«Τά ἔσωθεν ἐκπορευόμενα ἐκεῖνα εἰσί τά κοινοῦντα τόν ἄνθρωπον»[1]. Δηλαδή λέει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅτι αὐτά πού βγαίνουν ἀπό τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖνα εἶναι πού μολύνουν τόν ἄνθρωπο. Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα μας, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή. Ὁ Κύριος ἐλέγχει πολλές φορές τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους καί λέγει, ὅτι Μέ λατρεύετε ἐξωτερικά, ἐνῶ ἡ καρδιά σας «πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ»[2], ἐνῶ ἡ καρδιά σας εἶναι πολύ μακριά ἀπό Ἐμένα. Τό ἴδιο ἔλεγε καί στόν λαό ὁ ὁποῖος παρέμενε ἄπιστος.
 
«Ἡ Θεία Χάρις» λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μᾶς διδάσκει τό δικό μας χρέος. Γιά νά τήν προσελκύσουμε, θέλει ἀγάπη, λαχτάρα. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θέλει θεῖο ἔρωτα». Δηλαδή ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά δοθεῖ στόν Θεό, νά ἀγαπήσει τόν Θεό καί τότε ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται, φωτίζεται καί θεώνεται. «Ἡ ἀγάπη, ἀρκεῖ γιά νά μᾶς φέρει στήν κατάλληλη «φόρμα» γιά προσευχή. Μόνος Του θά ἔρθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας. Ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια πού νά Τόν εὐχαριστοῦν: ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη»[3]. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος Γέρων, ὅτι πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀγαθή προαίρεση. Καί οὐσιαστικά αὐτό εἶναι τό προαπαιτούμενο γιά νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος καί τήν σωστή θέληση, νά τοῦ τή δώσει μᾶλλον ὁ Θεός, γιατί καί «τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας»[4] καί αὐτό ἀπό τόν Θεό δίνεται, ἀλλά στούς καλοπροαίρετους. Καί ὁ καλοπροαίρετος ἀγωνίζεται νά ἔχει καί τά δύο ἄλλα, μιά στοιχειώδη ταπείνωση καί μιά στοιχειώδη ἀγάπη. Καί ἔρχεται ὁ Θεός ὅταν βρεῖ αὐτά καί δίνει τήν τέλεια ταπείνωση καί τήν τέλεια ἀγάπη, στόν βαθμό βέβαια πάλι πού ὁ ἄνθρωπος εἶναι χωρητικός, γιατί καί ἡ τελειότητα εἶναι ἀτέλεστος.
 
«Χωρίς αὐτά», τήν καλή προαίρεση, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη, «δέν μποροῦμε νά ποῦμε τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἔχουμε ἐπί παραδείγματι», λέει ὁ Ἅγιος, «ἕνα ραδιόφωνο. Ὅταν ἔχουμε στραμμένη τήν κεραία του στό σημεῖο 1, ἄς ποῦμε ὅπου βρίσκονται οἱ πιό πολλοί πομποί, τότε ἀκούγεται ἡ ἐκπομπή καλύτερα. Στό σημεῖο 2 δέν ἔχει τόσους πομπούς καί ἀκούγεται κάπως λιγότερο. Στό σημεῖο 3 δέν ἀκούγεται καθόλου καλά. Τό ἴδιο γίνεται καί στήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεῖο. Ὅταν ἡ ψυχή εἶναι στραμμένη στό 1, ἡ ἐπικοινωνία γίνεται πολύ καλά. Αὐτό ὀφείλεται βέβαια σέ δύο βασικές προϋποθέσεις, στήν ἀγάπη καί στήν ταπείνωση»[5]. Ὅταν ὑπάρχουν αὐτές οἱ προϋποθέσεις τότε καί ἡ προσευχή εἶναι σωστή. Εἶναι κατά τό δυνατό τέλεια, εἶναι δυνατή.

