Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ερμηνεία εις τον Κανόνα
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Ήτοι της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου
Ποίημα όντα Ιωάννου του Δαμασκηνού
Ωδή δ’. Ο Ειρμός.
Επί της θείας φυλακής ο θεηγόρος Αββακούμ, στήτω μεθ’ ημών και δεικνύτω, φαεσφόρον Άγγελον, διαπρυσίως λέγοντα. Σήμερον σωτηρία τω Κόσμω ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος.
Ερμηνεία.
Και δια τα πρότερα Τροπάρια αξιοθαύμαστος είναι τη αληθεία ο χαριτώνυμος ούτος Μελωδός, και δια τον παρόντα Ειρμόν της τετάρτης Ωδής είναι άξιος επαίνου και θαυμασμού. διότι αυτός, αν και εδανείσθη πολλά ρητά από τον εις το Πάσχα λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου εν τη πρώτη και τρίτη Ωδή, αυτό όμως το Προοίμιον του λόγου εκείνου «Επί της φυλακής μου στήσομαι» φησίν ο θαυμάσιος Αββακούμ το εφύλαξε δια να το προσαρμόση ευφυώς και πανσόφως εις την τετάρτην ταύτην του Αββακούμ Ωδήν. Επειδή δε η ερμηνεία του παρόντος Τροπαρίου είναι δύσληπτος και ασαφής, τούτου χάριν πρέπει να ειπούμεν εδώ πρότερον περί των λόγων του Αββακούμ, και ποίαν οπτασίαν είδεν ο Θεολόγος Γρηγόριος, και τότε να ερμηνεύσωμεν τον Ειρμόν, ίνα γένη εις όλους η ερμηνεία του εύληπτος.
Ο Προφήτης Αββακούμ επειδή έβλεπε πολλούς να σκανδαλίζωνται δια την Πρόνοιαν και τας κρίσεις του Θεού, πως δηλ. παραβλέπει τους ασεβείς και αδίκους να καταφρονούν και να καταπίνουν τους ευσεβείς και δικαίους, ηθέλησε να εξετάση τους ακαταλήπτους ταύτας κρίσεις του Θεού. όθεν λέγει. «Επί της φυλακής μου στήσομαι, και επιβήσομαι επί πέτραν, και αποσκοπεύσω του ιδείν τι λαλήσει εν εμοί (Κύριος), και τι αποκριθώ επί τον έλεγχόν μου» (Αβ. β’ 1). Το δε νόημα των προφητικών τούτων λόγων είναι τοιούτον, κατά τον σχολιαστήν Νικήταν. Εγώ θέλω φυλάξει τον νουν μου ανώτερον από κάθε φροντίδα κοσμικήν δια νήψεως προσοχής τε και προσευχής νοεράς (φυλακή γαρ η νύψις και η εν καρδία προσοχή και προσευχή του νοός λέγεται), και ούτω δια της νοεράς ταύτης φυλακής θέλω αναβή ως επάνω εις πέτραν στερεάν και ασφαλή εις υψηλήν θεωρίαν, και από εκεί ως από ακρώρειάν τινα και υψηλόν τόπον θέλω στοχασθή ποία λόγια έχει να λαλήση εις εμέ ο Θεός, και τι έχω να αποκριθώ εγώ προς έλεγχον: ήτοι επίπληξιν των ανωτέρω σκανδαλιζομένων.
