυψαν. Τόν ἄφησαν μόνο Του, γιατί δέν ὑπήρχε αὐτή ἡ ἀγρύπνια. Αὐτοί πού ἦταν οἱ καλύτεροί Του φίλοι, ὑποτίθεται. Ἐκτός ἀπό τόν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἔμεινε τελικά κοντά Του.
«Τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής» (Μαρκ. 14,38).Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑποδουλωμένος στή σάρκα, δέν μπορεῖ νά κάνει αὐτά πού λέει τό πνεῦμα. Γιά τόν λόγο αὐτό, χρειάζεται ἡ ἄσκηση, ἡ ὁποία λεπταίνει τή σάρκα. Λεπταίνει δηλαδή τό σαρκικό φρόνημα καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀγωνιστικός καί μπορεῖ νά πραγματοποιήσει τίς ἐπιταγές τοῦ πνεύματος, νά κάνει αὐτά πού θέλει ἡ ψυχή του. Πολλές φορές λέμε ‘θέλω ἀλλά δέν μπορῶ’. Γιατί μᾶς τραβάει ἡ σάρκα, μᾶς τραβάει τό σαρκικό φρόνημα. Δέν μᾶς ἀφήνει ἡ ραθυμία, αὐτό τό δέσιμο πού ἔχουμε μέ τή φιλαυτία καί δέν θέλουμε νά ταλαιπωρηθοῦμε, δέν θέλουμε νά πονέσουμε, δέν θέλουμε νά στερηθοῦμε τόν ὕπνο μας. Αὐτό ἔπαθαν καί οἱ Ἀπόστολοι τότε. «Οὔτε μία ὥρα δέν μπορέσατε νά ἀγρυπνήσετε μαζί μου»; (Ματθ. 26,40) Δέν μπόρεσαν! Ἦταν βεβαρημένοι οἱ ὀφθαλμοί τους ἀπό τήν πολλή λύπη.
«Ὁ ἀγαθός Θεός νά σοῦ χαρίσει πνευματική ἀγρύπνια καί ὑπομονή». Αὐτό νά ζητᾶμε τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Ὄχι νά μᾶς πάρει τόν πειρασμό, ἀλλά νά μᾶς χαρίσει πνευματική ἀγρύπνια, γιά νά μήν ἁμαρτήσουμε τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Νήψη, ἐγρήγορση καί ὑπομονή. Τί σημαίνει ὑπομονή; Ταπείνωση. Ὑπό – μένω. Μένω κάτω ἀπό τό γεγονός. Μένω κάτω ἀπό ὅλους. Ἔτσι ταπεινώνομαι χωρίς νά ἁμαρτάνω φυσικά, ἀλλά ὑπό – μένω. Δέν προσπαθῶ νά ἀπωθήσω τό γεγονός, ὥστε νά τό ἀποφύγω, ἀλλά μένω ὑπό. Ὅπως ἔρχεται τό κύμα νά σέ κουκουλώσει, νά σέ πετάξει ἔξω στά βράχια καί σύ χαμηλώνεις καί περνᾶ ἀπό πάνω σου. Αὐτό εἶναι τό ὑπομένω καί φεύγει ὁ πειρασμός ἀπό πάνω σου καί σύ δέν παθαίνεις τίποτα.
Ἐπιστολή ΙΔ´
Στόν ἴδιο: Ἄλλη μικρή ἐπιστολή μέ τό ἴδιο θέμα.
«Πολύ καλά ἐννόησε ὁ Ἀββᾶς Ποιμένας ὅτι ἡ ἐντολή νά μή μεριμνήσει κανείς γιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἔχει δοθεῖ σέ ἄνθρωπο πού βρισκόταν σέ πειρασμό».