 
«Μέ τίς προϋποθέσεις αὐτές ἡ ψυχή ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό, ἀκούει τήν φωνή Του, δέχεται τόν λόγο Του. Παίρνει δύναμη καί χάρη θεϊκή, μεταμορφώνεται, στρέφεται στόν Θεό μέ ἁπαλό τρόπο καί κατανίσσεται. Ὅταν ὑπάρχει λιγότερο ταπείνωση καί ἀγάπη, θέση 2, ἐπικοινωνοῦμε λιγότερο καλά μέ τόν Θεό. Ὅταν πάρει ἡ ψυχή τήν θέση 3 πού δέν ὑπάρχει καθόλου ταπείνωση καί ἀγάπη, δέν γίνεται καθόλου καλή ἐπικοινωνία, γιατί εἶναι γεμάτη ἀπό πάθη, μίση ἐχθρότητες ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖ νά ἀνέλθει» ἡ προσευχή στόν Θεό. «Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα μας, ὅταν Τόν ἐπικαλούμαστε μέ τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή, νά μήν ἔχει κανένα ἐμπόδιο, νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό μίσος, ἀπό ἐγωισμό, ἀπό κακία. Πρέπει νά Τόν ἀγαπᾶμε καί νά μᾶς ἀγαπάει. Ἄν ἔχουμε μέσα μας κάποιο κατάκριμα, πάλι ὑπάρχει κάποιο μυστικό. Τό μυστικό εἶναι νά ζητήσουμε συγγνώμη, ἤ νά τό ποῦμε στόν πνευματικό» καί τότε ἀποκαθίσταται ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς διά τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερά Ἐξομολογήσεως καί διά τῆς ἐκζητήσεως συγγνώμης ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό ὅποιον ἄνθρωπο σφάλλαμε, ἀπό ὅποιον ἄνθρωπο λυπήσαμε. «Ἀλλά αὐτό θέλει ταπείνωση, ὅπως εἴπαμε. Ἅμα συμμορφωθεῖς, ἐφαρμόζοντας τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχεις τύψεις στή συνείδησή σου καί ἔχεις ἠρεμία καί κάνεις καλά ἔργα, μπαίνεις στήν προσευχή ἁπαλά, χωρίς νά τό καταλάβεις. Ἔπειτα περιμένεις ἁπλά σιγά-σιγά μέχρι νά ἔρθει ἡ Χάρις. Σέ καθετί πού συμβαίνει νά ρίχνετε τό βάρος στόν ἑαυτό σας»[6]. Συμβουλεύει δηλαδή ὁ Ἅγιος νά κατηγοροῦμε σέ ὅλα τόν ἑαυτό μας καί ὄχι τούς ἄλλους, ἤ πολύ χειρότερα τόν Θεό.
 
«Νά προσεύχεστε μέ ταπείνωση, νά μήν αὐτοδικαιώνεστε. Βλέπετε, γιά παράδειγμα, ἀντιζηλία ἀπό ἀπέναντι; Σᾶς ζηλεύουν, δηλαδή σᾶς τρέφουν κακία, μίσος, ἀντιπάθεια; Ἐσεῖς νά ἀνταποδίδετε ἀγάπη, καλοσύνη. Προσευχή ἐσεῖς μέ ἀγάπη, γιά νά ρίξετε ἀγάπη στήν ἀντιζηλία. Ἀκοῦτε συκοφαντία ἐναντίον σας; Προσευχηθεῖτε. Προσέχετε, γιατί καί «θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται»[7]», ὅπως λέγει στή Σοφία Σολομῶντος. Δηλαδή καί ὁ ἐλάχιστος γογγυσμός καί ἡ ἐλάχιστη πικρία ἀπέναντι στό Θεό ἤ στόν πλησίον δέν μπορεῖ νά κρυφτεῖ. «Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἐπηρεάζει τήν ψυχή σας καί δέν μπορεῖτε νά προσευχηθεῖτε. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅταν βρίσκει ἔτσι τήν ψυχή, δέν τολμάει νά πλησιάσει»[8].
 
Καί πολύ χειρότερα βέβαια ὅταν ὑπάρχει γογγυσμός ἀπέναντι στόν Θεό. Γι’ αὐτό ὁ Κύριός μας μᾶς συμβουλεύει, πηγαίνοντας στόν ναό γιἀ νά προσευχηθεῖς, ἄν θυμηθεῖς ὅτι ἔχει κάτι ὁ ἀδελφός σου ἐναντίον σου, «ὕπαγε διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου»[9], πήγανε πρῶτα νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν ἀδελφό σου καί μετά νά πᾶς στόν ναό νά προσφέρεις τό δῶρο σου στόν Θεό καί νά προσευχηθεῖς. Ἔτσι ἡ καρδιά σου θά εἶναι καθαρή, δέν θά ἔχει κανένα λογισμό κακίας, μίσους, ἀντιπάθειας.
 
