Ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τον ερημίτη, το πάθος χαρακτηρίζεται κατά ένα μέρος από την ανάγκη να εγκαταλείψει το κελί του, να μετακινηθεί και να έλθει σ’ επαφή με κάποιον άλλο. Πρέπει λοιπόν, κατά πρώτον ν’ αναγνωρίσει ότι οι δικαιολογίες, που ο άνθρωπος προβάλλει για να τεκμηριώσει αυτή την ανάγκη, αποτελούν απλώς φθηνές προφάσεις, που υπαγορεύονται από το ίδιο το πάθος. Το βήμα αυτό θα τον βοηθήσει να μη παραδοθεί στην ανάγκη. Όταν το πάθος εμφανίζεται υπό τη μορφή αυτή, οι Πατέρες πραγματικά ομόφωνα παραγγέλλουν να παλέψουμε ώστε να του αντισταθούμε, αγωνιζόμενοι σε πρώτη φάση να μη εγκαταλείψουμε τον τόπο που βρισκόμαστε με κανένα απολύτως πρόσχημα. Γράφει ο Ευάγριος: «Ου δει κατά τον καιρόν των πειρασμών καταλιμπάνειν την κέλλαν προφάσεις ευλόγους δήθεν πλαττόμενον, αλλ’ ένδον καθήσθαι και υπομένειν και δέχεσθαι γενναίως τους επερχομένους άπαντας μεν, εξαιρέτως δε τον της ακηδίας δαίμονα […]» (Λόγος πρακτικός). Και συμβουλεύει ακόμη: «Εάν πνεύμα ακηδίας αναβή επί σε, οίκόν σου μη αφής και μη εκκλίνης εν καιρώ πάλιν επωφελεί» (Προς μοναχούς). Ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός πάλι παρατηρεί ότι ο άνθρωπος οφείλει να πολεμάει το δαίμονα της ακηδίας έτσι ώστε να μη του επιτρέπει να τον καταδιώκει στον περίβολο του ερημητηρίου του σαν δραπέτη, με οποιοδήποτε ευλαβικό πρόσχημα (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, NIL SORSKY, Regle).
Όταν η ακηδία εκδηλώνεται με τη μορφή κάποιας τάσης υπνηλίας, είναι καλό και πάλι να της αντισταθούμε, καταβάλλοντας προσπάθεια να μην παραδοθούμε στο λήθαργο ή τον ύπνο (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum). Σε κάθε περίπτωση, παρατηρεί ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός, η πείρα δείχνει ότι δεν ξεφεύγουμε από τον πειρασμό της ακηδίας τρεπόμενοι σε φυγή, αλλά πρέπει να τον κατανικήσουμε με την αντίσταση (De institutis coenobiorum).
Η υποχώρηση στην ακηδία θ’ αποτελούσε σε κάθε περίπτωση κακή λύση θα οδηγούσε απλώς σε επιδείνωση της νόσου. Σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ότι, όταν η ταλαίπωρη ψυχή [Σ.τ.μ.: Δηλαδή ο άνθρωπος, κατά μετωνυμία] προσβάλλεται από τις πανουργίες του εχθρού και πολιορκείται από το πνεύμα της ακηδίας […], οδηγείται είτε στην παράδοση στον ύπνο είτε στην εγκατάλειψη των ορίων του κελλιού της και στην αναζήτηση ενός φαρμάκου για να νικήσει τον πειρασμό της με την επίσκεψη σ’ ένα αδελφό. Το φάρμακο, όμως, που χρησιμοποιεί τώρα, θα επιδεινώσει την ασθένειά της λίγο αργότερα. Γιατί ο αντίπαλος θα επιτεθεί βιαιότερα εναντίον εκείνου που γνωρίζει ότι πρόκειται να του γυρίσει τις πλάτες, μόλις αρχίσει η μάχη, και τον οποίο βλέπει να ελπίζει στη σωτηρία μέσω της φυγής και όχι μέσω της νίκης ή του αγώνα (De institutis coenobiorum). Σε άλλο σημείο, ο ίδιος αναφέρεται και πάλι σε όσους δέχονται την επίθεση της ακηδίας: αν είναι συμφιλιωμένοι με την ελευθερία της πολύ συχνής εξόδου, θα στρέψουν εναντίον τους φοβερότατη μάστιγα η οποία μάλιστα θα προέρχεται από εκεί που πιστεύουν ότι θα βρουν το φάρμακο. Κάποιοι τέτοιοι ασθενείς φαντάζονται ότι θα σβήσουν τον καύσωνα του πυρετού πίνοντας δροσερό νερό. Είναι προφανές όμως ότι έτσι αναζωπυρώνουν περισσότερο την εσωτερική φωτιά αντί να τη σβήνουν: τη στιγμιαία ανακούφιση θα διαδεχθεί εντονότερος πόνος (Conlationes).
