ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
Πανηγύρισε ὁ διάβολος μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Τήν «ἔπαθε» ὅμως μέ τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ νέου Ἀδάμ τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανέρωση τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας μας, ἀπό τήν ὁποία ἐπήγασε τό Ξύλον τῆς Ζωῆς.
Τώρα, ὅποιος θέλει, μπορεῖ νά ἐντάσσεται στήν νέα πραγματικότητα πού φανερώθηκε στήν γῆ διά τῆς σωτήριας οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ: στήν ἁγία ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐντασσόμενος καί παραμένων σωστά ἐντός Της περιφρονεῖ καί ἐξευτελίζει τήν δαιμονική «χρηστολογία», ἐργαζόμενος τά ἔργα τῆς ὑπακοῆς πρός τίς θεῖες ἐντολές. Προχωρεῖ ἔτσι ἀπό «δόξης εἰς δόξαν»[1] καταισχύνοντας τόν πονηρό.
Ὁ διάβολος δέν εἶναι ἀνίκητος. Γιά τήν κατατρόπωση τῶν δαιμονικῶν λογισμῶν καί μεθοδειῶν πρέπει ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Ἡσαΐα τόν ἀναχωρητή:
α)νά ὀργίζεται κατά Θεόν,
β)νά κόβει τά θέληματά του καί
γ)νά ἀσκεῖ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
«Ἡ ὀργή ἀνάμεσα στά πάθη» παρατηρεῖ, «εἶναι φυσική [ἰδιότητα] τοῦ νοῦ. Καί χωρίς τήν ὀργή, οὔτε ἡ ἁγνότητα κατορθώνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐάν δέν ὀργιστεῖ ἐναντίον ὅλων ἐκείνων, τά ὁποῖα σπείρονται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, [καί μάλιστα] μέσα σ’ αὐτόν, ἀπό τόν ἐχθρό [διάβολο]. Καί [ἰδού ὡς παράδειγμα], ὅταν βρῆκε αὐτόν [δηλαδή τόν διάβολο], ὁ Ἰώβ, ἐξύβρισε τούς ἐχθρούς του, λέγοντας σ’ αὐτούς: « Ἄτιμοι καί τιποτένιοι, ἐλλιπεῖς ἀπό κάθε καλό, τούς ὁποίους δέν σᾶς θεωρῶ ἀξίους οὔτε νά εἶστε σκύλοι τῶν ποιμένων μου». Ἐκεῖνος βέβαια, ὁ ὁποῖος θέλει νά φθάσει στήν [κατάσταση] τῆς κατά φύσιν ὀργῆς, ἀποκόπτει ὅλα τά θελήματά του, ἕως ὅτου ἀνορθώσει τόν ἑαυτό του στήν κατά φύσιν [κατάσταση] τοῦ νοός»[2].

Μαζί μέ τήν ὀργή κατά τῶν λογισμῶν καί τήν ἐκκοπή τῶν θελημάτων του ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιστέκεται στούς δαίμονες καί νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ἔτσι ὥστε νά κατατροπώνει τό διάβολο. «Πόλις», συνοψίζει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, «εἶναι ἡ προσευχή. Ἀντίσταση δέ ἡ ἐν Χριστῷ ἀντιλογία. Θεμέλιο δέ [τοῦ ἀγῶνος] [εἶναι] ὁ θυμός»[3].
Ὁ ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένος χριστιανός μέ τήν ζωή πού κάνει, ἀφαιρεῖ τήν καύχηση τοῦ διαβόλου, ὅτι τάχα κατάφερε νά ἀνακόψει τήν προαιώνια βουλή-ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Γι’ αὐτό ὁ διάβολος μισεῖ τούς ἀγωνιζομένους χριστιανούς καί τούς πολεμᾶ μέ λύσσα. Οἱ ἀληθινοί χριστιανοί ὅμως τόν ἐξευτελίζουν καί τόν καταπατοῦν σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου: « Ἰδοὺ ἐγὼ τώρα σᾶς δίδω τὴν ἐξουσίαν νὰ πατῆτε ἐπάνω εἰς φίδια καὶ σκορπιούς, νὰ ποδοπατῆτε καὶ νὰ ἐξουθενώνετε ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, καὶ τίποτε ἀπὸ ὅσα αὐτὸς ἐνάντιόν σας πανουργεύεται καὶ ἐφευρίσκει δὲν θὰ σᾶς ἀδικήση ἤ βλάψη»[4].
