Εἶναι λοιπόν μία λύπη, ἡ κατά Θεόν, πού γρήγορα ὁδηγεῖ στή χαρά. Ἔτσι εἶναι καί ὁ πνευματικός τοκετός, πού ἰδιαιτέρως μάλιστα ἀναλύεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μιά πολύ-πολύ ὡραία ἀνάλυση κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Ἑορτοδρόμιο· ἀλλά καί στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ἀπό τήν ὠδή τοῦ Ἡσαΐου ὡς ἑξῆς:
«Διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν· πνεῦμα σωτηρίας σου ἐποιήσαμεν ἐπὶ τῆς γῆς»[1]. Δηλαδή: Πήραμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τόν βάλαμε μέσα μας , σάν σπέρμα , κοιλοπονήσαμε –ὠδινήσαμε εἶναι οἱ ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, οἱ πόνοι πού ἔχει ἡ γυναίκα ὅταν πλησιάζει ἡ ὥρα νά γεννήσει– καί γεννήσαμε πνεῦμα σωτηρίας.
Εἶναι περίφημο αὐτό, εἶναι ὁ λεγόμενος πνευματικός τοκετός · εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖος! Ἕνας πού συλλαμβάνει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἔχει ὠδίνες, ἔχει μεγάλους πόνους. Αὐτά ὅλα πού αἰσθάνεται δέν εἶναι εὐχάριστα· ἔχει πένθος, ἔχει λύπη… Στό τέλος ὅμως γεννάει τό πνεῦμα τῆς σωτηρίας, πού εἶναι θαυμάσιο!
Ἄς θυμηθοῦμε ἀκόμα τόν ἄσωτο υἱό. Λυπήθηκε, πένθησε, ὅταν εἶπε «πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!»[2], δηλαδή οἱ ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν νά φᾶνε ψωμί, ἐγώ ὅμως πεθαίνω ἀπό τήν πεῖνα! Λυπήθηκε, ἔκλαψε, καί αὐτή ἡ λύπη τόν ὁδήγησε πίσω στόν πατέρα του, δηλαδή τοῦ προκάλεσε τήν ἐπιστροφή.
Ἡ κατά Θεόν λύπη γεννάει δάκρυα· ἀλλά εἶναι δάκρυα ἀγαλλιάσεως, σωτηρίας. Ἀναφέρεται ὡραιότατα στόν 125ο Ψαλμό: «Οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι»[3], αὐτοί πού σπέρνουν μέ δάκρυα , θά θερίσουν μέ αἰσθήματα χαρᾶς , ἀγαλλιάσεως. Σπέρνουν ! Φανταστεῖτε νά ἔχουμε τό δισάκι μέ τόν σπόρο –εἶναι μιά παλιά εἰκόνα σπορᾶς– καί νά σπέρνουμε τό χωράφι. Καί αὐτό εἶναι μία μεταφορική εἰκόνα γιά ἐκείνους πού κάνουν προσπάθειες γιά ὁτιδήποτε, καί ἀπό τόν κόπο τους ἔχουν πένθος, ἔχουν λύπη στήν καρδιά τους· ὅταν ὅμως τελεσφορήσει ὁ κόπος τους, τότε θά θερίσουν τούς καρπούς μέ πολλή ἀγαλλίαση καί χαρά.
Καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος λυπήθηκε καί «ἔκλαυσε πικρῶς »[4], καί μέ τό κλάμα του αὐτό σώθηκε.
Ἀκόμα, ἡ κατά Θεόν λύπη βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά ἐπιστρέψει στόν Παράδεισο πού ἔχασε.
