Συνεχίζουμε τόν Ἅγιο Σιλουανό καί σήμερα. Τό κεφάλαιο ἔχει τίτλο «Πεῖρα αἰωνιότητας»[1]. Μᾶς εἶχε μιλήσει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γιά τήν νοερά ἡσυχία καί γιά τήν σχετική διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί εἶχε τελειώσει ἐκεῖνο τό κεφάλαιο τό προηγούμενο μέ τήν παρατήρηση πού κάνει ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κοινωνήσει λίγο στήν αἰώνια ζωή, νά ζήσει λίγο δηλαδή τήν αἰώνια ζωή τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτή τή ζωή! Καί φυσικά μετά τήν κοίμησή του νά ζεῖ αἰώνια τήν ζωή τοῦ Θεοῦ.
Καί λέγει τώρα: «Ἀνακόλουθη καί ἀντιφατική εἶναι ἡ περιγραφή τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, μιᾶς ζωῆς καταπληκτικῆς ἐξαιτίας τοῦ πλούτου καί τοῦ μεγαλείου της ἀλλά καί ἐξαιτίας τῆς ἰδιομορφίας της». Γιά ἕναν ἄνθρωπο πού δέν ἔχει καθόλου πεῖρα ἀπό πνευματική ζωή, ἀκούγονται παράξενα αὐτά τά πράγματα. Λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «δέν ἀμφιβάλλουμε ὅτι γιά πολλούς, συνηθισμένους νά κινοῦνται μέσα στά ὅρια τῆς τυπικῆς λογικῆς, μπορεῖ νά φανοῦν σάν ὁλοφάνερος παραλογισμός τά λόγια ὅτι ὁ ἄνθρωπος σέ ἕνα ἀπροσδιόριστο χρονικό διάστημα μπαίνει στήν αἰώνια ζωή μέ ὑπαρξιακή ἐνάργεια»[2], ὅτι μπορεῖ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει τήν αἰώνια ζωή ἀπό τώρα. Ἡ ὑποδούλωση στή λογική εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα δέν λειτουργεῖ μέ τήν καρδιά, ὅπως θά ἔπρεπε, ἀλλά μέ τήν λογική. Ὅταν λέμε μέ τήν καρδιά, δέν ἐννοοῦμε μόνο μέ τό συναίσθημα, ἀλλά θά πρέπει νά λειτουργεῖ μέ τόν νοῦ τόν καθαρό, ὁ ὁποῖος νά βλέπει τόν Θεό. Καί ἐπειδή ὁ νοῦς ἑδράζεται στήν καρδιά, γι’ αὐτό λέμε νά λειτουργεῖ μέ τήν καρδιά. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα δυστυχῶς ἔχει ξεχάσει τόν νοῦ, ἤ θά λέγαμε πιό σωστά, τόν ἔχει ὑποδουλώσει στήν λογική, πού εἶναι μία ἐνέργεια, τῆς ψυχῆς βεβαίως κι αὐτή, ἀλλά φανερώνεται στόν ἐγκέφαλο καί δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Καί ὑποδουλωμένος ὁ νοῦς στήν λογική δέν βλέπει τόν Θεό! Γιατί ὁ νοῦς πρέπει νά εἶναι καθαρός ἀπό κάθε λογισμό γιά νά δεῖ τόν Θεό.
«Θά ἀποτολμήσουμε», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «νά δώσουμε μερικές ἐπεξηγήσεις σ’ αὐτή τήν διαβεβαίωση», ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει τήν αἰώνια ζωή τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί λίγο, ἀπό αὐτή τή ζωή. «Ὁ χρόνος καί ἡ αἰωνιότητα εἶναι στά μάτια τοῦ ἀσκητή δύο διαφορετικοί τρόποι ὑπάρξεως. Ὁ πρῶτος, ὁ χρόνος, εἶναι ὁ τρόπος τῆς κτιστῆς ὑπάρξεως, πού διηνεκῶς γίνεται καί ἐξελίσσεται μέσα στήν κίνησή της, πού δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό ἐκ τοῦ μηδενός καί μέ ἀκατάληπτο τρόπο»[3]. Δηλαδή, ἡ κτιστή αὐτή ζωή, ἡ γήινη ζωή πού ζοῦμε, ἔχει τήν διάσταση τοῦ χρόνου. Καί ζοῦμε μέσα στόν χρόνο, δηλαδή ἔχουμε παρελθόν, παρόν, μέλλον, καί ὑπάρχει μία ἐξέλιξη, μία κίνηση καί μία ἀλληλοδιαδοχή γεγονότων. Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος τρόπος ὕπαρξης μέσα στόν χρόνο. Αὐτό πού ζοῦμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ.