Ὁ ἀρχέκακος ὄφις πάντα συκοφαντεῖ τόν Θεό στούς ἀνθρώπους ὡς ψεύστη, μέ τήν ἀπατηλή λογικοφανή «χρηστολογία» του. Εἴτε μέσῳ λογισμῶν, εἴτε μέσῳ ἀνθρώπων- ὀργάνων του: αἱρετικῶν, ἐκκοσμικευμένων «χριστιανῶν» κληρικῶν καί λαϊκῶν, συγγενῶν μας ἤ καί «φίλων», προσπαθεῖ νά ἀποσπάσει τούς εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανούς ἀπό τήν μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, ρίχνοντάς τους στήν παρακοή τῶν ἐντολῶν τοῦ Καλοῦ Ποιμένος των. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ διάβολος «ὑποβάλλει στήν ψυχή τίς πονηρές σκέψεις»[5].
Ἡ συνταγή γιά τήν εὔκολη θέωση μέσῳ τῆς «ἀτομικῆς αὐτοβελτίωσης», «χωρίς μεσίτες καί χρονοβόρες ὑπακοές», ἔξω ἀπό τήν ἁγία μας ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πιστεύοντας σ’ ἕναν φιλοσοφικό Θεό καί ἔχοντας ὡς ἠθικό κώδικα τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως π.χ. συμβαίνει στούς Προτεστάντες ἤ ἀκόμη ἔχοντας μία δικῆς τους κατασκευῆς δαιμονική «ἠθική», ὅπου τά πάντα ἐπιτρέπονται, προσφέρεται καί σήμερα ἀπό τόν πονηρό.
Ὁ διάβολος νικιέται, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Μ. Ἀντώνιος, ἀρκεῖ νά ἀντιστρατευόμαστε στίς ἐπιθυμίες μας. «Νά μήν σέ συναρπάζει», συμβουλεύει ὁ καθηγητής τῆς ἐρήμου, «ἡ σχετική μέ τά βιοτικά φαντασία τοῦ δαίμονος, ὁ ὁποῖος ὑποβάλλει στήν ψυχή τίς πονηρές σκέψεις. Ἀλλά ἀμέσως, ἀφοῦ θυμηθεῖς τά οὐράνια ἀγαθά, νά λές στόν ἑαυτό σου: «Ἐάν θέλω, εἶναι δυνατόν σέ μένα τό νά νικήσω καί αὐτόν τόν ἀγῶνα τοῦ πάθους. Δέν θά νικήσω ὅμως, ἐάν θέλω νά ἐπιτύχω τήν δική μου ἐπιθυμία». Ἄσκησε, λοιπόν, αὐτόν [τόν ἀγῶνα], ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά σοῦ σώσει τήν ψυχή»[6].
Τελικά ὁ διάβολος ἐξευτελίζεται μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἐνισχύει τούς ἀγωνιστές. Οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, ὅπως καί οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι «νομίμως»[7] λαϊκοί χριστιανοί, μέ τήν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένη ζωή τους ἀποτελοῦν μία ἠχηρή ἐξουδενωτική ἀπάντηση στήν διαβολική «χρηστολογία» καί ψεύτικη δαιμονική «καλωσύνη».
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Πρβλ. Β΄ Κορ. 3, 18.
[2] Ἁγ. Ἡσαΐου τοῦ ἀναχωρητοῦ, Λόγοι Περί τηρήσεως τοῦ νοός, Κεφάλαια Κζ΄, Φιλοκαλία, Ἔκδοσις Α΄, Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, τόμος Α΄, κεφ. α΄, σελ. 161.
[3] Ἁγ. Ἡσαΐου τοῦ ἀναχωρητοῦ, Λόγοι Περί τηρήσεως τοῦ νοός, Κεφάλαια Κζ΄, Φιλοκαλία, Ἔκδοσις Α΄, Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, τόμος Α΄, κεφ. α΄, σελ. 162.
[4]Λκ. ι΄, 19. «ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ». Ἡ παρατιθέμενη μετάφρασις εἶναι βασισμένη στό: Ἰω. Κολιτσάρα, Ἡ Καινή Διαθήκη, Κείμενον-Ἑρμηνευτική ἀπόδοσις, Ἐκδόσεις Ζωῆς.
[5] Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, Παραινέσεις περί ἤθους ἀνθρώπων καί χρηστῆς Πολιτείας, Φιλοκαλία, Ἔκδοσις Α΄, Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, τόμος Α΄, κεφ. 92, σελ. 124-5.
[6] Ὅ.π.
[7] Πρβλ. Β΄ Τιμ. 2,5