[Ἰω. 3,22:33]
«Ἡ θρησκεία μας», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι ἡ θρησκεία τῶν θρησκειῶν, ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως, ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινή θρησκεία. Οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀνθρώπινες, κούφιες. Δέν γνωρίζουν τό μεγαλεῖο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ σκοπός μας, ὁ προορισμός μας, εἶναι νά γίνομε θεοί κατά χάριν, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Θεό τόν Τριαδικό, νά γίνομε ἕνα μέ Ἐκεῖνον καί μεταξύ μας. Αὐτά οἱ ἄλλες θρησκεῖες δέν τά γνωρίζουν», γιατί, ὅπως εἶπε ὁ Ἅγιος, εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Καί εἶναι ὅλες οἱ θρησκεῖες, ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, πού εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ὅλες οἱ ἄλλες εἶναι κατασκευάσματα ἀνθρώπινα. Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀνεβεῖ στόν Θεό, ἐνῶ στήν Ὀρθοδοξία ὁ Θεός κατεβαίνει καί γίνεται ἄνθρωπος γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο ἕνα μαζί Του. Ὁ ἀπώτερος σκοπός τῆς θρησκείας μας εἶναι τό «ἵνα ὦσιν ἕν»[1], λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα. Ὄχι ἕνα σῶμα ἤ μία ψυχή, ἀλλά ἕνα πνεῦμα. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἔν Χριστῷ, ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι. Ἐκεῖ ὁλοκληρώνεται τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Εἶναι μέσα μας ὅλ’ αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους»[2]. Γι’ αὐτό ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος, ὅτι ἄν πάλι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπήσει τόν Θεό, ζεῖ μέσα στή μελαγχολία. Πάντοτε κάτι νιώθει νά τοῦ λείπει.
«Γιά πολλούς ὅμως», λέει ὁ Ἅγιος, «ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτό πολλούς ἀπό τούς «θρήσκους» τούς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουν σέ τί χάλια βρίσκονται. Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατί ἄν δέν καταλάβει κανείς τό βάθος τῆς θρησκείας καί δέν τή ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καί μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, πού ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καί φέρεται ὑπό τοῦ κακοῦ πνεύματος. Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτή ἡ ταπείνωση εἶναι μία σατανική ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τή θρησκεία σάν ἕνα εἶδος κολάσεως.Μέσα στήν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι» καί μόλις βγοῦνε ἔξω, ἀρχίζουν νά βλαστημᾶνε τά θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τούς ἐνοχλήσει. Φαίνεται καθαρά ὅτι ὑπάρχει στό μέσον δαιμόνιο»[3]. Εἶναι προφανῶς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί γιά τούς ὁποίους μιλάει ὁ Ἅγιος, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν φροντίσει νά καθαριστοῦν ἀπό τά πάθη τους. Ὑπάρχει μέσα τους ἐγωισμός, κενοδοξία, ἀνθραπαρέσκεια, ἐπιθυμία νά φανοῦν στούς ἄλλους ὡς εὐσεβεῖς καί νά ζητήσουν τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων ὅπως οἱ Φαρισαῖοι, γι’ αὐτό καί γελοιοποιοῦνται καί οἱ ἴδιοι βασανίζονται.
«Στήν πραγματικότητα, ἡ χριστιανική θρησκεία», λέει ὁ Ἅγιος, «μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεραπεύει. Τόν ἀλλάζει, τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τά πάθη του», ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος συνεργαστεῖ μέ τήν Θεία Χάρη, βεβαίως. «Ἡ κυριότερη ὅμως προϋπόθεση», λέει ὁ Ἅγιος, «γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατί τότε ἔρχεται ὁ Θεός∙ ἡ Θεία Χάρις τόν ἐπισκέπτεται καί τοῦ ἀναπληρώνει τά ἐλλείποντα. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νά κατανοήσει τήν ἀλήθεια»[4], λέει ὁ Ἅγιος.
