Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ἡ κακία εὔκολη καί ἡ ἀρετή δύσκολη, τό θάρρος»
Συνεχίζουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά μελετᾶμε τό Γεροντικό, τά ἀποσπάσματα τοῦ Γεροντικοῦ πού ὑπάρχουν στόν Εὐεργετινό. Εἴμαστε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στήν 46η Σύναξη καί τό σημερινό κεφάλαιο ἔχει τίτλο: «Ἡ κακία εὔκολη, ἡ ἀρετή δύσκολη». Ὅλοι τό καταλαβαίνουμε αὐτό, ἀλλά πόσο βαθιά τό ἔχουμε καταλάβει ὅτι ὄντως ἡ κακία εἶναι εὔκολη καί ἡ ἀρετή δύσκολη… Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς λέει ὅτι «πλατεῖα καί εὐρύχωρος ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλεια» (Ματθ. 7,13). Αὐτή ἡ ὁδός πού πάει στήν ἀπώλεια εἶναι πλατειά καί εὐρύχωρη, εὔκολη. Ἐνῶ «ἡ ὁδός πού πάει στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι στενή καί τεθλιμμένη» καί ἡ ὁδός καί ἡ πύλη. Γι’ αὐτό, ὅταν κάποτε ρώτησαν τόν Κύριο «εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι;» (Λουκ. 13,23), δέν ἀπάντησε. Εἶπε «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης». Εἶναι στενή ἡ πύλη, εἶναι δύσκολη καί χρειάζεται νά ἀγωνιστεῖτε γιά νά περάσετε, νά μπεῖτε μέσα ἀπό τήν στενή πύλη. Ἀλλά σέ ἄλλη συνάφεια τό λέει, ὅτι εἶναι στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός καί «ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν» (Ματθ. 7,14), εἶναι λίγοι αὐτοί πού τήν βρίσκουν. Δηλαδή πρέπει νά ψάξει κανείς γιά νά βρεῖ τήν ὁδό καί τήν πύλη ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ζωή. Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα δηλαδή νά σωθοῦμε, οὔτε εὔκολο. Γι’ αὐτό καί βλέπει κανείς ὅτι τό κακό κυριαρχεῖ στόν κόσμο καί «ὁ κόσμος», ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». (Α’ Ἰω. 5,19). Ἐν τῷ πονηρῷ, στόν πονηρό. Καί πονηρός εἶναι βεβαίως ὁ διάβολος, ἀλλά γενικότερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό πονηρό εἶναι τό κακό καί ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἑδρασμένος, ἑδραιωμένος στό κακό.
Ἡ ἀρετή εἶναι δύσκολη. Γιατί, ὅμως, εἶναι δύσκολη; Τό λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «γιά τή δική μας ραθυμία». Εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός, διότι ἐμεῖς δέν θέλουμε λίγο νά ζοριστοῦμε. Νά ἀφήσουμε δηλαδή τήν ἄνεση, τήν καλοπέραση, τήν φιλαυτία. Ὁπότε μᾶς φαίνεται πολύ δύσκολο αὐτό πού ζητάει ὁ Χριστός. Βέβαια, ἄν κανείς ἀρχίσει νά ἀγωνίζεται, νά πολεμάει λίγο τήν φιλαυτία του καί φτάσει σ’ ἕνα σημεῖο, θά ἔλεγα, κάπως κρίσιμο, ἀπό κεῖ καί μετά εἶναι πολύ-πολύ εὔκολα τά πράγματα. Μπαίνει, ὅπως λέμε ἁπλά λαϊκά, τό νερό στό αὐλάκι καί κανείς μετά πορεύεται, ὄχι τελείως ἄνετα βέβαια, πάντοτε μέ πειρασμούς καί δυσκολίες, ἀλλά ἔχει καί μία χαρά καί μία ἐλπίδα καί μία ἔτσι «βεβαιότητα»… ποτέ δέν εἶναι κανείς βέβαιος γιά τήν σωτηρία του, ἀλλά αἰσθάνεται αὐτή τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί χαίρεται καί ἀπό τήν ἄλλη βέβαια προσέχει πολύ νά μήν χάσει αὐτή τήν Χάρη.
Ἄς δοῦμε τά περιστατικά. «Ἕνας νέος μοναχός εἶπε περίλυπος στόν Ὅσιο Ποιμένα: τό σῶμα μου ἀββᾶ ἔχει ἀτονίσει ἀπ’ τήν ἄσκηση, ἀλλά τά πάθη μου δέν ἐννοοῦν νά ὑποχωρήσουν». Αὐτός εἶχε ρίξει ὅλο τό βάρος τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα στήν σωματική ἄσκηση. Ἀλλά αὐτό εἶναι μόνο ὁ ἕνας παράγοντας, ἡ μία παράμετρος. Ἡ ἄλλη παράμετρος, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, εἶναι ἡ ταπείνωση. Κακοπάθεια καί ταπείνωση ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη. Μόνο ἡ κακοπάθεια δέν τά ἀφαιρεῖ. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ, γέρασα, ἀτόνησε τό σῶμα μου ἀπ’ τήν ἄσκηση, ἀλλά τά πάθη ὑπάρχουν.
Πρόσφατα πού εἶχα πάει στό Ἅγιο Ὄρος, μέ πῆγαν οἱ Πατέρες στό ὀστεοφυλάκιο στήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα στίς Καρυές. Ἦταν ρωσική Σκήτη αὐτή. Στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος εἶχε πάρα πολλούς Ρώσους. Ἐκεῖ εἶχαν τίς κάρες τῶν Πατέρων, μερικές μάλιστα ἔχουν αὐτό τό χρῶμα τῆς ἁγιότητας, τό κεχριμπαρένιο καί μερικές ἔχουν κιόλας μιά ὑγρότητα (ὑγρασία) πού εἶναι σημάδι ἁγιότητας, ἀλλά εἶχαν, καί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, καί τά σίδερα πού φοροῦσαν κάποιοι γιά ἄσκηση. Πῆγα νά τά σηκώσω… ἀσήκωτα! Σταυροί μεταλλικοί πολύ βαριοί καί ἕνα κράνος μεταλλικό πού μόνο νά τό φορέσει κανείς δέν ξέρω ἄν μπορεῖ νά σηκωθεῖ εὔκολα, ἄν κάθεται… Πολύ βαρύ! Μοῦ εἶπε ἐκεῖ ὁ ἱερομόναχος: «Δέν νομίζω μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά εἶναι ἀρκετό νά προχωρήσει κανείς». Καί ὄντως δέν εἶναι. Ἐντάξει, μπορεῖ κι αὐτό λίγο νά βοηθήσει, νά χαλιναγωγήσει κανείς τά σαρκικά πάθη, γιατί ὅσο κακοπαθεῖ τό σῶμα, τόσο ταπεινώνεται. Ὅσο ταπεινώνεται τό σῶμα, τόσο ταπεινώνονται καί οἱ ὁρμές, ἀλλά πρέπει νά συνυπάρχει καί τό δεύτερο, δηλαδή ἡ ταπείνωση. Ἄν δέν ὑπάρχει ἡ ταπείνωση καί ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, θά ἀφήσει ὁ Θεός νά ὑπάρχει μετά κατάκριση καί τότε τά σαρκικά πάθη ὄχι μόνο δέν πέφτουν, ἀλλά ἀκόμα πιό πολύ ζωηρεύουν. Θυμόμαστε καί τόν Ἅγιο Παΐσιο πού κάποτε εἶχε κατακρίνει μία ἁμαρτωλή κοπέλα καί μετά εἶχε φοβερό σαρκικό πόλεμο.
Ἑπομένως, ἄς ἀκούσουμε καί τήν ἀπάντηση πού τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «τά πάθη, παιδί μου, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ σοφός πατήρ, μοιάζουν μέ τά σκληρά ἀγκάθια πού, γιά νά τά ξεριζώσεις, πρέπει νά ματώσουν τά χέρια σου». Δηλαδή, χρειάζεται πολύ κόπος καί πολύς ἀγώνας. Καί φυσικά χρειάζεται καί ἡ διάκριση. Ναί μέν ὁ σωματικός κόπος βοηθάει πάρα πολύ, ἀλλά δέν πρέπει νά μένουμε σ’ αὐτό. Πρέπει νά κάνεις μία ὁλομέτωπη ἐπίθεση στά πάθη, τά ὁποῖα ἔχουν θά λέγαμε καί πνευματική – ψυχική συνιστῶσα. Δέν ἀφοροῦν μόνο στή σάρκα, στό σῶμα, ἔχουν σχέση καί μέ τήν ψυχή. Ὅταν ἡ ψυχή ἔχει ὑψηλό φρόνημα, αὐτό μετά περνάει καί στό σῶμα καί στή σάρκα καί δέν ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί τά πάθη τά σαρκικά. Ἀντίθετα, ἕνας πού ταπεινώνει τό σῶμα μέ τίς ἀσκήσεις, βοηθάει καί τήν ψυχή νά ταπεινωθεῖ. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες πρόσεχαν καί τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια. Καί ἐμᾶς βλέπετε ἡ Ἐκκλησία μας συνεχῶς ὅλο τόν χρόνο μᾶς παρακινεῖ σέ νηστεία. Καί τώρα βεβαίως πού εἶναι ἡ νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί εἶναι κάθε μέρα νηστεία, ἐκτός τό Σαββατοκύριακο πού εἶναι κατάλυση ἰχθύος, ἀλλά καί ὅλο τόν χρόνο χωρίς νά ὑπάρχει αὐτή ἡ μακρά νηστεία, ὑπάρχουν οἱ νηστεῖες τῆς Τετάρτης καί Παρασκευῆς. Οἱ δέ μοναχοί κάνουν νηστεία καί τήν Δευτέρα. Ἀλλά καί ὅλες τίς μέρες, δέν σημαίνει ἐπειδή ἔχει κατάλυση θά φτάνουμε στήν καταστροφή, θά ἀφήνουμε τήν νηστεία σέ ποσότητα, ἡ ὁποία πάντα πρέπει νά ὑπάρχει, δηλαδή ἡ ἐγκράτεια.