Ἡ καρδιά εἶναι καθαρή ὅταν μέσα της δέν ὑπάρχει κανένας λογισμός, οὔτε κακός οὔτε πονηρός οὔτε αἰσχρός οὔτε βλάστημος, ἀλλά καί ὅταν δέν ὑπάρχει καί κανένας καλός λογισμός. Γιατί ἡ καρδιά δέν πρέπει νά ἔχει κανένα λογισμό, παρά μόνο τήν ἀγάπη στόν Θεό, τήν μνήμη στόν Κύριο Ἰησοῦν Χριστό, τήν μνήμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν συνεχῆ ἀναφορά της σέ Αὐτόν. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται μακάριος, κατά τό «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ»[10]. Καί τό ἀποτέλεσμα; «Αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»[11]. Αὐτοί εἶναι πού βλέπουν τόν Θεό. Ἡ καρδιά λειτουργεῖ σάν ἕνα ὄργανο, σάν ἕνα τηλεσκόπιο πνευματικό, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό, ὅσο εἶναι δυνατό βέβαια στόν ἄνθρωπο νά δεῖ τόν Θεό.
 
Καί πάλι ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι, «ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας»[12]. Ἄς φροντίσουμε ὁ θησαυρός μας νά μήν εἶναι ἡ ὕλη, τά χρήματα, ἡ δόξα ἤ οἱ μάταιες ἡδονές, ἤ οἱ ἡδονές οἱ σαρκικές, τό σλόγκαν «νά περάσω καλά». Ὁ θησαυρός μας ἄς εἶναι ὁ Χριστός καί τότε ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά μας.
 
«Μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδία καί βρίσκετε ἀνάπαυση ταῖς ψυχές ὑμῶν»[13]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν πραότητα καί τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ καρδιά του εἶναι καθαρή καί ἀναπαυμένη, γεμάτη μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τότε καί ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος εἶναι εἰρηνικός καί ἀναπαυμένος. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσπαθεῖ νά ζήσει τήν πραότητα καί τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ καρδιά του εἶναι ταραγμένη, εἶναι βρώμικη καί δέν ἔχει ἀνάπαυση. «Ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες»[14]. Αὐτά εἶναι πού μολύνουν τόν ἄνθρωπο. Ἐνῶ αὐτά πού ἔλεγαν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, ὅπως νά μήν τρῶς μέ χέρια ἄνυπτα, μέ χέρια πού δέν τά ἔχεις νήψει, αὐτό εἶναι, λέει ὁ Κύριος, τό νά τρῶς μέ ἀνύπτα χέρια δέν σέ μολύνει∙ ἐκεῖνο πού μολύνει τόν ἄνθρωπο εἶναι οἱ κακοί διαλογισμοί πού βγαίνουν ἀπό τήν καρδία.
 
«Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ, προφέρει τό ἀγαθόν καί ὁ πονηρός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τό πονηρόν»[15]. Ὅ,τι ἔχει ἡ καρδιά, αὐτό λαλεῖ καί τό στόμα. «Ἰδού -λέγει ὁ Κύριος- ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ»[16]. Ἐάν δηλαδή κανείς ἀκούσει τό χτύπημά Μου στήν πόρτα τῆς καρδιάς του, τότε θά εἰσέλθω σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο καί θά δειπνήσω μαζί του καί αὐτός μαζί Μου. Ὁ Χριστός θέλει τήν καρδιά μας καί τήν θέλει καθαρή. Ἀλλά καί αὐτή τήν καθαρότητα ὁ Ἴδιος τελικά μᾶς τήν χαρίζει, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά Τοῦ ἐπιτρέψουμε νά εἰσέλθει στήν καρδιά μας. Ἀρκεῖ νά ἐπιτρέψουμε στόν ἑαυτό μας νά ποθήσει, νά ἐπιθυμήσει τόν Θεό.
 
«Καρδία ἀνθρώπου ἀλλοιοῖ τό πρόσωπον αὐτοῦ, ἐάν τε εἰς ἀγαθά ἐάν τε εἰς κακά. Ἴχνος καρδίας ἐν ἀγαθοῖς, πρόσωπον ἱλαρόν»[17], λέει στή Σοφία Σειράχ. Δηλαδή ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενό της, κάνει τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου εἴτε εὐχάριστο, χαρούμενο δηλαδή, εἴτε σκυθρωπό. Ἔκφρασις καρδιᾶς ἀγαθῆς εἶναι τό γλυκύ καί εὐχάριστο πρόσωπο.
 