Ταύτα δε τα λόγια του Αββακούμ επροσάρμοσεν ο Θεολόγος Γρηγόριος εις την υπόθεσιν της Αναστάσεως. όθεν φυλακήν ενόησεν ουχί την νύψιν του νοός και την προσοχήν ο Αββακούμ, αλλά την δοθείσαν εις αυτόν αξίαν και θεωρίαν της Αρχιερωσύνης. συγχωρημένον γαρ είναι εις τους Αρχιερείς, μεσίτας Θεού και ανθρώπων υπάρχοντας, να ζητούσι τα τοιαύτα και να τα θεωρούν δια του οικείου νοός αυτοκινήτως. Όσοι δε λέγουν (εκ τούτων δε είναι και Ιωσήφ ο Βρυέννιος ο λέγων ότι ο φανείς τω Θεολόγω Άγγελος ήτον ο Γαβριήλ. Λόγω β’ εις τον Ευαγγελισμόν) ότι εν οπτασία εκ Θεού φανείση ετεροκινήτως είδε ο Θεολόγος τον Άγγελον, και ήκουσε τα παρ’ αυτού λεγόμενα, ούτοι πολύ σφάλλουσιν από την αλήθειαν, καθότι λαλούσιν έξω των του Θεολόγου ρημάτων. ούτος γαρ προοιμιάζων εις τον περί του Πάσχα λόγον αυτού, ούτω λέγει. «Επί της φυλακής μου στήσομαι, φησίν ο θαυμάσιος Αββακούμ. καγώ μετ’ αυτού σήμερον της δεδομένης μοι παρά του Πνεύματος εξουσίας και θεωρίας, και αποσκοπεύσω και γνώσομαι τι οφθήσεται, και τι λαληθήσεταί μοι. και έστην και απεσκόπευσα. και ιδού, ανήρ επί των νεφελών… και η όρασις αυτού ως όρασις Αγγέλου… και εβόησε φωνή μεγάλη και είπε. Σήμερον σωτηρία τω Κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος».
Τούτων λοιπόν ούτω προεγνωσμένων, ερανίζεται ο Ιερός Μελωδός τα ίδια λόγια και του Αββακούμ και του Θεολόγου, και λέγει. Ο Προφήτης Αβακούμ, ο ποτέ επί της φυλακής του νοός αυτούς στας, ας σταθή και σήμερον με ημάς. Προσφυώς δε είπε και το όνομα του Αββακούμ, δια να φανερώση ότι η Ωδή αυτή και ο Κανών αυτός έχουν υπόθεσιν την ανάστασιν και έγερσιν του Κυρίου, επειδή Αββακούμ ερμηνεύεται πατήρ εγέρσεως. Είτα λέγει. Ο Αββακούμ (είτε ο Προφήτης, είτε ο υπό το πρόσωπον του Αββακούμ λαλών Θεολόγος) ας δείξη εις ημάς το φωτεινόν εκείνον Άγγελον όπου εφάνη κατά θεωρίαν πνευματικήν και έλεγε. «Σήμερον σωτηρία τω Κοσμω». Δεν προσθέτει δε ο Μελωδός τα λοιπά λόγια του Αγγέλου «Όσος τε ορατός και όσος αόρατος», αλλά αφίνει αυτά, καθότι τα προείπεν εν τω Τροπαρίω της πρώτης Ωδής, όταν εμελώδει «Εορταζέτω δε Κόσμος ορατός τε άπας και αόρατος». Διαπρυσίως δε είπεν ότι εβόα ο θεωρούμενος Άγγελος: ήτοι με φωνήν τόσον λαμπράν ως πυρ και φως. καθότι το, Διαπρυσίως παράγεται από το Πυρ κατά μετάθεσιν του Ρ. Επρεπε γαρ να ρηθή Διαπυρσίως. Καθώς και το τέταρτον γίνεται τέταρτον, και το κότραφον γίνεται κρόταφον, και άλλα μυρία παρά τοις Ποιηταίς ευρισκόμενα.
Διατί δε επρόσθεσεν ο Μελωδός εν τω τέλει του Τροπαρίου «Ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος»; Δια να δείξη ότι η του Χριστού ανάστασις υπερβαίνει όλους τους όρους και νόμους της φύσεως, και ήτον έργον και αποτέλεσμα μόνης της παντοδυνάμου Θεότητος, κοντά εις την οποίαν κανένα πράγμα δεν είναι αδύνατον. μόνη γαρ αύτη εστί παντοδύναμος. όθεν ο Παύλος τούτο δηλών έλεγε. «Κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ην ενήργησεν εν των Χριστώ (ο πατήρ δηλ.), εγείρας αυτόν εξ ασθενείας, αλλά ζη εκ δυνάμεως Θεού» (β’ Κορ. ιγ’ 4). Και αύθις. «Ώσπερ ηγέρθη Χριστός έκ νεκρών δια της δόξης (ήτοι της Θεότητος) του Πατρός»(Ρωμ. στ’ 4). Δια τούτο και ο Χρυσόστομος εκτιθέμενος το του Ιακώβ εκείνο «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ωσεί σκύμνος. Τις εγερεί αυτόν»; ούτω λέγει. «Τον θάνατον αυτού κοίμησιν εκάλεσε και ύπνον, και τω θανάτω συνήψε την ανάστασιν, λέγων. «Τις εγερεί αυτόν; Άλλος μεν ουδείς, αυτός δε εαυτόν» (Λόγω εις το «Πάτερ, ει δυνατόν» Τόμω ε’).