Λέει ὁ Χριστός μας: «Μή μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον· ἡ γάρ αὔριον μεριμνήσει τά ἑαυτῆς». Μή σᾶς πιάνει ἀγωνία γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Ἡ αὐριανή ἡμέρα θά φροντίσει γιά τά δικά της. «…ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6,34).Εἶναι ἀρκετή ἡ σκοτούρα καί ἡ φροντίδα τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
Ρώτησαν τούς Πατέρες τί σημαίνει αὐτός ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας. Καί εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμένας ὅτι αὐτό ἀφορᾶ σέ ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει πειρασμό. Δηλαδή; Ὅταν ἔχεις ἕναν πειρασμό νά πεῖς: ἀρκετόν τή ἡμέρα ἡ κακία αὐτῆς. Μή μεριμνήσεις γιά τήν αὔριον.Μήν πεῖς: Θά ἔχω καί αὔριο αὐτόν τόν πειρασμό; Ὄχι! Θά πεῖς μέχρι τό βράδυ θά πάει ὁ πειρασμός. Γιά αὔριο δέν μέ ἐνδιαφέρει τί θά γίνει. Δέν τό σκέπτομαι. Γιατί πολλές φορές, μᾶς πιάνει ἡ ἀδημονία, ἡ ἀγωνία. ‘Πόσο θά κρατήσει αὐτό; Θά τό ἔχω καί αὔριο καί μεθαύριο καί ἕνα μήνα καί ἕνα χρόνο καί πόσα χρόνια; Ἔτσι θά πάει ὅλη μου ἡ ζωή’; Ὄχι, λέει ὁ Χριστός μήν τό σκέπτεσαι ἔτσι. Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς.Μόνο γιά σήμερα. Θά σκεφθεῖς ὅτι ὁ πειρασμός εἶναι μέχρι τό βράδυ καί αὔριο τελειώνουμε. Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τήν ἔντολή γιά νά μήν ἀγωνιοῦμε, γιά νά μή μεριμνᾶμε καί γιά νά μή φροντίζουμε γιά τό τέλος τοῦ πειρασμοῦ. Ἄσε τό τέλος, μήν ἀγωνιᾶς γιά τό τέλος, μή λές πότε θά τελειώσει. Ὄχι! Νά ζητᾶς μόνο ὑπομονή καί νά ἔχεις ἐγρήγορση.
Ἐπίσης ὁ Θεός εἶπε: «Ἄφησε στόν Θεό τή μέριμνα γιά σένα».«Ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου» (Ψαλ. 54,23). Αὐτή τήν ἀγωνία, πού πάει νά σέ καταλάβει, αὐτό πού σήμερα τό λέμε ἄγχος, αὐτό νά τό ρίξεις στόν Θεό. Ὅ,τι σᾶς ἀγχώνει, νά τό κάνετε προσευχή, ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος. Ὁτιδήποτε βλέπεις μέσα σου, ὅτι σοῦ προκαλεῖ ἄγχος, κάνε το θέμα προσευχῆς, ἀμέσως, ἐκείνη τή στιγμή. «Χριστέ μου», πές Του, «δέν μπορῶ ἐγώ νά λύσω αὐτό τό θέμα, τακτοποίησέ το Ἐσύ». Θά φύγει ἀμέσως τό ἄγχος. Ἄν τό κάνετε βέβαια μέ πίστη καί ἀφεθεῖτε στόν Χριστό. Δέν ἐπιτρέπεται ὁ χριστιανός νά ζεῖ μέ ἄγχος. Αὐτό σημαίνει ὀλιγοπιστία. Σημαίνει μία αὐτονόμηση ἀπό τόν Θεό, στηρίζεται στόν ἑαυτό του καί αὐτό εἶναι ἐγωισμός κατά βάθος, εἶναι ὑπερηφάνεια. Ξεχνᾶς τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶπε: Ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου.
Ὁ Χριστός, κοιτάξτε, ζητάει νά μᾶς ξεκουράσει! Σοῦ λέει ‘παιδί μου, ἔχεις φορτίο, ρίξτο σέ Μένα’! Αὐτό θά πεῖ ‘ἐπίρριψον’. «Πέταξέ το σέ Μένα, ρίξε το σέ Μένα τό φορτίο σου. Θά τό πάρω Ἐγώ, θά τό φορτωθῶ Ἐγώ. Ὁ,τιδήποτε ἔχεις». Δέν εἶναι -συγγνώμη γιά τήν ἔκφραση- ἀνοησία νά λές ‘ὄχι, θά φροντίσω ἐγώ, θά τό λύσω ἐγώ’; Ἀφοῦ σοῦ λέει, ρίξε το σέ Μένα. Ὅ,τι πρόβλημα ἔχεις ρίξε το σέ Μένα. Ὁποιαδήποτε φροντίδα ἔχεις. Τόν σύζυγο, τά παιδιά, τό σπίτι, τή δουλειά, ὁ,τιδήποτε. Πᾶς νά κάνεις ἕνα καλό καί δέν σέ ἀφήνουν. Πές, ‘Ἄν θέλεις, Θεέ μου, νά γίνει αὐτό τό καλό, ἄς γίνει, ἄν δέν θέλεις ἄς μή γίνει’.
