Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
 
ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
 
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο ΙΔ΄, εδάφια 1-12
 
1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν ῾Ηρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν ᾿Ιησοῦ. 2 Καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν ᾿Ιωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. 3 Ὁ γὰρ ῾Ηρῴδης κρατήσας τὸν ᾿Ιωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ ῾Ηρωδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. 4 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ ᾿Ιωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. 5 Kαὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. 6 Γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ ῾Ηρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς ῾Ηρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ ῾Ηρῴδη· 7 ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. 8 Ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 9 Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι, 10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν ᾿Ιωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. 11 Καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. 12 Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ ᾿Ἰησοῦ.
 
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
 
1 Εκείνον τον καιρό άκουσε ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας, την φήμη του Ιησού 2 και είπε στους αυλικούς του: «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής˙ αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς με νέα αποστολή από τον Θεό. Και γι’ αυτό οι υπερφυσικές δυνάμεις ενεργούν μέσα απ’ αυτόν».3 Και το είπε αυτό ο Ηρώδης για τον Ιωάννη, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς, διότι ο Ηρώδης τον είχε θανατώσει. Αφού δηλαδή συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έβαλε στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, η οποία ήταν σύζυγος του Φιλίππου, του αδελφού του, και συζούσε τώρα με τον Ηρώδη. 4 Διότι του έλεγε ο Ιωάννης: «Δεν σου επιτρέπεται από τον νόμο του Θεού να την έχεις σύζυγο». 5 Και ενώ αρχικά, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε τα πλήθη του λαού, διότι τον θεωρούσαν και τον σέβονταν ως προφήτη. 6 Την ημέρα όμως που ο Ηρώδης γιόρταζε τα γενέθλιά του, η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε στο μέσο αυτών που ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι· και ο χορός της άρεσε στον Ηρώδη. 7 Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει καθετί που θα ζητούσε. 8 Αυτή όμως, καθοδηγημένη από τη μητέρα της, είπε: «Δώσε μου εδώ πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». 9 Και ο βασιλιάς λυπήθηκε˙ για τους όρκους όμως και για εκείνους που κάθονταν μαζί εκεί στο τραπέζι, στους οποίους ήταν εκτεθειμένος, δεν ήθελε να δείξει ότι αθετούσε τον λόγο του και τον όρκο του. Γι’ αυτό έδωσε διαταγή να της δοθεί το κεφάλι του Ιωάννη. 10 Και αφού έστειλε δήμιο, αποκεφάλισε τον Ιωάννη στην φυλακή. 11 Και έφεραν το κεφάλι του πάνω σε ένα πιάτο και το έδωσαν στο κορίτσι, κι εκείνο το έφερε στην μητέρα του. 12 Τότε οι μαθητές του Ιωάννη πήγαν στη φυλακή και σήκωσαν το σώμα του και το έθαψαν. Και μετά την ταφή ήλθαν και ανήγγειλαν στον Ιησού το γεγονός.