«Πάσῃ φυλακῇ τήρει σήν καρδίαν, ἐκ γάρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς»[18], λέει καί στίς Παροιμίες. Δηλαδή μέ κάθε προσοχή καί ἐπαγρύπνηση νά φυλλάτεις τήν καρδία σου, γιατί ἀπό τό περιεχόμενό της ἀναβλύζουν τρόποι ζωῆς. Ὅ,τι εἶναι τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό εἶναι πού καθορίζει καί τήν ὅλη του ζωή. Οἱ λογισμοί οἱ ὁποῖοι ὑπάρχουν ἐκεῖ μέσα καθορίζουν τόν τρόπο ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φροντίζει ἡ καρδιά του νά εἶναι καθαρή καί νά ἔχει μόνο ἕναν λογισμό, τήν ἀγάπη πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
 
«Καρδίας εὐφραινόμενης τό πρόσωπον θάλλει»[19]. Ὅταν ἡ καρδία χαίρεται καί εὐφραίνεται ἀπό τήν ἀρετή, ἀπό τήν Θεία Χάρη, ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τότε καί τό πρόσωπο ἀνθίζει, ὀμορφαίνει.
 
«Δῴη σοι Κύριος κατά τήν καρδίαν σου καί πᾶσαν τήν βουλήν σου πληρῶσαι»[20], λέει καί στούς Ψαλμούς. Δηλαδή, μακάρι ὁ Κύριος νά σοῦ δώσει σύμφωνα μέ τίς ἅγιες ἐπιθυμίες τῆς καρδίας σου καί νά ἐκπληρώσει κάθε ἀγαθή ἐπιθυμία καί ἀπόφασή σου, χαρίζοντάς σου τήν νίκη ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν.
 
«Καθαρός στήν καρδιά», λέει καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «εἶναι ἐκεῖνος πού βλέπει ὅλους τούς ἀνθρώπους καλούς. Ἄν ἀγαπᾶς νά ἔχεις καθαρή καρδιά μέσα στήν ὀποια νά μπορεῖς νά δεῖς τόν Δεσπότη καί Κύριο τῶν πάντων, μήν κατηγορήσεις κανένα, ἀλλά καί νά μήν ἀκούσεις κάποιον πού κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του»[21]. Ἡ κατηγορία, ἡ κατάκριση, εἶναι αὐτή πού μολύνουν τήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι μόνο ὅταν κανείς τίς ἐξαγγέλλει, τίς ἀπαγγέλει τίς διάφορες κατηγορίες, ἀλλά καί ὅταν τίς ἀκούει ἀπό ἄλλους καί δέν διαμαρτύρεται, ἤ δέν ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτούς.
 
Μέ τήν πίστη, τήν ἀποφυγή τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἀποστροφή τῆς κοσμικῆς γνώσης, φτάνουμε στήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, λέει πάλι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ, ὁπότε γευόμαστε την χάρη καί τήν χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκει τήν ἡσυχία, ὄχι μόνο τήν ἐξωτερική ἀλλά καί τήν ἐσωτερική, ὅσο ἐπιδιώκει τήν μόνωση καί τήν σιωπή, ἐσωτερική καί ἐξωτερική, ὅσο ἀποστρέφεται τό νά μαθαίνει τά νέα τοῦ κόσμου καί ὅσο πιστεύει – ἀφήνεται δηλαδή, ἐμπιστεύεται τήν ζωή του στόν Θεό, τόσο ἡ καρδιά του καθαρίζεται καί γεμίζει μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί τήν ἀνώτερη, τήν πνευματική γνώση.
 
Ἄς ἐπιδιώκουμε καί ἐμεῖς τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μας, ἔτσι ὥστε ὁ Θεός νά εὐαρεστεῖται σέ μᾶς καί νά μᾶς χαρίζει τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τήν ἀγαθή προαίρεση καί ὅ,τι ἄλλο χρειαζόμαστε γιά νά κάνουμε καί τήν σωστή προσευχή καί τήν λατρεία «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ»[22].
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
[1] Μᾶρκ. 7, 23.
 
[2] Μᾶρκ. 7, 6.
 
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
[4] Φιλ. 2, 13.
 
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[6] Ὅ.π.
 
[7] Σοφ.Σολ. 1, 10.
 
[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[9] Ματθ. 5, 24.
 
[10] Ματθ. 5, 8.
 
[11] Ὅ.π.
 
[12] Ματθ. 6, 21.
 
[13] Ματθ. 11, 29.
 
[14] Ματθ. 15, 19.
 
[15] Λουκ. 6, 45.
 
[16] Ἀποκ. 3, 20.
 
[17] Σοφ.Σειρ. 13, 25-26.
 
[18] Παρ. 4, 23.
 
[19] Παρ. 15, 13.
 
[20] Ψαλμ. 19, 5.
 
[22] Σοφ.Σολ. 9, 3.