Ὅλα αὐτά βέβαια γιά ἕναν ἄνθρωπο ράθυμο εἶναι δύσκολα. Καί ἀκοῦς καί νέα παιδιά πού σοῦ λένε: ἐγώ πάτερ δέν μπορῶ νά μήν τρώω. Ἔχει μάθει νά τρώει κάθε μέρα κρέας. Πάρα πολύ δύσκολο τοῦ φαίνεται… Νά κάνει λαδερό; Ἀλάδωτο δέν συζητᾶμε… Πολύ δύσκολο. Ἀλλά εἶναι θέμα ἀπόφασης καί συνήθειας. Ἄν κανείς τό πάρει ἀπόφαση, θά δεῖ ὅτι δέν εἶναι δύσκολο. Εἶναι πολύ εὔκολο.
«Ἕνας ἀπό τούς ἀδελφούς τῆς Σκήτης εἶπε στόν ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης πώς κάποιος ἀπό τούς ἐκεῖ μοναχούς γύρισε πίσω στόν κόσμο». Συμβαίνει κι αὐτό. Αὐτό πού λέμε λαϊκά νά πετάξει κάποιος τά ράσα. «Ἀπορεῖς γιά τό εὔκολο ξεγλίστρημα; Τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας. Αὐτό εἶναι τόσο συνηθισμένο. Θαύμασε, σάν ἀκούσεις πώς κατόρθωσε νά ξεφύγει τελικά ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι τό δύσκολο». Τό εὔκολο εἶναι νά γλιστρήσει κανείς. Τό δύσκολο εἶναι νά γλιτώσει. Γιατί, ὅπως πάλι μᾶς λένε οἱ Πατέρες, ὁ διάβολος μᾶς πολεμάει ἀπό ὅλα τά μέρη.
«Ἕνας ἅγιος Γέροντας ἔλεγε κάποτε προφητικά γιά τό κατάντημα τοῦ ὑψηλοῦ μοναχικοῦ βίου, πού στήν ἐποχή του βρισκόταν σέ ἀκμή. Θά ἔρθει ἐποχή πού στά μοναστήρια στούς ἑκατό ἐλάχιστοι θά εἶναι ἐκεῖνοι πού θά σώσουν τήν ψυχή τους. Στούς πενήντα δέν ξέρω ἄν ὑπάρξει κανένας πού νά σώζεται». Οὔτε ἕνας στούς πενήντα… «Οἱ μοναχοί στά θλιβερά ἐκεῖνα χρόνια θά γυρεύουν καλοφαγία καί θά κοιτάζουν πῶς θά ἱκανοποιήσουν τήν φιλαρχία καί τήν φιλαργυρία τους». Φοβερή κατάπτωση! «Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: ἄν πᾶς στήν ἔρημο καί βρεῖς μοναχούς πού ζοῦν μέ ἄνεση, μή συναναστρέφεσαι μαζί τους. Γίνου φίλος μέ φτωχό ἀδελφό πού τοῦ λείπει συχνά καί αὐτό τό ξηρό ψωμί. Προτίμησε νά ζεῖς μέ δύο-τρεῖς ἀνθρώπους πού ἔχουν φόβο Θεοῦ παρά μέ χίλιους πού ἔχουν διώξει τόν θεῖο φόβο ἀπό τήν ψυχή τους». Βλέπετε πάλι καί ἐδῶ πῶς κανείς πρέπει νά ἀντισταθεῖ στήν ἐπιθυμία γιά ἄνεση, γιά καλοπέραση. Ὁ πολιτισμός μας μᾶς ἔχει ὑποβάλλει στό ὑποσυνείδητο τήν ἰδέα ὅτι ἄνεση = εὐτυχία. Εἶναι ψέμα αὐτό. Ὁ διάβολος εἶναι πίσω ἀπό αὐτή τήν συνταγή. Ἄνεση δηλαδή καλοπέραση, καλοφαγία, ξεκούραση κ.λ.π., ὅλα τά τεχνολογικά μέσα στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, νά μήν κάνεις τίποτα μόνο νά πατᾶς κανένα κουμπί, ἄπλετος ἐλεύθερος χρόνος καί αὐτό ἰσοῦται μέ τήν εὐτυχία. Λάθος! Βλέπουμε τά πιό προηγμένα κράτη πού εἶναι γεμάτα μέ ψυχολογικά ἄρρωστους ἀνθρώπους. Νά ἀγαπήσουμε λοιπόν, μᾶς λένε οἱ Πατέρες ἐδῶ, ὄχι τήν ἄνεση, ἀλλά τήν κακοπάθεια. Νά προτιμᾶς νά ζεῖς μέ δύο-τρεῖς ἀνθρώπους πού ἔχουν φόβο Θεοῦ καί ὄχι μέ πολλούς πού δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ. Βλέπετε, ὁ Λώτ προτίμησε τήν εὔφορη πεδιάδα, τά Σόδομα καί τά Γόμορρα, χωρίς νά ἐξετάσει τί ποιότητος ἄνθρωποι ἦταν ἐκεῖ καί ἔπειτα ἀπό λίγο βέβαια ἦρθε ἡ καταστροφή.
