Ὑπῆρχε ἕνας Ἱερομόναχος, ὁ παπα Γεδεών ὁ Καυσοκαλυβίτης, πού λειτουργοῦσε καθημερινά καί τελοῦσε πάρα πολλά σαρανταλείτουργα γιά τούς κεκοιμημένους.

Ἐνῶ ἀκόμη δούλευε ὡς ἐργάτης στο Ἅγιον Ὄρος, εἶχε δώσει ὑπόσχεσι νά γίνη μοναχός. Ἀθέτησε ὅμως τήν ὑπόσχεσί του καί ἔφυγε, πῆγε στόν κόσμο, στό χωριό του. Ἕνα πρωϊνό λοιπόν, καθώς πήγαινε στήν Ἐκκλησία, δέχτηκε ἕνα ἀόρατο ράπισμα, ἕναν μπάτσο, στό πρόσωπο. “Δέν εἶναι ἡ θέσις σου ἐδῶ!”, ἀκούστηκε μιά φωνή ἀπό τόν οὐρανό. Ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί τή ματαιότητα καί πῆγε καί ἀσκήτεψε στήν καλύβη τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου (1).

Αὐτό τό ράπισμα τοῦ παπα Γεδεών τοῦ Καυσοκαλυβίτη, μοῦ θυμίζει μιά ἄλλη παρόμοια ἱστορία πού μοῦ διηγήθηκαν:Ἕνας ἱερεύς ἡλικίας περίπου 35 μέ 40 ἐτῶν, ἦταν ἀμελής στά καθήκοντά του, καί στά πρωϊνά καί στά βραδυνά καί προπαντός στήν Θεία Λειτουργία. Ἄρχισε ἔτσι σιγά σιγά νά ξεπέφτη ψυχικά.

Μιά φορά στήν Θεία Λειτουργία, στόν Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, ἄρχισε νά χασμουριέται. Σταμάτησε τίς Εὐχές καί χασμουριόταν. Τότε δέχτηκε ἕνα ράπισμα δυνατό στό πρόσωπο, ὁ θόρυβος τοῦ ὁποίου ἀκούστηκε στό μικρό ἐκκλησίασμα, πού ὑπῆρχε. Συγχρόνως ὅμως ἀκούστηκε καί μιά φωνή αὐστηρή νά τοῦ λέη: ” Ἔ, φτάνει πιά! Ὅλο θά κοιμᾶσαι;! Φρόντισε τήν αἱμορραγία τῆς ψυχῆς σου νά τή σταματήσης!” Τό μάγουλό του ἦταν γιά μέρες κατακόκκινο μέ φανερές τίς δαχτυλιές ἐπάνω!

Ἡ λέξη “αἱμορραγία” τοῦ ἔφερνε συχνά στόν νοῦ καί στήν καρδιά τήν αἱμορροοῦσα γυναίκα (τήν μετέπειτα Ἁγία Βερονίκη) καί ἀπό τότε κάθε μέρα διάβαζε τό ἀντίστοιχο Εὐαγγελικο χωρίο. Ἀπέκτησε τόν ἴδιο φόβο, ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα, ἡ ὁποία τρέμοντας ἀκούμπησε τό χέρι της στήν ἄκρη τοῦ χιτῶνος τοῦ Κυρίου, “καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς” (2). Λειτουργοῦσε πλέον ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος, σάν νά ἦταν ἡ τελευταία τοῦ Θεία Λειτουργία (3).

Θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι κάθε ψυχή, πού μπαίνει μέσα στόν Ναό γιά νά λειτουργηθῆ, εἶναι μιά “αἱμορροοῦσα ” ψυχή, ἀλλά αἱμορροοῦσα ἐκ τῆς ἁμαρτίας. Μπαίνει στόν Ἱερό Ναό; ἐκεῖ ὑπάρχει ἔλεος, ἀγάπη, στοργή. Μέσα στή Θεία Λειτουργία δίνεται πλουσιοπάροχα ἡ τριαδική Χάρις καί εὐλογία τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στόν Ναό ὑπάρχει θεραπεία. Μέ τή Θεία Κοινωνία ὄχι μόνον ἁγγίζουμε τήν ἄκρη τοῦ ἱματίου Αὐτοῦ, ἀλλά “ἐσθίομεν τό Πανάγιον Σῶμα Του καί πίνομεν τό Τίμιον Αἵμα Του”! Καί νά! ἡ ἕνωσις, ἡ χαρά, ἡ ζωή, ἡ ἀνάτασις, ἡ ἀνάστασις! Ἡ λαχτάρα μας λοιπόν εἶναι νά Τόν γνωρίσουμε, νά Τόν ἀγγίξουμε, νά Τόν γευθοῦμε!

Κάτι σχετικό ἔλεγε καί ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος, πού δέχθηκε τό ράπισμα: ” Ἔτσι κι ἐγώ μπαίνω μέσα στόν Ναό, σάν τήν αἱμορροοῦσα γυναίκα, νοιώθω τό ράπισμα καί τήν αἱμορραγία τῆς ψυχῆς μου, ζῶ τό ἴδιο πρᾶγμα κατά τήν ὥρα τῆς Μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Θαύματος: ἕνα πλησίασμα, μιά ἕνωσι κι ἕναν σεισμό ἀπό τό ράπισμα”. Ζοῦσε τό ἴδιο πρᾶγμα!

Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, ἀλλά καί κάθε πονεμένος ἄνθρωπος, τρέχει ἀμέσως νά κάνη προσευχή, νά παρακαλέση, νά ἀγγίξη τό ράσο, τό πετραχῆλι τοῦ ἱερέως, νά ἱκετεύση… Στόν Ναό ὅμως τρέχει ὁ Χριστός κοντά μας. Ταπεινώνεται πολύ, ζητεῖ νά συναντήση ὄχι μόνο τόν ἁμαρτωλό ἱερέα, ἀλλά καί κάθε πιστό προσωπικά.

Ἄν ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα ἅπλωσε μέ κάποιον δισταγμό τό χέρι της, γιά νά ἀκουμπήση τήν ἄκρη τοῦ ἱματίου τοῦ Κυρίου, ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς κάνουμε κάτι τό τολμηρότερο καί τό φοβερώτερο: Τόν κρατοῦμε στά χέρια μας!  Τόν σηκώνουμε ψηλά, Τόν “μελίζουμε”, Τόν κομματιάζουμε! Ἐκείνη στή θέσι μας, ὅπως καί οἱ Μαθητές Του, ἀμφιβάλλω ἄν θά ἄντεχαν νά κάνουν κάτι παρόμοιο. Θά δίσταζαν, θά ἔκλαιγαν, θά ἔλιωναν, δέν θά τολμοῦσαν, θά ἔπεφταν κάτω καί θά φώναζαν, ὅπως φώναξε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: ” ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε” (4).

” Ἔφαγα τό ράπισμα”, ἔλεγε ἐκεῖνος ὁ ἱερεύς, “κι ὅμως, δέν συνέρχομαι, δέν συντρίβομαι, δέν πέφτω κάτω, δέν λυώνω!… Ὥ, Θεέ μου, συγχώρεσέ με…”.

Ἱερουργοῦμε ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς τήν ἀναίμακτη Θυσία καί πρέπει νά φωνάζουμε “Κύριε, ἐλέησον”.
Θά μποροῦσα νά πῶ – θά τό τολμήσω, δέν ταπεινολογῶ, ἀλήθεια σᾶς λέω – μέ τά ἀκάθαρτα ἀπό τήν ἁμαρτία χέρια μου “μελίζω”, τεμαχίζω τό πανάγιον Αὐτοῦ Σῶμα καί ψελίζω ἱκετεύοντας: “Κύριε, ἐλέησον”.

εἶμαι Λειτουργός – Ἱερεύς, ἀπό αὐτό τό Τίμιο Σῶμα καί τό Πανάγιον Αἵμα τρέφονται ὅλες οἱ ψυχές, καί ἡ δική μου. εἶναι τό ἀθάνατο ψωμί τῶν ψυχῶν, γιά νά μήν πεθάνουν. Αὐτό τίς τρέφει, Αὐτό τίς δυναμώνει, Αὐτό τίς ζωογονεῖ, Αὐτό τίς ἁγιάζει, Αὐτό τίς οὐρανοφορεῖ, Αὐτό τίς ἀνασταίνει. Κι ἐγώ, μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ἀνυπέρβλητη καί ἀνώτερη τῶν δυνάμεών μου διακονία, ἀναφωνῶ καί πάλι “Κύριε, ἐλέησον! Κύριε, ἐλέησον!”

εἶμαι διάκονος καί ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ. Ἀπαγγέλλω τίς Εὐχές… κι Ἐκεῖνος…, Κύριος ὁ Θεός καί Σωτῆρας, μοῦ κάνει ὑπακοή καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατέρχεται στή γῆ. Τόν κατεβάζω ἐγώ ὁ ἀνάξιος! Νά μήν πῶ “Κύριε, ἐλέησον”;

Καί ἀπό τό ἅγιο Ποτήριο Τόν προσφέρω στούς πιστούς χριστιανούς. Κύριε, ἐλέησον!

Ναί! διά τοῦ παναγίου Σώματος ὁ Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου συνδέει τούς χριστιανούς καί τόν ἑαυτό του μέ τόν αἰώνιο Θεό, μέ τήν αἰωνιότητα, μέ τήν ἀθανασία. Κύριε, ἐλέησον!

Παίρνει λοιπόν ὁ Τριαδικός Θεός καί δανείζεται τά χέρια μου, τά χείλη μου, τά μάτια μου, μέ δανείζεται ὁλόκληρον, (ὅπως καί τόν κάθε ἱερέα καί ἐπίσκοπο), γιά νά ἱερουργηθῆ ἡ μεγάλη καί ἀποσπέλαστη γιά τά μυαλά μας ἀναίμακτη Σταυρική Θυσία. Κύριε, ἐλέησον!

Μέ τιμᾶ, ὅπως καί τόν κεθε ἱερέα, περισσότερο ἀπό ὅλα τά “λειτουργικά πνεύματα”, ἀπό τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἀρχαγγέλους, τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ… Κύριε, ἐλέησον!

Μέγιστο καί ἀνεκτίμητο τό δῶρο τῆς Ἱερωσύνης!

Ἀλλά ἀλλοίμονο σέ μένα. Θέλω τίς προσευχές σας. Κύριε, ἐλέησον!

1.  Μωϋσέως Μον. Ἁγιορείτου, “ἁγιορείτικες διηγήσεις τοῦ Γέροντος Ἰωακείμ”, Θεσ / νίκη 1989, σελ. 152.

2.  Λουκ. 8:44.

3.  Ἀπό τίς προσωπικές μου σημειώσεις.

4.  Λουκ. 5:8.


Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου

Ἀπό τό βιβλίο: “ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”