Ἕνα ὡραῖο τροπάριο –τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς– πού δέν τό ἀναφέρει βέβαια ἡ Ἁγία Γραφή, λέει ὅτι ὁ Ἀδάμ κάθισε ἀπέναντι ἀπό τόν Παράδεισο καί θρηνοῦσε φωνάζοντας: «Σέ ἔχασα , Παράδεισε, σέ ἔχασα !»[5]. Αὐτά τά δάκρυα τοῦ Ἀδάμ ἔφεραν καί τόν ἴδιο καί τούς ἀπογόνους του πίσω στόν Παράδεισο, ἀλλά σέ ἕναν κρείτονα Παράδεισο, καλύτερον ἀπό τόν ἀρχαῖο Παράδεισο, γιατί ἦλθε ἐδῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του.
Ἡ κατά Θεόν λύπη ἐπίσης εἶναι τό προοίμιο καί τῆς μετάνοιας καί τῆς σωτηρίας. Ὅταν κάποιος κλάψει γι’ αὐτό πού ἔκανε, δέν ὁδηγεῖται στή σωτηρία;
Ἀκόμη τό κατά Θεόν πένθος ὁδηγεῖ καί στήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς καί τῆς εἰδικῆς θεολογικῆς γνώσεως, ἀλλά καί τῆς γενικότερης γνώσεως, δηλαδή τῆς ἐπιστήμης, τῶν γραμμάτων. Τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἀναφέρει ὅτι ἡ ρίζα τοῦ δένδρου τῶν ἀρετῶν καί τῆς γνώσεως εἶναι βέβαια πικρή, ἀλλά οἱ καρποί της εἶναι γλυκεῖς. Ὅταν βάλω στόχο νά διαβάζω, ἤ βάλω στόχο νά ἀποκτήσω μιά ἀρετή, αὐτή ἡ ἄσκηση βέβαια, αὐτός ὁ κόπος, ὁπωσδήποτε εἶναι κάτι κουραστικό, πικρό· ὅμως οἱ καρποί μετά εἶναι πραγματικά γλυκεῖς.
Ἀκόμη ὁ Θεός ἀγαπᾶ τό πένθος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πενθεῖ γιά λογαριασμό ἄλλων, κυρίως ὅταν οἱ ἄλλοι ἁμαρτάνουν. Γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, πάνω σ’ αὐτό τό σημεῖο, ὅτι ὁ Λώτ ἦταν ″καταπονούμενος ″ καί παρακάτω λέει ὅτι ″βασανιζόταν ἡ ψυχή του ″.[6] Προσέξτε: βασανιζόταν καθημερινά ὁ Λώτ στά Σόδομα! Τό λέει αὐτό ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Βασανιζόταν γιατί ἔβλεπε αὐτή τήν πόλη, τούς κατοίκους αὐτῆς τῆς πόλεως, νά ἁμαρτάνουν. Ἔβλεπε γύρω του φοβερή ἔκλυση ἠθῶν, κάτι φρικτό καί φοβερό, αὐτό πού σήμερα ἔμεινε παροιμιῶδες, καί τό λέμε: Σόδομα καί Γόμορρα ! Ἀλλά ὅλες οἱ πόλεις, καί ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή, ἰδίως στήν ἐποχή μας, μεταβάλλονται σέ Σόδομα καί Γόμορρα. Μποροῦμε νά κλάψουμε γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας; Μποροῦμε νά πονέσουμε; Μποροῦμε νά πενθήσουμε, καί μάλιστα σήμερα πού ὁ κόσμος ὁδηγεῖται στήν καταστροφή μέ μαθηματική ἀκρίβεια, καί προπαντός ἡ νέα γενεά μας; Τό λέω αὐτό γιατί ἀπευθύνομαι σέ νέους ἀνθρώπους αὐτή τή στιγμή. Ξέρετε πόσοι εἶναι οἱ νέοι ἐκεῖνοι πού πῆραν τόν δρόμο τῆς καταστροφῆς; Μπορεῖ λοιπόν νά μήν κλάψει κανείς, νά μήν πενθήσει; Πενθεῖ ἡ καρδιά, καί, ὄχι σπάνια, ἀπό τά μάτια τρέχουν δάκρυα.