«Ἕνας ἅγιος ἐρημίτης στά πολύ παλιά χρόνια, ἐνῶ προσευχόταν, ἔπεσε σέ ἔκσταση. Εἶδε τότε τρεῖς μοναχούς νά στέκονται στήν ὄχθη μιᾶς ἀπέραντης λίμνης. Ξάφνου ἀκούστηκε μιά φωνή ἀπ’ τόν οὐρανό «πάρετε πύρινα φτερά καί πλησιάστε Με». Οἱ δυό πέταξαν εὐθύς μέ τίς πύρινες φτεροῦγες τους στήν ἄλλη ὄχθη. Ὁ τρίτος ἔμεινε πίσω καί παρακαλοῦσε νά τοῦ δοθοῦν φτερά γιά νά πετάξει , γιατί δέν εἶχε δικά του. Ὕστερα ἀπό πολλά παρακάλια τοῦ δοθήκανε ἀλλά δέν ἦταν πύρινα. Ἔτσι μέ πολύ κόπο, πότε βουτώντας στά νερά καί πότε βγαίνοντας στήν ἐπιφάνεια κατόρθωσε στό τέλος νά φτάσει κι αὐτός στήν ἀντίπερα ὄχθη. Ἀπόρησε ὁ Γέροντας γιά αὐτό πού ἔβλεπε μπροστά του. Τότε ἄκουσε τή φωνή τοῦ Θεοῦ νά τοῦ λέει: οἱ δύο πρῶτοι ἀντιπροσωπεύουν τίς παλαιότερες γενεές τῶν μοναχῶν πού ἔβρισκαν εὔκολα τήν σωτηρία τους ἐπειδή ἡ καρδιά τους φλεγόταν ἀπό θεῖο ἔρωτα. Ὁ τρίτος εἶναι ἀπό τούς νεωτέρους πού πολύ δύσκολα θά βροῦν τή σωτηρία, γιατί θά ἔχει ψυγεῖ ἡ ἀγάπη τους». Ἔχει ψυχρανθεῖ ἡ καρδιά τους. Δέν ἔχουν τήν ἀγάπη, τόν θεῖο ἔρωτα, γιά τόν ὁποῖο μιλοῦσαν πάρα πολύ οἱ Ἅγιοι καί μάλιστα ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Αὐτός ὁ θεῖος ἔρωτας εἶναι πού κάνει πολύ εὔκολο τόν πνευματικό ἀγῶνα. ΄
Εἶναι γεγονός ὅτι στίς μέρες μας δύσκολα νά βρεῖς ἄνθρωπο πού ν’ ἀγαπάει τόν Θεό, νά ἐργάζεται γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, νά θέλει νά προβάλλεται ὁ Θεός καί ὄχι ὁ ἑαυτός του. Ἀκόμα καί στούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δυσκολευόμαστε νά πᾶμε στόν Θεό. Γιατί ὅλα τά πάθη εἶναι οὐσιαστικά ἕνα ἐμπόδιο στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Εἶναι μιά κίνηση ἀντίθετη. Ἀντίθετα οἱ ἀρετές εἶναι μιά κίνηση πρός τόν Θεό. Ὅλες οἱ ἀρετές οὐσιαστικά ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν Θεό, στήν ταπείνωση καί στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὅλες οἱ κακίες ἀντιστρόφως χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό καί τόν ἐμποδίζουν νά πάει πρός τόν Θεό. Εἶναι δεσμά. Αὐτό λέει ἐδῶ ὅτι οἱ μοναχοί τῆς τελευταίας γενιᾶς πολύ δύσκολα θά βροῦν τή σωτηρία. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό αὐτό ὅτι δέν εἶναι εὔκολο πράγμα ἡ σωτηρία. Καθόλου εὔκολο! Τό ἔχω πεῖ κι ἄλλη φορά, στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπό τίς πολλές χιλιάδες πού εἶχε τότε, ζήτημα, λέει, νά σωθοῦν 100.. 200… καί ἤξερε ὁ Χρυσόστομος.. δέν ἦταν τυχαῖος ἄνθρωπος. Δέν εἶναι εὔκολο καί ἁπλό πράγμα… μήν τό παίρνουμε ἀψήφιστα. Θά πρέπει νά γίνει αὐτή ἡ καλή ἀλλοίωση. Δέν εἶναι τυχαῖο πράγμα ὁ Χριστός νά μᾶς βάλει στόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός θέλει νά μᾶς βάλει ὅλους, ἄν ἔχουμε τίς προϋποθέσεις. Λέω πολλές φορές: τί θά εἶναι Παράδεισος ἄραγε; Μιά διαρκής Θεία Λειτουργία, μιά συνεχής Θεία Λειτουργία, ἀέναος δοξολογία στόν Θεό. Καί βλέπει κανείς τούς σημερινούς χριστιανούς μέ πόσο κόπο, μέ πόση δυσκολία, πόσο καθυστερημένα πολλές φορές, πᾶνε στή Θεία Λειτουργία. Πῆγα καί σέ ἕνα μοναστήρι στήν Πελοπόννησο καί μοῦ εἶπαν οἱ μοναχές, πάτερ ἔρχονται γιά τόν καφέ. Ἤξεραν ὅτι μετά ἔχει ἀρχονταρίκι καί πᾶνε νά πιοῦνε καφέ… πᾶνε ὑποτίθεται τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία… Ἐκκλησιάστηκαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι! Αὐτό κάτι δείχνει… ὅτι δέν ἔχουν ἀγάπη γιά τόν Κύριο. Ἐνῶ βλέπουμε, ἄς ποῦμε, οἱ μυροφόρες… ἀκόμα πρίν ξημερώσει πῆγε ἡ πρώτη ὁμάδα τῶν μυροφόρων μέ τήν ἡ Παναγία, μέσα στήν νύχτα, στή βαθειά νύχτα, ἐπάνω στόν τάφο τοῦ Κυρίου. Δηλαδή ὁ κόπος πού κάνουμε γιά τόν Θεό φανερώνει ἄν ἀγαπᾶμε τόν Θεό. Καί ὁ κόπος πού ἀποφεύγουμε γιά τόν Θεό δείχνει ὅτι δέν ἀγαπᾶμε τόν Θεό. Ἄν ἀγαπᾶς, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἀγαπᾶς νά πονᾶς, νά πάσχεις, νά τοῦ δείξεις τήν ἀγάπη σου μέ ἕναν ἔμπονο, ἄς ποῦμε, τρόπο. Νά κάνεις κάποιες θυσίες γιά αὐτόν πού ἀγαπᾶς καί μάλιστα γιά τόν Χριστό μας πού ἔκανε τόσο μεγάλες θυσίες… Κι ἐμεῖς σκεφτόμαστε πῶς θά γλιτώσουμε τό παραμικρό… ‘Νά μήν τό κάνουμε κι αὐτό ἀλλά καί νά μήν κολαστοῦμε… ἀλλά νά μήν χάσουμε τή βόλεψή μας καί τήν ἄνεσή μας’. Αὐτά λοιπόν γιά αὐτό τό μικρό κεφάλαιο: ἡ κακία εἶναι εὔκολη καί ἡ ἀρετή εἶναι δύσκολη.
Ἐρ. : Νά ρωτήσω κάτι. Ἐσεῖς εἴπατε στήν νηστεία αὐτή μόνο Σαββατοκύριακο τρῶμε ψάρι..
Ἀπ. : Ναί, πιό σωστό εἶναι αὐτό. Τρίτη καί Πέμπτη λάδι.
Τό ἑπόμενο κεφάλαιο εἶναι τό χριστιανικό θάρρος. Ὑπάρχει θάρρος, ὑπάρχει καί θράσος. Ὑπάρχει καί τό ἀντίθετο βέβαια ἡ δειλία, ὑπάρχει καί ἡ σεμνότητα. Εἶναι διαφορετικά πράγματα.
«Ξεκίνησε κάποτε ὁ ἀββᾶς Δανιήλ νά ἐπισκεφτεῖ ἕναν πνευματικό Γέροντα πολύ βαθειά στήν ἔρημο. Τόν βρῆκε ἡ νύχτα στό δρόμο κι ἐπειδή δέν εἶχε ἄλλο καταφύγιο, μπῆκε σέ μία πυραμίδα ἀπό κεῖνες πού ὑψώνονται στήν Αἰγυπτιακή πεδιάδα. Διάλεξε ἕνα κρανίο, ἀπό τά πολλά πού βρῆκε μέσα, τό ἔβαλε προσκεφάλι καί ξάπλωσε νά κοιμηθεῖ». Μακάβριο θά πεῖ κανείς… «Οἱ δαίμονες θαύμασαν τήν τόλμη του καί γιά νά τόν φοβίσουν ἄρχισαν νά κουβεντιάζουν μεταξύ τους. – Ἔλα μαζί μας στό λουτρό, κυρία, φώναζαν, σάν νά μιλοῦσαν σέ γυναίκα. – Δέν μπορῶ, ἀκούστηκε γυναικεία τάχα φωνή…». Κοιτᾶξτε τί πανούργοι εἶναι οἱ δαίμονες(!) γιά νά βάλουν τόν ἄνθρωπο σέ πειρασμό. «Σάν νά ἔβγαινε ἀπό τό κρανίο, πού εἶχε γιά προσκέφαλο ὁ ἀββᾶς. Ἔχω ξένο ἀπό πάνω μου. Ὁ ὅσιος, ὄχι μόνο δέν φοβήθηκε, ἀλλά ἔδωσε ἕνα γερό χτύπημα στό κρανίο, λέγοντας: – Ἄν δέν μπορεῖς νά ἡσυχάσεις, πήγαινε στό σκότος τό ἐξώτερο. – Μᾶς νίκησες, μᾶς νίκησες, φώναξαν οἱ δαίμονες κι ἔφυγαν ντροπιασμένοι». Πῆγαν νά τόν τρομάξουν καί νά τόν βάλουν σέ πειρασμό, ἀλλά ὁ ὅσιος εἶχε ἐπίγνωση. Οἱ δαίμονες οὔτε σῶμα ἔχουν οὔτε δύναμη ἔχουν οὔτε ἐξουσία ἔχουν νά κάνουν τίποτα στόν ἄνθρωπο. Καμία ἐξουσία δέν ἔχουν! Γιατί νά φοβηθοῦμε τούς δαίμονες; Δέν ἐπιτρέπεται ὁ χριστιανός νά φοβᾶται τούς δαίμονες, νά φοβᾶται τά μάγια, νά φοβᾶται τούς μάγους. Τρέχουν πανικόβλητοι: «πάτερ, μοῦ ἔχουν κάνει μάγια…» Ἔ, καί τί ἔγινε; Εἶσαι ἐσύ ἐντάξει ἀπέναντι στόν Χριστό; Ἔχεις πνευματική ζωή; Κάνεις αὐτά πού λέει ὁ Χριστός; Τί φοβᾶσαι τά μάγια; Τί δύναμη ἔχει ὁ διάβολος; Ἀλλά ἐπειδή δέν εἶναι ἐντάξει γι’ αὐτό φοβοῦνται. Δέν εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Χριστό, δέν τηροῦν αὐτά πού λέει, ὁπότε μετά τρέμουνε τόν διάβολο.