«Παλαιά οἱ ἄνθρωποι, πού ἦταν σέ μιά κατάσταση πρωτόγονη, δέν εἶχαν οὔτε σπίτια, οὔτε τίποτα. Μπαίνανε μές στίς σπηλιές χωρίς παράθυρα, κλείνανε καί τήν εἴσοδο μπροστά μέ πέτρες καί μέ κλαδιά, ὥστε νά μήν μπαίνει ὁ ἀέρας. Δέν καταλάβαιναν ὅτι ἔξω ὑπάρχει ἡ ζωή, τό ὀξυγόνο. Μές στή σπηλιά ὁ ἄνθρωπος φθείρεται, ἀρρωσταίνει, καταστρέφεται, ἐνῶ ἔξω ζωογονεῖται. Μπορεῖς νά καταλάβεις τήν ἀλήθεια; Τότε εἶσαι στόν ἥλιο, στό φῶς, βλέπεις ὅλα τά μεγαλεῖα∙ ἀλλιῶς εἶσαι σέ μιά σπηλιά σκοτεινή. Φῶς καί σκότος. Ποιό εἶναι τό πιό καλό; Νά εἶσαι πρᾶος, ταπεινός, ἥσυχος, νά ἔχεις μέσα σου ἀγάπη, ἤ νά εἶσαι νευρικός, στενόχωρος, νά διαπληκτίζεσαι μέ τους πάντες; Ἀσφαλῶς τό ἀνώτερο εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ θρησκεία μας ἔχει ὅλ’ αὐτά τά καλά καί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅμως πολλοί πᾶνε σέ κάτι ἄλλο», λέει ὁ Ἅγιος. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος φεύγει ἀπό τό φῶς εἶναι σάν τόν ἄνθρωπο πού κλείνεται σέ μιά σπηλιά καί μετά βεβαίως ἀρρωσταίνει. Ὁ ἄνθρωπος πού φεύγει ἀπό τό φῶς πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀρρωσταίνει ψυχικά. Ὅσοι ἀρνοῦνται αὐτή τήν ἀλήθεια, δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό φῶς, εἶναι ἡ ζωή εἶναι ἡ ὁδός πρός τόν Θεό Πατέρα, αὐτοί λέει ὁ Ἅγιος, εἶναι ἄρρωστοι ψυχικά. Εἶναι σάν τά ἄρρωστα παιδιά, πού ἐπειδή τούς ἔλειψαν οἱ γονεῖς ἤ χώρισαν ἤ μάλωσαν, ἔγιναν ἀπροσάρμοστα.
«Καί στίς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι». Στίς αἱρέσεις πᾶνε δηλαδή οἱ ὑπερήφανοι. Ἡ λέξη μπερδεμένος γιά τόν Ἅγιο σημαίνει ἐγωιστής. «Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων. Ὅμως ὅλοι αὐτοί οἱ μπερδεμένοι καί ἀπροσάρμοστοι», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος, «ἔχουν ἕνα σθένος καί μιά ἐπιμονή καί κατορθώνουν πολλά πράγματα». Βλέπουμε οἱ αἱρετικοί νά ἔχουνε ἕνα σθένος, μιά ὁρμή, ἕνα νεῦρο στό νά διαδώσουν τήν πλάνη τους. «Ὑποτάσσουν τούς νορμάλ καί τούς ἥσυχους ἀνθρώπους», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος, «διότι ἐπηρεάζουν κι ἄλλους ὁμοίους τους καί ὑπερτεροῦν καί στόν κόσμο, γιατί αὐτοί εἶναι πιό πολλοί καί βρίσκουν ὀπαδούς. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι, πού, ἐνῶ δέν ἀρνοῦνται τήν ἀλήθεια, ἐν τούτοις εἶναι μπερδεμένοι κι ἄρρωστοι ψυχικά»[5]. Γιατί δέν εἶναι ἀρκετό κανείς νά παραδέχεται θεωρητικά τήν ἀλήθεια, ἀλλά θά πρέπει καί νά βιώνει τήν ἀλήθεια, νά ζεῖ σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια καί μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη.
«Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά. Τό μπέρδεμα δέν φεύγει μέ τίποτα», λέει ὁ Ἅγιος. «Μόνο μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ γίνεται τό ξεμπέρδεμα». Δέν ὠφελεῖ οὔτε τό νά συχνάζει κανείς στούς ψυχολόγους, στούς ψυχιάτρους ἤ στούς φιλοσόφους. Δέν μπορεῖ νά ξεμπερδευτεῖ ὁ ἄνθρωπος παρά μόνο μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. «Τήν πρώτη κίνηση τήν κάνει ὁ Χριστός. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι…»[6], μᾶς καλεῖ ὅλους. Ἔπειτα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «ἀποδεχόμαστε αὐτό τό φῶς μέ τήν ἀγαθή μας προαίρεση, πού τήν ἐκφράζομε μέ τήν ἀγάπη μας ἀπέναντί Του, μέ τήν προσευχή, μέ τή συμμετοχή στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τά μυστήρια»[7]. Ὅλα αὐτά δηλαδή δέν εἶναι ὁ τελικός σκοπός, ἀλλά εἶναι τά μέσα γιά νά πετύχουμε τόν τελικό σκοπό, πού εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ καί ἐμεῖς ἀνταποκρινόμαστε μέ τήν ἀγαθή μας προαίρεση.
«Πολλές φορές οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες», λέει ὁ Ἅγιος, «οὔτε οἱ σταυροί προσελκύουν τήν Χάρη. Ὑπάρχουν μυστικά. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φεύγεις ἀπό τόν τύπο καί νά πηγαίνεις στήν οὐσία»[8]. Γιατί ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί θέλει νά κοινωνήσει μαζί μας προσωπικά, θέλει νά αἰσθανθοῦμε ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ καί ἐμεῖς νά Τόν ἀγαπήσουμε. Καί αὐτό εἶναι τό σημαντικό, νά μήν κάνουμε ἁπλῶς τυπικά κάποια πράγματα, ἀλλά μέ ἀγάπη νά πηγαίνουμε καί νά μιλοῦμε στόν Θεό. Καί νά Τόν λατρεύουμε μέ ἀγάπη καί ὁσιότητα.
«Ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἀπό ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη», λέει ὁ Ἅγιος, «ἐννοεῖ πάντα νά κάνει θυσίες. Σέ ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, κλωτσάει ἡ ψυχή, ἀντιδρᾶ», ὅταν δηλαδή ἐξωτερικά πιέζεται νά κάνει κάτι γιά τόν Θεό, χωρίς νά ὑπάρχει ἀγάπη. «Ἡ ἀγάπη ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔλθει ἡ Χάρις, ἔρχονται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια»[9]. Αὐτά εἶναι πού πρέπει νά ἔχει μία ὑγιής ψυχή ἐν Χριστῷ»[10]. Ὁ ἄνθρωπος ὁ πνευματικός, πού ἔχει πνευματική ὑγεία, διακρίνεται ἀπό τό ὅτι ἔχει φανερό τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχει δηλαδή τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη, τά πράγματα αὐτά τά ὁποῖα δέν χάνει ποτέ.
«Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Χριστό γίνεται χαριτωμένος καί ζεῖ ἔτσι πάνω ἀπ’ τό κακό. Τό κακό γι’ αὐτόν δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο τό ἀγαθό, ὁ Θεός. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει κακό». Ὁ Θεός ἄλλωστε δέν ἔφτιαξε τό κακό. Τό κακό εἶναι στήν ἀνθρώπινη προαίρεση. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προαίρεσή του ἀγαπάει καί κινεῖται πρός τόν Χριστό, τό κακό γι’ αὐτόν δέν ὑπάρχει. «Δηλαδή, ἐφόσον ἔχει τό φῶς», λέει ὁ Ἅγιος, «δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι, διότι ἔχει τό φῶς»[11].
Πράγματι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλάζει. «Στήν Ἐκκλησία», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης, «βρίσκουμε τήν ὑγεία, τήν παρηγοριά, τήν ἐλπίδα, καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας»[12]. Ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, εἶναι τό μόνο ἰατρεῖο μέσα στό ὁποῖο μπορεῖ νά θεραπευτεῖ, νά καλλιεργηθεῖ καί νά σωθεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Θά πρέπει νά ἀγαποῦμε τήν Ἐκκλησία καί νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιαστοῦμε γι’ αὐτή καί νά εἴμαστε βέβαιοι καί παντοῦ νά τό διακηρύσσουμε ὅτι μόνο ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται ψυχικά ἀλλά καί σωματικά. Γιατί ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ὑγιής, τότε καί τό σῶμα εἶναι ὑγιές. Ὅταν ἡ ψυχή ἀσθενεῖ, τότε ἔχουμε καί πάρα πολλές ἀσθένειες σωματικές.
Οἱ αἱρέσεις θέλουν νά νοθεύσουν τό δόγμα καί τήν πίστη∙ θέλουν νά νοθεύσουν δηλαδή τήν συνταγή μέ τήν ὁποία θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος. «Ἡ νέα ἐποχή», ἔλεγε ὁ π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, «θέλει ὄχι νά ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, ἀλλά νά γεμίζουν μέ ἀνθρώπους πού θά ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα»[13]. Δέν θά ἔχουνε τήν ὀρθόδοξη πίστη σωστή, ἀλλά ἀλλοιωμένη.
Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς σκεπάζει καί νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς στερεώνει μέσα στήν Ἁγία του Ἐκκλησία, ὥστε μέ τήν Χάρη Του νά θεραπευόμαστε, νά ἁγιαζόμαστε καί νά σωζόμαστε.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἰωάν. 17, 11.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ματθ. 11, 28.
[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[8] Ὅ.π.
[9] Γαλ. 5, 22
[10] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[11] Ὅ.π.