«Ἄφησε στόν Θεό τή μέριμνα σου, καί αὐτό πάλι στό ἴδιο ἀποτέλεσμα ὁδηγεῖ». Στό νά ἠρεμήσει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος καί νά ὑπομείνει τόν πειρασμό. «Ἀπομακρύνσου λοιπόν, παιδί μου, ἀπό τούς ἀνθρώπινους λογισμούς».
Ἐμεῖς ἀντί νά προσευχόμαστε, ὅταν μᾶς συμβαίνει κάτι «κακό» -τίποτα δέν εἶναι κακό- ὅλα ἀπό τόν Θεό εἶναι καλά, τί κάνουμε; Ἀρχίζουμε τούς ἀνθρώπινους λογισμούς. ‘Πῶς θά τό ἀντιμετωπίσω καί γιατί συνέβη αὐτό’; Ἀρχίζουμε νά κάνουμε ψυχανάλυση, ἀρχίζουμε νά κάνουμε χίλια δύο σενάρια μέσα μας, ‘Πῶς θά ἐξελιχθεῖ αὐτό. Καί ἄν γίνει αὐτό, τί νά κάνω; Καί ἄν γίνει τό ἄλλο, τί νά κάνω’; Ὅλα αὐτά εἶναι ἀνθρώπινοι λογισμοί.
Φύγε ἀπό ὅλα αὐτά! Αὐτή εἶναι ἡ συνταγή. Σταμάτησέ τα ὅλα. Ἀπομακρύνσου ….. «καί κράτησε τήν ἐλπίδα σου στόν Θεό, πού κάνει πολύ περισσότερα ἀπ᾽ ὅσα νομίζουμε».
Ὁ Θεός εἶναι πέρα καί πάνω ἀπό αὐτά. Ὅ,τι σενάρια καί νά φανταστεῖ ὁ ἄνθρωπος, δέ μπορεῖ νά πιάσει, θά λέγαμε, τό σενάριο τοῦ Θεοῦ, τή σκέψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔξυπνη κίνηση εἶναι νά ἀφεθεῖς σ’ αὐτό τό σενάριο τοῦ Θεοῦ. ‘Θεέ μου ἐγώ δέν ξέρω τί θά γίνει, οὔτε σκέπτομαι, οὔτε θέλω νά σκέπτομαι, τακτοποίησέ τα Ἐσύ’. Καί θά δεῖτε, θά δοθεῖ μία λύση, πού οὔτε κἄν πάει ὁ νοῦς σας. Θαυμαστή λύση!
«Καί ἡ ἐλπίδα στόν Θεό θά σέ ἀναπαύσει».
Τότε θά νιώσεις ἀνάπαυση. Γιατί αὐτή εἶναι κίνηση ταπεινή καί στούς ταπεινούς ὁ Θεός δίνει ἀνάπαυση. Ἐνῶ ἡ ἄλλη κίνηση νά προσπαθεῖς μέ τό μυαλό σου νά τά λύσεις, εἶναι κίνηση ὑπερήφανη. Στηρίζεσαι στή δύναμή σου. Ἀκόμα κι ἄν εἶσαι πολύ ἔξυπνος, εἶναι ἀνόητο νά στηριχθεῖς στήν ἐξυπνάδα σου.
«Ὁ Κύριος νά σέ βοηθήσει, παιδί μου, μέ τήν εὐχή τῶν ἁγίων. Πρέπει λοιπόν ν᾽ ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τέτοιου εἴδους λογισμούς, ἀνθρώπινους γιατί δέν εἴμαστε βέβαιοι, ἄν αὔριο ζοῦμε».
Πόσες φορές κάνουμε σχέδια ἐπί σχεδίων καί μακροχρόνια καί πενταετή προγράμματα καί δεκαετή προγράμματα καί ἀνακοινώνουν προγράμματα ἀναπτύξεως καί ἕνα σωρό τέτοια πράγματα… καί αὔριο… Ἄ! Ξέρεις πέθανε! Πέθανε! Δέν ξέρουμε τί θά γίνει τήν αὐριανή ἡμέρα. Κι ἄν πεθάνεις αὔριο; Τζάμπα καί ἡ φαιά οὐσία πού κατανάλωσες, γιά ὅλα αὐτά τά σχέδια! Ἀντί νά κάνεις λίγη προσευχή νά σέ ἐλεήσει ὁ Θεός γιατί μπορεῖ νά εἶναι ἡ τελευταία σου νύχτα ἀπόψε, ἐσύ κατατρωγόσουν μέ ὅλες αὐτές τίς ἱστορίες, τούς ἀνθρώπινους λογισμούς. Γι’ αὐτό, ν᾽ ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τέτοιου εἴδους λογισμούς, γιατί δεν ξέρουμε, ἄν αὔριο ζοῦμε.
Ἔλεγε πολύ ὄμορφα ὁ ἅγιος Ἀντώνιος νά θεωρεῖς ὅτι ἡ κάθε ἡμέρα εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς σου. Μήν τό ξεχνᾶς. Νά λές τό πρωί, πού ξυπνᾶς, σήμερα μέχρι τό βράδυ, ἄν πάω. Ἄν θέλει ὁ Θεός, θά πάω μέχρι τό βράδυ. Ξέρετε πόσο θά ἀλλάζαμε; Θά ἔλεγες πρέπει νά τακτοποιηθῶ. Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἐξομολογηθῶ! Εἶμαι ἐξομολογημένος; Αὔριο φεύγω. Εἶμαι ἔτοιμος; Θά πάω νά συναντήσω τόν Θεό.
Μετά ὅλα τά ὑπόλοιπα. Ὅ,τι ἄλλο πρέπει νά τακτοποιεῖ ἕνας ἐτοιμοθάνατος. Ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε σάν ἐτοιμοθάνατοι.
Ἔλεγε πολύ ὄμορφα ὁ π. Πορφύριος: «Ζῶ σάν ἐτοιμοθάνατος καί ἐργάζομαι σάν ἀθάνατος». Ἦταν κάθε στιγμή ἕτοιμος νά πεθάνει, ἀλλά ἐργαζόταν ὡς τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του. Γιατί δέν ἐργαζόμαστε γιά τόν ἑαυτό μας, ἐργαζόμαστε γιά τούς ἄλλους. Καί ἡ ἐργασία γιά τούς ἄλλους δέν σταματάει ποτέ. Ἡ ἀγάπη δηλαδή. Ἡ αγάπη δέν σταματάει. Νά πεῖς ἐγώ τώρα πῆρα σύνταξη, τελείωσα. Δέν ἐνδιαφέρομαι γιά κανέναν. Προσέχω μόνο τόν ἑαυτό μου! Αὐτός εἶναι ἕνας νεκρός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος χωρίς ἀγάπη.
Ἐρωτήσεις:
– …………….(ἐρώτηση)
– Τί θά πεῖ πειρασμός; Βέβαια εἶναι μεγάλο κεφάλαιο. Ἀλλά νά ποῦμε γενικά, πειρασμός εἶναι καθετί πού πάει νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Νά μᾶς στρέψει μακριά ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σάν ἕναν καθρέφτη, ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κι αὐτός ὁ καθρέφτης γιά νά λειτουργεῖ σωστά πρέπει νά εἶναι στραμμένος πρός τόν Χριστό. Ἐάν ἐσύ τό στρίψεις καί κοιτάει πρός τή γῆ, γίνεσαι εἰδωλολάτρης. Αὐτό πάθανε οἱ εἰδωλολάτρες, ἀντί νά βλέπουν στόν Χριστό, βλέπουν στά κτίσματα. Γίνεσαι καί ἐγωιστής. Λατρεύεις καί τόν ἑαυτό σου, τό ἐγώ σου. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία, τό νά στρίψεις τόν καθρέφτη. Πειρασμός εἶναι αὐτή ἡ στροφή, νά ἀφήσεις δηλαδή τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τή θέα τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει αὐτό πού εἴπαμε ἤ νοερά μνήμη καί ν’ ἀσχοληθεῖς μέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Μέ κάτι πού εἶναι μάταιο.
Ρώτησαν ἕναν ἅγιο τί εἶναι μάταιο; Καί ἀπάντησε «ὅσα ὑπό τόν οὐρανόν ματαιότης». Ὅταν ἀσχολεῖσαι λοιπόν μέ κάτι, πού εἶναι κάτω ἀπό τόν οὐρανό, εἶναι μάταιο καί ἄν δέν ἔχεις ἤδη κάνει ἁμαρτία, εἶσαι τουλάχιστον στήν πορεία τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ἀντιστάθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ξαναστρίψει τό κάτοπτρο στόν Θεό, μπορεῖ καί νά γλιτώσει. Θά πεῖ κανείς ‘Τότε εἶναι πάρα πολύ εὔκολο νά ἁμαρτήσουμε’. Εἶναι ὄντως πάρα πολύ εὔκολο.
Ἀλλα ὅταν ὁ ἄνθρωπος μάθει νά ζεῖ μ’ αὐτή τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, μετά δέν ἀφήνει τόν Θεό. Δέν θέλει νά Τόν ἀφήσει γιατί γλυκαίνεται ἐκεῖ καί αἰσθάνεται ὅτι ζεῖ πραγματικά. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι τό παρά φύσιν. Ὅπως τό σκοτάδι εἶναι κάτι πού δέν μᾶς ἀρέσει. Ὅταν βγεῖς στό φῶς, μετά δέν ἐπιλέγεις ποτέ τό σκοτάδι. Ὅταν μάθεις νά περπατᾶς κανονικά μέ τά πόδια, ἐνῶ περπατοῦσες μέ τά χέρια, δέν ξαναγυρίζεις ποτέ νά περπατᾶς ἀνάποδα. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία, σάν νά περπατᾶμε ἀνάποδα. Εἶναι τό δύσκολο.
Ἀναρωτιέται ὅμως κανείς: ‘Ἐμεῖς γιατί εἴμαστε μία ἔτσι, μία ἀλλιῶς’; Γιατί δέν ἔχουμε ζήσει ἀρκετά τήν ἀγάπη καί τή μακαριότητα τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται νά περάσουμε ἀκόμα ἀπό θλίψεις, νά καθαριστοῦμε ἀκόμα περισσότερο γιά νά αὐξηθεῖ αὐτή ἡ ἀγάπη μας στόν Θεό. Κάθε φορά πού νικᾶμε σ’ ἕναν πειρασμό, αὐξάνει κι ἡ ἀγάπη μας. Γι‘ αὐτό ἐπιτρέπει ὁ Θεός τούς πειρασμούς. Κάθε φορά ἐπιβεβαιώνουμε δηλαδή στόν Θεό ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε καί παίρνουμε περισσότερη Χάρη, ὅταν δέν ὑποκύπτουμε στούς πειρασμούς.
Ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν πειρασμοί. Πειρασμοί ἀπό τόν διάβολο. Πειρασμοί ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο ὅπως λέμε, ἀπό τά πάθη μας. Ὑπάρχουν καί πειρασμοί ἀπό τόν κόσμο. Βασικά αὐτοί εἶναι οἱ τρεῖς κύριοι ἐχθροί μας: Πειρασμοί ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τά πάθη μας καί ἀπό τόν κόσμο, τό κοσμικό πνεῦμα, τό κοσμικό φρόνημα.
Ὁ χριστιανός θά πρέπει νά ἔχει τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα του, ὥστε νά ἀντιστέκεται στούς πειρασμούς.
Ἐπίσης νά πολεμάει τήν ἄγνοια, μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὅλα τά κακά, λένε οἱ Πατέρες, ξεκινοῦν ἀπό τήν ἄγνοια. Δέν ξέρουμε. Ἀλλά φταῖμε πού δέν ξέρουμε. Ἰδίως οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι λένε ‘Πάτερ αὐτά πού μᾶς λές δέν μᾶς τά εἶπε κανένας’. Αὐτό δέν εἶναι δικαιολογία. Γιατί καί ἄλλοι τά λένε, ἀλλά ἐσύ δέν ψάχτηκες καί δέν ρώτησες. Νομίζουμε ὅτι τά ξέρουμε καί συνήθως ὅταν γίνεται κήρυγμα, σηκώνονται καί φεύγουνε. Ἤ χτυπάει ἡ καμπάνα καί λένε ‘αὐτή τήν ἑβδομάδα πολύ κουράστηκα, ἄσε θά πάω τήν ἄλλη ἑβδομάδα ἐκκλησία’. Ἑπομένως μένεις ἑκούσια στήν ἄγνοια καί γι’ αὐτό εἴμαστε ἔνοχοι.
Ἄν εἴμασταν εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας, πάλι θά ψαχνόμασταν. Παίρνεις π.χ. ἕνα αὐτοκίνητο καί δέν βασίζεσαι στόν ἑαυτό σου, πηγαίνεις καί ρωτᾶς, διαβάζεις τίς ὁδηγίες.. Ἄν δέν ξέρεις κάτι, δέν κάνεις τίποτα, φωνάζεις ἕναν πού ξέρει. Ὅ,τι χρειάζεται γενικά, φροντίζεις νά τό μάθεις. Γιά ἕνα αὐτοκίνητο κάνεις ὅ,τι μπορεῖς, γιά τήν ψυχή σου καί τό σῶμα σου, πού εἶναι πολυτιμότερο κάνεις ὅ,τι πρέπει; Φροντίζεις νά μάθεις πῶς θά τά λειτουργήσεις; Γιατί κι αὐτά εἶναι ἐργαλεῖα. Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα ἔχουν ἕναν ὁρισμένο τρόπο λειτουργίας. Δέν μπορεῖς νά τά λειτουργήσεις ὅπως θέλεις, γιά νά μήν τά καταστρέψεις. Ὁ Θεός σοῦ τά ἐμπιστεύτηκε. Ἄν δέν φροντίζεις νά τά λειτουργεῖς σωστά, ἔχεις τίς συνέπειες.
Εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης, μέσα ἀπό τόν ὁποῖο αἰσθανόμαστε τίς συνέπειες. Εἶναι τό λεγόμενο ὑπαρξιακό κενό. Ἀφοῦ τό αἰσθάνεσαι, δέν πρέπει νά ἐνδιαφερθεῖς; Νά πεῖς γιατί νιώθω ἔτσι; Εἶναι φυσιολογικό αὐτό, νά νιώθω τόσο ἄδειος μέσα μου; Δέ μπορεῖς νά ἐθελοτυφλεῖς, νά λές ψέματα στόν ἑαυτό σου πώς εἶσαι καλά ἐνῶ δέν εἶσαι. Πάντα ἔρχεται μιά ὥρα εἰλικρίνειας στόν καθένα, πού ὁμολογεῖ ὅτι δέν πάει καλά. Ἄν εἶσαι τίμιος μέ τόν ἑαυτό σου, πρέπει νά ἐνδιαφερθεῖς, ὅπως ἐνδιαφέρεσαι γιά ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Γιά τό σῶμα ἐνδιαφερόμαστε ἀρκετά, γιά τήν ψυχή ὅμως; Πῶς γίνεται νά μή σέ ἐνδιαφέρει αὐτό τό ἄγχος, αὐτό τό μπούκωμα, αὐτή ἡ ἀνησυχία πού ἔχεις; Γιατί δέν προσπαθεῖς νά τό θεραπεύσεις;
Ἀπό κεῖ ξεκινάει ἡ ἄγνοια. Στό βάθος εἶναι καί ραθυμία καί ἀδιαφορία καί ἐγωισμός. Λένε τά ξέρουμε αὐτά πού λένε οἱ παπάδες καί μένουνε στήν ἄγνοια μέ τή θέλησή τους. Γι’ αὐτό εἶναι πρωταρχικό κακό καί θά δώσουμε λόγο. Ἔχουμε χρέος νά πολεμᾶμε τήν ἄγνοια. Γι’ αὐτό ἕνα μέρος τοῦ κανόνα εἶναι νά διαβάζουμε καθημερινά, νά μελετᾶμε.