Κάποτε εἶχε πάει ὁ διάβολος στόν Ἅγιο Ἀντώνιο. Σάν ἕνας τεράστιος μαῦρος, ἀράπης ἐμφανίστηκε, χτύπησε τήν πόρτα. Τόν κατάλαβε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καί τοῦ λέει τί θέλεις ἐδῶ; Ἄν εἶσαι σταλμένος ἀπό τόν Θεό νά μοῦ κάνεις κακό, κάνε ὅ,τι σοῦ ἔχει ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά μοῦ κάνεις, γιά τό καλό μου θά εἶναι. Ἄν δέν εἶσαι σταλμένος ἀπό τόν Θεό καί ἦρθες μόνος σου… ἄντε φύγε ἀπό δῶ! καί ἐξαφανίστηκε ὁ διάβολος. Δέν εἶχε καμιά ἐξουσία πάνω στόν Ἅγιο Ἀντώνιο.
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι οἱ δαίμονες δέν μποροῦν νά μᾶς κάνουν κακό ἐφόσον ἐμεῖς δέν τούς δίνουμε δικαιώματα. Νά σᾶς πῶ ἕνα περιστατικό μέ μιά ψυχή. Ἕνας ἄνθρωπος ἄρχισε νά ζεῖ πνευματικά. Ἔκανε ἐξομολόγηση, ἄρχισε νά προσεύχεται, νά νηστεύει, ἀλλά δέν εἶχε ξεκολλήσει ἀκόμα τελείως ἀπό τά κοσμικά. Ὁπότε ἕνα βράδυ πῆγε σέ μιά ταβέρνα, ἤπιε ἕνα ποτήρι, ἤπιε δεύτερο, ἤπιε τρίτο, ἄρχισε νά ζαλίζεται, νά λέει σαχλαμάρες μέ τούς ἄλλους ἐκεῖ… Τέλος πάντων τό βράδυ γύρισε ἀργά στό σπίτι του μετά τά μεσάνυχτα, ἀλλά εἶχε στό τυπικό του νά κάνει πάντοτε τό ἀπόδειπνο. Ἔκανε τό ἀπόδειπνο. Ξάπλωσε νά κοιμηθεῖ. Τό πρωί εἶχε πάλι τυπικό νά ξυπνάει στίς ἕξι νά κάνει τήν πρωινή του προσευχή. Τό πρωί χτύπησε τό ξυπνητήρι… λέει νά κοιμηθῶ λίγο ἀκόμα… Ἀλλά τό λίγο ἀκόμα, πῆγε, πῆγε, πῆγε… κοιμόταν καί στίς 12 τό μεσημέρι τρώει ἕνα σκαμπίλι… Μά τί σκαμπίλι ἦταν αὐτό! Φοβερό! Ἀνάμεσα στά αὐτιά καί τό μάτι, πού λέει ποτέ δέν εἶχα φάει τέτοιο σκαμπίλι στή ζωή μου… καί ξύπνησε! Τί ἦταν αὐτό; Ἦταν ὁ διάβολος, τοῦ ὁποίου εἶχε δώσει δικαιώματα τό προηγούμενο βράδυ καί πῆρε ἄδεια ὁ διάβολος νά πειράξει μ’ αὐτό τόν τρόπο αὐτό τό παιδί, πού ναί μέν εἶχε μετανοήσει, ἀλλά δέν εἶχε κάνει πλήρη ἀποταγή… ἤθελε καί λίγο τόν κόσμο καί λίγο τήν παρεούλα καί λίγο τό ποτό καί λίγο τά ἀστειάκια τά ὄχι σωστά… καταλαβαίνετε… Ὁ διάβολος παίρνει δικαιώματα μέ τίς ἁμαρτίες πού κάνουμε ἐμεῖς. Κατατρόμαξε ὁ ἄνθρωπος, πῆγε στόν πνευματικό του κ.λ.π. Τί νά φταίει; Τί νά φταίει; Τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός.
«- Γιατί αἰσθάνομαι δειλία, ὅταν περπατῶ μόνος στήν ἔρημο ἀββᾶ; ρώτησε ἕνας ἀρχάριος μοναχός κάποιον Γέροντα. – Γιατί ζεῖς ἀκόμα, τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος». Δέν ἔχεις νεκρωθεῖ γιά τόν Κύριο. Βλέπετε ἀπάντηση; Ὁ χριστιανός εἶναι νεκρός. Βλέπετε τούς μοναχούς πού φορᾶνε μπροστά στό στῆθος τους τό μοναχικό σχῆμα, πού ἔχει καί μιά νεκροκεφαλή καί κάποια γράμματα κρυπτογραφικά καί τόν σταυρό βεβαίως. Ὅλα αὐτά τί εἶναι; Φανερώνουν ὅτι εἶναι νεκρός. Ἀλλά αὐτό πού ἰσχύει γιά τόν μοναχό ἰσχύει καί γιά τόν κάθε χριστιανό. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20), λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἐγώ δέν ζῶ γιά τόν ἑαυτό μου, εἶμαι νεκρός γιά τόν ἑαυτό μου καί ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί πάλι λέει ὁ Κύριος «ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, πρέπει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του» (Μάρκ. 8,34), νά πάψει νά ὑπάρχει γιά τόν ἑαυτό του. Πού σημαίνει δέν ὑπάρχει γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί στούς μοναχικούς κανόνες ὑπάρχει ἡ λεγόμενη ξενιτεία καί ἡ λεγόμενη ἀποταγή, ὅπου ὁ χριστιανός ἀποτάσσεται τούς συγγενεῖς του. Γιά τόν μοναχό δέν ὑπάρχουν συγγενεῖς σαρκικοί. Ἀνοίγεται στήν μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Στό μέτρο βέβαια πού καί οἱ σαρκικοί συγγενεῖς εἶναι σ’ αὐτή τήν οἰκογένεια, εἶναι πιστοί δηλαδή, δέν ἀπαγορεύεται νά τούς δεχτεῖ κάποιες φορές στό μοναστήρι. Ἀλλά ἡ ψυχή του πρέπει νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό τίς σαρκικές συγγένειες. Νά εἶναι δοσμένη τελείως στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νά ζεῖ γιά τόν Θεό καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ὄχι μόνο γιά τούς συγγενεῖς. Οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι κατά βάση ζοῦνε γιά τόν ἑαυτό τους καί μπορεῖ νά δώσουν καί κάτι στούς συγγενεῖς, ὄχι στόν πολύ κόσμο. Σοῦ λέει: «ἡ οἰκογένειά μου», «οἱ δικοί μου».. Οἱ δικοί μου καί οἱ ξένοι! Γιά τόν χριστιανό κανονικά δέν ὑπάρχει αὐτό, δέν ἐπιτρέπεται νά τό λέει αὐτό, δέν ἔχει δικούς του καί ξένους. Γιά τόν χριστιανό ὅλοι εἶναι δικοί του καί οἱ ἀβάπτιστοι καί οἱ κεκοιμημένοι καί οἱ ἄθεοι, οἱ πάντες, ὅλοι.
Ἐσύ, τοῦ λέει, γιατί δειλιάζεις; Γιατί ἀκόμα ζεῖς. Δέν ἔχεις πεθάνει, δέν ἔχεις νεκρωθεῖ δηλαδή γιά τόν κόσμο καί ὁ κόσμος δέν ἔχει νεκρωθεῖ μέσα σου. Τί φοβᾶσαι νά πεθάνεις; Πές ὅτι ἔρχεται ἕνα λιοντάρι καί σέ τρώει στήν ἔρημο. Τί δειλιάζεις; Ἤ βγαίνει ἕνας ληστής καί σέ σκοτώνει γιά νά σοῦ πάρει τά εὐρώ. Τί τόν φοβᾶσαι; Γιατί δειλιάζεις; Σημαίνει ὅτι ἀκόμα εἶσαι κολλημένος στή ζωούλα σου… στή φιλαυτία σου. Φιλαυτία αὐτό εἶναι, ἡ ἄρρωστη ἀγάπη στό σῶμα. Ἔτσι ὁρίζεται ἡ φιλαυτία. Ξέρετε καί τά στασίδια πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία ἔχουν αὐτό τό σχῆμα, γιατί εἶναι ὁ τάφος μας. Μπαίνεις σ’ αὐτό τό στασίδι καί εἰκονίζεις τόν πεθαμένο, τόν νεκρό. Ἔχεις πεθάνει δηλαδή γιά τόν κόσμο καί ζεῖς μόνο γιά τόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. «Ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ». (Γαλ. 6,14), δέν λέει ὁ Ἀπόστολος; Δηλαδή εἶναι σταυρωμένος γιά μένα ὁ κόσμος – νεκρωμένος αὐτό θά πεῖ σταυρωμένος – καί ἐγώ σταυρωμένος γιά τόν κόσμο, νεκρός γιά τόν κόσμο. Κόσμο ἐννοεῖ αὐτά πού ἀγαπάει ὁ κόσμος, τό φρόνημα τοῦ κόσμου, τά φαγητά, τήν καλοπέραση, τά καλά φαγητά, τήν φιλαργυρία, τήν φιλοδοξία καί τήν φιληδονία. Ἅμα κανείς λοιπόν δέν ζεῖ, εἶναι νεκρός γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, δέν φοβᾶται τίποτα. Γι’ αὐτό βλέπετε οἱ Ἅγιοι εἶχαν τέτοιο θάρρος καί ὁμολογοῦσαν μπροστά σέ αὐτοκράτορες, στούς ἰσχυρούς τοῦ κόσμου τούτου, σάν νά μήν συμβαίνει τίποτα. Μάλιστα τούς ἤλεγχαν καί τούς ἔλεγαν: καημένοι καί ἐσεῖς σέ λίγο στόν τάφο θά πᾶτε… Θά μέ στείλετε ἐμένα τώρα στόν τάφο μαρτυρικά καί ἐσεῖς μετά ἀπό λίγο ἐκεῖ θά μπεῖτε. Εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Δέν δείλιαζαν καθόλου σέ τίποτε.