Η αιτία της ακηδίας βρίσκεται στο εσωτερικό του ανθρώπου και όχι στην ιδιότητα του μοναχού. Αντίστοιχα, και η αρχή της θεραπείας του από τη νόσο έγκειται στην αναζήτηση της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του και όχι των σχέσεών του με τους άλλους. Συνεπώς, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, η εντύπωση ότι θα μπορέσει να πάρει βοήθεια από τους άλλους είναι απατηλή και παραπλανητική. Γράφει σχετικά ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Η υγεία τούτου [Σ.τ.μ.: Του ανθρώπου που όπως αναφέρει προηγουμένως ο Άγιος Ισαάκ βρίσκεται στο σκοτάδι] και η ιατρεία εκ της ησυχίας [Υπενθυμίζουμε ότι η λέξη “ησυχία” σημαίνει ταυτόχρονα σιωπή, ηρεμία (εξωτερική και εσωτερική) και ερημία] βρύει. Τούτο δε εστιν η παράκλησις αυτού. Εν τη συντυχία [Σ.τ.μ.: Με τις σχέσεις και τις δοσοληψίες] δε, ουδέποτε δέχεται το φώς τής παρακλήσεως, και εν ομιλίαις ανθρώπων [Σ.τ.μ.: Με τις συναναστροφές] ού θεραπεύεται, αλλά προς καιρόν αναπαύεται, και μετά ταύτα επανίσταται αυτώ ισχυρότερον […]. Μακάριος ο υπομένων εν τούτοις έσωθεν της θύρας» (Λόγος).
Οι Πατέρες βεβαίως δέχονται ότι σε κάποιες περιπτώσεις «δέεται [Σ.τ.μ.: Ο άνθρωπος που πολιορκείται από την ακηδία] αναγκαίως ανθρώπου πεφωτισμένου, του έχοντος πείραν εν τούτοις, φωτισθήναι παρ’ αυτού, και ενδυναμωθήναι εν παντί καιρώ της χρείας» (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ασκητικαί διατάξεις). Αλλ’ αυτό δεν ισχύει πάντοτε (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Ο Άγιος Νείλος Σόρσκυ διατηρώντας πολλές επιφυλάξεις συμβουλεύει: υπάρχει ανάγκη ορισμένες φορές, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος (Ασκητικαί διατάξεις), «τους βέλτιστους και ωφελιμοτάτους διά πολιτείας ακρίβειαν των αδελφών επισκέπτεσθαι»· καθώς μια επίσκεψη σε εύθετο χρόνο και με αγαθό σκοπό, μια μετρημένη συζήτηση μ’ ένα τέτοιο άνθρωπο χωρίς κενολογία ή φλυαρία, μπορούν καταρχήν να εκδιώξουν από την ψυχή την κρυμμένη σ’ αυτή ακηδία. Είναι επιπλέον δυνατόν να της προσφέρουν κάποια ανάπαυση και να της ξαναδώσουν δυνάμεις και ζήλο για τον αγώνα που ακολουθεί […]. Ωστόσο, οι Πατέρες αφού σκέφθηκαν το θέμα και με το φως της δικής τους πείρας, λέγουν ότι την ώρα του πειρασμού είναι προτιμότερο να παραμένει κάποιος στο κελλί του, χωρίς ν’ αποχορίζεται την ησυχία (NIL SORSKY, Regle). Ο άνθρωπος αποκομίζει το μεγαλύτερο όφελος (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος) με τον κατά μόνος αγώνα [Σ.τ.μ.: Αναφέρεται ο συγγραφέας στην περίπτωση της ακηδίας] και την αντίσταση στο πάθος, γιατί στα πλαίσια αυτού του αγώνα η ψυχή του δοκιμάζεται και ενισχύεται. Γι’ αυτό ο Ευάγριος γράφει: «Εάν πνεύμα ακηδίας αναβή επί σε, οίκον σου μη αφής και μη εκκλίνης εν καιρώ πάλιν επωφελεί· ον τρόπον γαρ ει τις λευκάνοι άργυρον, ούτως λαμπρυνθήσεται η καρδία σου» (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Προς μοναχούς), και προσθέτει: «Ου