Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Φοβερό τό φαινόμενο καί θανάσιμο τό ἁμάρτημα. Γιατί ἆραγε; Ἁπλούστατα, γιατί, δέν κρίνεις, ἀλλά κατακρίνεις. Ἡ διαφορά βρίσκεται στήν ἔννοια τῶν δύο λέξεων. Ἡ μέν κρίση, σημαίνει προσωπική ἄποψη γιά κάποιο ζήτημα ἤ ἀνθρώπινο πρόβλημα, ἐνῶ μέ τήν πρόθεση “κατά” (κατά-κριση), παίρνει κακή ἔννοια στίς διαπροσωπικές σχέσεις, καί σημαίνει κατηγορία, συκοφαντία, σκόπιμη καί ὕπουλη καί φθονερή διάθεση καί ἀσχολία γιά τόν “κατηγορούμενο”.
Κάποτε τό ρῆμα “κρίνω” -προπάντων στήν Ἁγ. Γραφή- μεταφράζεται “κατακρίνω”. Ἤδη ὁ Κύριος στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία μᾶς δίδαξε: «Μή κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. Ζ΄1-2).
Μή κατακρίνετε καί καταδικάζετε τούς ἀνθρώπους, γιά νά μή σᾶς κατακρίνει καί καταδικάσει καί σᾶς ὁ Θεός. Πόσο ἀρέσει ἡ φλυαρία καί ἡ πολυλογία καί τό κουτσομπολιό στούς ἀνθρώπους! Κι αὐτό πού λέμε κουτσομπολιό, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά κακόβουλος σχολιασμός τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἄλλων.
Εἶναι, δηλαδή, κατάκριση στήν πιό χυδαία της μορφή. Συμπεριφορά, ὁλότελα ξένη πρός τό χριστιανικό ἦθος. Ἐκτός τούτου, πολλές φορές στήν κατάκριση ἐπιπολάζει ἡ πιό κακόμορφη ὑποκρισία. Γιαυτό, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τῆς ἐσχάτης ἀθλιότητός ἐστιν, τά οἰκεῖα ἀφέντες κακά, τά τῶν πλησίον περιεργάζεσθαι».
Ὅποιος περιεργάζεται τούς ἄλλους μέ διάθεση κατάκρισης ἤ καί διακωμώδησης, ἐξωτερικεύει τήν ἐσωτερική του ἀθλιότητα.
Ὁ Αἴσωπος, ἕνας λαϊκιστής, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, ἀνάμεσα στίς σοφές κουβέντες του, εἶπε καί τή γνωστή, τή σύντομη καί διδακτική του εἰκόνα, πού τή μαθαίνουμε ἀπό τά κατώτερα Γυμνασιακά μας χρόνια: «Ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει. Τήν μέν ἔμπροσθεν, τήν δέ ὄπισθεν. Καί ἡ μέν ἔμπροσθεν γέμει κακῶν ἀλλοτρίων, ἡ δέ ὄπισθεν τῶν αὐτοῦ τοῦ φροντος». Γιά τά ξένα, εἴμαστε ἄριστοι παρατηρητές, ἀλλά γιά τά δικά μας, πάσχουν τά μάτια μας καί δέ βλέπουν καθαρά!
Ἡ κατάκριση εἶναι μέν εὔκολο καί… εὐχάριστο ἔργο, ἀλλά πολύ ἐπικίνδυνο γιά τρεῖς λόγους: Πρῶτα γιά τόν ἴδιο πού στερεῖται αὐτογνωσίας («ἐν ὧ γάρ κρίνεις τόν ἕτερον, σεαυτόν κατακρίνεις», Ρωμ. Β΄1). Δεύτερο, γι’ αὐτούς πού κατακρίνει καί κατηγορεῖ, καί τρίτο, γιά τίς τωρινές καί αἰώνιες συνέπειες.
Τέλος, ὑπάρχει καί μιά ἄλλη κατάκριση, καθώς λέει ὁ ἅγιος Ποιμήν:«Ἔστιν ἄνθρωπος ὁ δοκῶν σιωπᾶν, καί ἡ καρδία αὐτοῦ κατακρίνει ἄλλους. Ὁ τοιοῦτος πάντοτε λαλεῖ». Πρέπει νά καθαρίσει καί τό στόμα ἀπό τίς κατακρίσεις καί τούς μολυσμούς τῆς γλώσσας, ἀλλά νά καθαρίσει κι ὁ λογισμός ἀπό τούς μολυσμούς τῆς κατάκρισης. Λοιπόν; «Μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε». Καί μέσα μας, κι ἔξω μας.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φυλ. 1993, 11 Ὀκτωβρίου 2013