Λέει λοιπόν ἐδῶ ὅτι εἶναι μακάριος ὅποιος πενθεῖ γιά ὅ,τι κακό συμβαίνει στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά καί γενικά στήν κτίση. Τό λέει πολύ ὡραῖα αὐτό ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἰδίως γιά τήν κτίση.[7] Ὅταν βλέπει κανείς τήν καταστροφή τῆς κτίσεως, γιά παράδειγμα, νά κόβονται τά δένδρα, νά καταστρέφεται τό περιβάλλον γενικά, λυπᾶται! Ὅταν βλέπει νά ἀναποδογυρίζεται ἡ ἰσορροπία τῆς δημιουργίας καί νά γίνεται καταστροφή, καί στό φυτικό καί στό ζωϊκό βασίλειο, ὄχι λιγότερο ὅμως καί στόν ἄνθρωπο, λυπᾶται, πενθεῖ. Αὐτό εἶναι τό κατά Θεόν πένθος.
Αὐτό ὁ Κύριος τό μακαρίζει, καί λέει: «μακάριοι οἱ πενθοῦντες», διότι, ἁπλούστατα, δείχνει ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν εὐαισθησία· δέν εἶναι ἀναίσθητοι, δέν γελοῦν. Βλέπετε ἴσως κάποιους ἀνθρώπους πού γελοῦν ὅταν βλέπουν μία κηδεία ἤ κάποια καταστροφή. Εἶναι ἀναίσθητοι μπροστά στό κακό πού γίνεται, εἶναι πορωμένοι. Ὅταν ὅμως μπορεῖ κανείς νά πενθεῖ, αὐτό δείχνει εὐαισθησία συναισθηματική καί λογική, δείχνει εὐαισθησία τῆς ψυχῆς.
Σ’ ὅλα αὐτά βέβαια ὑπάρχουν καί κάποιες ἐπικίνδυνες ἀκρότητες, πού θά τίς ἀναφέρουμε μέ συντομία.
Ἄν προσέξουμε, ὁ Κύριος λέει «μακάριοι οἱ πενθοῦντες»· δέν λέει «οἱ πενθήσαντες». Αὐτό δείχνει διάρκεια, εἶναι χρόνος Ἐνεστώτας, πού δηλώνει διάρκεια· δηλαδή εἶναι κάτι πού πρέπει νά ὑπάρχει σέ ὅλη μας τή ζωή.
Ἐδῶ ὅμως ὑπάρχει καί μία ἐπικίνδυνη ἀκρότητα· εἶναι ἡ ὑπερβολική λύπη. Αὐτή εἶναι μία ἀκρότητα, εἶναι τό παραπάνω θά λέγαμε πένθος, Αὐτό φανερώνει ὅτι δέν ὑπολογίζει κανείς τή χάρη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἔχει καί κάποια ἴσως ἀπιστία, σάν νά πρόκειται νά σηκώσει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τό βάρος τοῦ κακοῦ! Θά πενθήσουμε, ἀλλά ὄχι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σάν νά ἐνεργοῦμε χωρίς τή δύναμη καί χωρίς τήν ἀγάπη καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό συνήθως γίνεται στίς προσωπικές μας πτώσεις, τότε πού δέν μποροῦμε μέ τίποτα νά παρηγορηθοῦμε. Ὅταν λέμε «Μά ἐγώ νά πέσω !…», στό βάθος ὑπάρχει κάποιος ἐγωισμός· προσβλήθηκε ἡ ὑπερηφάνειά μας, ὁ ἐγωισμός μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά κάποιον πού ἁμάρτησε στήν Κόρινθο, ἐπέβαλε κυρώσεις· ἀλλά μετά συνέστησε στούς Χριστιανούς τήν παύση τῶν κυρώσεων αὐτῶν, γιατί σκέφτηκε «μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος»[8], δηλαδή μήπως τόν καταπιεῖ ἡ λύπη, ἡ περισσότερη λύπη.