δει κατά τον καιρόν των πειρασμών καταλιμπάνειν την κέλλαν […], αλλά […] δέχεσθαι γενναίως τους επερχομένους άπαντας μεν, εξαιρέτος δε τον της ακηδίας δαίμονα, όστις υπέρ πάντας βαρύτατος ων δοκιμωτάτην μάλιστα την ψυχήν απεργάζεται» (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Και ο Άγιος Ισαάκ αναφέρει: «Μακάριος ο υπομένων εν τούτοις έσωθεν της θύρας. Εις μόνην γαρ μεγάλην, και δύναμιν φθάσει μετά ταύτα, καθώς (sic) λέγουσιν οι πατέρες» (Λόγος).
Ωστόσο, η αντίσταση στο πάθος δεν παρέχει πάντοτε αμέσως τους καρπούς. Η νίκη επί της ακηδίας συνεπάγεται σχεδόν πάντα ένα μακράς διάρκειας και επίμονο αγώνα (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Η θεραπευτική απαιτεί προπαντός να δείχνει κάποιος υπομονή και καρτερία. Ως ένα από τα κύρια φάρμακα για την αντιμετώπιση του πάθους εμφανίζεται η αρετή της υπομονής (ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, Κεφάλαια μεταφρασθέντα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία, NIL SORSKY, Regle). Γράφει επιγραμματικά ο Ευάγριος: «Ακηδίαν καταστέλλει υπομονή» (Προς μοναχούς). Ο Άγιος Μάξιμος δε, υπογραμμίζει ότι ο ίδιος ο Χριστός μας παρέδωσε αυτή τη θεραπευτική: «Η ακηδία, πασών των της ψυχής δυνάμεων επιδραττομένη [Σ.τ.μ.: Η οποία επιτίθεται], πάντα σχεδόν ομοθυμαδόν κινεί τα πάθη· διό και πάντων των άλλων παθών εστι βαρύτατον. Καλώς ουν ο Κύριος το κατ’ αυτής φάρμακον δεδωκώς: “Εν τη υπομονή υμών”, λέγει, “κτήσασθε τας ψυχάς υμών” (Λουκ. 21,19)» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς).
Ως ένα άλλο βασικό φάρμακο που οφείλει να συνδέεται με την υπομονή, προβάλλεται η ελπίδα (ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, Κεφάλαια μεταφρασθέντα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, NIL SORSKY, Regle). «Εύελπις […], ακηδίας σφάκτης [εστιν], εν μαχαίρα ταύτης εκείνην τροπούμενος», διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης (Κλίμαξ). Και ο Ευάγριος συμβουλεύει: «Όταν τω της ακηδίας περιπέσωμεν δαίμονι, […] ελπίδας αγαθάς εαυτοίς υποσπείροντες και το του αγίου Δαυΐδ κατεπάδοντες: “ίνα τι περίλυπος ει, η ψυχή μου, και ίνα τι συνταράσσεις με; Έλπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ· σωτήριον του προσώπου μου και ο Θεός μου” (Ψαλμ. 41,6)» (Λόγος πρακτικός, Αντιρρητικός). Η ελπίδα, στην πράξη, είναι αυτή που απελευθερώνει και λυτρώνει, τον άνθρωπο -περισσότερο ή λιγότερο-, από το πάθος επί μακρόν· και του εξασφαλίζει την ηρεμία και την ανάπαυση (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Παράρτημα – ελληνική συλλογή). Επιπλέον ανήκει στα μέλλοντα αγαθά και μάλιστα, όπως παρατηρεί ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης, συνιστά την καταδίκη του πάθους τούτου (Κλίμαξ) και την τέλεια θανάτωσή του [Σ.τ.μ.: Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης αναφέρει ότι η ακηδία θανατώνεται πλήρως από το συνδυασμό της προσευχής και της ελπίδας] (Κλίμαξ).