Σήμερα, γιατί δειλιάζουμε; Καί ὑπάρχει μιά ἀφωνία, ἐνῶ γίνονται φοβερά καί τρομερά πράγματα καί μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί δέν μιλάει σχεδόν κανένας, δέν διαμαρτύρεται κανένας. Ὑπάρχει δειλία. Γιατί ὑπάρχει δειλία; Γιατί δέν εἴμαστε νεκροί. Εἴμαστε ζωντανοί γιά τά πάθη καί νεκροί οὐσιαστικά γιά τόν Χριστό. Δέν ἔχουμε πίστη ζωντανή στόν Χριστό. Ὡραῖα λοιπόν, σέ ἀπειλοῦν ὅλοι αὐτοί ὅτι ἄν μιλήσεις, θά σέ καθαιρέσουν, θά σέ σκοτώσουν.. στή χειρότερη περίπτωση. Θά τό κάνουν; Δέν εἶναι σίγουρο. Ἄν τό θέλει καί ὁ Θεός θά τό κάνουν. Μπορεῖ καί νά μήν τούς ἀφήσει ὁ Θεός νά τό κάνουν. Ἀλλά, ἄν θέλει ὁ Θεός νά τό κάνουν, ἄς τό κάνουν. Ἐμεῖς, ὅμως, θά κάνουμε αὐτό πού λέει ὁ Θεός «ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς καί ὅποιος μέ ἀρνηθεῖ μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ἀρνηθῶ καί ἐγώ» (Ματθ. 10,32-33). Ὅταν γίνεται, ἄς ποῦμε, ἕνα δημόσιο κακό πού ὀφείλει ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἱερέας νά διαμαρτυρηθεῖ, νά πεῖ στόν κόσμο ὅτι αὐτό εἶναι λάθος κ.λ.π. καί δέν τό κάνει, αὐτό λογαριάζεται ὡς μία συναίνεση στό κακό. Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα. Ἡ δειλία καί ἡ σιωπή εἶναι ἁμαρτία.
«Κάποιος ἀναχωρητής βρῆκε βαθιά στήν ἔρημο ἐρείπια παλαιοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ καί ἀποφάσισε νά κατοικήσει ἐκεῖ». Κοιτᾶξτε ἀφοβία! Ἐδῶ μερικοί τρέμουν νά περάσουν δίπλα ἀπό νεκροταφεῖο ἤ νά συναντήσουν καμιά κηδεία στόν δρόμο… Αὐτός πῆγε νά κάτσει μέσα σέ εἰδωλολατρικό ναό, ὅπου λατρεύονταν οἱ δαίμονες. «Τήν πρώτη νύχτα ὅμως τοῦ ἐπιτέθηκαν οἱ δαίμονες γιά νά τόν διώξουν. – Φύγε ἀπ’ τόν τόπο μας κακόγερε, τοῦ φώναξαν. – Ἐσεῖς δέν ἔχετε τόπο, τούς ἀποκρίθηκε θαρρετά ὁ ἐρημίτης». «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1). Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ εἶναι δικός σας τόπος ὁ ναός; Βέβαια οἱ δαίμονες, ὅταν γίνεται λατρεία σ’ αὐτούς, ἀποκτοῦν δικαιώματα καί στούς τόπους. Οἱ Ἅγιοι τό ἤξεραν αὐτό καί ἔκαναν ἁγιασμούς. Καθαγιάζαν τόν τόπο. Τό βλέπουμε στούς βίους τῶν Ἁγίων. Ὁ Ἅγιος Σάββας πού ἤθελε νά φτιάξει ἕνα μοναστήρι στήν ἔρημο, εὕρισκε ἕνα μέρος, πού ἦταν παλιά εἰδωλολατρικός ναός, πήγαινε ἔκανε ἁγιασμούς, καθάριζε τόν τόπο ἀπό τούς δαίμονες πρῶτα καί μετά θεμελίωνε τό μοναστήρι. Ἤ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐπίσης στήν Λαύρα στό Ἅγιον Ὄρος ἔκτιζε τήν Ἐκκλησία καί οἱ δαίμονες τοῦ τήν γκρέμιζαν ἀμέσως. Καί τοῦ εἶπαν θά κάνεις ἀμέσως λειτουργία μέ τό πού θά τήν κτίσεις. Ὁπότε μετά δέν μποροῦσαν νά γκρεμίσουν τήν Ἐκκλησία, καθαγιάστηκε μέ τήν Θεία Λειτουργία. Ὅλος ὁ τόπος ὅμως εἶναι τοῦ Κυρίου. Ἐμεῖς, ὅμως, δίνουμε τόπο στόν διάβολο. Εἴδατε τό λέμε καί κυριολεκτικά. Τοῦ δίνουμε τόπο, τοῦ δίνουμε δικαιώματα δηλαδή μέ τίς ἁμαρτίες πού κάνουμε. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια καί ὁ διάβολος καυχιόταν στόν Χριστό καί ἔλεγε ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου εἶναι δικά μου. Ποῦ τά βρῆκε ὁ διάβολος; «Καί ἄν μέ προσκυνήσεις θά στά δώσω» (Ματθ. 4,9). Δέν εἶναι δικά του. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός μᾶς ἔβαλε ὡς διαχειριστές τῆς κτίσεως, τῆς δημιουργίας, σ’ ἕναν βαθμό, μέ τίς ἁμαρτίες μας τοῦ τά δίνουμε. Δηλαδή γίνονται ὑποχείρια τοῦ δαίμονα ὅλα αὐτά τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἐμεῖς αὐτεξουσιότητι, μέ τή θέλησή μας, ὑποτασσόμαστε σ’ αὐτόν.
«Ἀφοῦ δέν μποροῦσαν νά τόν φοβήσουν διαφορετικά, ἅρπαξαν τά φοινικόφυλλα πού εἶχε μαζέψει γιά τό ἐργόχειρό του καί τά πετοῦσαν μακριά. Ἐκεῖνος ὅμως, μέ ὑπομονή, ἔσκυψε καί τά μάζεψε ἕνα-ἕνα. Τότε τόν πῆραν ἀπό τό χέρι καί τόν ἔσυραν μέ βία νά τόν βγάλουν ἔξω, μά σάν ἔφτασαν στήν ἔξοδο, ἀγκάλιασε γερά ὁ ἀναχωρητής μιά κολώνα καί φώναξε μέ ὄλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του «Ἰησοῦ, βοήθησέ με»! Βλέπετε δηλαδή καί σωματική βία ἀσκοῦν οἱ δαίμονες. Πάντα μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Θά πεῖ κανείς: Τί ἄφησε ὁ Θεός τώρα; Τούς δαίμονες νά σέρνουν τόν ἀναχωρητή ἔτσι μ’ αὐτόν τόν τρόπο… Γιά νά φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀποφασιστικότητα καί ἡ ἀρετή τοῦ ἀναχωρητοῦ. Δέν τό ἔβαλε κάτω κι αὐτός. Ἔπιασε τήν κολώνα καί ἄρχισε νά φωνάζει στόν Κύριο. «Τότε οἱ δαίμονες ἔγιναν ἀμέσως ἄφαντοι. Ταλαιπωρημένος ὅπως ἦταν ἀπό τόν ἀγῶνα ὁ ἀναχωρητής ἄρχισε νά κλαίει. – Γιατί κλαῖς; ἀκούστηκε μιά γλυκειά φωνή πού γέμισε παρηγοριά τήν ψυχή του. – Γιά τήν κακία τῶν δαιμόνων, εἶπε ἐκεῖνος. Πῶς ἔχουν ἐξουσία νά μεταχειρίζονται μ’ αὐτό τόν τρόπο τό πλάσμα σου Κύριε; – Μόλις Μέ κάλεσες, ἔτρεξα ἀμέσως νά σέ βοηθήσω». Τό λάθος εἶναι δικό σου… σάν νά τοῦ λέει ὁ Κύριος. Δέν Μέ κάλεσες! Ἔκανες ἀγῶνα μόνος σου. Νά ἕνα ἀκόμα μυστικό κλειδί. Ἄν αὐτός ἀμέσως ἐπικαλεῖτο τόν Κύριο, δέν θά τοῦ ἔκαναν αὐτή τήν νίλα οἱ δαίμονες νά τόν τραβᾶνε καί νά τόν σέρνουνε. Μετά πού φώναξε τόν Κύριο, ἀμέσως ἐπενέβη.
