Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
 
Κατά Ιωάννην, κεφ. Δ΄, εδάφια 5-42
 
5 Ἒρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· 6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.
 
7 Ἒρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν. 8 Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. 9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις. 10 Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; 12 Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; 13 Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· 14 ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
 
15 Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. 16 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. 17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· 18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. 19 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. 20 Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. 21 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. 22 Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν. 23 Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. 24 Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. 25 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. 26 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
 
27 Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; 28 ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· 29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 30 ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.

 
31 ᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. 32 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 33 ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; 34 Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. 35 Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. 36 Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. 37 Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. 38 Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
 
39 ᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. 40 Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. 41 Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
 
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
 
5 Έρχεται λοιπόν σε κάποια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, η οποία ήταν κοντά στην περιοχή που είχε δώσει ο Ιακώβ στον γιο του, τον Ιωσήφ. 6 Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι.
 
7 Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της είπε: «Δώσ’ μου να πιω». 8 Και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές Του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα. 9 Του λέει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτιδα: «Πώς εσύ, που είσαι Ιουδαίος, καταδέχεσαι και ζητάς να πιεις νερό από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτιδα;». Και έκανε η γυναίκα την ερώτηση αυτή, διότι οι Ιουδαίοι μισούσαν τους Σαμαρείτες και δεν είχαν σχέσεις μαζί τους. 10 Ο Ιησούς της απάντησε: «Εάν γνώριζες τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους, και Ποιος είναι Εκείνος που σου λέει τώρα: ‘’Δώσ’ μου να πιω’’, εσύ θα Του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό τρεχούμενο, που δεν στερεύει ποτέ. Θα σου έδινε Αυτός τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία σαν πνευματικό νερό καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεί και ζωοποιεί τις ψυχές, χωρίς να στερεύει ποτέ». 11 Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, ασφαλώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγάδι αυτό· διότι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπορούσες να βγάλεις από εδώ νερό, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό; 12 Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε;». 13 Της αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: «Βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. 14 Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω, θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια»’.
 
15 Του λέει τότε η γυναίκα: «Κύριε, δώσ’ μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υποβάλλομαι σε τόσο κόπο να έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό από το πηγάδι». 16 Της λέει ο Ιησούς: «Εφόσον το νερό αυτό δεν το θέλεις μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για εκείνους με τους οποίους συζείς, πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζί με αυτόν, ώστε κι εκείνος να δεχθεί μαζί σου τη δωρεά αυτή»’. 17 Του αποκρίθηκε τότε η γυναίκα: «Δεν έχω άνδρα». Της λέει ο Ιησούς: «Καλά είπες: ‘’Δεν έχω άνδρα’’· 18 διότι έχεις λάβει πέντε άνδρες, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Και τώρα με αυτόν που ζεις, είσαι συνδεδεμένη κρυφά, και γι’ αυτό δεν είναι άνδρας σου. Αυτό το είπες αλήθεια».
 
19 Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, καταλαβαίνω ότι εσύ είσαι προφήτης· διότι μου είπες κάποια μυστικά της ζωής μου, ενώ δεν με έχεις συναντήσει άλλη φορά, αλλά μόλις σήμερα με βλέπεις για πρώτη φορά. Σε παρακαλώ, λοιπόν, να με διαφωτίσεις πάνω στο παρακάτω σπουδαίο ζήτημα: 20Οι πατέρες μας προσκύνησαν και λάτρευσαν τον Θεό στο όρος αυτό το Γαριζείν, ενώ εσείς οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει να λατρεύουμε τον Θεό. Εσύ λοιπόν ως προφήτης τι λες γι’ αυτό;». 21 Της λέει ο Ιησούς: «Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι γρήγορα έρχεται ο καιρός που ούτε σε αυτό το βουνό το Γαριζείν μόνο, ούτε στα Ιεροσόλυμα αποκλειστικά θα λατρεύσετε τον ουράνιο Πατέρα. 22 Εσείς οι Σαμαρείτες απορρίψατε τα βιβλία των προφητών και προσκυνάτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή και πλήρη γνώση. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί τον γνώρισαν και τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό. 23 Πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά˙ δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας· διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που Τον λατρεύουν. 24 Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Και εκείνοι που Τον λατρεύουν πρέπει να Τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που Του αρμόζει». 25 Του λέει η γυναίκα: «Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, όνομα που μεταφράζεται με τη λέξη Χριστός. Όταν έλθει Eκείνος, θα μας τα διδάξει όλα». 26 Της λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι ο Μεσσίας, εγώ που τη στιγμή αυτή σου μιλάω»’.
 
27 Και τη στιγμή αυτή ακριβώς ήλθαν οι μαθητές Του και απόρησαν που ο διδάσκαλος μιλούσε δημοσίως με γυναίκα, κάτι που απαγορευόταν από τις παραδόσεις των ραβίνων. Κανείς όμως δεν Του είπε: «Τι ζητάς να σου κάνει η γυναίκα αυτή, ή για ποιο θέμα μιλάς μαζί της;». 28 Στο μεταξύ η γυναίκα, γεμάτη συγκίνηση ύστερα απ’ αυτά που άκουσε, άφησε τη στάμνα της στο πηγάδι και πήγε τρέχοντας στην πόλη και άρχισε να λέει στους ανθρώπους: 29 «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακόμη τα μυστικά και προσωπικά στοιχεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;». 30 Βγήκαν λοιπόν από την πόλη οι Σαμαρείτες και άρχισαν να έρχονται προς Αυτόν.
 
31 Στο μεταξύ όμως, μέχρι να ειδοποιηθούν οι Σαμαρείτες και να έλθουν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή ο Κύριος είχε απορροφηθεί απ’ το πνευματικό Του έργο και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για φαγητό, Τον παρακαλούσαν οι μαθητές και Του έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε κάτι». 32 Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω φαγητό να φάω που εσείς δεν το ξέρετε». 33 Επειδή, λοιπόν, δεν κατάλαβαν οι μαθητές τη σημασία των λόγων αυτών του Κυρίου, έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως την ώρα που λείπαμε, του έφερε κανείς άλλος φαγητό κι έφαγε;». 34 Τους λέει ο Ιησούς: «Δικό μου φαγητό, που με χορταίνει και με τρέφει, είναι να κάνω πάντοτε το θέλημα Εκείνου που με απέστειλε στον κόσμο και να ολοκληρώσω το έργο Του, το οποίο είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Και το θερμό ενδιαφέρον μου για το έργο αυτό με απορρόφησε ολόκληρο τώρα που πρόκειται να έλθουν εδώ οι Σαμαρείτες, και μου έκοψε κάθε όρεξη που προέρχεται από τη φυσική πείνα. 35 Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πειστείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφθασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θερισθούν. Έτσι και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχθούν τη σωτηρία.36 Κι εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφθεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή. Κι έτσι, στην πνευματική σπορά που γίνεται τώρα, χαίρομαι κι Εγώ που σπέρνω μαζί με σας που θα θερίσετε· 37 διότι στη δική μας περίπτωση εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, ότι άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει. Έσπειρα εγώ και θα θερίσετε εσείς, όπως και μελλοντικά θα σπέρνετε εσείς και θα θερίζουν οι διάδοχοί σας. 38 Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστειλα για να θερίζετε καρπό για τον οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει για να σπαρεί. Άλλοι, δηλαδή εγώ και οι προφήτες πριν από μένα, έχουν κοπιάσει κι έχουν σπείρει, κι εσείς έχετε μπει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε».
 
39 Από την πόλη εκείνη Συχάρ πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σε Αυτόν ότι ήταν ο Μεσσίας, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει, κι αυτά ακόμη τα μυστικά μου, τα οποία δεν ήξεραν ούτε εκείνοι με τους οποίους συζώ και με γνωρίζουν από πολύ καιρό». 40 Όταν λοιπόν ήλθαν κοντά Του οι Σαμαρείτες, Τον παρακαλούσαν να μείνει για πάντα μαζί τους. Κι έμεινε εκεί δύο ημέρες. 41 Και από τη διδασκαλία που τους έκανε τις δύο ημέρες πίστεψαν πολύ περισσότεροι από εκείνους που ήλθαν στο πηγάδι και Τον παρακάλεσαν να μείνει στην πόλη τους. 42 Και στη γυναίκα έλεγαν ότι «Δεν πιστεύουμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ· διότι εμείς οι ίδιοι Τον έχουμε τώρα ακούσει και γνωρίζουμε πλέον ότι Αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας όλου του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Χριστός».