Η μετάνοια, το πένθος και η κατάνυξη είναι το τρίτο βασικό φάρμακο. Ένας Γέροντας διδάσκει ότι αν ο άνθρωπος έχει μνήμη των αμαρτιών του, ο Θεός είναι βοηθός του σε όλα και έτσι δεν υποφέρει από την ακηδία (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Παράρτημα – λατινική συλλογή). «Δεσμείσθω ούτος ο τύραννος υπό μνήμης πταισμάτων», συμβουλεύει από την πλευρά του ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης, που προσθέτει: «Ο εαυτών πενθών ακηδίαν ουκ οίδεν» (Κλίμαξ). Τα δάκρυα που συνοδεύουν τη μετάνοια και το πνευματικό πένθος εμφανίζονται προφανώς ως ακόμη ισχυρότερο φάρμακο. «Βαρεία λύπη και ανυπόστατος ακηδία, δάκρυα δε προς Θεόν ισχυρότερα αμφοτέρων» (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Προς παρθένον, Λόγος πρακτικός), σημειώνει ο Ευάγριος που γράφει επιπλέον: «Δακρύων γαρ χύσις φάρμακον μέγα των νυκτερινών οραμάτων των εξ ακηδίας γεννωμένων· τούτο δε το φάρμακον και Δαβίδ ο προφήτης σοφώς τοις αυτού πάθεσι προσήγαγε λέγων: “Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσίν μου την στρωμνήν μου βρέξω” (Ψαλμ. 6,7)» (Αντιρρητικός).
Σημαντικό είναι και το επόμενο φάρμακο, «η μνήμη θανάτου» [Σ.τ.μ.: Αποδίδουμε έτσι το «memoire de la mort» του γαλλικού κειμένου. Στο ελληνικό κείμενο ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης κάνει λόγο για «πολέμου έννοιαν»] (Κλίμαξ). Πρόκειται για καθοριστικής σημασίας ασκητική πρακτική: ο άνθρωπος θυμάται διαρκώς ότι είναι θνητός και ότι ο θάνατός του είναι δυνατόν να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Με τη «μνήμη θανάτου» συνάπτεται και η εξής συμβουλή, που συχνά διατυπώνεται από τους Πατέρες: «να ζεις την κάθε ημέρα σαν να είναι η τελευταία». Η συμβουλή αποβλέπει περισσότερο να βοηθήσει τον άνθρωπο να ζει ορθά παρά να τον προετοιμάσει να πεθάνει καλά. Πραγματικά, η κύρια λειτουργία της «μνήμης θανάτου» είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο, ώστε να μη ξοδεύει ασυλλόγιστα τον πολύτιμο για τη σωτηρία χρόνο, δηλαδή να «εξαγοράζεται τον καιρό» όπως λέγει ο Απόστολος (Εφεσ. 5,16) και να ζει έτσι κάθε στιγμή με τη μέγιστη πνευματική «ένταση». Βοηθά επίσης τον άνθρωπο ν’ αποφεύγει την αμαρτία, να εφαρμόζει τις θείες εντολές και να εμπιστεύεται πλήρως το Θεό. Στην περίπτωση της ακηδίας η «μνήμη θανάτου» είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική: στο βαθμό που το πάθος αναφέρεται σε κατάσταση πνευματικών, νωχέλειας, ληθάργου και οκνηρίας, κάνει τον άνθρωπο αμελή και αδιάφορο ως προς τη σωτηρία του, και που τον ωθεί σ’ έναν ακτιβισμό, σε άσκοπες μετακινήσεις και ατελέσφορες σχέσεις. Όλα τούτα εξ επόψεως πνευματικής συνιστούν εκτροπή [Σ.