Ἔλεγε ἕνας ἀσκητής στό Ἅγιο Ὄρος, πού ἔβλεπε τούς δαίμονες, στόν Γέροντά του, ἄν πῶ μία φορά Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, βλέπω τόν δαίμονα καί ἀρχίζει νά ταράζεται, ἐνοχλεῖται. Ἄν τό πῶ δύο φορές, ἀρχίζει καί ἀφρίζει, θυμώνει. Κι ἄν τό πῶ τρίτη φορά, ἐξαφανίζεται. Θά πεῖς, τόσο γρήγορα διώχνεις τόν διάβολο; Ναί! Τρεῖς φορές νά πεῖς σωστέ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με, διαλύεις τόν διάβολο. Δέν ἀντέχει. «Ἀκούγοντας αὐτά ὁ ἀναχωρητής εὐχαρίστησε μέ ὅλη του τήν ψυχή τόν Κύριο καί ἔμεινε ἄφοβα σέ ἐκεῖνο τόν τόπο». Στόν τόπο τῆς νεκρώσεως, θά λέγαμε, τῆς λατρείας τῶν δαιμόνων.
Ἑπομένως, δέν εἶναι πρόβλημα. Ὁπουδήποτε μποροῦμε νά ζοῦμε, καί στόν πιό «δαιμονιώδη» τόπο, ὅπως ὁ Λώτ. Ζοῦσε μέσα στά Σόδομα καί τά Γόμορρα καί ἦταν Ἅγιος. Ἀρκεῖ νά εἴμαστε ἐπικαλούμενοι τόν Κύριο καί ζῶντας σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του.
«Πήγαινε συχνά ὁ διάβολος στή σπηλιά κάποιου ἐρημίτη γιά νά τόν τρομοκρατήσει καί νά τόν κάνει νά φύγει ἀπό ἐκεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δέν δείλιαζε, ἀλλά περιφρονοῦσε τό πονηρό πνεῦμα». Δέν τόν ἔπιανε ἡ δειλία. Λένε οἱ Πατέρες ἡ δειλία εἶναι ἀπό δύο λόγους. Ὁ ἕνας λόγος εἶναι ἡ ὀλιγοπιστία. Ὀλιγοπιστεῖ ὁ ἄνθρωπος, δέν ἔχει πολλή πίστη στόν Θεό καί γι’ αὐτό δειλιάζει, ἐμφανίζεται ὡς δειλός. Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἡ κενοδοξία. Ὁ ἀνθρωπάρεσκος εἶναι δειλός, τρέμει μήπως κάνει κάτι καί δέν ἀρέσει στούς ἄλλους. Πῶς θά μέ δοῦνε οἱ ἄλλοι; Πῶς θά μέ ἀντιμετωπίσουν; Μήπως ἀντιδράσουν; Τί θά ποῦν;
Προσπαθοῦσε ὁ διάβολος λοιπόν νά κάνει αὐτόν τόν ἄνθρωπο δειλό, γιά νά τόν ἀναγκάσει νά φύγει. Ἐκεῖνος περιφρονοῦσε τό πονηρό πνεῦμα. Ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση τοῦ διαβόλου, νά ξέρετε, πάντα εἶναι ἡ περιφρόνηση. Ὄχι νά ἀσχοληθεῖς μαζί του, νά ἀρχίσεις νά χτυπᾶς μπουνιές ἄς ποῦμε ἤ νά τόν βρίζεις, νά τοῦ λές: φύγε, δέν σέ θέλω κ.λ.π. Τοῦ γυρίζεις τήν πλάτη, σάν νά μήν ὑπάρχει. Τόν περιφρονεῖς καί γυρνᾶς στόν Χριστό καί λές Χριστέ μου, ἐλέησέ με. Καί μετά ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός καί τόν διαλύει.
«Τότε ο διάβολος», ἀφοῦ εἶδε ὅτι τόν περιφρονοῦσε ὁ μοναχός, δέν ἀσχολιόταν μαζί του, κοιτᾶξτε τί κάνει, «γιά νά τόν παραπλανήσει, τοῦ παρουσιάστηκε μέ τή μορφή τοῦ Χριστοῦ». Θά πεῖς: Μπορεῖ; Μπορεῖ. Λέει ὁ Ἀπόστολος «μετασχηματίζεται καί εἰς ἄγγελο φωτός» (Β΄ Κορ. 11,14) ὁ διάβολος καί νομίζεις ὅτι βλέπεις ἀγγέλους καί ἁγίους καί εἶναι ὁ πονηρός. Εἶναι μερικοί, καί μερικές γυναῖκες ἰδίως, πού κάθε μέρα βλέπουν τήν Παναγία, βλέπουν τόν τάδε Ἅγιο.. βρέ παιδί μου, τί γίνεται μ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Ἐγώ μιά ζωή δέν ἔχω δεῖ κανέναν κι αὐτή κάθε μέρα βλέπει τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἁγίους… Εἶναι πλάνη. Ἐδῶ ὁ μέγας Ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε, ἀπό τά διακόσια τέσσερα -ἄν θυμᾶμαι καλά- ὁράματα πού εἶχε δεῖ, μόνο τά δύο ἦταν πραγματικά, ἀληθινά. Ὅλα τά ἄλλα ἦταν ἀπό τόν δαίμονα. Καταλαβαίνετε πόσο εὔκολα μπαίνει ἡ πλάνη; Γι’ αὐτό κανείς δέν πρέπει εὔκολα νά δίνει βάση οὔτε τί βλέπει οὔτε τί ἀκούει ἀπό αὐτά τά λεγόμενα ἀποκαλυπτικά πράγματα. Ὁ διάβολος εἶναι μέγας ἀπατεώνας.
«- Εἶμαι ὁ Χριστός, τοῦ εἶπε. Ὁ ἐρημίτης ἔκλεισε τά μάτια του. – Γιατί κλείνεις τά μάτια σου; τοῦ φώναξε ὁ διάβολος ἐρεθισμένος. Σοῦ εἶπα πώς εἶμαι ὁ Χριστός». Καταλαβαίνετε, ἔ…; «- Ἐγώ δέν θέλω νά δῶ τόν Χριστό σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀποκρίθηκε ὁ ἐρημίτης, κρατώντας ἀκόμη τά μάτια του κλειστά». Βλέπετε ταπείνωση; Ποιός εἶμαι ἐγώ; Εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά δῶ τόν Χριστό; Καί ἐπειδή ἐσύ δηλώνεις χριστός θά τό πιστέψω; Δέν εἶμαι ἄξιος… «Μέ τή θαρρετή ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ ὁ διάβολος ἐξαφανίστηκε καί δέν τόλμησε πιά νά τόν πειράξει».
