ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
Ὁ στόχος, ὁ σκοπός, ἀλλά καί ἡ αἰτία – ἀφορμή ὅλων ὅσων πράττουμε μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι «τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος»[1].
Αὐτή ἡ Βιβλική ἀλήθεια εἶναι ὁλοφάνερη στή Φιλοκαλία.
«Πρέπει ὁ Μοναχός», διδάσκει ὁ ἄγιος Θεόδωρος Ἐδέσσης, «νά ἀγαπᾷ τόν Θεό, μέ ὅλη τήν καρδία καί μέ ὅλο του τόν νοῦ[2]. Ὡς δέ δοῦλος, νά εὐλαβῆται καί νά ὑπακούῃ σ’ Αὐτόν, καί μέ φόβο καί τρόμο νά ἐργάζεται τίς ἐντολές Του[3]· νά φλέγεται ὡς πρός τό πνεῦμα [του][4], νά εἶναι ἐνδεδυμένος τήν πανοπλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[5] καί νά ἐπιτύχῃ τήν ἀπόλαυσι τῆς αἰωνίου ζωῆς, καί νά πράττῃ ὅλες τίς ἐντολές ἀνελλιπῶς, καί νά ἔχῃ νῆψι καί νά φυλάσσῃ τήν καρδία [του] ἀπό πονηρούς λογισμούς, καί νά ἐπιτελῇ μέ ἀγαθά νοήματα ἀδιάλειπτη τήν μελέτη τοῦ Θεοῦ, καί νά ἐξετάζῃ καθημερινά τόν ἑαυτό του σχετικά μέ τούς πονηρούς λογισμούς καί πράξεις, ὥστε νά ἀναπληρώνῃ τίς ἐλλείψεις. Νά μήν ὑπερηφανεύεται γιά τά κατορθώματα, ἀλλά νά ὀνομάζῃ τόν ἑαυτό του ἄχρηστο δοῦλο[6]· καί ὅτι πολύ ὑστερεῖ στήν ἐκπλήρωσι ἐκείνων, τά ὁποῖα ὀφείλει· νά εἶναι εὐγνώμων στόν Ἅγιο Θεό καί νά ἀναγνωρίζῃ σ’ Ἐκεῖνον τήν χάρι τῶν κατορθωμάτων, χωρίς τίποτα νά κάνῃ ἀπό κενοδοξία ἤ ἀνθρωπαρέσκεια, ἀλλά ὅλα νά τά πράττῃ κρυφά καί μόνο νά ἐπιζητῇ ἀπό τόν Θεό τόν ἔπαινο[7]. Πρίν ἀπ’ ὅλα δέ καί πάνω ἀπ’ ὅλα, νά ἔχῃ ὀχυρώσει ἀπό παντοῦ τήν ψυχή [του] μέ τήν ὀρθόδοξη πίστι, σύμφωνα μέ τά θεῖα δόγματα τῆς [Μίας Ἁγίας] Καθολικῆς Ἐκκλησίας, [ὅπως ἐξεφράσθηκαν] ἀπό τούς θεοκήρυκες Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες. Γιά ἐκείνους, βέβαια, πού πολιτεύονται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, [ὑπάρχει] πολλή ἀνταπόδοσι, ἀτελεύτητος ζωή, διαμονή ἀκατάλυτη κοντά στόν Πατέρα καί στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, στήν Ὁμοούσιο καί Τρισυπόστατη Θεότητα»[8].
Ἀναλύοντας τό κείμενο παρατηροῦμε τήν πλήρη συμφωνία του μέ τίς κύριες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό, τῆς ἀκενοδοξίας, τῆς κρυπτῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακή καί ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ὀρθῆς-ὀρθόδοξης πίστεως ὡς ἀπαραίτητου στοιχείου τοῦ ἀληθινοῦ μοναχοῦ. Ἡ ὀρθή πίστη εἶναι ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τήν ὀρθή ζωή.
Οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες δέν χαράζουν μία δική τους πνευματική ὁδό, ἤ μία νέα ἐκκλησιολογία-σωτηριολογία, οὔτε κινοῦνται στήν περιοχή τῆς φιλοσοφικῆς αὐτονομημένης ἀνθρωποκεντρικῆς ἠθικῆς, ἀλλά ἔχουν ὡς κέντρο καί πρότυπο τόν Θεάνθρωπο. Ὁπωσδήποτε δέν ἔχουν νεοπλατωνικά ἤ οὐμανιστικά πρότυπα, οὔτε εἶναι ἠθικιστές φιλόσοφοι ἤ στοχαστές. Ἀντίθετα συμπλέουν ἀπόλυτα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι «ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν»[9]. Ἔτσι διδάσκουν ἀλάθητα τόν τρόπο ἔνταξης καί παραμονῆς στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία καθώς καί τήν ὁδό τῆς σωτηρίας σέ ὅλους μοναχούς καί λαϊκούς.
Ἡ πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία βιοῦται ἐπιτυχημένα, ὅταν ἔχει ὡς κέντρο τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Μέ τήν διαρκή ἀναφορά καί πλήρη πεποίθηση στόν Κύριο καί τήν βοήθειά Του, ὁ νοῦς κρατύνεται καί καταδιώκει εὔκολα τούς νοητούς ἐχθρούς. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔχει αὐτοπεποίθηση, τότε κατασυντρίβεται.
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος ἑρμηνεύοντας τήν σημασία τοῦ χυτοῦ εἰδώλου πού «παλαιά ὁ Ἰσραήλ… ἐπινόησε ὡς βοηθόν γιά τόν ἑαυτό του», ὅταν ὑπερηφανεύθηκε καί νόμισε ὅτι μέ τήν δύναμί του νίκησε τόν ἐχθρό, λέγει: «Ὡς χυτό εἴδωλο νά ἐννοήσῃς τόν ἀσθενῆ μας νοῦ, ὁ ὁποῖος βεβαίως ἐν ὅσῳ μέν παρακαλεῖ τόν Ἰησοῦ Χριστό ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καταδιώκει εὔκολα τούς [ἐχθρούς]· καί μέ ἔντεχνο ἐπιστημονική γνῶσι κατατροπώνει τίς ἀόρατες καί ἀντίπαλες δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ. Ὅταν ὅμως ἀφρόνως ἀποκτήσῃ ὁ ἴδιος ἐξ ὁλοκλήρου ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, ὅπως [τό πτηνό] ὀξύπτερος [μέ τίς ταχεῖες πτέρυγές του] κατασυντρίβεται. Λέγει [ὁ Δαυΐδ]: «πάνω στόν Θεό ἐστήριξε τήν ἐλπίδα της ἡ καρδία μου καί βοηθήθηκα καί ἀναζωογονήθηκε ἡ ὕπαρξί μου[10]. Καί ποιός ἐκτός τοῦ Κυρίου θά ἐγερθῇ ὑπερασπιστής μου καί θά συμπαραταχθῇ μ’ ἐμένα ἐναντίον τῶν ἀπείρων λογισμῶν[11], οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται τήν πονηρία;». Ἐκεῖνος βέβαια, πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του καί ὄχι στόν Θεό, θά πέσῃ [καί θά καταντήσῃ] φοβερώτατο πτῶμα[12]»[13].
Ἄν ὁ νοῦς ἔχει αὐτοπεποίθηση καί ὄχι Θεο-πεποίθηση, κατασυντρίβεται καί παραδίδεται στούς νοητούς του ἐχθρούς, πού εἶναι οἱ δαίμονες. Πάντα πρέπει νά ὑπάρχει ἡ σύνδεση τοῦ μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Κεφαλή, τόν Ἀρχηγό τῆς σωτηρίας μας, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Χωρίς Αὐτόν, χωρίς τήν δύναμή Του, χωρίς τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν καί τήν ταπείνωση, χωρίς τήν ἀκράδαντη πεποίθηση γιά τήν δική μας ἀνεπάρκεια, εἶναι ἀδύνατη ἡ νίκη ἐναντίον τῶν νοητῶν μας ἐχθρῶν, τῶν δαιμόνων καί ἡ παραμονή μας στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
συνεχίζεται…
[1] Ἀποκ. 21, 6.
[2] Δευτ. 6, 5.
[3] Φιλιππ. 2, 12.
[4] Ῥωμ. 12, 11.
[5] Ἐφεσ. 6, 11.
[6] Λουκ.17, 10.
[7] Πρβλ. Ῥωμ. 2, 29.
[8] Ἁγίου Θεοδώρου Ἐδέσσης, Κεφάλαια Ψυχωφελῆ, Κεφ. 99, Φιλοκαλία, Ἔκδοσις Α΄, Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, τόμος Β΄, σελ. 594-595.
[9] Ἑβρ. 12, 2.
[10] Ψαλμ. 27, 7.
[11] Ψαλμ. 93, 16.
[12] Πρβλ. Ἰώβ ιη΄, 12.
[13] Ἁγίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου, Πρός Θεόδουλον Λόγος ψυχωφελής περί νήψεως καί ἀρετῆς κεφ. 25-26, Φιλοκαλία, Ἔκδοσις Α΄, Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, τόμος Β΄, σελ. 24.