τ.μ.: Αν η λέξη φαίνεται αυστηρή μπορεί ν’ αντικατασταθεί από τη «διασκέδαση» με την έννοια του διασκορπισμού. Στο πρωτότυπο κείμενο: divertissement] και απώλεια χρόνου. Ένα Απόφθεγμα αναφέρει: «Ρωτήθηκε ένας Γέροντας: “Γιατί δεν χάνεις ποτέ το θάρρος σου”; Και απάντησε: “Γιατί κάθε μέρα περιμένω να πεθάνω”» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Παράρτημα – ελληνική συλλογή). Και ο Μέγας Αντώνιος διδάσκει: «Εις δε το μη ολιγωρείν ημάς καλόν το του Αποστόλου ρητόν μελετάν, το “καθ’ ημέραν αποθνήσκω” (A’ Κορ. 15,31). Αν γαρ και ημείς, ως αποθνήσκοντες καθ’ ημέραν, ούτως ζώμεν, ουχ αμαρτήσομεν. Έστι δε το λεγόμενον τοιούτον, ίνα, εγειρόμενοι καθ’ ημέραν, νομίζωμεν μη μένειν έως εσπέρας, και πάλιν μέλλοντες κοιμάσθαι, νομίζωμεν μη εγείρεσθαι» (ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Βίος Αντωνίου). Ο Ευάγριος στον Αντιρρητικό του συμβουλεύει ν’ αντικρούουμε τους λογισμούς της ακηδίας με τους εξής στίχους της Αγίας Γραφής: «Άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει· ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ουχ υπάρξει και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού» (Ψαλμ. 102, 15-16) και: «Σκιά εστιν ημών επί της γης ο βίος» (Ιώβ 8,9)· «η ουκ ολίγας εστίν ο χρόνος του βίου μου»; (Ιώβ 10,20). Ο ίδιος υπενθυμίζει τη σχετική διδασκαλία του πνευματικού του πατέρα: «Έλεγε δε ο άγιος και πρακτικότατος ημών διδάσκαλος: ούτω δει αεί παρασκευάζεσθαι τον μοναχόν ως αύριον τεθνηξόμενον […]». Τούτο «γαρ, φησί, τους της ακηδίας λογισμούς περικόπτει και σπουδαιότερον παρασκευάζει τον μοναχόν […]» (Λόγος πρακτικός). Αυτό εξηγείται με βάση τις προηγηθείσες παρατηρήσεις· δικαιολογείται όμως και από το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί αλλού ο Ευάγριος, ο δαίμονας της ακηδίας «και χρόνον της ζωής υπογράφει [τω ανθρώπω] μακρόν» (Λόγος πρακτικός), επιζητώντας να του προκαλέσει έτσι κόπωση και αποστροφή φέρνοντας προ των οφθαλμών του τις μελλοντικές δυσκολίες και ιδιαίτερα «τους της ασκήσεως πόνους» (Λόγος πρακτικός).
Εξίσου ισχυρό αντίδοτο έναντι του πάθους τούτου συνιστά και ο φόβος του Θεού. Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης βεβαιώνει: «ουδέν ούτως ακηδίαν εκδιώκειν δύναται» (Κλίμαξ).