Κάτι ἀνάλογο εἶχε συμβεῖ καί μέ τόν Ἅγιο Παΐσιο. Ὅταν ἦταν στό Σινᾶ καί περπατοῦσε στήν ἔρημο ἐκεῖ στά βράχια, ἦταν σκοτάδι καί κάποια στιγμή χρειάστηκε φῶς, ἀλλά δέν εἶχε μαζί του ἕναν φακό ἤ ἔστω ἕναν ἀναπτήρα, κάτι… Καί τί κάνει ὁ διάβολος; Τοῦ ἀνάβει ὁ διάβολος ἕνα φῶς. Γιά νά τόν ρίξει στήν κενοδοξία, στήν ὑπερηφάνεια. Καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος τοῦ λέει: φύγε, δέν θέλω τά φῶτα σου. Δέν δέχτηκε τήν «ἐξυπηρέτηση» τοῦ διαβόλου… γιατί ὁ διάβολος ποτέ δέν ἀγαπάει. Ὅσο κι ἄν φαίνεται ἐξυπηρετικός, ἀπό πίσω σοῦ ἔχει στημένη παγίδα. Αὐτά καί γιά αὐτό τό μικρό κεφάλαιο γιά τό χριστιανικό θάρρος καί γιά τήν δειλία. Ἄς θυμόμαστε αὐτό: γιά νά ἔχεις θάρρος, πρέπει νά γίνεις νεκρός γιά τόν κόσμο, γιά τά πάθη, γιά τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος, πῶς μᾶς βλέπουνε, ἅμα τούς ἀρέσουμε, ἄν μᾶς παραδέχονται, ἄν μᾶς ἀγαπᾶνε, ἄν τούς ἔχουμε κερδίσει κ.λ.π. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει… Καί τό ἄλλο, βέβαια, νά ἔχεις νικήσει τόν θάνατο. Ἡ μέγιστη νίκη. Μή φοβᾶσαι νά πεθάνεις! Θά ἔλεγα, νά θέλεις νά πεθάνεις. Οἱ Ἅγιοι ποθοῦσαν τόν θάνατο, γιά νά πᾶνε στόν Κύριο γρηγορότερα καί αὐτούς πού θά τούς φόνευαν τούς θεωροῦσαν εὐεργέτες τους καί προσεύχονταν γιά αὐτούς. Ἔτσι βλέπετε μιά τελείως διαφορετική, ἀντίστροφη, ἀντιμετώπιση ἀπό αὐτή πού ἔχει ὁ κόσμος. Στόν ἀντίποδα τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ χριστιανός. Ὅλα εἶναι ἀνάποδα. Ἄν θέλετε νά βρεῖτε τό χριστιανικό, πρέπει νά γυρίσετε ἀνάποδα ὅ,τι ἐπικρατεῖ στόν κόσμο.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Δηλαδή οἱ δαιμονισμένοι ἔχουν δώσει κάποιο σοβαρό δικαίωμα οἱ δικοί τους γιά νά πειραχτεῖ τόσο πολύ κάποιος…
Ἀπ. : Ναί, ναί…
Ἐρ. : Γιατί δέν μᾶς πειράζουν οἱ δαίμονες…
Ἀπ. : Βέβαια.. Εἶχα μιά περίπτωση, μέ μιά δαιμονισμένη.. Εἴχαμε πάει μαζί στούς Ἁγίους Τόπους καί δέν μοῦ τό εἶπε ἀπό τήν ἀρχή. Στό ταξίδι μοῦ εἶπε ὅτι ἐγώ ἔχω δαιμόνιο. Πράγματι εἶχε δαιμόνιο καί ἐκδηλώθηκε τό δαιμόνιο. Πρώτη φορά ἐκδηλώθηκε στό Θαβώρ. Μετά τήν Λειτουργία ζήτησε ἀπ’ τόν ἱερέα ἐκεῖ νά τῆς διαβάσει μιά εὐχή, τόν παπα-Ἰλαρίωνα πού εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ καί λέει δέν μπορῶ ἐγώ, δέν προλαβαίνω, διάβασέ της ἐσύ. Εὐτυχῶς εἶχε φύγει ὁ κόσμος καί ἦταν ἄδεια ἡ Ἐκκλησία. Μόλις ἄρχισα νά διαβάζω, ἄρχισε νά χτυπιέται, νά βρίζει, νά οὐρλιάζει… ὁ διάβολος καιγόταν ἀπ’ τήν εὐχή. Καί μετά καί στά ἄλλα προσκυνήματα τό ἴδιο… μέχρι πού πήγαμε στόν Πανάγιο Τάφο. Ἐκεῖ πῆγε καί ξάπλωσε πάνω στήν πλάκα τοῦ Παναγίου Τάφου, ὅσοι ἔχετε πάει στά Ἱεροσόλυμα ξέρετε… πῆγε καί ξάπλωσε ὁλόκληρη πάνω στόν Πανάγιο Τάφο καί ἄρχισε νά χτυπιέται. Καί ἐκεῖ δίπλα ἦταν ἕνας μοναχός – καί ἐγώ ἤμουνα – καί ρωτήσαμε τό δαιμόνιο πῶς μπῆκε μέσα της καί εἶπε ἀπό σαρκικά ἁμαρτήματα. Ἀπό τά πολλά σαρκικά ἁμαρτήματα πού εἶχε κάνει, μπῆκε μέσα της ὁ διάβολος. Τά ἴδια καί στόν Γολγοθά. Ὅπου πήγαινε, χτυπιόταν.. Καί ἠρέμησε -ἦταν ἡ γιορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τότε- στήν ἀγρυπνία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Μετά δέν τήν ξαναπείραξε ὁ διάβολος. Δηλαδή, ὄντως ὑπάρχουν σοβαρά ἁμαρτήματα, εἴτε δικά μας ἤ μπορεῖ νά εὐθύνονται οἱ γονεῖς. Ὑπάρχουν γονεῖς πού στέλνουν τό παιδί τους στόν διάβολο. Τό στέλνεις τό παιδί σου στόν διάβολο; Θά μπεῖ… Ἀφοῦ τό στέλνεις τό παιδί σου στόν διάβολο. Δέν εἶναι ἀστεῖο πράγμα. Οἱ γονεῖς φταῖνε. Τό παιδί ἁγιάζεται μέ αὐτό, ἄν κάνει ὑπομονή σ’ αὐτή τή ζωή… Δέν σημαίνει ὅτι ἕνας πού θά πάρει τόν διάβολο μέσα του, θά πάει στήν κόλαση. Εἶναι μία παιδαγωγία. Ἡ παιδαγωγία εἶναι γιά τόν γονιό, γιά νά μετανοήσει ὁ γονιός.
Δέν θυμᾶστε τήν περίπτωση μέ τόν Ἅγιο Ἀρσένιο; Ἦταν μία μητέρα πού ἔστελνε τά παιδιά της στόν ἔξω ἀπό δῶ καί κάποια στιγμή τῆς τό πῆρε τό παιδί ὁ ἔξω ἀπό δῶ. Ἀφοῦ τό ἔστελνε σ’ αὐτόν… ἐξαφανίστηκε τό παιδί. Ἦταν μπροστά της καί πάει.. Ὁπότε πῆγε ἀλλόφρων στόν Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, τόν Γέροντα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, καί τοῦ λέει: τό παιδί μου πάει! Τί νά σοῦ κάνω; τῆς λέει. Γιατί τό ἔκανες αὐτό; Τῆς ἔλεγε πολλές φορές ὅτι δέν πρέπει νά τό κάνει αὐτό. Τέλος πάντων, προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος καί ἀναγκάστηκαν οἱ δαίμονες νά φέρουν πίσω τό παιδί. Καταλάβατε; Δέν εἶναι ἀστεῖα πράγματα. Ὁ διάβολος δέν ἀστειεύεται.
Δέν ἔχετε ἀκούσει τό «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα»; Ἰσχύει αὐτό. Παραχωρεῖ ὁ Θεός μέσα στήν ἀγάπη Του νά παιδαγωγηθοῦν οἱ γονεῖς μέσω τῶν παιδιῶν.
Ἐρ. : Ἕνας πού ἔχει δαιμόνιο, ἄν ἐξομολογηθεῖ, δέν φεύγει τό δαιμόνιο;
Ἀπ. : Ὄχι, ἄν δέν θέλει ὁ Θεός δέν φεύγει. Γιατί κρίνει ὁ Θεός ὅτι χρειάζεται ἀκόμα νά μείνει ἐκεῖ. Μπορεῖ νά τῆς τό πάρει κάποια ἄλλη στιγμή ἀργότερα, ὅταν ὡριμάσει. Αὐτή σώζεται, ἄς ἔχει δαιμόνιο. Ἐφόσον ζεῖ ἐν μετανοία, σώζεται. Καί τήν τελευταία στιγμή, ἄν δέν τῆς τό ἔχει πάρει νωρίτερα, θά τῆς τό πάρει. Δέν θά πάει στόν Παράδεισο μέ τό δαιμόνιο! Δέν γίνεται.. Ὁ διάβολος δέν πάει στόν Παράδεισο! Εἶναι μία παιδαγωγία, ἕνας σταυρός.
Ἐρ. : ……………………
Ἀπ. : Βέβαια! Δέν θυμάστε ἕνας Ἅγιος πού ἔδιωξε ἕνα δαιμόνιο ἀπό ἕναν ἄρρωστο καί τοῦ λέει ὁ διάβολος ‘ἐντάξει, μέ διώχνεις, ποῦ θά πάω τώρα; Ἐγώ καλά ἤμουν ἐδῶ στό σπίτι μου’. Τοῦ λέει: ‘ἔλα σέ μένα!’. Τό λές αὐτό;! Ἔ, αὐτός εἶχε κότσια καί τό εἶπε. Καί μπῆκε ὁ διάβολος μέσα του. Ἀφοῦ τοῦ εἶπε ἔλα… Ἀλλά ἐκεῖ λέει τόν ἔθλιβε… χρόνια… μέ νηστεία, μέ προσευχή… κάπου δέκα χρόνια ἄντεξε ὁ διάβολος μέσα ἐκεῖ. Μετά τοῦ λέει ‘φεύγω, δέν σ’ ἀντέχω..’. Γιατί, τοῦ λέει, φεύγεις; Κάτσε ἀκόμα… Ὄχι, λέει, δέν σ’ ἀντέχω! Καί ἔφυγε μόνος του ὁ διάβολος… Καταλάβατε; Χωρίς ἐξορκισμούς, χωρίς τίποτα. Νηστεία καί προσευχή.
Ἐρ. : ……………….