Τροπάριον
Άρσεν μεν, ως διανοίξαν την παρθενεύουσαν νηδύν, πέφηνε Χριστός ως βωτός[1] δε, αμνός προσηγόρευται. άμωμος δε, ως άγευστος κηλιδος, το ημέτερον Πάσχα. και ως Θεός αληθής, τέλειος λέλεκται.
Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον ερανίζεται ο Μελωδός από τον εις το Πάσχα λόγον του μεγάλου Γρηγορίου. ούτω γάρ εκείνος αλληγορεί το νομικόν Φάσκα εις το Πάσχα το ιδικόν μας, και καταλεπτώς ερμηνεύει τας του νόμου ρήσεις, τας ούτω λεγούσας. «Λαβέτωσαν έκαστος κατ’ οίκους πατριών πρόβατον τέλειον άρσεν» (Εξ. ιβ’ 3). Ταύτα ο Θεολόγος ερμηνεύων, ούτω φησί. «Δια τούτο λαμβάνεται πρόβατον μεν δια την ακακίαν και το ένδυμα της αρχαίας γυμνώσεως. τοιούτον γαρ το υπέρ ημών σφάγιον, ένδυμα αφθαρσίας και ον και καλούμενον. τέλειον δε, ου δια την Θεότητα μόνην, ης ουδέν τελειώτερον, αλλά και δια την πρόσληψιν (ήτοι την ανθρωπότητα) την χρισθείσαν Θεότητι, και γενομένην, όπερ το χρίσαν, και θαρρώ λέγειν ομόθεον. άρσεν δε, ως εκραγέν βία δεσμων παρθενικών τε και μητρικών κατά πολλήν εξουσίαν, και τεχθέν άρσεν εκ της Προφήτιδος, ως Ησαΐας ευαγγελίζεται[2]. άμωμον δε και ακίβδηλον, ως θεραπευτικόν μώμων και των από καρδίας ελαττωμάτων και μολυσμάτων».
Ταύτας λοιπόν τας αλληγορίας και αναγωγάς του μεγάλου Θεολόγου, τας με περιττάς συντεμών ο Ιερός Μελωδός, τας δε ευχρηστοτέρας κεφαλαιωδώς μελουργήσας εν τω παρόντι Τροπαρίω, λέγει ότι το πρόβατον εκείνο όπου εθυσιάζετο κατά την εορτήν του Πάσχα εν τω παλαιώ Νόμω ήτον τύπος του ιδικού μας Πάσχα, του Χριστού, ο οποίος εσφαγιάσθη πραγματικώς κατ’ αυτήν την ημέραν της μεγάλης Παρασκευής, κατά την οποίαν το πρόβατον εκείνο εσφαγιάζετο. όθεν καθώς εκείνο ήτοι αρσενικόν, αμνός, νέον, άμμωμον, τέλειον, τοιούτος ήτον και ο τυπούμενος Χριστός. άρσεν ήτον εκείνο; άρσεν ήτον και ο Χριστός. διότι ήνοιξεν αρρήτως την μήτραν της Παρθένου Μητρός του, και πάλιν αυτήν κεκλεισμένην εφύλαξε, κατά το γεγραμμένον. «Παν άρσεν διανοίγον μήτραν άγιον τω καθό βρωτός: ήτοι καθό βιβρώσκεται (τρώγεται) από ημάς, ον τρόπον και ο παλαιός εκείνος αμνός ετρώγετο. ο μεν γαρ Κύριος λέγει. « Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. στ’ 54) . Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος. «Ημίν δε ο αμνός βρωθήσεται» (Λόγος εις το Πάσχα) . άμωμον ήτον το πρόβατον εκείνο (ήτοι χωρίς κανένα μώμον και ψεγάδι σωματικόν); άμωμος ήτον και ο Χριστός, καθότι δεν εγεύθη (ήτοι δεν εδοκίμασε) κανένα ψεγάδι αμαρτίας. «Αμαρτίαν γαρ, φησίν, ουκ εποίησεν, ουδέ δόλος εν τω στόματι αυτού ευρέθη» (Ησ. νγ’ 9), τέλειον ήτον το παλαιόν πρόβατον; τέλειος ήτον και ο Χριστός, καθό ήτον Θεός αληθινός. τι γάρ άλλο είναι τελειότερον από την Θεότητα; ο δε Θεολόγος προσθέτει ότι ο Χριστός ήτον τέλειος και κατά την ανθρωπότητα. διότι αυτή εξ αυτής της συλλήψεως εχρίσθη από την Θεότητα, και έγινεν εκείνο όπου ήτον το χρίσαν, ήγουν έγινε τη Θεώσει Θεός και ομόθεος.
Τροπάριον.
Ως ενιαύσιος αμνός, ο ευλογούμενος ημίν, στέφανος χρηστός εκουσίως, υπέρ πάντων τέθυται, Πάσχα το καθαρτήριον. και αύθις εκ του τάφου ωραίος, δικαιοσύνης ημίν έλαμψεν ήλιος.
Ερμηνεία.
Επειδή εν τω ανωτέρω Τροπαρίω αλληγόρησεν εις τον Χριστόν ο Ιερόν Μελωδός το είναι άρσεν, και αμνόν, και άμωμον, και τέλειον το πρόβατον εκείνο, το εις το Φάσκα σφαγιαζόμενον, τώρα εδώ αλληγορεί εις τον Χριστόν και το ενιαύσιον: ήτοι το χρονιάρικον του προβάτου εκείνου. γράφει γαρ ο Νόμος. «Το πρόβατον εκείνο ενιαύσιον έσται ημίν» (Εξ. ιβ’ 5). Ερανίζεται δε το Τροπάριον τούτο από τα λόγια του αυτού Γρηγορίου του Θεολόγου. Επειδή δε εκείνος ενιαύσιον τον Χριστόν καλεί και δι’ άλλας μεν αιτίας, μάλιστα δε ως στέφανον χρηστότητος ευλογούμενον, καθώς και ο Δαβίδ λέγει «Ευλογήσεις τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου» (Ψαλ. ξδ’ 12), και ως Ήλιον δικαιοσύνης απαρτίζοντα και τελειώνοντα τον κύκλον των αρετών, δια τούτο και ο σοφός Ιωάννης ούτω το μέλος μεταχειρίζεται, λέγων. Ο ευλογούμενος σήμερον και δοξολογούμενος από ημάς Κύριος είναι στέφανος χρηστός (ήτοι αγαθός). Δια το Η δε πρέπει να γράφεται το, Χρηστός, και όχι δια του Ι, καθώς εις τα περισσότερα αντίγραφα εσφαλμένως γράφεται, ίνα μη η χρήσις του Προφήτου Δαβίδ παραλβαβή, η λέγουσα. «Ευλογήσεις τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου» . διότι και ο Θεολόγος «Στέφανον. είπεν ανωτέρω, χρηστότητος ευλογούμενον».
Διατί δε στέφανος χρηστότητος ο Δεσπότης Χριστός ονομάζεται; Διότι περιέχει εν εαυτώ κυκλοτερώς και εις είδος στεφάνου κάθε χρηστότητα και αγαθωσύνην. η διότι υπό της ιδικής του χρηστότητος νικώμενος, κατεδέχθη να στεφανωθή δι’ ημάς με τα ακάνθας, καθώς εν τω Άσματι γράφεται. «Εξέλθετε και ίδετε εν τω Βασιλεί Σολομών (ήτοι εν τω ειρηνικών Χριστώ) εν τω στεφάνω ω εστεφάνωσεν αυτόν η μήτηρ αυτού (η συναγωγή δηλ. των Ιουδαίων, διότι εξ αυτής εγεννήθη το κατά σάρκα) εν ημέρα νυμφεύσεως αυτού, και εν ημέρα ευφροσύνης καρδίας αυτού» (Ασ. γ’ 11), (όταν δηλαδή ενυμφεύθη την εξ Εθνών Εκκλησίαν κατά την ημέραν της μεγάλης Παρασκευής). Ο Χριστός λοιπόν όπου είναι το αληθινόν και καθαρτήριον ημών Πάσχα θεληματικώς εθυσιάσθη δια όλους τους ανθρώπους, ως αμνός χρονιάρικος. Ερανίσθη δε το ρητόν τούτο από τον Παύλον λέγοντα. «Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (α’ Κορ. ε’ 7), αλλά και κατά άλλον λόγον ενιαύσιος λέγεται ο Χριστός, καθό είναι Ήλιος δικαιοσύνης (ήτοι κάθε αρετής) ο τον ενιαυτόν εργαζόμενος δια της χρονικής κυκλοφορίας του. «Ανατελεί γαρ, φησίν ο Μαλαχίας, ημίν τοις φοβουμένοις Ήλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. δ’ 2). Ούτος λοιπόν ανατέλλει σήμερον ως λαμπρότατος Ήλιος, και λάμπει ωραίος από τον τάφον ως από ορίζοντα ανατολικόν και θάλαμον βασιλικόν. καθώς λέγει περί του Ηλίου και ο Δαβίδ. «Και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού» (Ψαλ. ιη’ 6)[3].
Το ρητόν του Μαλαχίου ούτως ερμηνεύει ο Αλεξανδρείας Κύριλλος. «Επέλαμψε μεν ο Μονογενής του Θεού Λόγος τοις εν τω δε τω Κόσμω, και την καθ’ ημάς ομοίωσιν υποδύς, γέγονε σαρξ και εσκήνωσεν εν ημίν. εν αχλύϊ δε όντας και σκότω, καθάπερ τις Ήλιοις ταις οικείας περιαστράπτων μαρμαρυγαίς και την της αληθούς θεογνωσίας ακτίνα λαμπράν ταις των πιστευόντων ψυχαίς ενιείς, καθαρούς ακτίνα λαμπράν ταις των πιστευόντων ψυχαίς ενιείς, καθαρούς απέφηνε και σοφούς και απάσης αγαθοεργίας επιστήμονας. πλην και εις τούτο φαιδρότητος παρενηνεγμένοι πεπλουτισμένοι τε, καθά φησίν ο μακάριος Παύλος, εν παντί λόγω και εν πάση γνώσει και εν πάση σοφία, βλέπομεν άρτι εν εσόπτρω και αινίγματι, και γινώσκομεν εκ μέρους. ήξει δε κατά καιρούς το τέλειον, και εν πληρεστάτη λοιπόν εσόμεθα γνώσει Χριστού, πάλιν ημίν εξ Ουρανού επιλάμψαντος και καταργούντος μεν το εκ μέρους και την εν εσόπτρω και αινίγματι γνώσιν, καταλάμποντος δε ώσπερ τοις τελεωτέροις, και θείου τινός και απορρήτου φωτός αναπιμπλάντος τον νουν και τη του Αγίου Πνεύματος χύσει καταφαιδρύνοντος».
Τροπάριον.
Ο θεοπάτρω μεν Δαβίδ, προς της σκιώδους κιβωτίου, ήλατο σκιρτών. ο λαός δε του Θεού ο άγιος, την των συμβόλων έκβασιν ορώντες, ευφρανθώμεν ενθέως, ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος.
Ερμηνεία.
Από την παλαιάν Ιστορίαν της Κιβωτού ερανίζεται το παρόν Τροπάριον ο χαριτώνυμος Ιώαννης. όταν γαρ η Κιβωτός εσκλαβώθη από τους αλλοφύλους, και πάλιν ελευθερώθη από αυτούς, και εγύρισεν εις τους Ιουδαίους από τον οίκον Αβεδδαρά, καθώς γέγραπται εν κεφ. ς’ της β’ των βασιλείων, τότε ο Βασιλεύς Δαβίδ, ενθουσιασμένος από την υπερβολικήν χαράν, επήδα και εχόρευεν έμπροσθεν της Κιβωτού. Ο Μελωδός λοιπόν της τοιαύτην Ιστορίαν τύπον νοών της ταφής και της αναστάσεως του Κυρίου, λέγει. Πάλαι μεν ο θεοπάτωρ Δαβίδ επήδα χορεύων έμπροσθεν της σκιώδους και νομικής Κιβωτού. ημείς δε ο λαός του Θεού ο άγιος, βλέποντες την έκβασιν και το τέλος των παλαιών εκείνων συμβόλων και τύπον, ας ευφρανθώμεν σήμερον, ευφροσύνην όμως θεοτερπήτε και ένθεον. και κατά τον Θεολόγον ειπείν Γρηγόριον «Εορτάσωμεν μη πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς. μη κοσμικώς, αλλ’ υπερκοσμίως. μη πρόθυρα στεφανώσομεν. μη χορούς στησώμεθα» (Λόγος εις τα Γενέθλια). Δια τούτο δε και ο Μελωδός ειπών «Ευφρανθώμεν», επήγαγε το «Ενθέως» δια να φανερώση τούτο το νόημα.
Πως δε τα της Κιβωτού ήτον σύμβολα της ταφής και της αναστάσεως του Κυρίου; Από τα ακόλουθα γίνεται φανερόν. Κιβωτός είναι, αγαπητοί αδελφοί, το πρόσλημμα της ανθρωπότητος του Κυρίου, το οποίον συνείχεν αρρήτως εν εαυτώ την προσλαβούσαν Θεότητα. καθώς και η Κιβωτός συνείχε τα άγια: ήτοι τας πλάκας, την στάμνον και την ράβδον του Ααρών. αλλά καθώς η Κιβωτός αιχμαλωτίσθη από τους Αζωτίους. ούτως εφάνη ότι αιχμαλωτίσθη κατά την ανθρωπότητα και ο Κύριος, και εκατέβη εις τον Άδην, και ελογίσθη μετά των νεκρών, οίτινες δικαίως ήθελαν ονομασθή Αζώτιοι, ως εστερημένοι ζωής.
Καθώς όμως η πόλις Άζωτος δεν υπέφερε τον ερχομόν της παλαιάς Κιβωτού, αλλά ευθύς όπου αυτή εκεί επήγεν, έπεσε μεν το είδωλον του Δαγών και εσυντρίφθη, ασθένειαι δε και πληγαί ηκολούθησαν εις τους Αζωτίους, έως όπου η Κιβωτός από εκεί ανεχώρησε. «Και εβαρύνθη, φησί, χειρ Κυρίου επί του Αζωτίους, και εβασάνισεν αυτούς, και επάταξεν αυτούς εις τα έδρας αυτών, την Άζωτον και τα όρια αυτής» (α’ Βασ. ε’ 3) . και πάλιν. «Και ην η Κιβωτός εν αγρώ των αλλοφύλων επτά μήνας, και εξέζεσεν η γη αυτών μυάς» (Αυτόθι στ’ 1) ούτω και όταν ο Κύριος εκατέβη εις τους τόπους του άδου, έπεσε μεν άδης και ενεκρώθη, οι δε Δαίμονες οι εν αυτώ κατοικούντες εις μυρίας παιδείας υπεβλήθησαν. Και καθώς η Κιβωτός εγύρισε πάλιν οπίσω εις τους Ιουδαίους. ούτω και ο Χριστός εγύρισε πάλιν εις εαυτόν, της αγίας αυτού ψυχής επιστρεψάσης εις το σώμα, και του σώματος αναστάντος. όθεν ο Θεολόγος είπε Γρηγόριος. «Χριστός εις εαυτόν. επανέρχεσθε» (Λόγος εις το Πάσχα).
Πως λοιπόν δεν είναι δίκαιον να χαίρωμεν ημείς οι ορθόδοξοι, οίτινες ηξιώθημεν να ιδούμεν των συμβόλων εκείνων και τύπων της Κιβωτού το τέλος και έκβασιν; ή πως δεν είναι πρέπον να αγαλλιώμεν κατά το πνεύμα εις την ανάστασιν του Κυρίου; Και αν ο Δαβίδ, Βασιλεύς ων και Προφήτης, δεν εσυστάλη να χορεύση, φορών στολήν έξαλλον, ως γέγραπται, (ήτοι βασιλικόν στέφανον εις την κεφαλήν και αυτοκρατορικήν πορφύραν εις το σώμα, επειδή υπερενίκα αυτόν η χαρά) διατί ημείς να μη χορεύσωμεν πνευματικώς σήμερον, και να κροτήσωμεν τας χείρας από την εσωτερικήν χαράν της καρδίας μας; Αν εκείνος δια μίαν τυπικήν σκιώδη και ξυλίνην Κιβωτόν έδειξε τόσην υπερβολικήν χαράν, ώστε έλαβεν αιτίαν η γυνή σου Μελχόλ να τον καταφρονήση. «Κα Μελχόλ η θυγάτηρ Σαούλ διέκυψε δια της θυρίδος, και είδε τον Βασιλέα Δαβίδ ορχούμενον και ανακρουόμενον ενώπιον Κυρίου, και εξουδένωσεν αυτόν εν τη καρδία αυτής» (β’ Βασιλ. στ’ 16), αν εκείνος, λέγω, ούτως έχαιρε, πόσω μάλλον είναι δίκαιον να δείξωμεν ημείς κάθε είδος πνευματικής χαράς και αγαλλιάσεως, διότι ανέστη ο Κύριος ως παντοδύναμος, και το γένος όλον των ανθρώπων συνανέστησε;
Διατί είπεν ο Μελωδός ότι ανέστη ο Χριστός ως παντοδύναμος; Δια να φανερώση, ως φανερώση, ως προείπομεν, ότι το εκ νεκρών αυτόν αναστήναι υπερέβαινεν όλους τους όρους της φύσεως (διότι κοντά εις τους Έλληνας ή των σωμάτων ανάστασις ενομίζετο μίαν ενέργειαν και απίστευτος) . επειδή δια να αναστηθή εχρειάζετο μίαν ενέργειαν του παντοδύναμου κράτους της Θεότητος. και τούτο δηλών ο Παύλος έλεγε. «Κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ήν ενήργησεν εν τω Χριστώ (ο πατήρ δηλ.), εγείρας αυτόν εκ νεκρών» (Εφ. α’ 19) και αλλαχού. «Και γαρ ει εσταυρώθη εξ ασθενείας[4], αλλά ζη εκ δυνάμεως Θεού» (β’ Κορ. ιγ’ 4). Όρα δε ότι ο Μελωδός είπεν «Ανέστη, όπερ σημαίνει». Αυτός εαυτόν ανέστησεν ως παντοδύναμος, καθώς το είπε μόνος. «Λύσατε το ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (Ιω. β’ 19). Ει δε λέγει ο Παύλος ότι ο Πατήρ ήγειρεν αυτόν, τούτο είπε, διότι η ενέργεια του Πατρός και του Υιού είναι μία και αδιαίρετος, και ότι πάντα τα του Πατρός είναι και του Υιού, και αντιστρόφως, όλα τα του Υιού είναι και του Πατρός[4].
[1] Εσφαλμένως δε γράφεται εν άλλοις «Βροτός» δια του Ο.
[2] Την βίαν όπου λέγει εδώ ο Θεολόγος Γρηγόριος ούτως ερμηνεύει ο σχολιαστής Νικήτας. Μεγάλη η του Κυρίου δύναμις. Ταύτην γαρ καλεί βίαν ο Θεολόγος, η χρησάμενος, υπέρ φύσιν ήνοιξε τα κλείθρα της παρθενίας, μη παρανοιγέντα υπό ομιλίας ανδρός. παρθενικά δε ομού και μητρικά κλείθρα δια το παράδοξον. άμφω γαρ ενταύθα συνέδραμον, παρθενία και τόκκος. άρσεν δε τον Χριστόν και Ησαΐας ονομάζει, λέγων. «Και προσήλθον προς την Προφήτιν, και εν γαστρί έλαβε και έτεκεν Υιόν, και πριν ελθείν των ωδίνων τονπόνον εξέφυγε και έτεκεν άρσεν. Προφήτις δε η Θεοτόκος, οία τα κατ’ αυτήν προφητεύσασα. Ιδού γάρ, φησίν, από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί».
[3] Γλαφυρά δε είναι και εκείνα όπου λέγει ο Ζωναράς, ερμηνεύων το Τροπάριον του Δ’ ήχου της Οκτωήχου το λέγον. «Επαρθέντα σε ιδούσα η Εκκλησία». «Δικαιοσύνης Ήλιος ο Χριστός λέγεται ως των χρόνων ποιητής, ότι και του καθ’ ημάς χρόνου ο αισθητός ούτος ήλιος το μέτρον ορίζει. Λέγεται δε ήλιος, και ως τον Κόσμον τη αυτού παρουσία φωτίσας. ώσπερ γαρ ο ήλιος ανατέλλων, το σκότος σκεδάνυσι και φωτίζει την γην, και οράν δίδωσι τοις έχουσιν οφθαλμούς τα ορώμενα, και προ των άλλων εαυτόν. ούτω και ο Χριστός ανατείλας, το σκότος της απιστίας και της του όντως Θεού αγνωσίας εσκέδασε, και την γην: ήτοι τους πλασθέντας εκ γης ανθρώπους, εφώτισε, και τοις έχουσι τους νοητούς οφθαλμούς επιγνώναι παρέσχε τα επιγνώσεως άξια, δηλαδή τα πνευματικά, και προ των άλλων αυτόν τον το νοητόν φως επιλάμψαντα. Ήλιος λέγεται ο Χριστός, ότι και προαιώνιος ων Θεός, σάρξ ύστερον γέγονεν. ούτω γαρ και ο ήλιος συνέστη. πρότερον γαρ του φωτός γενομένου, ύστερον ο δίσκος υπέστη και εν αυτώ το φως εδέξατο. Δικαιοσύνης δε, ως πάσης χωρητικός αρετής. καθώς και αυτός έφη προς τον Ιώαννην. «Ούτω γαρ πρέπον ημίν εστί πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» . και ως τοις ανθρώποις πάσης δικαιοσύνης γινόμενος αίτιος. ουδέν γαρ αγαθόν εκείνου κατορθούται χωρίς. Έτι Ήλιος δικαιοσύνης ο Κύριος λέγεται, ως εν τη προτέρα παρουσία αυτού φωτίσας τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους και δικαιοσύνης μεταδιδούς, τουτέστι δικαιώσας, και αύθις εν τη Δευτέρα τοις εν τω βίω τούτω κακουχουμένοις εκουσίως ή εξ επιφοράς πειρασμών αποδώσων δικαίας τας αμοιβάς».
[4] Τριχώς νοουμένης της ασθενείας κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον και Ιωάννην τον Ζωναράν, ή της αρρωστίας του σώματος, ή της εις την πίστιν σαθρότητος, ή και των επιβουλών και ατιμιών και παθών, κατά το τρίτον σημαινόμενον λέγεται εδώ η ασθένεια του Κυρίου, εξ ης εσταυρώθη, επειδή υπέμεινεν επιβουλάς και ύβρεις και πάθη. Καθώς λοιπόν μωρίαν ονομάζει ο Παύλος το κήρυγμα του Ευαγγελίου (διότι ούτως ενομίζετο από τους απίστους) . ούτω λέγει ο Χριστός εσταυρώθη από ασθένειαν την νομιζομένην μεν ούτως από τους Ιουδαίους και Έλληνας, μη ούσαν δε τη αληθεία.
[5] Έφη και ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Απεστάλη μεν, αλλ’ ως άνθρωπος, διπλούς γαρ ην. ει δε και ως Θεός, τι τούτο; Την ευδοκίαν του Πατρός αποστολήν είναι νόμισον, εφ’ όν αναφέρει τα εαυτού, και ως αρχήν τιμών άχρονον, και του μη δοκείν είναι αντίθεος. Επει και παραδεδόσθαι λέγεται, αλλά και εαυτόν παραδεδωκέναι και ανεληλυθένται πάλιν. εκείνα της ευδοκίας, ταύτα της εξουσίας» (Λόγος εις το Πάσχα). Έφη δε και ο Ζωναράς. «Και το τω Πατρί επιγράφεσθαι τα κατωρθωμένα τω Υιώ ευσεβές, και αυτώ δε τω Υιώ ανατιθέναι ταυτα ουκ αποδοκιμαστέον. Θεός γαρ κακείνος ομοσθενής και πάντα επίσης δυνάμενος τω Πατρί» (Εν τη ερμηνεία της Οκτωήχου).