Μεταξύ των φαρμάκων που προτείνουν οι Πατέρες πρέπει ν’ αναφέρουμε επίσης το εργόχειρο (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum). Πραγματικά, είναι δυνατόν να βοηθήσει τον άνθρωπο ν’ αποφύγει την πλήξη, την αστάθεια, τη χαύνωση και την υπνηλία που, κατά ένα μέρος, συναποτελούν το συγκεκριμένο πάθος. Είναι δυνατόν να συνεισφέρει στην αποκατάσταση ή τη διατήρηση της επιμέλειας, της συνεχούς παρουσίας, της προσπάθειας και της προσοχής, τις οποίες προϋποθέτει η πνευματική ζωή και η ακηδία προσπαθεί ν’ ανατρέψει και να εξουδετερώσει. Επιπλέον η χειρωνακτική εργασία αντιτίθεται άμεσα στην αργία που αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες μορφές που είναι δυνατόν να λάβει η ακηδία και η οποία αποτελεί πηγή αναρίθμητων κακών. Αναφερόμενος στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός παρουσιάζει διεξοδικά την εργασία ως φάρμακο που αντιμετωπίζει ουσιαστικά την ακηδία και ιδιαίτερα την τελευταία μορφή της. Γράφει, ότι ο μακάριος Απόστολος προθυμοποιείται, όπως ένας αυθεντικός πνευματικός ιατρός να προλάβει τη νόσο με το σωτήριο φάρμακο των παραγγελμάτων του. Είτε έχοντας διαπιστώσει ότι, η συγκεκριμένη αρρώστια που γεννάται από το πνεύμα της ακηδίας, άρχιζε ήδη να εισχωρεί κρυφά και ύπουλα είτε με την αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος προέβλεψε την εξάπλωσή της και έγραψε πάντως σχετικά προς τους Θεσσαλονικείς. Καταρχήν καθησυχάζει, σαν ένας πολύ ικανός ιατρός, την αδυναμία των ασθενών του με την ελκυστική και πραεία θεραπευτική του λόγου του. Ξεκινάει κάνοντας λόγο για την αγάπη, και, στο σημείο αυτό, τους πλέκει το εγκώμιο έως ότου το θανάσιμο τραύμα αρχίσει να καταπραΰνεται από την μαλακτική θεραπευτική αγωγή, ώστε να μπορέσει να ανθέξει ευκολότερα τα δραστικότερα φάρμακα, ενώ ο ερεθισμός του όγκου υποχωρεί (De institutis coenobiorum). Αφού υπογράμμισε τη θεραπευτική προσέγγιση του Αποστόλου, ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός αποσαφηνίζει τις εντολές, oι οποίες συνιστούν τα προτεινόμενα φάρμακα: 1) Να «εργάζεσθε μετά ησυχίας» (πρβλ. Α’ Θεσ. 4,11), δηλαδή, σχολιάζει, να παραμένετε στα κελιά σας και να μη επιτρέπετε στις διάφορες φήμες να σας ενοχλούν…· 2) Να «πράσσετε τα ίδια» (πρβλ. A’ Θεσ. 4,11), δηλαδή να μη επιθυμείτε να ανακρίνετε με περιέργεια ότι συμβαίνει στον κόσμο ούτε, περιεργαζόμενοι τον τρόπο ζωής ορισμένων, ούτε ν’ αναλώνεστε μάλλον στην κριτική των αδελφών σας αντί να διορθώνεστε και να καταγίνεστε με τις αρετές· 3) Να «εργάζεσθε ταις ιδίαις χερσίν υμών, καθώς υμίν παρηγγείλαμεν» (πρβλ. Α’ Θεσ. 4,11). Στη συνέχεια ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός υπενθυμίζει και σχολιάζει (De institutis coenobiorum) το παράδειγμα που μας δίνει ο Απόστολος Παύλος στη δεύτερη προς Θεσσαλονικείς επιστολή του: «Αυτοί γαρ οίδατε πως δει μιμείσθαι ημάς, ότι ουκ ητακτήσαμεν εν υμίν. […] Εν κόπω και μόχθω, νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι, προς το μη επιβαρήσαί τινα υμών» (Β’ Θεσ. 3,7-8). Και αφού αναφερθεί στη συνέχεια του συγκεκριμένου χωρίου, όπου ο Απόστολος Παύλος μνημονεύει «τινας περιπατούντας εν υμίν ατάκτως, μηδέν εργαζομένους, αλλά περιεργαζομένους» (Β’ Θεσ. 3,11), ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός επισημαίνει: ο Απόστολος προθυμοποιείται να