Όταν πια ταχτοποιήθηκαν τα χαρτιά μου, αναχώρησα για την Ρώμη, μετά την εορτή της Αναλήψεως του Σωτήρος. Το πλοίο μας πέρασε από την Νεάπολη όπου έμεινε τρεις ημέρες. Έτσι, μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτώ την Πομπηία, πριν φτάσω τελικώς στήν Ρώμη.
Εκεί συνάντησα την θεία μου, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό, δημόσιο υπάλληλο υψηλού βαθμού. Αυτοί έχοντας οικονομική ευμάρεια ζούσαν μία εντελώς κοσμική ζωή. Μόλις έφτασα, βγήκαν να με υποδεχτούν δύο παιδιά ντυμένα και στολισμένα σαν πορσελάνινες κούκλες. Η θεία μου ξεσηκώθηκε με τον ερχομό μου. Αφού ξεκουράστηκα λίγο, προφασίστηκα ότι ξέχασα κάτι από τα πράγματά μου, και έφυγα, δίχως να επιστρέψω ξανά.
Η ψυχή μου ήταν πια αφιερωμένη στον Χριστό και δεν άντεχε σε τέτοιο περιβάλλον.Δεν γνώριζα που θα πήγαινα και τί θα έκανα, αλλά ήμουν σίγουρη ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω να διαμένω στην θεία μου. Η κοσμική ζωή που με περίμενε, δεν ταίριαζε με την φλόγα του Πνεύματος πού γέμιζε την καρδιά μου.
Κατευθύνθηκα προς την Ρωσική Πρεσβεία και έκανα αίτηση για την χορήγηση άδειας, προκειμένου να μπορέσω να φύγω για την Γαλλία. Εκείνην την εποχή δεν υπήρχαν πρόσφυγες. Ο πρέσβης μού σύστησε την σύζυγό του, και μου προσέφεραν ένα δωμάτιο στο κτίριο της πρεσβείας, όπου διέμεναν και οι ίδιοι. Έμεινα εκεί δέκα ημέρες, αλλά δεν απεκάλυψα τίποτα για τον εαυτό μου.
Αφού περιηγήθηκα τα αξιοθέατα της Ρώμης, έφυγα για την Ριβιέρα. Εκεί, σε ένα απλοϊκό παραλιακά χωριό, νοίκιασα ένα δωμάτιο και εγκαταστάθηκα, περιμένοντας την έκδοση της άδειας. Είχα αποφασίσει, πριν εγκαταλείψω διά παντός τον κόσμο, να δοκιμάσω τον εαυτό μου τελευταία φορά, διαμένοντας στο Παρίσι. Είχα την απορία, αν θα με προσήλκυαν η επιστήμη και η τέχνη. Στο βάθος της ψυχής μου γνώριζα πολύ καλά πώς όλα αυτά είχαν τελειώσει οριστικά για εμένα και πώς μία καινούρια ζωή με περίμενε τώρα πια. Ήθελα, όμως, να περάσω αυτήν την δοκιμασία. Εκείνην την περίοδο ξεχυνόταν πάνω μου άφθονα και γενναιόδωρα η προοιμιακή χάρις του Θεού.
Η Εκκλησία ήταν ο πόθος της ψυχής μου. Στην Εκκλησιά ένιωθα να φωτίζομαι και να γεμίζω με απερίγραπτη χαρά. Άγια και αγνά αισθήματα και σκέψεις με έλκυαν στον πνευματικό κόσμο. Ο Κύριος μου αποκαλύπτετο τότε με το Πνεύμα της Αλήθειας.
Έχοντας εξοικειωθεί με την νοοτροπία της Φιλοσοφίας της Λογικής- τις οποίες είχα μελετήσει στο παρελθόν- καθώς και με την σαφή σκέψη, ο νους μου απαιτούσε να δώσει σε όλα έναν ορισμό. Η καρδιά μου, όμως, είχε τον θησαυρό της πίστεως και την εσωτερική πληροφορία της άμεσης παρουσίας της αγαθής Θείας Πρόνοιας σε όλην την κτίση• και έτσι, οι ορισμοί και η αποφατικότητα μπορούσαν να είναι μέσα μου σε μία ενότητα.
Το καθημερινό μου πρόγραμμα είχε ως εξής: Το πρωί, πρώτα έκανα την προσευχή μου και υστέρα πήγαινα να δω την ανατολή του ήλιου στην παραλία ή στα βουνά, και στοχαζόμουν. Ο νους μου εκτελούσε ένα έργο μεγάλο και πρωί άγνωρο, αυτό της εκ νέου αξιολόγησης των πάντων. Ο Κύριος φώτιζε τις σκέψεις μου και η χαρά της γνώσεως της αληθείας αναπτέρωνε την ψυχή μου. Διάβαζα το Ευαγγέλιο και απορροφόμουν στις Επιστολές των άγιων Αποστόλων, την εποχή εκείνην αγαπούσα ιδιαίτερα.
Το φαγητό μου αποτελείτο από φρούτα και λίγο ψωμί. Δεν συναναστρεφόμουν κανέναν ούτε έκανα καινούριες γνωριμίες.
Πέρασαν δύο μήνες και μετακόμισα στήν Φλωρεντία, όπου έμεινα για άλλους δύο μήνες. Καθημερινά επισκεπτόμουν τα μουσεία και συνέχιζα να ακολουθώ τον ίδιο τρόπο ζωής. Μέσα στο κέντρο της πόλης βίωνα την απόλυτη μοναξιά και ξενιτειά. Στήν Φλωρεντία υπήρχε μία ωραία Ρωσική Εκκλησία, του ίδιου ρυθμού μ’ αυτήν της πρωτεύουσας της Βουλγαρίας, της Σόφιας, μόνο πού ήταν λίγο μεγαλύτερη. Ο Όρθρος και ο Εσπερινός τελούνταν το Σάββατο, ενώ η Θεία Λειτουργία την Κυριακή. Την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, κίνησα για την Εκκλησία. Η Λειτουργία ξεκινούσε στις δέκα το πρωί. Καθώς περπατούσα στον δρόμο, το βλέμμα μου έπεσε στο ρολόι της πόλης πού έδειχνε έντεκα. Από την θλίψη μου κόπηκε η αναπνοή, και γέμισαν δάκρυα τα μάτια μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνην την στενοχώρια πού πήρα. Μου φάνηκε σαν να είχα χάσει κάτι απερίγραπτα ακριβό και πολύτιμο. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, άλλα όταν έφτασα ήταν ακόμη νωρίς. Ανακουφισμένη κατάλαβα ότι το ρολόι της πόλης ήταν χαλασμένο- και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα το πόσο αγαπώ την Εκκλησία.
Τούς γονείς μου και το πατρικό μου σπίτι δεν τα σκεφτόμουν ποτέ. Ούτε προσευχή έκανα γι’ αυτούς. Έλεγα: «Κύριε, εσύ ξέρεις το γιατί». Από την θερμή αγάπη πού είχα στον Χριστό φοβόμουν την προσκόλληση και την νοσταλγία. Δύο χρόνια μετά, όταν ένιωσα ότι δεν κινδύνευα από αυτά τα αισθήματα, άρχισα πλέον να προσεύχομαι για τούς δικούς μου.
Μετά την εορτή της Υψώσεως, ειδοποιήθηκα ότι αρνήθηκαν να μου εκδώσουν την γαλλική βίζα, διότι έπρεπε να αναφέρω ποιος θα με φιλοξενήσει. Τα χρήματα πού είχα πάρει από το σπίτι μου είχαν τελειώσει. Δεν είχα πια καμία άλλη επιλογή, παρά να πάρω την τσάντα μου και να εγκαταλείψω την Φλωρεντία.
ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/05/blog-post_88.html