Ὁ Ἰούδας, ὅπως ξέρετε, ἔφθασε στήν αὐτοκτονία, ἐπειδή ἡ λύπη του οὐσιαστικά ἤτανε χωρίς ἐλπίδα. Ἀντίθετα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ναί μέν δίωκε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀργότερα μετανόησε, δέν ἀπελπίστηκε, καί σώθηκε, παρηγορήθηκε ἡ λύπη του.
Στό βάθος τῆς κατά Θεόν λύπης ὑπάρχει ἡ χαρά. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες δημιούργησαν μία σύνθετη λέξη, τή χαρμολύπη, αὐτήν πού στό τέλος φέρνει χαρά.
Οἱ καρποί, τέλος, τοῦ κατά Θεόν πένθους εἶναι οἱ ἑξῆς:
Ἕνας πρῶτος καρπός εἶναι ἡ εἰρήνη. Μιά καρδιά πού τήν παρηγορεῖ ὁ Θεός ἔχει εἰρήνη, τήν ἀναφαίρετη εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμα, ἕνας δεύτερος καρπός, εἶναι καί ἡ χαρά, ἡ ἀναφαίρετη χαρά τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνας τρίτος καρπός εἶναι ἡ ἐλπίδα. Ναί, τό κατά Θεόν πένθος εἶναι γεμᾶτο καί ἀπό ἐλπίδα.
Αὐτό τό πένθος, ἐπίσης, ἐκλεπτύνει τήν ψυχή, τό συναίσθημα καί τή σκέψη. Συγκεντρώνει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, σπάζει ἐκείνη τήν ξέχειλη ἐξωστρέφεια, πού καταστρέφει τήν ψυχή.
Ἀλλά καί στόν Οὐρανό ἔχουν παράκληση, δηλαδή παρηγοριά, αὐτοί πού πένθησαν. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέει στήν Ἀποκάλυψη ὅτι εἶδε κάποιους σπουδαίους, μέ λευκούς χιτῶνες, πού γι’ αὐτούς πληροφορήθηκε πώς ἦταν «αὐτοί πού προέρχονται ἀπό τή μεγάλη θλίψη».[9]
Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «Ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται, φησίν. Ποῦ παρακληθήσονται; εἰπέ μοι. Καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐκεῖ»[10]. Αὐτοί θά παρηγορηθοῦν καί ἐδῶ στή γῆ καί στόν Οὐρανό.
Ἀγαπητοί μου, μαζί μέ τόν πρῶτο μακαρισμό, ἄς ἀποκτήσουμε καί τόν δεύτερο, πού εἶναι τό κατά Θεόν πένθος, γιά νά ἔχουμε τήν ἀληθινή παράκληση.
Κυριακή, 26 Νοεμβρίου
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
[1]. Ἡσ. 26, 17,18.
[2]. Λουκ. 15, 17.
[3]. Ψαλμ. 125, 5.
[4]. Ματθ. 26, 75. Λουκ. 22, 62.
[5]. Βλ. Τριώδιον, Δοξαστικό Ἐσπερινοῦ. «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο.» καί Οἶκος τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς. «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσε ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις…»
[6]. Βλ. Β΄ Πέτρ. 2, 7-8. «καὶ δίκαιον Λὼτ καταπονούμενον… ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ψυχὴν δικαίαν ἀνόμοις ἔργοις ἐβασάνιζεν»
[7]. Βλ. Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος, Εὑρεθέντα Ἀσκητικά, Λόγος ΠΑ΄, 7, Περὶ διαφορᾶς ἀρετῶν καὶ περὶ τελειώσεως παντὸς δρόμου. «Ἠρωτήθη πάλιν ἐν ἄλλῳ καιρῷ, τί ἐστι καρδία ἐλεήμων; Καὶ εἶπε: Καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζῴων καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος, καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα».
[8]. Β΄ Κορ. 2, 7.
[9]. Ἀποκ. 7, 14.
[10]. Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία ιε΄, γ΄, MPG 57, 226, 8.
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/12/b.html