Ἀπ. : Βέβαια, ὅλα αὐτά. Ὁτιδήποτε εἶναι πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Χριστό. Ὁποιοσδήποτε ἐθισμός εἶναι ἕνας δεσμός. Ὁ ἐθισμός τί εἶναι; Εἶναι μία συνήθεια, ἕνα δέσιμο μέ ἕνα πράγμα, μέ μιά κατάσταση… μιά κακή συνήθεια πάντως. Αὐτό δεσμεύει τήν ψυχή. Ἡ ψυχή δέν πρέπει νά ἔχει κανένα δέσιμο, μέ τίποτα, νά εἶναι τελείως ἐλεύθερη. Αὐτός λ.χ. πού ἔχει ἐθισμό στό ἴντερνετ μπορεῖ νά κάνει αὐτά πού λέει ὁ Χριστός; Δέν μπορεῖ. Ἄρα τί εἶναι; Ἀγγελικό; Δαιμονικό εἶναι σίγουρα. Κρύβονται δαίμονες. Καί σοῦ λέει φταίει καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση… καί ἐγκαθιστᾶ σιγά-σιγά αὐτή τήν κακή συνήθεια μέσα του. Ἀλλά καί φανερά ἕνας δαιμονισμένος, πού μιλοῦσε ὁ διάβολος μέσα ἀπό αὐτόν, τό εἶπε ὅτι ‘ἔχω μολύνει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα μέ τό ἴντερνετ’. Τό ἔχει δηλώσει ὁ διάβολος… γιατί πίσω ἀπό τό διαδίκτυο κρύβεται ὁ πονηρός. Ὄχι βέβαια πίσω ἀπό τά κουμπιά καί τό πυρίτιο καί τήν τεχνολογία, ὅτι αὐτά καθεαυτά εἶναι δαίμονες. Αὐτά εἶναι ἁπλά ὑλικά, τά ἔφτιαξε ὁ Θεός. Ἡ χρήση πού κάνει κανείς. Ἄν κάνει καλή χρήση, φυσικά δέν παθαίνει τίποτα. Ἀλλά εἶναι πολύ εὔκολο νά μήν μπορέσεις νά κυριαρχήσεις. Ἔχει τεράστια δύναμη τό διαδίκτυο… καί πρέπει κανείς νά εἶναι πολύ-πολύ προσεκτικός. Ὅπως καί μέ ὅλα τά πράγματα. Δέν ὑπάρχει ἐθισμός στό φαγητό; Τρώει καί δέν μπορεῖ νά σταματήσει ὁ ἄλλος ἄς ποῦμε.. Ἤ στό ποτό; Νά πιῶ ὅλο τόν Νιαγάρα λέει, δέν χορταίνω… Ἀπό πίσω κρύβονται τά δαιμόνια. Γι’ αὐτό εἶναι καί ἡ σωτηρία μας δύσκολη, γιατί ἔχουμε χιλιάδες δαίμονες πού μᾶς παλεύουνε.
Διάβασα σ’ ἕνα κείμενο γιά ἕνα μοναστήρι πού ἦταν ὁ Ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι – εἶναι πραγματικότητα, καταγραμμένο – ὅταν ζοῦσε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Βελιτσκόφσκι. Αὐτός ἔκανε μεταφράσεις ἀσκητικῶν κειμένων ἀπό τά ἑλληνικά στά σλαβονικά. Πολύ βοήθησε γιά νά γίνει αὐτή ἡ ἀναγέννηση ἡ φιλοκαλική στή Ρωσία, πού εἴχαμε μετά τούς μεγάλους Ἁγίους, τόν Ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, τούς Ἁγίους τῆς Ὄπτινα κ.λ.π. Ὅλα αὐτά ξεκίνησαν ἀπό τόν Ἅγιο Παΐσιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔρθει στό Ἅγιο Ὄρος μέ μιά ὁμάδα μοναχῶν, συγκέντρωσε κείμενα καί τά μετέφρασε στά ρωσικά, στά σλαβονικά.. Καί τί ἔλεγαν οἱ δαίμονες; Ἀποκαλύφθηκε αὐτό. Ὅταν, λέει, ἦταν ἐδῶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος στό μοναστήρι αὐτό εἴχαμε στείλει 60.000 δαίμονες! Καταλαβαίνετε; Σ’ ἕνα μοναστήρι μόνο! 60.000 δαίμονες, λέει, πολεμούσαμε τούς μοναχούς καί τόν Ἅγιο Παΐσιο πού κάνανε αὐτή τή δουλειά μ’ αὐτά τά παλιόχαρτα… Ἐννοοῦσαν τά βιβλία αὐτά πού ἔκανε μεταφράσεις ὁ Ἅγιος. Νά πόσο βοηθᾶνε τά βιβλία καί ὅλα αὐτά.. οἱ μεταφράσεις.. Μετά, λέει, πού ἔφυγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος καί οἱ μοναχοί χαλάρωσαν, τούς πῆραν τίς 50.000 καί μείνανε 10.000… Ἦταν ἀρκετοί 10.000! Ὅσο πέφτει ὁ ζῆλος, ὁ διάβολος δέν θά κάτσει νά ἀσχοληθεῖ μαζί σου, θά πάει ἀλλοῦ, μέ τά στρατεύματά του. Γίνεται πόλεμος δηλαδή, δέν εἶναι ἁπλά πράγματα. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι δέν συμβαίνει τίποτα. Ὁ ἀόρατος πόλεμος.
Ἐρ. : Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά τούς πολεμήσουμε. Μόνοι μας δέν μποροῦμε, ἔ;
Ἀπ. : Βέβαια, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ -προσέξτε- καί μέ τήν δική μας ὅμως συνέργεια στή Χάρη. Γιατί πάλι μήν τό πάρουμε μαγικά… Θά κοινωνήσω καί θά φύγουν ὅλες οἱ ἐξαρτήσεις… Ὄχι, δέν θά φύγει τίποτα, ἅμα δέν συνεργαστεῖς μέ τήν Χάρη, δηλαδή προσευχηθεῖς, νηστέψεις, ἐγκρατευτεῖς. Ὁ γιατρός σοῦ δίνει τό φάρμακο γιά τό σάκχαρο, ἄν ὅμως ἐσύ ὅλη μέρα γυρνᾶς γύρω ἀπό τό ψυγεῖο καί τό ζαχαροπλαστεῖο καί κοιτᾶς τί ἔχει… τί ὡραῖο εἶναι αὐτό… τί νόστιμο… νά τό δοκιμάσω… δέν γίνεται τίποτα. Ὅσα χάπια καί ἄν κατεβάζεις τό σάκχαρο θά εἶναι στά ὕψη. Χρειάζεται λοιπόν καί ὁ ἄλλος παράγοντας, πού οἱ Πατέρες τό λένε, ἡσυχαστική ζωή, ἀσκητική ζωή, ὅλα αὐτά πού ζεῖ ἕνας σύγχρονος ὀρθόδοξος μοναχός, ἕνας καλός μοναχός πού εἶναι ἕνα πρότυπο γιά ἕναν καλό χριστιανό. Αὐτό εἶναι ὁ μοναχός, δέν εἶναι κάτι ἰδιαίτερο. Δέν εἶναι κανένα ufo, ἄς ποῦμε, τῆς ὀρθοδοξίας ὁ μοναχός. Εἶναι ὁ καλός χριστιανός. Ἄν θέλεις νά ζήσεις χριστιανικά, ἕναν μοναχό πρέπει νά μιμηθεῖς, ἕναν ἅγιο, πού ὅλοι οἱ ἅγιοι θά δεῖτε ὅτι ἔζησαν ὡς μοναχοί, ὡς ἀσκητές, ἄς ἦταν καί ἔγγαμοι ἀκόμα. Νά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα, ὁ παπα-Δημήτρης ὁ Γκαγκαστάθης. Ἦταν ἔγγαμος, ὅμως ζοῦσε ἀσκητικά, ζοῦσε μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶχε κάνει τόν γάμο ἐργαλεῖο ἱκανοποίησης τῆς φιληδονίας του. Ὀκτώ παιδιά εἶχε, ὀκτώ φορές ἦλθε μέ τήν γυναίκα του. Σήμερα, ἄν πεῖς τέτοια πράγματα, θά σοῦ ποῦνε, πάτερ, τί εἶναι αὐτά πού λές… Γίνονται αὐτά τά πράγματα; Νά πού τά κάνουν κάποιοι… Τά κάνουν. Γιατί, τό νά ἀποφεύγεις τήν παιδοποιΐα, εἶναι ἁμαρτία. Μεγίστη ἁμαρτία μάλιστα… Αὐτό πού γίνεται στίς μέρες μας μέσα στίς οἰκογένειες κατά κόρον.
Αὐτό σημαίνει ἀσκητική, ἡσυχαστική ζωή καί ἕνας πού εἶναι στήν οἰκογένεια μπορεῖ νά τά κάνει αὐτά, ἀρκεῖ νά τό ἀποφασίσει νά ζεῖ, ὅπως λέει ὀ Θεός. Ἔτσι ἁγιάζεται κανείς καί μέσα στόν γάμο , γιατί δέν ζεῖ ὡς μέλος τοῦ κόσμου.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης