ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Δ΄. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ
Ἡ καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπό τούς ἐνορίτες.
Ἀπό τήν στιγμή τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ὁ χριστιανός εἶναι δυνάμει ναός τοῦ Θεοῦ.
«Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός τοῦ Θεοῦ ἐστε καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;»10, μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ ὅλος ἄνθρωπος πρέπει νά γίνει ἐνεργείᾳ «ναός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος». Αὐτό γίνεται μέ τόν συνεχῆ πνευματικό ἀγῶνα. Καίριο ρόλο παίζει ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς καρδίας.
Στό ἄνθρωπο-ναό, ὅπως μᾶς διδάσκει στήν Μυσταγωγία ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἱερό βῆμα εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί θυσιαστήριο ὁ νοῦς του.«Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ» διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος «εἶναι ὁ ἂνθρωπος· σὰν ψυχὴ ἔχει τὸ ἱερὸ βῆμα, νοῦ της τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, σῶμα τὸ ναό. Γιατί εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου, γινωμένου κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μὲ τὸ ναό, ὅπως μὲ σῶμα, προβάλλει τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία· μὲ τὸ ἱερὸ βῆμα, ὅπως μὲ ψυχή, ἀναπτύσσει πνευματικὰ τὴ φυσικὴ θεωρία· μὲ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ὅπως μὲ νοῦ, φανερώνει τὴ μυστικὴ θεολογία»11.
Ὅπως πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ὁποιουδήποτε οἰκοδομημένου ναοῦ, δέν ἐπιτρέπεται νά βάλουμε τίποτε ἄλλο, παρά μόνο τό Ἅγιο Δισκοπότηρο καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἔτσι καί στό θυσιαστήριο τοῦ νοῦ τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, παρά μόνον ὁ Χριστός, ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κανένας ἄλλος λογισμός δέν μπορεῖ νά μένει ἐκεῖ, εἴτε καλός εἴτε κακός.
Ὁ νοῦς τοῦ χριστιανοῦ θά πρέπει νά εἶναι τό καθαρό καί πάναγνο θυσιαστήριο, ὅπου συνεχῶς προσφέρεται ἡ πολύ εὐάρεστη στό Θεό προσευχή, Λειτουργία καί θυσία: ἡ ἀδιάλειπτη νοερά καί καθαρή καρδιακή προσευχή στόν Θεό.
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί καλλιεργοῦσαν συστηματικά τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος, τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Εἴθε αὐτή ἡ πρακτική νά ἐπανέλθει στά μέλη τῶν συγχρόνων κοσμικῶν Ἐνοριῶν κατά τό πρότυπο τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων. Τότε θά ἐπανέλθει καί ἡ βίωση τῶν ποικίλων θαυμαστῶν ἐνεργειῶν τῆς Θείας Χάρης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τῆς θαυμαστῆς ἐνέργειας τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς ὑπάρχει στὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, πού στεφανώθηκε μὲ τὸ φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου στὴ Ρώμη, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ ὅπου διαβάζουμε ὅτι: «Ὅταν τὸν ἔπαιρναν γιὰ νὰ τὸν καταβροχθίσουν τὰ ἄγρια θηρία καὶ ἐκεῖνος εἶχεν ἀσταμάτητα τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ στὰ χείλη του, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ρώτησαν γιατί θυμόταν τὸ ὄνομα ἐκεῖνο ἀδιάλειπτα. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γραμμένο μέσα στὴν καρδιά του κι ὅτι ὁμολογοῦσε μὲ τὰ χείλη Ἐκεῖνον πού πάντα ἔφερε μέσα στὴν καρδιά του. Ὅταν τὰ ἄγρια θηρία εἶχαν καταβροχθίσει τὸν Ἅγιο, ἡ καρδιά του, μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκε ἀνέπαφη ἀνάμεσα στὰ κόκκαλά του. Οἱ ἄπιστοι τὴ βρῆκαν καὶ τότε θυμήθηκαν ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος. Ἔτσι, ἔκοψαν τὴν καρδιὰ ἐκείνη στὰ δύο, θέλοντας νὰ μάθουν ἂν ἦταν ἀληθινὸ ὅ,τι τοὺς εἶχε λεχθεῖ. Στὸ ἐσωτερικὸ τῶν δύο κομματιῶν τῆς καρδίας βρῆκαν μίαν ἐπιγραφὴ γραμμένη μὲ χρυσᾶ γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν θεοφόρος καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὴν πράξη, ἔχοντας πάντα καὶ φέροντας μέσα στὴν καρδιὰ του τὸ Θεὸ Μας Χριστό, μὲ τὸ ὄνομά Του γραμμένο μὲ τὸ λογισμὸ τοῦ νοῦ σὰν μὲ κάλαμο».
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε τὸ προνόμιο, ὄντας παιδί, νὰ δεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ προσωπικά. Ἦταν τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο λέγεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος τὸ ἔβαλε στὸ μέσο τῶν Ἀποστόλων, πού συζητοῦσαν γιὰ πρωτεῖα, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ εἶπε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστὶν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»12.
Σίγουρα ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος διδάχτηκε τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Εὐαγγελιστὴ καὶ τὴν ἐφάρμοζε κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη τῆς ἀκμῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ μάθαιναν τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πρῶτα γιὰ τὴ μεγάλη σημασία τῆς ἴδιας τῆς προσευχῆς, ὅπως καὶ γιὰ τὸ ὅτι σπάνιζαν τότε καὶ ἦταν πανάκριβα τὰ χειρόγραφα ἱερὰ βιβλία, γιατί λίγοι ἦταν οἱ γραμματισμένοι (οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἦταν ἀγράμματοι) καὶ γιατί ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἦταν εὔκολη, πρόσφερε ἱκανοποίηση καὶ ἐπενεργοῦσε μὲ μία πολὺ εἰδικὴ ἐνέργεια καὶ δύναμη.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διαβάζουμε τὸ πιὸ κάτω ἐπεισόδιο: Κάποιος στρατιώτης, γέννημα τῆς Καρχηδόνας, πού ὀνομαζόταν Νεωκόρος, ὑπηρετοῦσε στὴ φρουρὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ στὰ χρόνια πού ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέστη θεληματικὰ τὰ πάθη καὶ θανατώθηκε γιὰ ν’ ἀπολυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σὰν εἶδε ὁ Νεωκόρος τὰ θαύματα πού τελέσθηκαν στὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πίστεψε σ’ Αὐτὸν καὶ βαφτίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ὅταν τελείωσε τὴ θητεία του, ὁ Νεωκόρος πῆγε πίσω στὴν Καρχηδόνα καὶ μοιράστηκε τὸ θησαυρὸ τῆς πίστης μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του. Ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους πού δέχτηκαν τὸ Χριστιανισμὸ ἦταν καὶ ὁ Καλλίστρατος, ὁ ἐγγονὸς τοῦ Νεωκόρου. Σὰν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία ὁ Καλλίστρατος πῆγε στὸ στρατό. Τὸ στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα στὸ ὁποῖο τοποθετήθηκε τὸ ἀποτελοῦσαν εἰδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τὸν Καλλίστρατο καὶ πρόσεξαν πώς αὐτὸς δὲν λάτρευε τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἀφιέρωνε πολλὴν ὥρα στὴν προσευχὴ τὴ νύκτα μέσα σὲ μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν, ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν, καὶ τὸν ἄκουσαν νὰ ἐπαναλαμβάνει ἀδιάκοπα τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸν κατήγγειλαν στὸν διοικητή τους. Ὁ Ἅγιος Καλλίστρατος, πού ὁμολογοῦσε τὸ Χριστὸ ὄντας μόνος στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, Τὸν ὁμολόγησε δημοσίως στὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του μὲ τὸ αἷμα του»13. Τά ἀνωτέρω στοιχεῖα γιά τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο καί τόν Ἅγιο Καλλίστρατο παραθέτει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στό βιβλίο του γιά τήν νοερά προσευχή: Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν14. Τό παράδειγμα τοῦ στρατιώτου Ἁγίου Καλλίστρατου λειτουργεῖ ὡς ἀπάντηση σέ κάποιους πού θεωροῦν ἀνεφάρμοστη τήν ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα στόν κόσμο.
Στά χρόνια τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, ὅπως ἀναφέρεται στό βίο του, ὑπῆρχαν στήν Θεσσαλονίκη κύκλοι «εὐσεβῶν λαϊκῶν πού ἐπιδίδονταν στήν Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου Βούχειρα, τοῦ μετέπειτα Πατριάρχη (1347-1350)»15. Σ’ αὐτούς σύχναζε ὁ νεαρός τότε Νικόλαος, ἐνῶ Πνευματικός του πατέρας ἦταν ὁ Δωρόθεος Βλαττῆς16, μαθητής τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Μακάρι στίς σύγχρονες Ἐνορίες νά ὀργανωθοῦν τέτοιου εἴδους φροντιστήρια-κύκλοι στούς ὁποίους θά διδάσκεται ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή ἀπό νηπτικούς πατέρες. Αὐτοί, στήν καλλίτερη περίπτωση, θά μποροῦσαν νά εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Πνευματικοί προϊστάμενοι τῶν Ἐνοριῶν ἤ ἔστω πατέρες πού θά καλοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ἤ ἀπό ἄλλα μοναστικά κέντρα. Αὐτό ἄλλωστε ὁραματιζόταν καί ὁ σεβαστός π. Πορφύριος νά γίνεται στά ὑπόγεια τοῦ Μοναστηριοῦ του στό Μήλεσι τῆς Ἀττικῆς.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού ἤδη κυκλοφορεῖ
P.G. 91, 672 . Δ’. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο γίνεται ἡ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀνθρώπου
ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ εἰκονισμὸς τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἀνθρώπου ἀπ’ αὐτὸν.