Ἔτσι θά ἀποφύγεις τούς πειρασμούς. Πολλοί ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν καί δέν ξέρουν κἄν ὅτι κάνουν ἁμαρτία. Τόσο πολύ ἔχει προχωρήσει ἡ ἄγνοια.
Γενικά πρέπει νά πολεμᾶμε τήν ἄγνοια. Εἶναι ἐπίσης κι ἄλλοι δύο ἐχθροί: ἡ ραθυμία καί ἡ λήθη. Αὐτοί εἶναι οἱ τρεῖς βασικοί ἐχθροί ἐξαιτίας τῶν ὁποίων ὑποκύπτουμε στούς πειρασμούς καί συνδέονται μεταξύ τους.
Ὅσο δέν μελετᾶμε καί μένουμε στήν ἄγνοια, τόσο πέφτουμε στή λήθη, στή λησμονιά δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Ξεχνᾶμε τῖς ἐντολές καί στή συνέχεια εἴμαστε ἀνοιχτοί σ’ ὅλες τίς δαιμονικές παγίδες.
Ἡ ραθυμία εἶναι πάλι συναφές. Τεμπελιάζουμε, βαριόμαστε καί πέφτουμε στό σαρκικό φρόνημα. Γιά νά ξεπεράσουμε τή ραθυμία, χρειάζεται ἄσκηση. Πρέπει ὅλα αὐτά νά τά σταυρώσουμε. Νά σταυρώσουμε τά πάθη μας, γιατί κατεξοχήν στή ραθυμία μᾶς ρίχνει τό σαρκικό φρόνημα. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέ νηστέψει, δέν ἀγρυπνήσει, δέ ζορίσει λίγο τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά τό ξεπεράσει αὐτό τό σαρκικό φρόνημα. Εἶναι ὑποδουλωμένος. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός» (Ματθ. 7,14).
Οὐσιαστικά εἶναι ἡ πιό εὔκολη, ἄνετη καί χρηστή ὁδός, ἡ πιό καλή. Γιατί ὅμως μᾶς φαίνεται στενή; Διότι εἴμαστε ράθυμοι, τεμπέληδες. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό δύσκολα. Γιατί εἶπε ἀκόμα ὁ Χριστός «ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίο μου ἐλαφρό» (Ματθ. 11,30).
Τώρα θά λέγαμε πῶς συμβιβάζονται αὐτά; Ἀπό τή μιά στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ζυγός χρηστός καί τό φορτίο ἐλαφρύ; Γιατί ὄντως ὁ Χριστός μᾶς ἔχει δώσει τό πιό ἐλαφρό φορτίο, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι τό βαρύ φορτίο. Ἐμεῖς πιστεύουμε τό ἀντίθετο, γιατί εἴμαστε ράθυμοι, δέν θέλουμε νά ζοριστοῦμε καθόλου. Εἶναι, ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, τό πήδημα στό κενό. Ἄν πεῖς δέν μέ ἐνδιαφέρει, ἐγώ θά κάνω αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, θά καταλάβουμε πόσο ἀσφαλές εἶναι αὐτό. Γιατί πέφτεις ἀμέσως στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ! Θά πρέπει ὅμως νά περάσεις ἀπό ἀυτή τή στιγμιαία ὑπαρξιακή ἀγωνία, τό πήδημα τῆς πίστεως, νά πεῖς ‘Χριστέ μου ἐγώ θά σ’ ἀκολουθήσω κι ἄς ἔρθουν ὅσοι πειρασμοί θέλεις’. Θά διαπιστώσετε ὅτι τελικά αὐτοί οἱ πειρασμοί δέν εἶναι τίποτα. Οἱ μεγάλοι πειρασμοί εἶναι μέσα στόν κόσμο καί στήν ἁμαρτία. Τότε ἔχουμε πολλά βάσανα καί δυσκολίες.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης