τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

 Οἱ εὐρωεκλογές καί οἱ αὐτοδιοικητικές ἐκλογές μονοπώλησαν τόν τελευταῖο καιρό τό ἐνδιαφέρον τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων πολιτῶν, ὄχι βέβαια μέ τήν θέρμη παλαιοτέρων ἐποχῶν. Ὡς συνήθως ἄνοιξαν τά τηλεοπτικά παράθυρα καί φιλοξένησαν ὑποψηφίους, πού διαφήμισαν τίς ἀπόψεις τους προκειμένου νά προσελκύσουν ψηφοφόρους.

Ἀκούστηκαν πολλά. Ἀπό τά πολλά ἐπιλέγουμε νά σχολιάσουμε μιά παρατήρηση, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν συχνά, ἄλλοτε μέ εἰλικρίνεια καί ἄλλοτε ὡς ὑπεκφυγή, διότι μέσα ἀπό αὐτήν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά μερικά οὐσιώδη θέματα πού σχετίζονται μέ τήν πίστη τῶν Εὐρωπαίων, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, σταδιακά γίνεται καί πίστη τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.

Συχνά ἀκουγόταν ἡ παρατήρηση: Ἔχουμε εὐρωεκλογές καί δέν ἀσχολούμαστε μέ εὐρωπαϊκά θέματα. Δέν μιλᾶμε γιά τό ποιά Εὐρώπη θέλουμε. Δέν μιλοῦμε γιά τό πῶς εἶναι τώρα ἡ Εὐρώπη καί σέ τί πρέπει νά ἀλλάξη. Αὐτή ἦταν μιά πολύ σωστή παρατήρηση, ἡ ὁποία ὅμως ἐξαντλοῦσε συνήθως πολύ γρήγορα ὅλη τήν ἔντασή της μόνο στά οἰκονομικά θέματα, στόν «μερκελισμό», τήν «Εὐρώπη τῶν τραπεζιτῶν», χωρίς νά περνᾶ στίς πνευματικές ἀφετηρίες τῶν σύγχρονων προβλημάτων, χωρίς νά ἀκουμπᾶ τά νιτσεϊκά θεμέλια τῆς «γερμανικῆς Εὐρώπης» ἤ τά προτεσταντικά καί οὐμανιστικά θεμέλια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Φιλελευθερισμοῦ, τοῦ ὁποίου μιά πτυχή μόνον ἀποτελεῖ ὁ οἰκονομικός Φιλελευθερισμός.Φεύγοντας ἔξω ἀπό τήν συνήθη τηλεοπτική θεματολογία, πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἕνα σημαντικό ἐρώτημα, μέ πνευματικό περιεχόμενο καί κοινωνικές ἐπιπτώσεις, εἶναι τό ποιά ἄποψη ἐπικρατεῖ σήμερα στήν Εὐρώπη γιά τόν ἄνθρωπο, τήν κοινωνία του καί τόν Θεό; Τό ἐρώτημα αὐτό, οὐσιῶδες μέ πολλά κεφάλαια καί ὑποκεφάλαια, ἀκούγεται στούς πολλούς ὡς ἕνα μεταφυσικό ἐρώτημα, ἄσχετο μέ τήν ἁπτή ὑλική πραγματικότητα, ἡ συζήτηση τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ὅτι δέν ἔχει νά προσφέρη τίποτε τό οὐσιαστικό στήν ἐπίλυση τῶν πιεστικῶν βιοτικῶν προβλημάτων.

Ὁ Θεός, ἡ πίστη, οἱ «θρησκευτικές πεποιθήσεις», τό θεολογικό νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, θεωροῦνται ἀπό τούς πολλούς ὡς ἕνα νεφελῶδες ἀντικείμενο τοῦ συναισθήματος, τό ὁποῖο σχηματοποιεῖται ἀπό τήν φαντασία ὡς ψυχολογικό στήριγμα γιά ἀνεξέλικτους ἤ φοβισμένους ἀνθρώπους, πού τό ἔχουν ἀνάγκη. Ὡς τέτοιο στήριγμα, αὐτῶν τῶν «ἰδιαίτερων» ἀνθρώπων, γίνονται ὅλα τά παραπάνω σεβαστά, ὅπως ἡ ἀναπηρία ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἰδιαιτερότητα.

Ὅμως, ἡ ἀπάντηση αὐτοῦ τοῦ θεμελιακοῦ ἐρωτήματος, ἀφ’ ἑνός μέν δίνει τά ἑρμηνευτικά κλειδιά πού μᾶς ἐπιτρέπουν νά καταλάβουμε γιατί λειτουργεῖ, ὅπως λειτουργεῖ, σήμερα ἡ Εὐρώπη, ἀφ’ ἑτέρου δέ μπορεῖ νά δώση ἀφορμές νά συζητηθοῦν σέ ἐθνικό, ἀλλά καί εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο θέματα πού ἀφοροῦν τήν λειτουργία τῶν πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν θεσμῶν σέ ἄμεση σχέση μέ τούς προσανατολισμούς πού εἶναι ἀναγκαῖο νά προσφέρονται στούς νέους ἀνθρώπους, ἀλλά καί τίς προοπτικές πού πρέπει νά ἀνοίγονται γενικά στήν ζωή τῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά περιορίζεται στόν ἀσφυκτικά στενό ὁρίζοντα τῆς οἰκονομίας τοῦ χρήματος.

Στοιχεῖα μιᾶς ἀπάντησης στό ἐρώτημα γιά τήν ἄποψη πού ἐπικρατεῖ στήν Εὐρώπη γιά τόν ἄνθρωπο, τήν κοινωνία του καί τόν Θεό, θά σταχυολογήσουμε ἀπό ἕνα κείμενο τοῦ π. Σεραφείμ Ρόουζ, πού ἀναφέρεται στόν Φιλελευθερισμό καί τόν ὁποῖο βλέπει ὡς προστάδιο τοῦ μηδενισμοῦ, ὡς «παθητικό μηδενισμό». Δέν γράφηκε εἰδικά γιά τήν Εὐρώπη, ὅμως ἀναφέρει στοιχεῖα πού βρίσκονται στήν πνευματική ὑποδομή της, διότι ὁ Φιλελευθερισμός ὡς στάση ζωῆς, κοσμοαντίληψη ἤ καί θεολογία, ἔχει ἐμποτίσει ὅλο τό εὐρωπαϊκό πολιτικό ὑπόστρωμα.

Καί πρῶτα ἄς δοῦμε τήν στάση του ἀπέναντι στήν ἀλήθεια:  «Δέν πρόκειται γιά στάση ἐχθρική, οὔτε κἄν ἐσκεμμένης ἀδιαφορίας». Οἱ πιστοί ἀπολογητές τοῦ Φιλελευθερισμοῦ «ἔχουν ἀναμφισβήτητα ἰδιοφυῆ ἄποψη σχετικῶς μέ αὐτό πού θεωροῦν ἀλήθεια. Εἶναι περισσότερο μία στάση στήν ὁποία ἡ ἀλήθεια δέν καταλαμβάνει τό κέντρο τῆς προσοχῆς…. Ἡ ἀλήθεια τήν ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι πιστεύει ὁ φιλελευθερισμός (ἐκτός, φυσικά, ἀπό τά ἐπιστημονικά δεδομένα), εἶναι ἄχρηστο καί ἄκαρπο ἐναπομεῖναν κεφάλαιο τοῦ παρελθόντος». Στήν πραγματικότητα δέν τόν ἐνδιαφέρει.

Μέ ἄλλα λόγια, κατά τήν φιλελεύθερη ἀντίληψη ἡ ἀλήθεια δέν μᾶς χρειάζεται. Δέν χρειάζεται νά ξέρουμε, οὔτε νά ἐρευνοῦμε τήν ἀλήθεια γιά τήν ὕπαρξή μας, τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί τόν κόσμο Του, τήν ἀλήθεια γιά τήν ἱστορία μας. Ὅλες οἱ ἀπόψεις, ὅλες οἱ αἱρέσεις εἶναι ἀποδεκτές, ἄλλωστε δέν ἔχουν καί πολλή σημασία. Ἔτσι, τό συμφέρον μπορεῖ νά ἐπιβάλη τήν «ἀλήθεια» του, (τήν οἰκονομική ἤ τήν ἱστορική), ἡ ἀφύσικη ἐπιθυμία ἐπίσης τήν δική της. Ἔχει ληφθῆ ἄλλωστε καί μέριμνα, ὥστε ὅλες αὐτές οἱ «ἀλήθειες» νά εἶναι σεβαστές καί ἰσότιμες μέσα στήν Χάρτα τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Παρά ταῦτα «ὁ Φιλελεύθερος, τουλάχιστον σέ ἐπίσημες ἐκδηλώσεις, μιλᾶ γιά “αἰώνιες ἀλήθειες”, “πίστη”, “ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια”, “ὑψηλή κλήση” καί “ἄσβεστο πνεῦμα” τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη καί γιά “Χριστιανικό πολιτισμό”. Εἶναι ὅμως φανερό ὅτι αὐτές οἱ λέξεις δέν σημαίνουν πλέον ὅ,τι παλαιότερα. Δέν ὑπάρχει Φιλελεύθερος πού νά τίς ἀντιλαμβάνεται μέ σοβαρότητα. Πρόκειται, στήν πραγματικότητα, γιά μεταφορές, στολίδια τῆς γλώσσας, πού στοχεύουν στήν πρόκληση συναισθηματικῆς καί ὄχι διανοητικῆς ἀπάντησης».

Ἄν σέ ὅλες τίς ἐποχές ἦταν ἀπαραίτητο γιά τήν διεξαγωγή μιᾶς συζήτησης νά διασαφηνίζονται οἱ σημασίες τῶν λέξεων, αὐτό ἰσχύει πολύ περισσότερο στήν ἐποχή μας. Ὅταν, λοιπόν, ἀκοῦμε νά γίνεται λόγος γιά «αἰώνιες ἀλήθειες», «πίστη», «ὑψηλή κλήση» κ.λπ. νά μήν ἐνθουσιαζόμαστε ἀμέσως, γιατί μπορεῖ αὐτά νά εἶναι ἁπλῶς «στολίδια τῆς γλώσσας», χωρίς κανένα περιεχόμενο.

Μέσα σέ αὐτήν τήν νοοτροπία ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν, θεωροῦνται ὅτι δέν ἀνταποκρίνονται στίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς. Ἡ σύγχρονη νοοτροπία δέν μπορεῖ νά ἀνεχθῆ τόν σαρκωμένο Θεό τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καί ἐμπειρίας. «Ἕνας “νέος θεός” ἀναζητεῖται ἀπό τό σύγχρονο ἄνθρωπο, ἕνας θεός φτιαγμένος ἐγγύτερα πρός τό σχῆμα τῶν σύγχρονων κεντρικῶν ἀναγκῶν, ὅπως ἡ ἐπιστήμη καί ἡ ἐργασία… Ὁ νέος θεός δέν εἶναι Ὄν ἀλλά ἰδέα, δέν ἀποκαλύπτεται μέσα στήν πίστη καί τήν ταπείνωση, ἀλλά κατασκευάζεται ἀπό ὑπερήφανα μυαλά πού αἰσθάνονται ἀκόμη τήν ἀνάγκη γιά “ἐξήγηση” μετά τήν ἀπώλεια τοῦ πόθου γιά σωτηρία. Αὐτός εἶναι ὁ νεκρός θεός τῶν φιλοσόφων πού ἀποζητοῦν μόνον μιά “πρωταρχική αἰτία” γιά νά συμπληρώσουν τά συστήματά τους…, πού ἐφευρίσκουν ἕναν θεό διότι τόν “χρειάζονται” καί στή συνέχεια σκέπτονται νά τόν “χρησιμοποιήσουν” κατά βούληση».

Ὁ θεός τοῦ φιλελεύθερου πνεύματος εἶναι ἐπινόηση. Ἐπινοεῖται γιά νά κλείση κάποια συστήματα σκέψης μέ μιά πρωταρχική αἰτία, ἀλλά καί γιά νά χρησιμοποιηθῆ ὡς ἐγγυητής, γιά παράδειγμα, τοῦ ὅρκου, ἀλλά καί ὡς αἰτία ἑορτῶν καί πανηγύρεων.

Ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ἡ στάση ἀπέναντι στόν θάνατο, τήν Κόλαση καί τόν Παράδεισο. Ὁ θάνατος, σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψη τῶν Φιλελευθέρων καί τῶν Μηδενιστῶν, ταυτίζεται μέ τήν ἐξαφάνιση τοῦ ἀτόμου. Αὐτό ὅμως ἔχει ὡς συνέπεια «αὐτός ὁ κόσμος καί κάθε τι —ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἱερότητα, ὅλα— [νά] ταυτίζονται μέ τό μηδέν. Ὁτιδήποτε καί ἄν κάνει ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐσχατολογικές συνέπειες». Ὁπότε ὅλα ἐπιτρέπονται, ὅλα εἶναι νόμιμα. Ἰσχύει αὐτό πού προανήγγειλε ὁ Νίτσε: «κάθε τι πού πρωτύτερα ἐθεωρεῖτο ἀνίερο, ἀπαγορευμένο, ἀνάξιο λόγου καί θανατηφόρο» τώρα γίνεται δεκτό ὡς «χαριτωμένη πραγματικότητα». Ἡ βαρβαρότητα, ὁ ρατσισμός, ἡ συντριβή τῶν ἀδυνάτων εἶναι «λουλούδια [πού] ἀναδύονται πάνω στά πλέον χαριτωμένα μονοπάτια τῆς [νιτσεϊκῆς] ἀλήθειας».

Γιά νά βγοῦν ὅμως ἀπό τόν κατήφορο πρός τήν ἀγριότητα καί τήν ἀπανθρωπιά, ὅσοι ἀσπάζονται τίς παραπάνω θέσεις τοῦ Φιλελευθερισμοῦ, ἰσχυρίζονται ὅτι «δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πίστη στόν Παράδεισο ἤ τήν Κόλαση προκειμένου νά διάγει [κανείς] “καλόν βίο” σέ αὐτόν τόν κόσμο». Καί χωρίς νά ὑπάρχη ἀθανασία «κάποιος μπορεῖ νά διάγει πολιτισμένο βίο».

Σέ αὐτό τό τελευταῖο στοιχεῖο ἑστιάζεται στίς μέρες μας ὅλη ἡ ἀπολογητική τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ὅμως, δέν ἀρκεῖ ὁ «πολιτισμένος βίος» γιά νά γεννηθῆ μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ ἀγάπη γιά ὅλον τόν κόσμο καί ὄχι ἁπλῶς ὁ σεβασμός. Ὁ «σεβασμός» ἄλλωστε μπορεῖ νά συνυπάρχη μέ ψυχρότητα ἤ καί ἀδιαφορία. Ἡ ἀγάπη πού νικᾶ τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης καί σταυρώνεται γιά τόν κόσμο ἔχει ἄλλη προέλευση. Φυσική πηγή της εἶναι ὁ Θεός πού ἀποκαλύφθηκε ὡς ἀγάπη. Ἐκτός τούτου δέν ἀρκεῖ αὐτός ὁ πολιτισμός γιά νά ξεδιψάση τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ δέν τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα νά ἀπολαύση, μέ τήν ἐνεργοποιήση τῶν πνευματικῶν του αἰσθήσεων, τήν σοφία καί τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.

Στήν Εὐρώπη τοῦ «παθητικοῦ μηδενισμοῦ» ὅλα εἶναι ἐλεύθερα: ἡ ἀλήθεια καί ἡ πλάνη, τό φυσικό καί τό ἀφύσικο, ὁ ἀθεϊσμός, οἱ αἱρέσεις καί ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός. Αὐτός εἶναι ὁ χῶρος μας. Σέ αὐτόν ὀφείλουμε νά ἀναζωπυρώνουμε συνεχῶς τό χάρισμα τοῦ ὀρθοδόξου Βαπτίσματος καί Χρίσματος πού λάβαμε.

         (Πηγή: parembasis.gr)

http://www.alopsis.gr/alopsis/europh.htm