Έθνος και Εθνικισμός

Σεβ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί» σελ 125-227

Εκδοσεις:  Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)

  ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Παρακολουθούμε τελευταία στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, καθώς επίσης διαβάζουμε σε εφημερίδες και περιοδικά ότι γίνεται πολύς λόγος για τον εθνικισμό. Πολλοί τονίζουν τον κίνδυνο του εθνικισμού, που απειλεί την ενότητα της Ευρώπης και της οικουμένης. Πραγματικά ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός, αλλά όμως πρέπει να παρατηρηθή ότι συνήθως οι υπέρμαχοι του διεθνισμού αναφέρονται και στο πρόβλημα του εθνικισμού.

Πρόσφατα σε μια εκδήλωση είχα επισημάνει ότι η συζήτηση περί έθνους και εθνικισμού, παρά τις δυσκολίες της, μπορεί να φέρει και μια ισορροπία, αφού έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να γίνεται λόγος μόνο για τον λεγόμενο διεθνισμό. Και, βέβαια, δεν είναι δυνατόν στον δικό μας χώρο να γίνεται συνεχώς λόγος για τον κίνδυνο του εθνικισμού και να τονίζεται –καλώς ή κακώς– η αποδέσμευση από την προβληματική του εθνικισμού, όταν όλοι οι λαοί που μας περιβάλλουν είναι φανατικοί εθνικιστές.Δεν είναι παράδοξο το φαινόμενο εμείς να διακατεχόμαστε από διεθνιστικές ιδέες, να αναφερόμαστε αφηρημένα σε κάποιο τρόπο ζωής, την στιγμή κατά την οποία κινδυνεύουμε να αφανισθούμε και ως έθνος, δηλαδή να χάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έθνος, από την φανατική εθνικιστική επιθετικότητα άλλων λαών που μας περιβάλλουν;

Με όσα θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσω να αντιμετωπίσω το πρόβλημα αυτό μέσα από μερικές πλευρές που δεν τονίζονται σήμερα όσο πρέπει.

Εισαγωγικά όμως για την μη παρερμηνεία των όσων θα λεχθούν στην συνέχεια θα ήθελα να κάνω δύο γενικές και βασικές παρατηρήσεις. Η πρώτη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι υπερεθνική και επομένως αναίρεση του εθνικισμού και φυλετισμού. Αυτό λέγεται επανειλημμένως στο κείμενο που ακολουθεί, ιδίως προς το τέλος αναλύεται διεξοδικά. Και όταν γίνεται λόγος για Ρωμηοσύνη πρέπει να τίθεται μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αφού ξέρουμε καλά ότι κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η θεολογία της Εκκλησίας διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωμηοσύνη δεν είναι ιδεολογία ούτε ένας ιδιότυπος εθνικισμός, αφού επηρεαζομένη από την Εκκλησία είναι υπερεθνική. Η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί σε μια δεύτερη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να ζη σε όλα τη μήκη και τα πλάτη της γης, σε ολόκληρη την οικουμένη, μπορεί να προσλαμβάνη τον άνθρωπο κάθε χώρας και κάθε εποχής και να τον οδηγή στην θέωση. Επομένως όταν κάνω λόγο για την Ρωμηοσύνη την εννοώ σαν ένα τρόπο ζωής, σαν ένα μοντέλο και πρότυπο που μπορεί να βιωθή παντού. Αυτά πρέπει να τονίζωνται γιατί είναι ενδεχόμενο να βλέπουμε την Ρωμηοσύνη μέσα από εθνικιστικά πλαίσια, ενώ πολεμούμε και αρνούμαστε τον εθνικισμό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.

Η έννοια της λέξεως: “έθνος”


Η λέξη έθνος απαντάται κατ’ αρχάς στον Όμηρο και δηλώνει την ομάδα, το άθροισμα των ανθρώπων που αποτελούν ένα σύνολο. Στον Όμηρο απαντώνται οι φράσεις «έθνος λαών», «Αχαιών έθνος», «Λυκίων μέγα έθνος», «έθνεα πεζών» κλπ. Ο όρος έθνος αναφέρεται ακόμη από τον Όμηρο και στο σύνολο των νεκρών: «έθνεα νεκρών». Επίσης αποδίδεται και στα σμήνη και τις ομάδες των εντόμων και των ζώων. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις «έθνεα μυιάων, μελισσάων, ορνίθων» κλπ. Από διαφόρους άλλους αρχαίους συγγραφείς η λέξη έθνος ταυτίζεται με τον λαό, αποδίδεται σε διάφορες φυλές «το Θετταλών… Πενεστικόν έθνος» σε ιδιαίτερες τάξεις ανθρώπων, όπως «έθνος κηρυκικόν, ραψωδών», καθώς επίσης αποδίδεται και σ’ ένα συγκεκριμένο φύλο, όπως «το θήλυ έθνος»1.Γενικά από την μελέτη των πηγών συμπεραίνεται ότι η λέξη έθνος είχε κατ’ αρχάς φυλετικό χαρακτήρα και έδειχνε τα κοινά γνωρίσματα που συγκροτούν μια ιδιαίτερη φυλή και αυτά είναι η καταγωγή, η θρησκεία και «τα ομότροπα ήθη»2. Μέσα δε στην καταγωγή και τα «ομότροπα ήθη», που αποτελούν τον πολιτισμό ενός λαού, συγκαταλέγεται οπωσδήποτε και η γλώσσα.

Η πολιτιστική ενότητα του ελληνικού έθνους δεν συνδεόταν αναπόσπαστα και με την πολιτική κρατική ενότητα. «Είναι δυνατόν μία εθνότητα να υφίσταται ως εθνότητα πολιτισμού χωρίς να έχη κατορθώσει να οργανωθή εις πολιτικήν κρατικήν ενότητα»3. Έχουμε δε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα τα οποία πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Το ένα είναι η ενότητα των αρχαίων ελλήνων που απαρτιζόταν από την ίδια πολιτιστική κληρονομιά, χωρίς να αποτελούν μια συγκεκριμένη πολιτική κρατική κοινότητα. Το άλλο παράδειγμα είναι η ζωή των Ρωμηών κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν υπήρχε το έθνος χωρίς να υπάρχη και ιδιαίτερη κρατική κοινότητα4. Έτσι, λοιπόν, υφίσταται διαφορά μεταξύ έθνους και Κράτους. Το έθνος μπορεί να λειτουργή και χωρίς να υπάρχη Κράτος, καθώς επίσης μπορεί να υπάρχη κρατική ενότητα, χωρίς να υπάρχη συνείδηση της εθνότητος.

Στην Αγία Γραφή ιδιαιτέρως ο πληθυντικός αριθμός έθνη χρησιμοποιείται για να δηλώση τους ειδωλολατρικούς λαούς που δεν πιστεύουν στον αληθινό Θεό, αλλά στα είδωλα. Ο Χριστός στην ομιλία Του στο όρος των Μακαρισμών, αναφερόμενος στην εμπιστοσύνη που πρέπει να έχουν οι δικοί του Μαθητές στην πρόνοια του Θεού, την αντιπαραβάλλει με την νοοτροπία των ειδωλολατρών και λέγει «πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί» (Ματθ. στ’, 32). Ο Χριστός παραδόθηκε στα έθνη (Ματθ. κ’, 19), και μετά την ανάστασή Του έδωσε εντολή στους Μαθητάς να πορευθούν εις «πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη’, 19). Υπάρχουν πάρα πολλά χωρία στην Αγία Γραφή που αναφέρονται σε αυτήν την έννοια του έθνους, δηλαδή ότι τα έθνη ταυτίζονται με τους ειδωλολάτρες που πιστεύουν στα είδωλα.

Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για την αποκάλυψη του Θεού στους Ιουδαίους χρησιμοποιείται ο όρος «λαός του Θεού» και «έθνος των Ιουδαίων». Παρατηρώντας τα σχετικά χωρία μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η λέξη έθνος έχει την έννοια και της φυλετικής καταγωγής, αλλά κυρίως και προ παντός της αποκαλυπτικής εμπειρίας, της εκλογής από τον Θεό ενός συγκεκριμένου έθνους για να ενανθρωπήση και σώση ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Στην Καινή Διαθήκη το έθνος, που ονομάζεται και «έθνος άγιον», αποσυνδέεται από την φυλετική καταγωγή και συνδέεται στενά με τον λαό του Θεού, με όλους εκείνους οι οποίοι δια του Βαπτίσματος εισάγονται στην Εκκλησία και ενώνονται με τον Χριστό, άσχετα από την φυλετική καταγωγή, την γλώσσα και την προηγούμενη πολιτιστική παράδοση.

Ο Απόστολος Παύλος, καίτοι αποκαλείται διδάσκαλος των Εθνών, αφού αποστέλλεται για να κήρυξη στα Έθνη, εν τούτοις κάνει λόγο για τον λαό του Θεού και τον συνδέει με όλους εκείνους που ενώνονται με την Κεφαλή της Εκκλησίας, που είναι ο Χριστός. Σ’ ένα χαρακτηριστικό χωρίο, στο οποίο προσαρμόζει και χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συνδέει τον λαό του Θεού με τον ναό του ζώντος Θεού, καθώς επίσης και με την κατά Χάριν υιοθεσία. «Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός. διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτορ» (Β’ Κορ. στ’, 16-18).

Με αυτήν την έννοια και ο Απόστολος Πέτρος αναφέρεται στον λαό του Θεού το έθνος το άγιον που δέχθηκε την άκτιστη Χάρη του Θεού, και οι άνθρωποι έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού, «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φώς, οί ποτε ου λαός, νυν δε λαός Θεού, οι ουκ ηλεημένοι, νυν δε ελεηθέντες» (Α’ Πέτρ. β’, 9-10). Στο χωρίο αυτό που νομίζω αποτελεί κεντρικό χωρίο της Καινής Διαθήκης φαίνεται καλά ότι οι λέξεις λαός και έθνος αποδεσμεύονται από την φυλετική έννοια και συνδέονται με την χαρισματική σχέση Θεού και ανθρώπου που επετεύχθη με την ενανθρώπηση του Χριστού, και την ένταξη των ανθρώπων στο πραγματικό Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Οι Χριστιανοί, που προηγουμένως δεν ήταν λαός, τώρα είναι λαός του Θεού, αφού ελεήθηκαν από Αυτόν, είναι γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον. Και αυτό έγινε διότι ο Χριστός τους κάλεσε από το σκοτάδι της αμαρτίας στο θαυμαστό φως Του.

Άλλωστε είναι γνωστόν ότι οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν σαφή αντίληψη ότι αποτελούσαν το τρίτο γένος, αφού δεν ήταν ούτε Ιουδαίοι ούτε Έλληνες, αλλά ένας καινούριος λαός. Προφανώς η πνευματική σχέση και κοινωνία των μελών της Εκκλησίας αποτελεί υπέρβαση της φυλετικής καταγωγής.

Καίτοι διατηρείται η φυλετική καταγωγή, εν τούτοις υπάρχει μια άλλη σχέση και κοινωνία των ανθρώπων που αποτελούν τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικός ο ύμνος των τεσσάρων ζώων και των εικοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων, που συμβολίζουν σύνολη την Εκκλησία, στο αρνίο της Αποκαλύψεως: «εσφάγης και ηγόρασας τω Θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απ. ε’, 9-10).

Είναι σαφές, λοιπόν, από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, ότι από την αρχή ακόμη του ελληνισμού το έθνος συνδεόταν περισσότερο με τα κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και κατά κάποιο τρόπο ήταν υπέρβαση του φυλετισμού και της φυλετικής καταγωγής. Επίσης στην Εκκλησία χωρίς να καταργήται η φυλετική καταγωγή κάθε ανθρώπου, χωρίς να καταργήται η πατρίδα, εν τούτοις υπερβαίνεται με την άκτιστη Χάρη του Χριστού. Γι’ αυτό η Εκκλησία ως έννοια και τρόπος ζωής είναι το μείζον, ενώ η φυλετική καταγωγή είναι το έλασσον. Έτσι η ελληνιστική παράδοση και η αποκαλυπτική εμπειρία στην εκκλησιαστική ζωή, η ένταξη του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού και την κοινωνία της θεώσεως συνιστά την υπέρβαση του εθνικισμού.

Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στο λεγόμενο Βυζάντιο. Κατ’ αρχάς, βέβαια, οι Ρωμαίοι, που κατέκτησαν την Ελλάδα, και πριν από αυτήν την κατάκτηση, αλλοιώθηκαν από την παράδοσή της, αφού όλος ο πολιτισμός και ο τρόπος ζωής τους είχε επηρεασθή από τον ελληνιστικό τρόπο ζωής. Έτσι ο ελληνισμός με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία απέκτησε οικουμενικό χαρακτήρα. Άλλωστε και πριν την κατάκτηση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους ο ελληνισμός είχε οικουμενικό χαρακτήρα με την εκπολιτιστική πορεία του Μ. Αλεξάνδρου στις χώρες της ανατολής. Με την επιλογή όμως του Χριστιανισμού από το Ρωμαϊκό Κράτος και την μεταφορά της πρωτεύουσάς του από την Παλαιά Ρώμη στην Νέα Ρώμη ενισχύθηκε αυτό το υπερεθνικό και οικουμενικό πνεύμα.

Έτσι η Ρωμηοσύνη, η Μεγάλη Ρωμανία, ήταν το άγιον έθνος, όχι με την έννοια του φυλετισμού, αλλά με την έννοια του οικουμενικού πνεύματος της ελληνιστικής παραδόσεως και το υπερεθνικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γι’ αυτό, όταν γινόταν λόγος στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για άγιον έθνος, δεν εντασσόταν σε ρατσιστική και φυλετική νοοτροπία, αλλά σε υπερεθνικιστική, αφού το Ρωμαίϊκο έθνος ήταν αναίρεση του εθνικισμού. Υπήρχαν πολλοί λαοί, πολλά έθνη, αλλά ένα άγιον έθνος, το έθνος των Ρωμαίων, των Ρωμηών.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την ζωή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας θα διαπιστώσουμε ότι, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, που εξέφραζαν το Ρωμαίϊκο ήθος, είχαν καθολική συνείδηση και υπερεθνικό χαρακτήρα, εν τούτοις οι αιρετικοί και οι φιλόσοφοι ήταν προσκεκολλημένοι σε φυλετικές έννοιες και σε εθνικιστικές σκοπιμότητες.

 


1. βλ. Liddel – Scott: Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμ. ΙΙ, σελ. 22.

2. βλ. Κ. Γεωργούλη εις Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5, στ. 357 και εξής.

3. ένθ. ανωτ. σελ. 358.

4. ένθ. ανωτ. σελ. 358.

 http://www.pelagia.org/htm/b18.e.gennima_kai_thremma_romii.07.htm#7c

 http://www.oodegr.com/oode/biblia/ethnik1/A1.htm