προσφέρει τώρα τη διόρθωση που αρμόζει […]. Ακόμη μια φορά ξαναβρίσκει τη φιλόστοργη φροντίδα […] ενός συμπαθούς ιατρού και […] τους προσφέρει τη θεραπεία με την εξής σωτήρια συμβουλή: «Τοις δε τοιούτοις παραγγέλλομεν και παρακαλούμεν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα μετά ησυχίας εργαζόμενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν» (Β’ Θεσ. 3,12). Με τη μοναδική σωτήρια εντολή της εργασίας, όπως ένας πολύ πεπειραμένος ιατρός, θεραπεύει την αιτία όλων αυτών των πληγών που αναπτύσσονται επί του εδάφους της αργίας. Επειδή γνωρίζει ότι όλα τα νοσήματα που προκύπτουν και αυξάνουν από ένα και το αυτό παθογόνο στέλεχος θα εξαφανιστούν σύντομα, μόλις εκλείψει η αιτία της αρχικής νόσου (De institutis coenobiorum). Ενώ υπογραμμίζει τη θεραπευτική αξία των σχετικών με τη σωματική εργασία συμβουλών του Αποστόλου Παύλου, ταυτόχρονα ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός δείχνει την προληπτική αξία τους: Εντούτοις, σαν ένας πολύ φρόνιμος και προνοητικός ιατρός, που δεν αρκείται ν’ αναζητεί μόνο τη θεραπεία των τραυμάτων των ασθενών, δίνει επίσης εντολές προσαρμοσμένες στους υγιείς, ώστε να μπορούν να διατηρούν την υγεία τους για πάντα (De institutis coenobiorum). Ολοκληρώνοντας τη σχετική διδασκαλία του, ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός αναφέρει το παράδειγμα του Αββά Παύλου, ο οποίος, αν και ζούσε σ’ ένα μέρος πολύ μακριά από την πόλη όπου θα μπορούσε να πουλάει τα προϊόντα της εργασίας του, επέβαλλε ωστόσο καθημερινά στον εαυτό του συγκεκριμένο όριο στην ποσότητα που παρήγαγε· όταν η σπηλιά του γέμιζε από τη συνολική παραγωγή του έτους, έβαζε φωτιά μια φορά το χρόνο στην παραγωγή εκείνη που του είχε κοστίσει τόση φροντίδα και κόπο· και συμπεραίνει: Έτσι εργαζόταν, για ν’ αποδείξει με σαφήνεια ότι, χωρίς τη σωματική εργασία, ο μοναχός δεν μπορεί ούτε νσ παραμείνει σταθερός ούτε να φθάσει κάποια μέρα στην κορυφή της τελειότητας, και μάλιστα χωρίς να έχει ανάγκη την εργασία για να συντηρηθεί. Στόχος του ήταν η κάθαρση της καρδιάς του, η αποφυγή της διάχυσης των λογισμών, η παραμονή στο κελί του με καρτερία και η ολοκληρωτική νίκη του επί της ακηδίας καθεαυτής (De institutis coenobiorum).
Τέλος, η προσευχή αποτελεί το πιο ουσιαστικό απ’ όλα τα φάρμακα έναντι της ακηδίας (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Περί προσευχής, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Ο άνθρωπος μόνο με τη χάρη του Θεού έχει τη δυνατότητα ν’ απελευθερωθεί πλήρως από το πάθος τούτο· και λαμβάνει τη χάρη ζητώντας την με την προσευχή. Χωρίς το τελευταίο αυτό φάρμακο, όλα τα υπόλοιπα έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα· και αντίστροφα, από αυτό έλκουν όλα τ’ άλλα τη δύναμή τους. Ο αγώνας εναντίον του πάθους, η αντίσταση που προβάλλουμε σ’ αυτό, η υπομονή που δείχνουμε, η ελπίδα που εκδηλώνουμε, το πένθος και τα δάκρυα, η μνήμη θανάτου και το εργόχειρο οφείλουν να συνοδεύονται από την προσευχή. Αυτή τα θεμελιώνει εν τω Θεώ και λειτουργεί έτσι ώστε να μην αποτελούν πλέον απλά ανθρώπινα μέσα.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι η ακηδία ωθεί τον άνθρωπο να εγκαταλείψει την προσευχή και τον εμποδίζει να καταφύγει και πάλι σ’ αυτή, συνιστά ήδη μια δυσκολία. Είναι λοιπόν σημαντικό ν’ αντιστέκεται στον πειρασμό αυτό με όλες του τις δυνάμεις και να φυλάσσει την προσευχή αν δεν την έχει ήδη εγκαταλείψει, ή να την επανακτά αν την έχει ήδη χάσει. Η ταυτόχρονη πρακτική των γονυκλισιών [Σ.