ο π. Α.

Περι προσευχης

«Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει»
(Πράξ. 1,14)

ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ καὶ πανήγυρις σήμερα. Κ᾿ ἐμεῖς καλούμεθα νὰ σπείρουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐλπίζουμε, ὅτι ὁ σπόρος δὲ᾿ θὰ πάῃ ὅλος χαμένος, δὲ᾿ θὰ πέσῃ ὅλος στὰ ἀγκάθια ἢ στὶς πέτρες ἢ στὴν σκληρὰ ὁδό, ἀλλὰ ἕνα μέρος του θὰ καρποφορήσῃ. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ὁμιλοῦμε καὶ σήμερα.
Ἡ ἑβδομὰς αὐτὴ (Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο) ὀνομάζεται Διακαινήσιμος, καὶ σήμερα εἶναι ἡ Δευτέρα τῆς Διακαινησίμου. Γιὰ ποιό λόγο ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ Διακαινήσιμο;Τὴν ὀνομάζει Δια-καινήσιμο, διότι κάτι καινόν, κάτι καινούργιο, δημιουργήθηκε. Μὲ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ ὁ παλαιὸς κόσμος, ποὺ εἶχε πλέον φθαρῆ, καταργεῖται, καὶ ἕνας καινούργιος κόσμος, μιὰ καινούργια τάξις ἐγκαινιάζεται. Ὁ Χριστὸς οὐδέποτε γηράσκει. Παραμένει πάντοτε νέος, καὶ κάνει καὶ τοὺς ἀνθρώπους πάντοτε νέους, καινούργιους ἀνθρώπους. Λένε ὅτι κάτω στὶς Ἰνδίες ὑπάρχει μιὰ λίμνη, ποὺ ὅ,τι πρᾶγμα βαπτίζεις μέσα σ᾿ αὐτήν, λάμπει σὰν χρυσός. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι πραγματικὴ αὐτὴ ἡ λίμνη· γνωρίζω ὅμως, ὅτι πραγματικῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅλα γίνονται λαμπρά, ὅλα χρυσᾶ, ὅλα παίρνουν ἀνεκτίμητη ἀξία.
Διακαινήσιμος λοιπὸν λέγεται ἡ ἑβδομάδα, διότι κατ᾿ αὐτὴν μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάστασι πανηγυρίζουμε τὴ δύναμι ποὺ ἔχει ὁ Χριστὸς νὰ κάνῃ τὰ πάντα καινά, καινούργια.
Θέλω νὰ πῶ λίγα λόγια ἐπάνω στὸν ἀπόστολο ποὺ ἀκούσαμε. Τί λέει ὁ ἀπόστολος;

* * *

Μόλις ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, οἱ μαθηταὶ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στὰ Ἰεροσόλυμα. Ὁπωσδήποτε ἦταν κάπως θλιμμένοι ἀπὸ τὸν ἀποχωρισμό. Ὑπερίσχυε ὅμως ἡ μεγάλη ἐλπίδα, ποὺ ἐνστάλαξε στὴν καρδιά τους ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε νὰ παραμείνουν στὰ Ἰεροσόλυμα γιὰ νὰ λάβουν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Πράγματι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι ἔμειναν στὰ Ἰεροσόλυμα. Μαζί τους ἦταν ἡ Παναγία, οἱ μυροφόρες γυναῖκες καὶ οἱ ἑβδομήκοντα μαθηταί, 120 ἐν ὅλῳ ψυχές. Αὐτοὶ ἦταν ὅσοι ἔμειναν πιστοὶ στὸ Χριστό. Ὅλοι αὐτοὶ ἦταν ὁμόψυχοι. Εἶχαν μαζευτῆ σ᾿ ἕνα ὑπερῷο, μεγάλο χῶρο στὸν ἐπάνω ὄροφο ἑνὸς σπιτιοῦ. Καὶ τί ἔκαναν ἐκεῖ; Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος· προσεύχονταν. «Ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει» (Πράξ. 1,14). Μὲ τὸ παράδειγμά τους μᾶς διδάσκουν κ᾿ ἐμᾶς, ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμεθα.
Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ προσευχή; εἶναι μιὰ μεγάλη δύναμις, ἕνα ἀπαραίτητο μέσον ὅπως εἶναι τὸ τηλέφωνο. Ὅταν θέλῃς νὰ ἐπικοινωνήσῃς μὲ κάποιον δικό σου στὴν Αὐστράλια ἢ στὴν Ἀμερικὴ ἢ στὴ Γερμανία, σηκώνεις τὸ ἀκουστικό, ἀνοίγεις γραμμή, καὶ συνδέεσαι. Κι ὅταν ἀκούσῃς τὴ φωνὴ τοῦ πατέρα σου, τῆς μητέρας σου, τοῦ δικοῦ σου ἀνθρώπου ποὺ εἶναι τόσο μακριά, εὐχαριστεῖσαι. Ἕνα εἶδος λοιπὸν τηλεφωνικῆς ἐπικοινωνίας, ποὺ ἑνώνει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, εἶναι ἡ προσευχή. Δὲν εἶναι αὐτὸ παραμύθι. Ἐὰν εἶναι ἀναγκαῖο καὶ εὐχάριστο ν᾿ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων σου ἀπὸ μιὰ μακρινὴ χώρα, πόσο περισσότερο τὸ νὰ ἐπικοινωνῇς μὲ τὸ Θεό; Ἀλλ᾿ ἐνῷ τηλέφωνο ἔχουν ὅλοι καὶ ἂν τοὺς λείψῃ στενοχωροῦνται, «τηλέφωνο» προσευχῆς δὲν ἔχουν. Ἐνῷ αὐτὸ τὸ «τηλέφωνο» πρέπει νὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ καὶ ἀνεμπόδιστη λειτουργία, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορῇ νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸ Θεό, τὸ δημιουργὸ καὶ σωτῆρα του.
Τί ἔχει ἆραγε νὰ πῇ ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό; ποιό μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ θέμα τῆς «τηλεφωνικῆς» τους συνομιλίας; Ἄλλοτε μέν, ὅταν βλέπῃ τὰ ἔξοχα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν δοξολογῇ, νὰ λέῃ «δόξα σοι, ὁ Θεός». Ὅταν πάλι ἀναλογίζεται τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του, νὰ τὸν εὐχαριστῇ. Κι ὅταν νιώθῃ τὶς ποικίλες ἀνθρώπινες ἀνάγκες, νὰ παρακαλῇ τὸ Θεό. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἄλλοτε δοξολογία, ἄλλοτε εὐχαριστία, καὶ ἄλλοτε δέησις.
Προσεύχονταν καὶ οἱ ἀπόστολοι, ὅπως ἀκούσαμε. Καὶ κατόπιν προσευχῆς ἀνέδειξαν τὸν ἀντικαταστάτη τοῦ Ἰούδα, τὸν ἀπόστολο Ματθία. Προσευχόταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Προσεύχονταν ὅλοι οἱ ἅγιοι· δὲν ὑπάρχει ἅγιος ποὺ δὲν προσευχόταν· ἁγιότης καὶ προσευχὴ εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένα. Προσεύχονταν ὅταν, μικρὰ παιδιά, γνώριζαν πρώτη φορὰ τὸν Κύριο. Προσεύχονταν ὅταν, ἄντρες πλέον, ἔβγαιναν στὴ ζωὴ κ᾿ ἔπιαναν δουλειὰ ἢ πήγαιναν ὡς στρατιῶτες στὸν πόλεμο. Προσεύχονταν ἰδίως ὅταν κατελάμβαναν κάποιο ἀξίωμα τῆς πολιτικῆς ἢ τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας. Προσεύχονταν ἀκόμη περισσότερο οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ὅταν γινόταν διωγμὸς καὶ τοὺς ἔπιαναν, τοὺς ἔδεναν, τοὺς ἔρριχναν στὶς φυλακές, τοὺς δίκαζαν, τοὺς πίεζαν νὰ θυσιάσουν στὰ εδωλα. Θερμότερα ὅμως προσεύχονταν ὅταν τοὺς ὡδηγοῦσαν πλέον στὰ μαρτύρια καὶ στὸ θάνατο· τότε ἔλεγαν τὶς πιὸ δυνατὲς προσευχές. Ὅλο προσευχὴ ἦταν ἡ ζωή τους· καὶ ἡ ὡραιοτέρα προσευχή τους ποιά ἦταν· ὅταν συγχωροῦσαν ὅλους καὶ παρακαλοῦσαν καὶ γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δημίους των· τότε ἐπανελάμβαναν καὶ αὐτοὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου τους· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
Ὅλοι αὐτοὶ μᾶς διδάσκουν, ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμεθα. Λοιπὸν ἐμεῖς προσευχόμεθα; ἰδού τὸ μεγάλο ἐρώτημα. Δυστυχῶς σ᾿ ἐμᾶς ἡ προσευχὴ ἔχει παραμεληθῆ, ἔχει ἀτονήσει, ἔχει ἐξασθενήσει, ἔχει γίνει νεκρά. Πέρα ἀπὸ κανένα σταυρὸ ποὺ κάνουμε, δὲν αἰσθανόμεθα τὴν ἀνάγκη τακτικῆς προσευχῆς πού, κατὰ τὴ γνώμη ἑνὸς μεγάλου φιλοσόφου τῆς νεωτέρας ἐποχῆς, εἶναι ἡ μεγαλύτερη δύναμι στὸν κόσμο. Δὲν προσευχόμεθα. Ξημερώνει ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα; προσευχὴ δὲν κάνουμε. Πᾶμε στὴν ἐργασία; προσευχὴ δὲν κάνουμε. Γυρίζουμε ἀπὸ τὴν ἐργασία; προσευχὴ δὲν κάνουμε. Καθόμαστε στὸ τραπέζι; προσευχὴ δὲν κάνουμε. Νυχτώνει; προσευχὴ δὲν κάνουμε. Πᾶμε γιὰ ὕπνο; προσευχὴ δὲν κάνουμε. Χτυπάει ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή; δὲν πατοῦμε στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦμε. Μόνο τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα, τέτοιες μεγάλες γιορτές, γεμίζει ἡ ἐκκλησία. Τὸν ἄλλο χρόνο ξέρετε πῶς ζοῦμε; σὰν τὰ ζῷα· διότι ἄνθρωπος χωρὶς προσευχὴ δὲν ὀνομάζεται ἄνθρωπος. Αὐτὸ εἶναι μία μεγάλη ἔλλειψις.
Καὶ νά ᾿ταν μόνο αὐτό; Ὄχι μόνο δὲν προσευχόμεθα, ἀλλὰ φαινόμεθα καὶ ἀχάριστοι. Διότι πολλοὶ ἀνοίγουν τὸ βρωμερό τους στόμα καὶ βλαστημοῦν τὴν Παναγία, τὸ Χριστό, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, τὰ καντήλια, τὰ πάντα· δὲν ἀφήνουν τίποτα ὄρθιο. Τὴ μπουκιὰ ἔχουμε μέσ᾿ στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε!

* * *

Τί θὰ γίνῃ; Ἐμένα ρωτᾶτε, τὸν ἁμαρτωλὸ ἐπίσκοπο Φλωρίνης; Δὲ᾿ διαβάζετε τὴν Ἀποκάλυψι; Καμμιὰ νύχτα ―ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ― θὰ γίνῃ κανένας σεισμὸς καὶ δὲ᾿ θὰ μείνῃ ὄρθιο σπίτι. Δὲ᾿ θὰ μείνῃ ἀτιμώρητη αὐτὴ ἡ ἀσέβεια. Δὲ᾿ θὰ μείνῃ ἀτιμώρητη ἡ ἀπιστία, ἡ περιφρόνησις, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ βλασφημία τῶν θείων, οἱ ἐκτρώσεις, τὰ διαζύγια, ἡ ἀδικία, ἡ ἐκμετάλλευσι τῶν ἀδυνάτων…
Χθὲς ἦταν μεγάλη ἑορτή. Ποιός θυμήθηκε τὸ Θεό; Ποιός εἶπε στὸ σπίτι, Ἐλᾶτε βρὲ παιδιὰ νὰ ποῦμε τί ἑορτάζουμε σήμερα; Σὲ ποιό τραπέζι ἔψαλαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Σὲ ποιό σπίτι ἔκαναν τὸ βράδυ μιὰ προσευχή;… Τίποτα. Ἂν σὲ μιὰ πόλι ἀκούγωνται δέκα ἑκατομμύρια λέξεις τὴν ἡμέρα ―ἂν ὑπῆρχε μηχάνημα νὰ τὶς μετράῃ―, ἀμφιβάλλω μέσα σ᾿ αὐτὲς ἂν ἀκούστηκε ἡ λέξι Χριστός. Πουθενά· τίποτε ἀπολύτως. Ἤ, ἂν ἀκούστηκε, θ᾿ ἀκούστηκε ὡς βλασφημία. Αὐτὸ εἶναι πολὺ θλιβερό.
Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ σήμερα, ποὺ ἀκούσαμε στὴν ἐξήγησι τοῦ ἀποστόλου πῶς προσεύχονταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, παρακαλῶ νὰ συνηθίσουμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ προσευχώμεθα. Μανάδες ποὺ μὲ ἀκοῦτε, πατεράδες ποὺ μὲ ἀκοῦτε, τὸ ὡραιότερο ποὺ ἔχετε νὰ κάνετε εἶναι ν᾿ ἀγοράσετε μία Σύνοψι ἢ ἕνα Συνέκδημο, καὶ κάθε βράδυ, ὅταν ὁ Θεὸς φέρνῃ τὴ νύχτα, νὰ προσεύχεσθε. Μάθετε καὶ τὰ παιδιὰ νὰ προσεύχωνται μαζί σας. Πίστεψέ με, ἐσὺ θὰ πεθάνῃς, μὰ τὸ παιδί σου ποτέ δὲ᾿ θὰ τὰ ξεχάσῃ αὐτά. Πολλὰ ἄλλα θὰ ξεχάσῃ, ἀλλὰ δὲ᾿ θὰ ξεχάσῃ ποτέ ὅτι προσευχόταν μαζὶ μὲ τὴ μητέρα καὶ τὸν πατέρα του.
Προσεύχεσθε λοιπόν, ὥστε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ σ᾿ ἐμᾶς· «Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει» (Πράξ. 1,14).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης, Δευτέρα τῆς διακαινησίμου 1-5-1978)

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=46768