«Ὁ δεύτερος τρόπος ὕπαρξης εἶναι ἡ αἰωνιότητα», εἶναι ὁ τρόπος τοῦ Θεοῦ, «ὁ τρόπος τῆς Θείας ὑπάρξεως, στήν ὁποία δέν ἔχουν ἐφαρμογή οἱ ἔννοιες τῆς ἐκτάσεως καί τῆς ἀκολουθίας»[4]. Στόν Θεό δέν ὑπάρχει ἔκταση. Ὁ Θεός εἶναι χωρίς ὅρια, χωρίς περιορισμούς καί ἑπομένως εἶναι ἄπειρος καί δέν ἔχει μιά ὁρισμένη ἔκταση. Δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς ἔκτασης. Οὔτε ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς ἀκολουθίας, κάτι νά ὑπάρχει πρίν καί κάτι νά ὑπάρχει μετά. Στόν Θεό ὑπάρχει, ὅπως λέμε, ἕνα αἰώνιο παρόν.
«Ἡ αἰωνιότητα εἶναι ἡ μοναδική, ἀνέκτατη, ἀκαταλήπτου πληρώματος ἐνέργεια τοῦ Θείου Εἶναι»[5]. Προσέξτε ἐδῶ τί λέει, νά τό ποῦμε ἁπλά. Ἡ αἰωνιότητα εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ βέβαια, ἀλλά εἶναι μία ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἡ αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό τό λέμε ἐξαρχῆς, ὅτι ὅποιος θέλει νά ζήσει αἰώνια, θά πρέπει νά μετέχει στόν Θεό, στήν αἰώνια ζωή. Δέν εἶναι δηλαδή κάτι τυχαῖο, νά ποῦμε νά ζήσω αἰώνια στόν παράδεισο, νά βρεθῶ κι ἐγώ σέ μιά γωνίτσα τοῦ παραδείσου.. Πρέπει νά ἔχεις ζωντανή σχέση ἀγάπης μέ τόν Θεό, τοῦ Ὁποίου ἐνέργεια εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ὁπότε μετέχοντας στόν Θεό, μετέχεις καί στήν ἐνέργειά Του αὐτή πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Θά πρέπει νά μετέχεις καί στήν ἀγάπη, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, μία ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, καί στήν ταπείνωση, ἑπομένως νά εἶσαι ὅμοιος μέ τόν Θεό, νά πετύχεις αὐτό πού λέμε τό καθ’ ὁμοίωση.
«Ἡ αἰωνιότητα -λοιπόν- εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θείου Εἶναι, τό ὁποῖο ὡς ὑπερκόσμιο περιβάλλει ἀνεπεκτάτως ὅλες τίς ἐκτάσεις τοῦ κτιστοῦ κόσμου». Ἐνῶ ὁ Θεός δέν ἔχει ἔκταση, περιβάλλει ὅμως τά πάντα τά κτιστά, τά ὁποῖα ἔχουν ἔκταση. Ὅλα τά κτίσματα ἔχουνε ὅρια. Καί ὁ χρόνος πάλι ἔχει ὅρια, ἔχει ἀρχή καί τέλος. Καί ὁ χρόνος εἶναι ἕνα δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπῆρχε πάντοτε ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος ὑπάρχει ἀπό τήν στιγμή πού ὑπάρχει καί ὁ χῶρος. Ἀπό τήν στιγμή δημιουργίας τοῦ σύμπαντος ὑπάρχει καί ὁ χρόνος. «Αἰώνιος στήν οὐσία εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ἡ αἰωνιότητα δέν εἶναι κάτι ἀφηρημένο ἤ κάτι πού ὑπάρχει καθεαυτό, ἀλλά ὁ Ἴδιος ὁ Θεός στήν ὕπαρξή Του»[6]. Δέν ὑπάρχει μιά ὀντότητα πού τήν λέμε αἰωνιότητα, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός. Μία ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰωνιότητα.
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ τήν δωρεά τῆς Χάρης, τότε ὡς κοινωνός Θείας ζωῆς γίνεται ὄχι μόνο ἀθάνατος -μέ τήν ἔννοια πώς παρατείνεται ἡ αἰώνια ζωή του-, ἀλλά καί ἄναρχος, γιατί ἡ σφαίρα τῆς Θείας ὑπάρξεως, στήν ὁποία μπῆκε, δέν ἔχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος»[7]. Αὐτό εἶναι μεγαλειῶδες! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή μετέχει τοῦ Θεοῦ, παίρνει τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό τό ὡραῖο τό λέει καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅτι μπαίνοντας μέσα στήν Ἐκκλησία, γινόμαστε ἄναρχοι! Ὄχι μόνο αἰώνιοι, δηλαδή θά ζοῦμε γιά πάντα, καί ἄν βεβαίως παραμείνουμε σωστά στήν Ἐκκλησία γιά πάντα, στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γινόμαστε καί ἄναρχοι. Θά μᾶς πεῖ ὅμως τί ἔννοια ἔχει αὐτό τό ἄναρχος. Δέν γινόμαστε ἄναρχοι μέ τήν ἔννοια ὅτι προϋπάρχουμε, ὅπως ἔλεγε ὁ Πλάτωνας, ὅτι ὑπάρχει μιά προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, ὅτι οἱ ψυχές προϋπάρχουν καί μετά μπαίνουν στά σώματα. Ὄχι, δέν εἶναι αὐτό σωστό. Δέν προϋπάρχουμε μέ αὐτή τήν ἔννοια, «ἀλλά διότι μετέχουμε στήν ἄναρχη Θεία ζωή μέ τήν δύναμη τῆς κατά χάριν θεώσεως τοῦ κτίσματος»[8]. Γι’ αὐτό γινόμαστε ἄναρχοι, γιατί κατά χάριν μετέχουμε στήν Θεία ζωή. Ἡ σφαίρα στήν ὁποία μπήκαμε, ἡ σφαίρα τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς γινόμαστε κατά χάρη καί ὄχι κατά φύση ἄναρχοι καί ἀτελεύτητοι, αἰώνοι. Βεβαίως καί αὐτοί πού δέν θά μετέχουνε τῆς Θείας ζωῆς, καί αὐτοί δέν θά σβήσει ἡ ὕπαρξή τους μετά θάνατον. Θά συνεχίσουν νά ὑπάρχουν στόν Ἅδη, ὅπου κι ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Θεός! Ἀλλά ἐπειδή δεν θά ἀγαποῦν τόν Θεό -ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν τό πάθουμε κι ἐμεῖς- ἡ παρουσία τους ἐκεῖ θά εἶναι φοβερή, θά εἶναι κολαστική, θά εἶναι βασανιστική. Γιατί ἀκριβῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ αὐτοί θά τήν εἰσπράττουν ὡς φωτιά, ἐπειδή δέν θά ἀγαποῦν τόν Θεό καί τήν ἀγάπη τήν ὁποία Αὐτός ἐκχέει δέν θά τήν δέχονται.
«Ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά στραμμένα πρός τόν Χριστό ὄχι χάρη στίς δικές τους προσπάθειες ἀλλά μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἑνωθοῦν σέ μιά μυστική ἕνωση, τότε ὁ ἄνθρωπος βρίσκει πραγματικά τόν ἑαυτό του στό πιό ἐνδόμυχο βάθος του»[9]. Βρίσκουμε πραγματικά τόν ἑαυτό μας, ὅταν ὁ νοῦς ἑνωθεῖ μέ τήν καρδιά, ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς βρεῖ τήν οὐσία. Ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι στήν καρδιά. Ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς λόγω τῶν παθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι σκόρπια, σκορπισμένη ἐδῶ κι ἐκεῖ. Γι’ αὐτό καί τό λέμε καί ὡς ἔκφραση, «ἔχω χάσει τόν ἑαυτό μου.. εἶμαι χίλια κομμάτια». Γιατί ἀκριβῶς ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς μας εἶναι σκορπισμένη καί διαχέεται ἐδῶ καί ἐκεῖ. Καί κατά βάση βεβαίως στά κτίσματα διαμέσου τῶν αἰσθήσεων. Ὅταν αὐτή ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού τή λέμε νοῦ, ἐπανέλθει στήν οὐσία, στήν καρδιά, καί ἑνωθεῖ μέ τήν οὐσία, καί βρεῖ τήν οὐσία, τότε ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τόν ἑαυτό του! Γιατί ὁ ἀληθινός ἑαυτός μας αὐτός εἶναι, ἡ ψυχή μας. Καί αὐτό βεβαίως θέλει πολύ κόπο. Καί ἡ συνταγή γι’ αὐτό, τό πῶς θά τό καταφέρουμε νά ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μέ τήν καρδιά, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή μαζί βεβαίως μέ τήν προσπάθεια νά τηροῦμε ὅλες τίς ἄλλες ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ, καταφέρει νά ἑνώσει τόν νοῦ του μέ τήν καρδιά του, τότε βρίσκει τόν πραγματικό ἑαυτό του στό πιό ἐνδόμυχο βάθος του. «Τότε ὡς νοῦς «θεοείκελος»», θεοείκελος θά πεῖ ὅμοιος μέ τόν Θεό, «ὡς πνεῦμα «θεόμοιο», πού μοιάζει μέ τόν Θεό, «ὡς ἀθάνατη ὑπόσταση (πρόσωπο), βλέπει ἀοράτως τόν Θεό». Εἶναι μεγαλειῶδες αὐτό καί μᾶς τό διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ τόν Θεό; Θά πρέπει πρῶτα νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Νά μήν διαχέεται ὁ νοῦς πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα. Νά ἐπανέλθει στήν οὐσία, στήν καρδιά καί τότε -λέει- «διά τοῦ ἑαυτοῦ του», λέει ὡραῖα ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀνεβαίνει στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ὁ νοῦς εἶναι ἐδῶ καί ἐκεῖ, σκόρπιος.
«Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεμένος μέ τήν σάρκα, ἡ ἀνθρώπινη γνώση δέν πετυχαίνει τήν τελειότητα καί δέν μπορεῖ νά ἐννοήσει ὁ ἄνθρωπος τί εἴδους θά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή του στή σφαίρα τοῦ Ἀνάρχου Φωτός, ἄν εὐδοκήσει ὁ Θεός νά τόν δεχθεῖ, ὅταν διαβεῖ καί τό τελευταῖο κατώφλι τῆς ἐπίγειας ζωῆς»[10]. Ἕνας ἄνθρωπος σαρκικός, πού εἶναι δεμένος στίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, τίς ἡδονές τίς σωματικές καί στά πάθη, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί θά πεῖ αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό καί παραξενεύεται ὅταν βλέπει ἕναν ἄνθρωπο πνευματικό καί ὅταν ἀκούει κάποια λόγια πνευματικά. Σοῦ λέει, τί λέει αὐτός τώρα;.. Δέν καταλαβαίνει, δέν ἔχει γεύση αἰωνιότητας.
«Τό ζήτημα ὅμως τοῦ τί εἴδους θά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή δέν προκύπτει τήν ὥρα τῆς ὁράσεως -πού ἡ ψύχη βρίσκεται ὁλότελα στόν Θεό καί δέν ξέρει ἄν εἶναι «ἐν σώματι ἤ ἐκτός τοῦ σώματος»[11] τό ζήτημα ἀναφύεται μόλις δεῖ ξανά τόν κόσμο τοῦτο, ὅταν αἰσθανθεῖ ξανά πώς βρίσκεται στά δεσμά τῆς σάρκας πού τήν καλύπτει»[12]. Μιλάει τώρα γιά τούς ἀνθρώπους τούς πνευματικούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦνε αὐτή τήν ἁρπαγή στόν Θεό καί τήν αἰωνιότητα, ἔστω καί γιά λίγη ὥρα, καί ἐκείνη τήν ὥρα βεβαίως δέν προβληματίζονται γιά τό ποῦ θά εἶναι, γιατί βεβαίως εἶναι στόν Θεό! Ὁ προβληματισμός ἀναφύεται ὅταν ξαναγυρίσουνε σ’ αὐτή τή ζωή καί παύσει αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς αἰωνιότητας.
«Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τήν αἰώνια ζωή μέσα του, δηλαδή στά ὅρια τοῦ κτιστοῦ του εἶναι χώρια ἀπό τόν Θεό». Ἀπό μόνοι μας δηλαδή δέν μποροῦμε νά εἴμαστε αἰώνιοι. Εἴμαστε κτίσματα, δημιουργήματα. Καί τό δημιούργημα ἔχει ἀρχή, ἔχει καί τέλος. Ἀλλά μποροῦμε νά γίνουμε αἰώνιοι κατά χάρη μετέχοντας στόν Θεό. «Γίνεται ἀθάνατος ὁ ἄνθρωπος μέ τή μετοχή του στήν Θεία ζωή κατά τήν δωρεά τῆς Χάρης. Αὐτή τήν ἀθανασία μπορεῖ νά τήν βιώσει ἀκόμη κι ἐδῶ μέ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη ἔνταση. Ὅλες οἱ ἐκφράσεις μας ἐδῶ εἶναι παράδοξες∙ ἴσως ὅμως ἡ ἀκόλουθη εἶναι περισσότερο κατανοητή: Εἴμαστε αἰώνιοι στό μέτρο τῆς παραμονῆς μας κοντά στόν Θεό. Μέ τό «μέτρο» ἐννοοῦμε ὄχι τήν ποσότητα, ἀλλά τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ». Στόν βαθμό δηλαδή πού μετέχουμε στόν Θεό γινόμαστε καί αἰώνιοι. «Στήν κατάσταση τῆς ὁράσεως ἡ ψυχή «οὐκ ἐρωτᾶ οὐδέν»»[13]. Ὅταν ἡ ψυχή βλέπει τό Ἄκτιστο Φῶς, βλέπει τόν Θεό, τότε ἡ ψυχή δέν ἔχει καμιά ἐρώτηση, δέν ἔχει καμιά ἀμφιβολία.
«Ἡ ἀνέκφραστη εἴσοδός της στόν Θεῖο κόσμο δέν γίνεται κατά τό θέλημά της, μιά καί δέν μπορεῖ οὔτε κἄν νά ἐπιθυμεῖ κάτι πού δέν ἤξερε προηγουμένως. Ἀλλά καί δέν γίνεται πάλι χωρίς τή συνεργεία της, ἀφοῦ σέ μιά ὁρισμένη προκαταρκτική περίοδο στράφηκε φλογερά μέ ἀγαθή θέληση πρός τόν Θεό τηρώντας τίς ἐντολές Του»[14]. Δηλαδή αὐτή ἡ κατάσταση τοῦ νά βιώσει κανείς τόν Θεό καί τήν αἰωνιότητα δέν γίνεται μέ πρωτοβουλία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο νά ζήσει αὐτή τήν κατάσταση, ἀλλά ὄχι ἀπροϋπόθετα. Χρειάζεται νά ἔχει ἐργαστεῖ καί ὁ ἄνθρωπος καί νά ἔχει μέ φλόγα πολλή ἐπιθυμήσει τόν Θεό καί ἔχει προσπαθήσει νά τηρήσει τό ἅγιο θέλημά Του.
«Πρίν ἀπό τήν ὅραση προηγοῦνται μεγάλες ἀσκήσεις, πένθος βαθύ καί καυτά δάκρυα μετανοίας, πού κατακαίουν τήν σωματική, ψυχική καί πνευματική ὑπερηφάνεια στά ἐνδόμυχα τοῦ ἀνθρώπου». Θυμόμαστε, ὅσοι ἤσαστε στά μαθήματα πού κάναμε πάνω στόν βίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πόσο ταλαιπωρήθηκε ὁ Γέροντας ἀπό τό πάθος αὐτό, ἀπό τήν ἁμαρτία αὐτή τῆς ὑπερηφάνειας! Καί μόλις βέβαια τό συνειδοτοποίησε, τό κατάλαβε, τότε ἐλευθερώθηκε. Εἶναι τό βασικό ἐμπόδιο ἡ ὑπερηφάνεια, πού πρέπει νά φύγει, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τόν Θεό. Καί αὐτή ἡ ὑπερηφάνεια ὑπάρχει καί στό σῶμα καί στήν ψυχή καί στό πνεῦμα. Καί κατακαίεται μέ τήν ἄσκηση, μέ τό πένθος, τό κατά Θεόν πένθος, καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας.
«Ὁ «τήν σάρκα φορῶν καί τόν κόσμον οἰκῶν ἄνθρωπος»[15] δέν μπορεῖ νά πετύχει τέλεια γνώση· αὐτό ὅμως πού τοῦ χαρίζει ὁ Θεός εἶναι αὐθεντικό, ὑπαρξιακό βίωμα τῆς αἰώνιας Βασιλείας. Καί ὁ ἄνθρωπος τήν γνωρίζει χωρίς ἀμφιβολία τήν Βασιλεία, ἔστω καί «ἐκ μέρους», καθώς ἔλεγε ὁ Γέροντας»[16]. Ὅσο κι ἄν προσπαθήσει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του, μέ τίς κτιστές του δυνάμεις, δέν θά ἀποκτήσει ποτέ τήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό χαρίζει ὁ Θεός. Καί ὁ ἄνθρωπος μετέχει σ’ αὐτή τήν γνώση, ἔστω καί ἐκ μέρους, ὅσο μπορεῖ. Θυμόμαστε ἐδῶ τήν Μεταμόρφωση, ὅπου λέγει, ὅτι εἶδαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καθώς ἠδύναντο, ἀνάλογα μέ τό βάθος τῆς ταπείνωσης, τῆς ἁγνότητας, τῆς καθαρότητας πού εἶχε ὁ καθένας, εἶδε καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ ἄνθρωπος, πού κτίστηκε «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», κτίστηκε γιά τήν «καθ’ ὁμοίωσιν» ζωή». Πήραμε τό κατ’ εἰκόνα, τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο, καί ἔχουμε προορισμό τό νά μοιάσουμε στόν Θεό. «Ὅποιος βρεῖ τήν «σωτηρία» κοντά στόν Θεό, παίρνει ζωή ὅμοια μέ τή ζωή τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ». Αὐτό εἶναι τό μεγαλειῶδες, ὅτι μποροῦμε νά ζήσουμε τή ζωή τοῦ Θεοῦ, νά μετέχουμε στή ζωή τοῦ Θεοῦ! «Ὁ Θεός εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών καί παντογνώστης, καί οἱ Ἅγιοι παίρνουν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα τό δῶρο νά εἶναι ὅμοιοι ὡς πρός τήν πανταχοῦ παρουσία καί παντογνωσία»[17]. Καί βλέπετε τούς Ἁγίους μας, τόν Ἅγιο Παΐσιο ἄς ποῦμε, πού τόν ἐπικαλοῦνται ταυτόχρονα καί ἐδῶ καί στήν Ἀμερική καί ὁπουδήποτε στόν κόσμο, καί βοηθάει ταυτόχρονα ὅλους! Εἶναι κατά χάριν πανταχοῦ παρών! Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ δηλαδή εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅπως ὁ Θεός. Δίνει ὁ Θεός δηλαδή τό δῶρο αὐτό, καθώς καί τήν παντογνωσία καί στούς Ἁγίους.
«Ὁ Θεός εἶναι Φῶς καί οἱ Ἅγιοι γίνονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα φῶς. Ὁ Θεός εἶναι Ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει τά πάντα καί οἱ Ἅγιοι περιβάλλουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τήν ἀγάπη τους ὅλο τόν κόσμο». Βλέπουμε δηλαδή πῶς γινόμαστε ὅμοιοι μέ τόν Θεό! «Ὁ Θεός εἶναι ὁ Μόνος Ἅγιος καί οἱ Ἅγιοι εἶναι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα Ἅγιοι. Καί ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι ἔννοια ἠθική ἀλλά ὀντολογική». Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό νά τό καταλάβουμε. Δηλαδή, Ἅγιος δέν εἶναι αὐτός πού ἁπλῶς τηρεῖ κατά τέλειο βαθμό κάποιους κανόνες, ἔχει μιά ὁρισμένη συμπεριφορά καί ἑπομένως ἠθικά εἶναι ἄμεμπτος, ἀλλά ἡ ἁγιότητα εἶναι ὀντολογική, εἶναι μέσα στό εἶναι του, στήν οὐσία του, πού ἔχει γίνει ἡ ἀλλαγή! «Ἅγιος δέν εἶναι ὅποιος εἶναι ἄμεμπτος κατά τήν ἀνθρώπινη ἠθική», δέν κλέβει, δέν ἀδικεῖ, δέν.. δέν.. δέν.. ὅλα αὐτά πού λέει ἄς ποῦμε ὁ κώδικας καλῆς συμπεριφορᾶς, «οὔτε κατά τήν φαινομενική διαγωγή του μέ τήν ἔννοια τῆς ἄσκησης, ἤ ἀκόμα καί τῆς προσευχῆς», ὅτι ἔχει βάλει δηλαδή ἕνα ἀσκητικό πρόγραμμα, ἕνα πρόγραμμα προσευχῆς καί τό τηρεῖ ἀπαρέγκλιτα. Οὔτε αὐτός εἶναι ἅγιος! «Καί οἱ Φαρισαῖοι vήστευαν καί ἔκαναν μακρές προσευχές»[18], τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ποιός εἶναι ὁ Ἅγιος; «Αὐτός ὁ ὁποῖος ἔγινε φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔχει δηλαδή ὀντολογικά μετοχή, ὀντολογικά μετέχει στό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁ Θεός ἔχει κάνει σ’ αὐτόν τήν καλή ἀλλοίωση. «Μόνο ὁ Θεός εἶναι Ἀλήθεια καί Ζωή καί οἱ κοινωνοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνονται ζωντανοί καί ἀληθινοί. Ἐνῶ ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, πεθαίνουν πνευματικά καί πορεύονται στό σκότος τό ἐξώτερο»[19]. Αὐτό εἶναι πολύ ἁπλό, νά καταλάβουμε τί σημαίνει αἰώνια ζωή καί αἰώνια κόλαση. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι Φῶς καί Ζωή, ἄν ἔχεις τόν Θεό, θά εἶσαι αἰώνια στό Φῶς καί τή Ζωή. Ἄν δέν ἔχεις τόν Θεό, θά εἶσαι αἰώνια στό σκοτάδι καί στόν θάνατο. Ὄχι ὅμως μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνυπαρξίας. Ἴσως κάποιοι θά τό ἐπιθυμοῦσαν πολύ! Αὐτοί πού ἁμαρτάνουν καί λένε, ἐντάξει, θά πεθάνω, νά τελειώσουν ὅλα, νά ἐξαφανιστῶ.. Δέν μπορεῖς νά ἐξαφανιστεῖς! Θά ὑπάρχεις πάλι, ἀλλά θά ὑπάρχεις ἐν τῷ σκότι τῷ ἐξωτέρω.
«Εἴπαμε παραπάνω, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κλήθηκε ἀπό τό μή ὄν στήν ὕπαρξη μέ τή δημιουργική πράξη τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει στόν ἑαυτό του αἰώνια ζωή. Μέ αὐτό ὅμως δέν ἐννοοῦμε πώς πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει ξανά στό «μηδέν», στήν πλήρη ἀνυπαρξία. Ὄχι. Ἀλλά ἐννοοῦμε πώς ὅποιος φεύγει ἀπό τόν Θεό καί Τόν ἀποστρέφεται, ὄντας αὐτεξούσιος», καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος, «φεύγει ἀπό τή Ζωή καί ἀπό τό Φῶς στή σφαίρα τοῦ ἐξώτερου σκότους. Αὐτό τό σκότος δέν εἶναι τό «μηδέν», ἡ ἀνυπαρξία, ἀπό τό ὁποῖο κλήθηκε ὁ ἄνθρωπος στήν ὕπαρξη»[20]. Στό μή ὄν ὑπήρχαμε πρίν συλληφθοῦμε στήν κοιλία τῆς μητέρας μας. Ἤμαστε στό μή ὄν. Πεθαίνοντας δέν θά πᾶμε πάλι στό μή ὄν, ἀλλά θά πᾶμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἤ τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἀγαπώντας τόν Θεό, ἤ τοῦ ἐξώτερου σκότους, ἀποστρεφόμενοι τόν Θεό. Καί αὐτή ἡ κατάσταση ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, γιατί εἴμαστε αὐτεξούσιοι∙ εἴτε θά ἀγαπήσουμε τόν Θεό ἀπ’ αὐτή τή ζωή, ἤ θά ἀποστραφοῦμε τόν Θεό ἀπ’ αὐτή τή ζωή, ὁπότε θά ἀκολουθήσει καί ἡ ἀνάλογη συνέχεια καί συνέπεια.
«Πρόκειται γιά κατάσταση τοῦ λογικοῦ κτίσματος, πού δέν μπορεῖ νά ἐκμηδενιστεῖ κατά τήν οὐσία του»[21]. Ἡ ψυχή μας ἔχει ἀρχή, ἀλλά κατά χάριν Θεοῦ, δέν ἔχει τέλος, παρόλο πού εἶναι κτιστή. Ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός. Ἡ ψυχή μας δέν προϋπάρχει. Δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό τήν ὥρα τῆς σύλληψης καί μετά, θέλουμε-δέν θέλουμε, θά ὑπάρχουμε πάντα! Τό θέμα εἶναι πῶς θά ὑπάρχουμε, ἄν θά ὑπάρχουμε ἐν τῷ φωτί ἤ ἐν τῷ σκότι.
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περιβάλλει τούς πάντες, καί στόν ἅδη. Ἐνῶ ὅμως εἶναι χαρά καί ἀγαλλίαση γιά ὅσους ἀγαποῦν τόν Θεό, γίνεται βασανιστήριο γιά ὅσους Τόν μισοῦν»[22]. Γι΄ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι δέν ἔχουν πρόβλημα νά πηγαίνουν καί στόν ἅδη. Γιατί; Γιατί ξέρουν ὅτι κι ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός! Καί λένε στόν Θεό, ἄν θέλεις νά μέ βάλεις καί στόν ἅδη, Κύριε, ἐγώ θά πάω! Ἀλλά ἐγώ θά Σέ ἀγαπῶ καί ἐκεῖ πέρα πού θά εἶμαι! Ὁπότε καί ὁ ἅδης ἐκεῖ γίνεται παράδεισος γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Ἑπομένως, τελικά ὁ ἅδης καί ὁ παράδεισος δέν εἶναι τόποι, ἀλλά εἶναι τρόποι βιώσεως τοῦ Θεοῦ.
«Σέ ὅσα εἴπαμε γιά τήν πεῖρα τῆς αἰωνιότητας καί τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς εἴχαμε ὑπόψη τή μεγάλη ἐκείνη εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία χύνεται στόν ἄνθρωπο καί τόν «ἁρπάζει» στή Βασιλεία τοῦ Αἰώνιου Φωτός, δίνοντάς του νά βιώσει μέ πληροφορία τήν ἀθανασία του». Τό νά βιώσει κανείς τήν αἰωνιότητα εἶναι δῶρο Θεοῦ. «Ἡ «ἐπιστροφή» ἀπό μιά τέτοια ὅραση περιβάλλει ξανά τόν ἄνθρωπο μέ τό ἐπίγειο σκήνωμα. Ἐντούτοις καί ἡ προσωπική του συνείδηση καί ἡ ἀντίληψή του γιά τόν κόσμο τροποποιοῦνται οὐσιαστικά· καί δέν μποροῦν νά μή τροποποιηθοῦν γιά πολλούς λόγους»[23]. Ὅταν ξαναγυρνάει ὁ Ἅγιος ἀπό τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ στήν κατάσταση τήν προηγούμενη, τροποποιοῦνται πολλά πράγματα, ἀλλάζουν πολλά πράγματα. Ἀλλάζει ἡ ἀντίληψή του γιά τόν κόσμο.
«Ἡ πεῖρα τῆς πτώσεως καί τῶν παθημάτων ἀποκαλύπτει τήν ἴδια τραγωδία καί στόν κάθε ἄλλο ἄνθρωπο». Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, νά κατανοεῖ σωστά καί ἀληθινά καί μέ καθαρότητα μεγάλη καί ἐνάργεια καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Καί καταλαβαίνει ὅτι αὐτή ἡ τραγωδία πού βίωσε καί βιώνει καί ὁ ἴδιος, τήν βιώνει καί ὁ συνάνθρωπος. «Ἡ πεῖρα τῆς προσωπικῆς ἀθανασίας τόν ὁδηγεῖ νά βλέπει καί στόν κάθε ἄλλο συνάνθρωπο τόν ἀθάνατο ἀδελφό»[24]. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, βιώνοντας ὁ ἴδιος τήν ἀθάνατη καί αἰώνια ζωή, βλέπει καί στόν κάθε ἄλλο ἄνθρωπο τόν ὑποψήφιο νά ζήσει αὐτή τήν ἴδια ἀθάνατη καί αἰώνια ζωή. Καί προσεύχεται γι’ αὐτό. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι, πού ἔχουν ἄς ποῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἔχουνε ζήσει τήν αἰωνιότητα, προσεύχονται, ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά φτάσουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση. Δέν ζηλεύουν, δέν φθονοῦν, δέν λένε, ἐγώ τό ἔχω, νά μήν τό ἔχει κανένας ἄλλος, νά τό ἔχω μόνο ἐγώ.. Ὄχι, ἀντίθετα, ἐπειδή ἔχουνε τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγάπη, εὔχονται ὅλοι νά φτάσουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς ἁγιότητας καί τῆς θεώσεως.
«Ἡ ζωντανή πεῖρα τῆς αἰωνιότητας καί τῆς ἐσωτερικῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν κτίση γεμίζει μέ ἀνείπωτο τρόπο τήν ψυχή μέ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά κάθε κτίσμα»[25]. Καί τότε πραγματικά, βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει ἀγάπη. Γιατί καί ἡ ἀγάπη εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν κανείς ἀρχίσει νά μετανοεῖ καί νά βλέπει λίγο-λίγο τόν Θεό, τότε ἀρχίζει ν’ ἀγαπάει ἀληθινά καί τούς ἄλλους. Ὅσο κανείς δέν μετανοεῖ καί δέν ζεῖ μέ τόν Θεό, ἔστω λίγο, ψέματα λέει ὅτι ἀγαπάει τούς ἄλλους! Γι’ αὐτό καί ἀποτυγχάνουνε καί οἱ ἀνθρώπινοι ἔρωτες καί οἱ ἀνθρώπινες ἀγάπες καί οἱ οἰκογένειες καί ὅλα αὐτά, γιατί ἀκριβῶς λένε ψέματα ὅτι ἀγαπᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἐπειδή δέν ἔχουν ἀγαπήσει τόν Θεό. Δέν ἔχουν μετανοήσει καί ἁπλῶς ζοῦνε τά πάθη τους καί ἱκανοποιοῦν ὁ ἕνας μέσω τοῦ ἄλλου τά πάθη τους. Δηλαδή πᾶνε ἀκόμα πιό βαθειά στήν βίωση τοῦ θανάτου, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τήν Ζωή καί τό Φῶς πού εἶναι ὁ Θεός.
«Καί γίνεται ὁλοφάνερο, πώς μόνο ὅσοι γνώρισαν μέ τήν πνευματική τους ἐμπειρία τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, αὐτοί μποροῦν νά ἀγαπήσουν καί νά τιμήσουν πραγματικά τόν συνάνθρωπο». Ὅταν κανείς δεῖ τόν Θεό, βλέπει καί τόν ἑαυτό του ἀληθινά ποιός εἶναι. Βλέπει τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, πῶς τόν ἔχει φτιάξει ὁ Θεός καί μέ ποιά προοπτική, νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό κατά χάριν. Καί τότε πραγματικά μπορεῖ νά τιμήσει καί τόν συνάνθρωπο. Γιατί καί ὁ κάθε συνάνθρωπος εἶναι ὑποψήφιος θεός, κεκελευσμένος θεός.
«Νά ὅμως καί πάλι ἕνα ἀνεξήγητο φαινόμενο. Τήν ὥρα τῆς θείας ἐποπτείας ὁ κόσμος «λησμονεῖται ἐντελῶς», ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας». Τήν ὥρα πού ὁ Ἅγιος βλέπει τόν Θεό, ξεχνάει τελείως τόν κόσμο. «Ἡ ὥρα τῆς θεωρίας δέν εἶναι ὥρα στοχασμοῦ. Ἡ συνηθισμένη διαλεκτική σκέψη παύει. Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ συνεχίζεται, μά σάν ἐνέργεια τελείως ἰδιαιτέρου εἴδους. Καί εἶναι ἐκπληκτικό, πῶς ἐκείνη ἡ ἀσχημάτιστη θεωρία, κατόπιν παίρνει μορφή σκέψεων καί συναισθημάτων ὅταν μειωθεῖ ἡ ἔντασή της. Ἡ κατάσταση τῆς θέας εἶναι τό φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἐπενέργεια αὐτῆς τῆς ἀγάπης γεννῶνται μέσα στήν ψυχή νέα αἰσθήματα καί νέες σκέψεις γιά τόν Θεό καί τόν κόσμο.
Ἡ πρώτη «ἁρπαγή» στή θεωρία χαρίζεται ἄνωθεν χωρίς νά τή ζητήσει ὁ ἄνθρωπος, γιατί οὔτε θά μποροῦσε νά τή ζητήσει, ἀφοῦ τήν ἀγνοεῖ». Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. «Ὅταν ὅμως τήν γνωρίσει, δέν μπορεῖ πιά νά τήν λησμονήσει καί τήν ἀναζητεῖ καί πάλι μέ πολύ πόνο καρδιᾶς, καί ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί γιά κάθε ἄνθρωπο»[26].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Β΄Κορ. 12, 2.
[12] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Μεγάλη Συγχωρητική Εὐχή.
[16] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[17] Ὅ.π.
[18] Ματθ. 23, 13.
[19] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[20] Ὅ.π.
[21] Ὅ.π.
[22] Ὅ.π.
[23] Ὅ.π.
[24] Ὅ.π.
[25] Ὅ.π.
[26] Ὅ.π.