τ.μ.: Αναφέρεται εδώ ο συγγραφέας στις εδαφιαίες μετάνοιες] συνιστάται ιδιαίτερα στην περίπτωση της ακηδίας, καθώς επιτρέπει την άμεση συμμετοχή του σώματος στην προσευχή. Αφού μάλιστα το πάθος αμβλύνει ταυτόχρονα με το σώμα και την ψυχή, οι μετάνοιες εξάγουν και τα δύο από το λήθαργό τους. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος παραγγέλλει: «Γνους συν την αιτίαν και πόθεν σοι ταύτα επήλθον, σπουδαίως είσελθε εις τον συνήθη τόπον της προσευχής σου, και τω φιλανθρώπω Θεώ προσπεσών δεήθητι μετά στεναγμού και δακρύων εν οδύνη καρδίας σου την απαλλαγήν του βάρους της ακηδίας και των πονηρών λογισμών, και δοθήσεταί σοι εμπόνως κρούοντι και επιμένοντι η τούτων εν τάχει ελευθερία» (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα, NIL SORSKY, Regle).
Η ψαλμωδία αποτελεί μορφή προσευχής, ιδιαίτερα αποτελεσματική εναντίον της ακηδίας (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), όπως και η καρδιακή προσευχή που γίνεται με νήψη και προσοχή. Υπογραμμίζει σχετικά ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής: «Τούτο το χλιαρόν και νωθροποιόν εκφευξόμεθα πάθος, εί γε εις στενούς άγαν όρους επιστήσομεν ημών την διάνοιαν, προς μόνην την μνήμην του Θεού αφορώντες· ούτω γαρ αν μόνον εις την εαυτού ο νους επαναδραμών θέρμην, της διαφορήσεως εκείνης αναχωρήσαι της αλόγου δυνήσεται» (Λόγος ασκητικός).
Η νίκη επί της ακηδίας επιτρέπει στον άνθρωπο κάποια μικρή ανάπαυλα στον πνευματικό αγώνα. Αφού η ακηδία εμπεριέχει με ορισμένο τρόπο όλα τα πάθη, κανένα πάθος δεν εμφανίζεται άμεσα μετά την αναίρεσή της. Ο Ευάγριος σημειώνει: «Τούτω τω δαίμονι άλλος μεν ευθύς δαίμων ουχ έπεται· ειρηνική δε τις κατάστασις μετά τον αγώνα την ψυχήν διαδέχεται» (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΗΣΥΧΙΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ, Περί νήψεως).
Εκτός από την ειρήνη και την ανάπαυση, κύριο αποτέλεσμα της νίκης επί της ακηδίας είναι η «ανεκλάλητος χαρά», που γεμίζει την ψυχή (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός).
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET (*), ΤΟΜΟΣ Β’, Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)
(*) Ο Jean Claude Larchet γεννήθηκε το 1949 στη βορειοανατολική Γαλλία. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων που αφορούν τη θεολογία και την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία μεταφράστηκαν σε δώδεκα γλώσσες. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ορθόδοξους πατρολόγους και ένας σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Γαλλία. Διευθύνει, σε δύο γαλλικούς εκδοτικούς οίκους, μία συλλογή βιβλίων αφιερωμένων σε σύγχρονους πνευματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο γέροντας Παϊσιος, ο γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο γέροντας Χαράλαμπος, ο γέροντας Πορφύριος.
Διαβάστε μια παρουσίαση του βιβλίου καθώς και περισσότερα αποσπάσματα από τον Β’ τόμο πατώντας εδώ
http://alopsis.gr/%CE%B7-%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BA%CE%B7%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82-jean-claude-larchet/