ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΜΙΑΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ
Η Β’ Βατικανή Σύνοδος και η νέα θεολογία και η νέα εκκλησιολογία της
του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Στις ημέρες μας γίνεται πολύς λόγος για την εκκλησιολογία, δηλαδή για το τί είναι Εκκλησία, ποιά είναι τα μέλη της Εκκλησίας, σε αναφορά με την σχέση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των ετεροδόξων, καθώς επίσης γίνεται πολύς λόγος για την λεγομένη Βαπτισματική θεολογία, που ερευνά το Βάπτισμα των ορθοδόξων και των ετεροδόξων για να βρεθούν τα κοινά σημεία μεταξύ τους.
Τα θέματα αυτά συσχετίζονται μεταξύ τους, γιατί οι οικουμενιστές προσπαθούν να προσδιορίσουν την ενότητα μεταξύ του Χριστιανισμού μέσα από την προοπτική της Βαπτισματικής θεολογίας, που σημαίνει ότι θέτουν ως βάση της ενότητας της Εκκλησίας το Βάπτισμα και ουσιαστικά αυτό είναι «η αρχή της περιεκτικότητας», γιατί προσπαθούν να δουν τα κοινά σημεία της ενότητας μεταξύ των Ομολογιών. Μέ αυτόν τον τρόπο δεν θέτουν ως βάση της ενότητας της Εκκλησίας την πίστη συνδυασμένη με τα Μυστήρια, αλλά θέτουν ως βάση το Βάπτισμα, το οποίο αποδεσμεύουν από την αποκεκαλυμμένη πίστη και από τα άλλα Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Για τα δύο αυτά θέματα, ήτοι την εκκλησιολογία και την Βαπτισματική θεολογία, έγινε συζήτηση στην Β’ Βατικανή Σύνοδο (1962-1965) και ελήφθησαν αποφάσεις που αποτελούν την νέα εκκλησιολογική θέση των «Ρωμαιοκαθολικών» με την έκδοση δύο διαταγμάτων, το ένα περί Εκκλησίας και το άλλο περί Οικουμενισμού. Μέ αυτά τα διατάγματα-αποφάσεις υποστηρίζεται ότι υπάρχουν Μυστήρια και εκτός των ορίων της Εκκλησίας τους.
Το περίεργο, όμως, είναι ότι υπάρχουν ορθόδοξοι θεολόγοι, οι οποίοι εμπνέονται από τις αποφάσεις της Β’ Βατικανής Συνόδου και θεωρούν ότι η Σύνοδος αυτή επέστρεψε στις πηγές της πίστεως, αλλά και υποστηρίζουν ότι, και από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας, υφίστανται Μυστήρια και εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όμως, και τα δύο αυτά ζητήματα είναι εκτροπή από την ορθόδοξη πίστη και την θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας και όλης της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, όπως εκφράσθηκε δια μέσου των αιώνων.
Πρόσφατα εκδόθηκε μια σημαντική διατριβή με τίτλο «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β’ Βατικανής Συνόδου, μία ορθόδοξη διερεύνηση του Βαπτίσματος και της Εκκλησίας κατά το Διάταγμα περί Οικουμενισμού». Η διατριβή αυτή εκπονήθηκε από τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Πέτρο Χίρς, κατατέθηκε στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και υποστηρίχθηκε από τον καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη. Πρόκειται για μια άκρως επιστημονική διατριβή, ακραιφνώς ορθόδοξη και ομολογιακή, γραμμένη με γνώση των πηγών και των βοηθημάτων, με επιστημονική μέθοδο ερεύνης του θεματος. Η διατριβή εκδόθηκε από τις εκδόσεις Uncut Mountain Press. (Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να την προμηθευτούν από τα βιβλιοπωλεία «Γρηγόρης» και «Περιβόλι της Παναγίας».)
Στην συνέχεια θα υπογραμμισθούν μερικά απαραίτητα σημεία προκειμένου να αναγνωσθή αυτή η διατριβή από τους ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι εν πολλοίς δεν ασχολούνται με τέτοια σοβαρά θεολογικά και εκκλησιολογικά ζητήματα, που σημαίνει ότι δεν ενεργοποιούν την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία τους. Αυτό συνιστά πνευματική ύπνωση, με άμεσες συνέπειες στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τελικά στην σωτηρία των μελών της.
1. Το περιεχόμενο της διατριβής
Η επιστημονική αυτή μελέτη αρχίζει με τον πρόλογο, στον οποίο εντοπίζεται η προσοχή των θεολόγων –οι οποίοι ασχολούνται με την οικουμενική κίνηση– στο Βάπτισμα, το οποίο τέθηκε ως βάση για την χριστιανική ενότητα. Επισημαίνεται δε ότι με την Β’ Βατικανή Σύνοδο αναγνωρίσθηκαν η εγκυρότητα και η αποτελεσματικότητα «τού μη Ρωμαιοκαθολικού Βαπτίσματος» και η ήδη υπάρχουσα εκκλησιαστική ενότητα όλων των Χριστιανών, αν και είναι ατελής, επειδή δεν αναγνωρίζουν ως υπερτάτη αρχή τον Πάπα.
Η μελέτη αυτή εντοπίζει τις ιστορικές και θεολογικές αντιφάσεις που υπάρχουν στο διάταγμα της Συνόδου περί του Οικουμενισμού, με βάση και την πατερική και θεολογική θεώρηση του θέματος, και δερευνάται αν η Β’ Βατικανή Σύνοδος αντιπροσωπεύη μια επιστροφή στις πηγές. Τελικά, ο συγγραφεύς υποστηρίζει ότι όχι μόνον δεν επέστρεψε η Σύνοδος αυτή στις πηγές αλλά και παρήγαγε μια νέα θεολογία και εκκλησιολογία.
Στην εισαγωγή αναλύεται το ιστορικό και θεολογικό πλαίσιο της Β’ Βατικανής Συνόδου. Η Σύνοδος αυτή χαρακτηρίσθηκε ως η 21η Οικουμενική Σύνοδος για τους Ρωμαιοκαθολικούς, η οποία εξαγγέλθηκε από τον Πάπα Ιωάννη XXIII την 25η Ιανουαρίου 1959. Η πρώτη συνεδρίασή της έγινε την 11η Οκτωβρίου 1962 και η τελευταία την 8η Δεκεμβρίου 1965 και μεταξύ αυτών των ημερομηνιών πραγματοποίησε 178 συνεδριάσεις.
Καρπός της Συνόδου αυτής ήταν τέσσερα δογματικά συντάγματα, εννέα διατάγματα και τρεις διακηρύξεις. Στην διατριβή αναλύεται και κρίνεται το πέμπτο κατά σειρά από τα δεκαέξι Συνοδικά θεσπίσματα, που είναι το διάταγμα περί του Οικουμενισμού, το οποίο επικυρώθηκε την 21η Νοεμβρίου 1964 και εξαγγέλθηκε την ίδια ημέρα από τον Πάπα … VI. Επίσης, αυτό το διάταγμα εξετάζεται παράλληλα με το διάταγμα περί Εκκλησίας.
Γίνεται μια ιστορική διαδρομή του θέματος και παρουσιάζονται οι δύο βασικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν έως τότε μεταξύ των Ρωμαιοκαθολικών. Η πρώτη ήταν η ασυμβίβαστη πολεμική στάση έναντι της Οικουμενικής κίνησης και η δεύτερη ήταν η αναζήτηση μιας νέας προσέγγισης του θέματος αυτού, με μια «νέα εκκλησιολογία», με «επιστροφή στις πηγές» «μέ σαφή οικουμενική προοπτική».
Το κύριο μέρος της διατριβής χωρίζεται σε δύο μεγάλα μέρη.
Το πρώτο έχει τίτλο «Σημεία-κλειδιά στην ιστορική ανάπτυξη της Ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί Βαπτίσματος και Εκκλησίας» με επί μέρους κεφάλαια, όπως το Βάπτισμα ως η βάση νέας Οικουμενικής αδελφότητας η προ της Συνόδου διδασκαλία: μία έκφραση «μυστηριακού μινιμαλισμού» μυστηριακός μινιμαλισμός και πληρότητα συνέχεια και ασυνέχεια: οι βαθύτερες ρίζες της μυστηριακής θεολογίας στον ιερό Αυγουστίνο η ακινάτεια ρήξη με τον Αυγουστίνο περί του βαπτίσματος εκτός Εκκλησίας τί σημαίνει «μέλος της Εκκλησίας» Congar, ιερός Αυγουστίνος και η διαμόρφωση της νέας Εκκλησιολογίας παράκαμψη της Mystici Corporis: το άνοιγμα του καρδιναλίου Bea τις παραμονές της Συνόδου.
Το πρώτο έχει τίτλο «Σημεία-κλειδιά στην ιστορική ανάπτυξη της Ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί Βαπτίσματος και Εκκλησίας» με επί μέρους κεφάλαια, όπως το Βάπτισμα ως η βάση νέας Οικουμενικής αδελφότητας η προ της Συνόδου διδασκαλία: μία έκφραση «μυστηριακού μινιμαλισμού» μυστηριακός μινιμαλισμός και πληρότητα συνέχεια και ασυνέχεια: οι βαθύτερες ρίζες της μυστηριακής θεολογίας στον ιερό Αυγουστίνο η ακινάτεια ρήξη με τον Αυγουστίνο περί του βαπτίσματος εκτός Εκκλησίας τί σημαίνει «μέλος της Εκκλησίας» Congar, ιερός Αυγουστίνος και η διαμόρφωση της νέας Εκκλησιολογίας παράκαμψη της Mystici Corporis: το άνοιγμα του καρδιναλίου Bea τις παραμονές της Συνόδου.
Το δεύτερο μέρος φέρει τον τίτλο «Το Βάπτισμα και η Εκκλησία κατά το Διάταγμα περί Οικουμενισμού, Unitatis Redintegratio» (UR), στο οποίο αναλύεται η συγκεκριμένη απόφαση της Β’ Βατικανής Συνόδου περί Οικουμενισμού και Εκκλησίας. Στο μέρος αυτό παρατίθενται έξι κεφάλαια, μέσα στα οποία διαρθρώνονται διάφορα επί μέρους θέματα. Τα κεφάλαια μετά την Εισαγωγή είναι: το Βάπτισμα και η ενότητα της Εκκλησίας στο UR η διάκριση του Πνεύματος στο UR Communio: η νέα οικουμενική αντίληψη και κατευθυντήρια έννοια Πληρότητα, ενότητα και ταυτότητα της Εκκλησίας Βάπτισμα και ενότητα της πίστεως Ressourcement (επιστροφή στις πηγές) ή Αναθεώρηση;
Στο τέλος της διατριβής παρατίθενται περίληψη, επίλογος, παράρτημα, όπου υπάρχει το Διάταγμα περί Οικουμενισμού, Unitatis Redintegratio και βιβλιογραφία.
Η διατριβή αυτή, όπως φαίνεται από την παράθεση μόνον των τίτλων των κεφαλαίων και των υποδιαιρέσεών τους, αλλά, κυρίως, από την ανάγνωση του περιεχομένου, είναι σημαντική, προσφέρει μια νέα γνώση στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ακόμη και σε Κληρικούς και θεολόγους, που πολλοί από αυτούς κυριαρχούνται από την ποιμαντική δράση της Εκκλησίας και δεν παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον ετερόδοξο και διαχριστιανικό κόσμο. Γι’ αυτό και πρέπει να διαβασθή από όλους όσοι έχουν ευθύνη για τα ορθόδοξα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά και όλους τους ορθοδόξους Χριστιανούς που αγωνιούν για την ορθόδοξη πίστη και ομολογία, επιθυμούν να ενεργοποιήται η ορθόδοξη αυτοσυνειδησία τους και θέλουν να παραμείνουν σταθεροί στην ορθόδοξη πατερική παράδοση.
2. Βασικές θέσεις της διατριβής
Δεν είναι εύκολο σε μια γενική παρουσίαση αυτής της σημαντικής διατριβής να παρουσιασθούν τα κεντρικά σημεία της που μας ενδιαφέρουν από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας και θεολογίας. Απλώς θα τονισθούν τα πλέον απαραίτητα σημεία τα οποία θα ερεθίσουν τον αναγνώστη στην πληρέστερη ανάγνωσή της.
α) Είναι βασική διδασκαλία της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας, πράγμα που αποδέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι δεν υπάρχουν Μυστήρια εκτός της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και κοινωνία θεώσεως, μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος γεύεται του μυστηρίου της εν Χριστώ οικονομίας, και όποιος απομακρύνεται από την Εκκλησία, είτε με την αίρεση είτε με το σχίσμα, δεν δέχεται την δωρεά της θείας οικονομίας. Γενικά, συμπίπτουν τα κανονικά με τα χαρισματικά όρια στην Εκκλησία .
Για το θέμα αυτό στην συγκεκριμένη διατριβή μνημονεύεται η σχετική ομόφωνη διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Αποστόλου Παύλου, του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, του αγίου Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, του Μεγάλου Αθανασίου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Κλήμεντος Αλεξανδρείας, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του ιερού Νικολάου Καβάσιλα κλπ., όπως και οι ερμηνευτικές αναλύσεις διαφόρων συγχρόνων θεολόγων.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δέχονταν μια οικονομία και ασκούσαν μια επιείκεια για τους σχισματικούς και αιρετικούς που μετανοούσαν, αλλ ουδέποτε χώρισαν την μυστηριακή θεολογία από την εκκλησιολογία . Δεν αναγνώριζαν το Μυστήριο του Βαπτίσματος που γινόταν έξω από την Εκκλησία, αλλά ρύθμιζαν με οικονομία τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών και σχισματικών στην Εκκλησία.
Στά κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου διασώζεται η πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας να δέχωνται ορισμένες ομάδες αιρετικών στην Εκκλησία με τον σκοπό την συνένωσή τους, την ενότητα και την κοινωνία τους με την Εκκλησία, και όχι με την προοπτική της αναγνωρίσεως κάποιων «αντικειμενικών» Μυστηρίων στους αιρετικούς .
β) Ο ιερός Αυγουστίνος, αντιμετωπίζοντας τους Δονατιστές, αποστασιο-ποιήθηκε από την κοινή έως τότε παράδοση των Πατέρων και υποστήριξε την άποψη ότι έξω από την Εκκλησία, δηλαδή στους αιρετικούς και τους σχισματικούς, υπάρχουν έγκυρα Μυστήρια, αλλά αυτά στερούνται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον Αυγουστίνο, από την στιγμή που χρησιμοποιείται νερό και προφέρονται τα «λόγια του Ευαγγελίου», η δύναμη του μυστηρίου παραμένει σε λανθάνουσα μορφή στο σημείο (sacrament) και επομένως είναι έγκυρο, αλλά αναποτελεσματικό. Έτσι, ο ιερός Αυγουστίνος έκανε την διάκριση μεταξύ της «εγκυρότητας» και της «αποτελεσματικότητας» του Βαπτίσματος ή την διαφορά μεταξύ του sacramentum (τού ιδίου του μυστηρίου) και του res sacramentri (τής αποτελεσματικότητάς του ή της χρησιμότητάς του).
γ) Ο σχολαστικός θεολόγος Θωμάς Ακινάτης τον 13ο αιώνα διαμόρφωσε διαφορετικά τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου για τον λεγόμενο «Βαπτισματικό χαρακτήρα» του Μυστηρίου του Βαπτίσματος των εκτός της Εκκλησίας σχισματικών και αιρετικών. Για τον Θωμά τον Ακινάτη, το Βάπτισμα των εκτός της Εκκλησίας σχισματικών και αιρετικών όχι μόνον είναι έγκυρο, αλλά και «ο Βαπτισματικός χαρακτήρας παράγει πνευματικά αποτε-λέσματα και “σφραγίζεται” πάνω στην ψυχή όλων εκείνων, οι οποίοι είναι έγκυρα βαπτισμένοι». Αυτό σημαίνει ότι αρχίζει να δημιουργήται η θεωρία ότι το Άγιον Πνεύμα είναι παρόν και επενεργεί και εκτός της Εκκλησίας, στα Μυστήρια των σχισματικών και αιρετικών.
Η θεωρία αυτή του Θωμά του Ακινάτη επέδρασε στις αποφάσεις της Συνόδου της Φλωρεντίας τον 15ο αιώνα, η οποία διδάσκει ότι με το Βάπτισμα «όλοι γινόμαστε μέλη του Χριστού και του Σώματος της Εκκλησίας» και το αληθινό Βάπτισμα μεταδίδεται όχι μόνον από ιερέα, αλλά και από λαϊκό μέλος –άνδρα και γυναίκα– ακόμη και από ειδωλολάτρη και αιρετικό, αρκεί να τηρήται ο τύπος του Βαπτίσματος και αυτός που κάνει αυτήν την πράξη «νά έχει την πρόθεση να κάνει ό,τι κάνει η Εκκλησία».
δ) Η μεταγενέστερη θεολογία των Παπικών πάνω στο θέμα αυτό διατυπώθηκε στην διδασκαλία του Πάπα Πίο XII και συγκεκριμένα στην εγκύκλιο του Mystici Corporis Christi το 1943, της οποίας το περιεχόμενο ήταν ότι, καίτοι αναγνωρίζεται η ύπαρξη Χριστιανών έξω από την «Καθολική Εκκλησία», εν τούτοις δεν χαρακτηρίζονται «πραγματικά και αληθινά» μέλη της Εκκλησίας και βεβαίως «ούτε μπορούν να ζουν την ζωή του δικού της Αγίου Πνεύματος». Αυτές οι απόψεις «συνάδουν με την Αυγουστίνεια εκκλησιολογία, όπως εκφράσθηκε στον ύστερο Μεσαίωνα».
Η διδασκαλία αυτή αναδιατυπώθηκε το έτος 1949 μέσα στην προοπτική ότι έξω από την Εκκλησία (εννοεί τον Παπισμό) δεν υπάρχει σωτηρία, το γνωστό αξίωμα extra ecclesiam nullus salus, αλλά δίνεται η δυνατότητα στον μη Ρωμαιοκαθολικό να ενωθή με την Εκκλησία χωρίς να είναι μέλος της.
ε) Διάφοροι, όμως, θεολόγοι άρχισαν να αποστασιοποιούνται από αυτήν την άποψη και ανέπτυξαν την αρχή ότι το Μυστήριο του Βαπτίσματος υπάρχει και στους ετεροδόξους και παράγει εκκλησιαστικά αποτελέσματα. Έτσι, προετοίμασαν το έδαφος ώστε από την «αποκλειστικότητα» της παπικής εγκυκλίου Mystici Corporis Christi να φθάσουν στην «περιεκτικότητα» των αποφάσεων της Β’ Βατικανής Συνόδου, η οποία παρουσίασε μια «ενωμένη εκκλησιολογία και Βαπτισματική θεολογία, που θα συμπεριλάμβανε τους χωρισμένους αδελφούς», οπότε το Βάπτισμα να καθορίζη τα όρια της Εκκλησίας με την έννοια ότι όπου «υπάρχει έγκυρο Βάπτισμα, εκεί υπάρχει και το σώμα του Χριστού». Αυτό έγινε για να υποστηριχθή η συμμετοχή του «Ρωμαιοκαθολικισμού» στην Οικουμενική κίνηση και να γίνη το άνοιγμα προς τους ετεροδόξους, ότι δηλαδή οι μη Ρωμαιοκαθολικοί Χριστιανοί δυνάμει του Βαπτίσματός τους συμμετέχουν σε διαφορετικά επίπεδα στην ζωή της Εκκλησίας.
στ) Μέσα στην προοπτική αυτή συνεκλήθη η Β’ Βατικανή Σύνοδος, στην οποία κύριοι πρωταγωνιστές ήταν ο θεολόγος Yves Congar και ο καρδινάλιος Augustin Bea, οι οποίοι ήταν και οι κύριοι διαμορφωτές των αποφάσεων στην Β’ Βατικανή Σύνοδο και της συγκρότησης της νέας θεολογίας και της νέας εκκλησιολογίας.
Η Β’ Βατικανή Σύνοδος παρουσιάζεται ως μια Σύνοδος μεταρρυθμιστική, που επέστρεψε στις πηγές της πίστεως και της εκκλησιαστικής ζωής, όμως, όταν κανείς μελετήση τις αποφάσεις της από πλευράς ορθοδόξου, θα διαπιστώση ότι είναι μια αναθεωρητική Σύνοδος που δημιούργησε μια νέα θεολογία και νέα εκκλησιολογία, άγνωστη στην κοινή πατερική παράδοση, αλλά και την παράδοση και αυτών των ιδίων των Λατίνων.
Η Σύνοδος αυτή υποστήριξε την άποψη ότι η Εκκλησία της Ρώμης δεν είναι η ολότητα του Σώματος του Χριστού, αλλά ένα μέρος του και ότι υπάρχουν, έστω και με ατελή μορφή, Εκκλησίες και εκτός της Εκκλησίας τους. Γίνεται φανερόν ότι η Σύνοδος αυτή αποδεσμεύθηκε από την άποψη ότι η Εκκλησία του Χριστού ταυτίζεται με την «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», όπως διατυπωνόταν στις Παπικές εγκυκλίους, και αντικαταστάθηκε με την δήλωση ότι «η Εκκλησία του Χριστού subsistit in -ενυπάρχει στην Καθολική Εκκλησία». Από την φράση η Εκκλησία του Χριστού είναι η Καθολική Εκκλησία έφθασαν στο ότι η Εκκλησία του Χριστού ενυπάρχει στην Καθολική Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι όλοι όσοι βαπτίσθηκαν «εντός ή εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», «έχουν ενσωματωθεί στον Χριστό και την Εκκλησία Του» και έτσι «θεωρούνται ότι έχουν βαπτισθεί στο ένα και μοναδικό σώμα και έτσι έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους ένας μυστηριακός δεσμός, μία ενότητα εν Χριστώ», καίτοι υπάρχουν ατέλειες, διότι οι εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν αναγνωρίζουν ακόμη τον Πάπα. Όταν, όμως, θα αναγνωρίσουν την παγκόσμια αρχή και εξουσία του Πάπα, τότε θα αποκτήσουν και αυτοί την τέλεια κοινωνία με την Εκκλησία, θα παύσουν, δηλαδή, να είναι ατελείς.
3. Η νέα θεολογία και η νέα εκκλησιολογία
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι η Β’ Βατικανή Σύνοδος δημιούργησε μια νέα εκκλησιολογική θεωρία, με επιρροή της Οικουμενικής κινήσεως, και η οποία έχει τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Το πρώτο γνώρισμα είναι η διακήρυξη της «οικουμενικής αδελφότητας Χριστιανών» και μάλιστα «η αδελφοσύνη έχει μυστηριακό χαρακτήρα», γίνεται δε λόγος για «Εκκλησίες και Εκκλησιαστικές κοινότητες» που είναι φορείς Χάριτος και έχουν «μέσα σωτηρίας». Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι εγκατέλειψε την έως τότε «αποκλειστική ταύτιση της Εκκλησίας του Χριστού και της Ρωμαιο-καθολικής Εκκλησίας» και υποστήριξε ότι η μία και Μόνη Εκκλησία του Χριστού είναι παρούσα έστω και ατελώς και στις εκτός της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» εκκλησιαστικές κοινότητες. Τρίτο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι μεταξύ των βαπτιζομένων υπάρχει μια θεμελιώδης ενότητα, η κοινωνία communio, «η communio εκκλησιολογία, η ευχαριστιακή κοινωνία», «εις τύπον της εικόνας της Τριάδος, εις τύπον της τριαδικής communio».
Έτσι, διαμορφώθηκαν τέσσερα επίπεδα μιας πυραμίδας, ήτοι η αναγνώριση του Βαπτίσματος των σχισματικών και αιρετικών, η αναγνώριση της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος μεταξύ των σχισματικών και αιρετικών, η αναγνώριση της Una Sancta, της Μίας Εκκλησίας που συγκροτείται «από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και από τις κοινότητες των σχισματικών και αιρετικών».
Ο σκοπός της αποφάσεως της Συνόδου αυτής ήταν εκσυγχρονιστικός και ποιμαντικός, αλλά και να οδηγηθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί στην οικουμενική κίνηση.
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικά από τα σημεία της νέας αυτής θεολογίας και της νέας εκκλησιολογίας που καθόρισε η Β’ Βατικανή Σύνοδος.
Το πρώτο σημείο είναι ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ ορατής και αοράτου Εκκλησίας επί της γής, που είναι αντίθετο με την διδασκαλία των Πατέρων, για παράδειγμα του αγίου Ειρηναίου, ο οποίος διδάσκει ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργεί μυστηριακώς μέσα στην Εκκλησία. Στούς Πατέρες της Εκκλησίας συναντάμε την διδασκαλία ότι μία είναι η Εκκλησία με τις δύο μορφές της, την ορατή επί της γής και την αόρατη εν ουρανοίς. Όμως, η Β’ Βατικανή Σύνοδος επηρεασμένη από τον Αυγουστίνο, τους Προτεστάντες, αλλά και από απόψεις μερικών Ρώσων θεολόγων, όπως για παράδειγμα του Ευδοκίμωφ, που υποστήριζε ότι «γνωρίζομε που είναι η Εκκλησία, δεν έχομε όμως την εξουσία να εκφέρωμε κρίση και να ειπούμε που δεν είναι η Εκκλησία», του Νικολάου Μπερντιάεφ κλπ., διαμόρφωσε την άποψη για την μυστηριακή ενέργεια εκτός «τών ορατών ορίων» της Εκκλησίας επί της γής, υπονοώντας ότι υπάρχουν «αόρατα όρια» της Εκκλησίας επί της γής ή ότι υπάρχει «ένα μέρος της Εκκλησίας επί της γής που είναι αόρατο».
Το δεύτερο σημείο είναι ότι θέτει το Βάπτισμα «ως βάση της νέας Οικουμενικής αδελφότητας», θεωρεί ότι η ενότητα «εδράζεται στην αναγνώριση της μοναδικότητας του Βαπτίσματος», οπότε το Βάπτισμα «τελούμενο από τους επισήμως χωρισμένους από την Εκκλησία θεωρείται “ότι παράγει όλους τους καρπούς και αποτελεί πηγή Χάριτος”». Έτσι, παρήχθηκε η λεγομένη Βαπτισματική θεολογία, η οποία θεωρεί το Βάπτισμα ως στοιχείο ενότητος μεταξύ των Χριστιανών, αν και διαφέρουν ως προς την πίστη. Αυτό σημαίνει ότι άλλαξαν τα πατερικά κριτήρια για την αναγνώριση της Εκκλησίας, οπότε, κατά την Βαπτισματική θεολογία, «τό αιρετικό βάπτισμα είναι το ένα Βάπτισμα», δηλαδή η μυστηριακή ενότητα της Εκκλησίας «δέν εντοπίζεται πλέον σε μια ταυτότητα βασισμένη στην ενότητα της πίστεως, αποστολικής διαδοχής, ιερωσύνης και μυστηρίων». Οπότε, μπορεί κάποιος, λόγω του βαπτίσματος που γίνεται από αιρετικούς, σχισματικούς, ακόμη και μη βαπτισμένους, να είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, ανεξάρτητα από την πίστη, την αποστολική διαδοχή και τα Μυστήρια, πράγμα που αντιβαίνει στην ορθόδοξη διδασκαλία, η οποία συνδέει στενά την Ορθοδοξία με την Εκκλησία και την θεία Ευχαριστία. Επομένως, διακρίνεται «ο Χριστός των Μυστηρίων» (τού Βαπτίσματος) από «τόν Χριστό της δογματικής αληθείας».
Αυτό σημαίνει ότι υφίσταται σοβαρό θεολογικό ζήτημα, αφού, όπου δεν υπάρχει πίστη-δόγμα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Μυστήρια. Το δόγμα δεν χωρίζεται από την «πνευματικότητα». Η εκκλησιαστική αυθεντικότητα έχει σχέση με το ορθόδοξο δόγμα και τα Μυστήρια που βρίσκονται εντός των ορίων της Εκκλησίας. Υπάρχει σαφέστατη ενότητα μεταξύ του Βαπτίσματος και της ενότητας της πίστεως, και δεν μπορεί να υπάρξη διάσπαση μεταξύ «τού Χριστού των Μυστηρίων και του Χριστού της δογματικής Αλήθειας». Η ενότητα της Εκκλησίας, κατά τους Πατέρες, συνίσταται από τα «κοινά Μυστήρια», «τήν κοινή πίστη» και τον Επίσκοπο.
Το τρίτο σημείο, συνέχεια του προηγουμένου, είναι ότι γίνεται διάσπαση μεταξύ των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Ενώ η βασική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της θείας Ευχαριστίας, οπότε το Βάπτισμα ολοκληρώνεται με το (καί στό) Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, εν τούτοις η Σύνοδος αυτή έκανε την διάσπαση μεταξύ των Μυστηρίων. Ήδη αυτό προϋπήρχε στους Ρωμαιοκαθολικούς, γιατί στην εκκλησιαστική τους πρακτική αποσυνδέουν το Βάπτισμα από το Χρίσμα και την θεία Κοινωνία, αφού βαπτίζονται στην μικρή ηλικία, αλλά αργότερα κατά την εφηβεία τους χρίονται και κοινωνούν για πρώτη φορά στην θεία Ευχαριστία. Όμως, η Β’ Βατικανή Σύνοδος προχώρησε στο να αναγνωρίση το Βάπτισμα στους περισσότερους Προτεστάντες, όχι όμως και την θεία Ευχαριστία, ενώ στους ορθοδόξους αναγνωρίζει την εγκυρότητα της θείας Ευχαριστίας, αλλά θεωρεί ότι οι ορθόδοξοι στερούνται όχι το πλήρωμα του Χριστού, αλλά το πλήρωμα της κοινωνίας με τον εκπρόσωπο του Χριστού, τον Πάπα.
Η διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της «Ρωμαιοκαθολικής» είναι σαφεστάτη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διασπά την ενότητα μεταξύ των Μυστηρίων, αφού το Βάπτισμα οδηγείται προς την θεία Κοινωνία, οπότε η μυστηριακή βάση της κοινωνίας συνίσταται σε όλα τα Μυστήρια «ενωμένα σε μια κοινή ζωή και σε ένα κοινό Ποτήριο». Αντίθετα, στην «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», σύμφωνα με την εκκλησιολογία της Β’ Βατικανής Συνόδου, η μυστηριακή βάση της κοινωνίας είναι το ένα Βάπτισμα, και με την μετοχή στην θεία Ευχαριστία, η οποία όμως επιφυλάσσεται σε αυτούς που είναι σε πλήρη κοινωνία μαζί της.
Το τέταρτο σημείο είναι ότι γίνεται διάσπαση μεταξύ του Σώματος του Χριστού και της Εκκλησίας, δηλαδή μπορεί κανείς να ενσωματωθή στον Χριστό με το Μυστήριο του Βαπτίσματος, χωρίς, όμως, να είναι μέλος της «Καθολικής Εκκλησίας». Έτσι, το ίδιο το Μυστήριο του Βαπτίσματος, κατά την Β’ Βατικανή Σύνοδο, μπορεί να παράγη διαφορετικά αποτελέσματα εκτός και εντός της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». Κατά την Σύνοδο αυτή οι αιρετικοί και οι σχισματικοί (Προτεστάντες και Ορθόδοξοι) μπορούν να ενωθούν με τον Χριστό, χωρίς, όμως, να είναι μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». Έτσι, εισάγεται η αντιπατερική και αντιεκκλησιαστική αρχή της «μερικής ή ατελούς κοινωνίας». Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δύο μέτρα, «ένα μέτρο για την Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός και ένα άλλο για μία Εκκλησία που αναδύθηκε λόγω των ιστορικών συγκυριών»· υπάρχουν «δύο διαφορετικές τάξεις βαπτιζομένων, δύο είδη ενότητας, Βαπτισμάτων, κοινωνίας και εκκλησίας», πράγμα που είναι ασυμβίβαστο με την πατερική παράδοση.
Το πέμπτο σημείο, συνέχεια του προηγούμενου, είναι ότι «η πλήρης πραγματοποίηση της Εκκλησίας απαιτεί κοινωνία με τον Πάπα». Για να υπάρξη πληρότητα στην θεία Ευχαριστία, πέρα από την παρουσία του Χριστού, πρέπει να αναγνωρισθή το πρωτείο του Πάπα και να υπάρξη κοινωνία μαζί του. Έξω από τον Πάπα ο κάθε Επίσκοπος δεν μπορεί να ασκήση την εξουσία του και «η τοπική Εκκλησία “τραυματίζεται” και δεν μπορεί να «πραγματοποιηθεί “πλήρως”, ως μια συγκεκριμένη (τοπική) Εκκλησία». Η αναγνώριση του Πάπα αποτελεί «ουσιώδες» στοιχείο που υπερέχει πάνω από όλα, ακόμη «καί του “στοιχείου” του Κυρίου στην θεία Ευχαριστία», και αυτό το «ουσιώδες» στοιχείο «είναι ο Ανώτατος Ποντίφηκας». Οι εκτός της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» εκκλησιαστικές κοινότητες μπορούν «νά έχουν τον Χριστό στην Ευχαριστία», αλλά «είναι “τραυματισμένες”, διότι στερούνται του εκπροσώπου του στην γή, δηλαδή του Ανώτατου Ποντίφικος».
Το έκτο σημείο είναι ότι στην απόφαση της Β’ Βατικανής Συνόδου απουσιάζει παντελώς η διάκριση των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. και μάλιστα υποστηρίζεται ότι και έξω από την Εκκλησία, ακόμη και σε αιρετικούς και σχισματικούς ενεργεί η Χάρη του Θεού, χωρίς να γίνεται διασάφηση τί Χάρη ενεργεί. Κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, ενώ η ενέργεια του Θεού είναι απλή, εν τούτοις υπάρχουν διάφοροι βαθμοί μεθέξεώς της, ανάλογα με τα αποτελέσματά της. Έτσι, όλη η κτίση μετέχει στην δημιουργική, συνεκτική και προνοητική ενέργεια του Θεού, όμως «τό Άγιον Πνεύμα ενεργεί καθαίροντας, φωτίζοντας και αγιάζοντας μόνον μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας». Άν υπήρχε ταυτότητα ενεργειών, τότε δεν θα υπήρχε διάκριση, οπότε όλα τα κτίσματα θα μετείχαν στην θεοποιό ενέργεια του Θεού, πράγμα που είναι απαράδεκτο από πατερικής πλευράς.
Το έβδομο σημείο είναι ότι στο διάταγμα περί Εκκλησίας και περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής Συνόδου απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στις μεθοδείες του διαβόλου πριν και μετά το Βάπτισμα, δηλαδή τα διατάγματα αυτά «στερούνται μιας στοιχειώδους δαιμονολογίας». Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α’ Ιω. γ’, 8), οπότε η απουσία οποιασδήποτε δαιμονολογίας έχει συνέπειες στην Χριστολογία και την Εκκλησιολογία. Είναι γνωστόν ότι στις Κατηχήσεις που προηγούνται του Βαπτίσματος γίνονται οι «εξορκισμοί» και η αποταγή του διαβόλου και των ενεργειών του.
Το συμπέρασμα της διατριβής αυτής είναι ότι η Β’ Βατικανή Σύνοδος «αντιπροσώπευε μια ρήξη με το άμεσο παρελθόν της και την εκκλησιολογία του Πίου XII, αλλά δεν σήμαινε και επιστροφή στις αρχέγονες ρίζες και συγκεκριμένα στην πατερική παράδοση περί Εκκλησίας του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Και οι αποφάσεις της Συνόδου τίθενται μέσα στην προοπτική του οικουμενισμού και την προοπτική ότι υπάρχει μεταξύ όλων των Χριστιανών ενότητα, έστω και με μια απλή μορφή και καλούνται να αποκτήσουν την πλήρη ενότητά τους, όταν αποδεχθούν την εξουσία του Πάπα. Οπότε, κατά την Σύνοδο αυτή η εκκλησιαστική διαίρεση δεν είναι δογματική, δεν αφορά την πίστη, δεν είναι εκκλησιαστική, αλλά απλώς κανονική, συνδέεται με την αναγνώριση του Πάπα ως αρχηγού όλου του Χριστιανισμού. Έτσι εξηγείται και ο τρόπος που πολλοί οικουμενιστές ομιλούν για τον διάλογο μεταξύ των «Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών».
Ο συγγραφεύς της διατριβής αυτής καταλήγει στην εξής επισήμανση:
«Το συμπέρασμά μας είναι πώς η νέα εκκλησιολογία του UR (διάταγμα περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής Συνόδου) συνιστά την πνευματική και θεολογική πρόκληση των ημερών μας, έναντι της οποίας κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός παραμένει αδιάφορος, με διακινδύνευση του εαυτού του, διότι εγκυμονεί σωτηριολογικές συνέπειες. Εν όψει μίας τρομακτικά διχαστικής και παραπλανητικής αίρεσης, καλούμεθα να συνομολογήσουμε σήμερα τον Χριστό, όπως έπραξαν οι πρόγονοί μας την εποχή του Αρειανισμού. Η ομολογία της πίστεώς μας, ωστόσο, δεν είναι απλώς στο πρόσωπό του στην Ενσάρκωση, αλλά στο πρόσωπό του στην συνέχεια της Ενσαρκώσεως, στην Εκκλησία. Το να ομολογεί κανείς την πίστη σήμερα σημαίνει να ομολογεί και να διακηρύττει την ενότητα της θείας και ανθρώπινης φύσης του στο Σώμα Του, την Μία και Μόνη Ορθόδοξη Εκκλησία “ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως”».
Η διατριβή είναι σημαντική, γιατί, αφ’ ενός μεν σχολιάζεται ορθοδόξως η απόφαση της Β’ Βατικανής Συνόδου στο θέμα της εκκλησιολογίας και του οικουμενισμού, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι «Ρωμαιοκαθολικοί» αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά, παρά και τις αντιδράσεις μερικών άλλων, αφ’ ετέρου δε γιατί αναγνωρίζουμε και μερικούς Ορθοδόξους οικουμενιστές, Ιεράρχες και θεολόγους, οι οποίοι διαπνέονται από τις ίδιες αντιλήψεις περί εκκλησιολογίας και βαπτισματικής θεολογίας, δηλαδή εκφράζονται «μέ σχεδόν ταυτόσημους όρους με εκείνους στα κείμενα της Β’ Βατικανής Συνόδου και της σύγχρονης ρωμαιοκαθολικής θεολογίας».
Πράγματι, υπάρχουν Ορθόδοξοι Κληρικοί και θεολόγοι οι οποίοι αναλύοντας σχετικούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων για τον τρόπο με τον οποίο δέχονται τους αιρετικούς που επιστρέφουν στην Εκκλησία, μέσα από την προοπτική ότι οι Πατέρες αναγνώριζαν ότι υπάρχουν στοιχεία εκκλησιαστικότητας και έξω από τα όρια της Εκκλησίας, χωρίς να θέλουν να καταλάβουν ότι η οικονομία που μετέρχονται οι Πατέρες για την επιστροφή των αιρετικών και των σχισματικών στην Εκκλησία, δεν σημαίνει ότι αποδέχονται ότι εκτός της Εκκλησίας υπάρχουν μυστήρια. Άλλωστε, και η οικονομία είναι μια σαφέστατη θεολογία.
Τελικά, «η θεωρία της Βαπτισματικής ενότητας, που παρουσιάστηκε στο UR (διάταγμα περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής Συνόδου), είναι ασύμβατη με την εκκλησιολογία των Αγίων Πατέρων». Η διδακτορική αυτή διατριβή πρέπει να διαβασθή προσεκτικά.–
dogma.gr &dogma.gr
http://aktines.blogspot.gr/2014/12/blog-post_28.html