«Ενας μοναχός του παλαιού καιρού, μεταξύ των μεγάλων αγωνιστών, δέν ήθελε νά μνημονεύσει πατέρας, αδελφούς καί άδελφάς.
Καί ήταν στο μοναστήρι τάξις γιά τούς λειτουργούς νά μνημονεύουν καθημερινά μέ τό γένος των τους μοναχούς.
«Απέθανα γιά τούς συγγενείς», απαντούσε συχνότατα, όταν του ζητούσαν νά μνημονεύη οι αγιοι Λειτουργοί.
«Ας μπορέσω νά φροντίσω γιά μένα καί γιά τούς άλλους δέ προσεύχομαι δέν έβαλα εγώ γιά τούς άλλους μαλλιά στό κεφάλι μου γιά ενέχυρο!
Κατά τήν τάξη της Λαύρας ήλθε καί ο καιρός γιά νά πάη μέ υπακοή ένα καλοκαίρι στό Μετόχι.
Λοιπόν, όταν εβράδιασε σταμάτησε στόν δρόμο στό σπίτι ενός δάσκαλου, πού αγαπούσε τόν Θεό.
Αφού τόν φιλοξένησαν, τόν άνέπαυσαν στό κρεββάτι των κι αυτοί σωριάσθηκαν στήν γωνιά κοντά στήν σόμπα.
Αλλά στά ξένα ο μοναχός μή όντας συνηθισμένος από ντροπή καί από σπουδή όλη τήν νύχτα δέν κοιμήθηκε
«Οπως ήταν τά μεσάνυκτα άγρυπνος ο μοναχός, βλέπει στό πίσω μέρος της σόμπας φλόγα πυρός νά εξέρχεται!
Μετά από μιάμιση περίπου ώρα η πύρινη φλόγα έσβησε, αλλά περνώντας λίγη ώρα δυνατώτερα άναψε.
Του φάνηκε ότι άναψαν οί τρεις στό κηροπήγιο λαμπάδες, πού είχαν φλόγες θαυμαστές καί ύψώνοντο ψηλά.
Τήν φωτοχυσία αυτή μέχρι τά χαράματα έβλεπε καί άπ’ αύτή ο όσιος πάρα πολύ εθαύμαζε.
Τό πρωί έζήτησαν καί οί δύο τους χωριστά νά κάνουν τήν προσευχή κατά τήν συνήθειά των.
Δίκαιο είναι νά σου πω (του είπε ο άνδρας) ότι από μικρός συνήθισα νά σηκώνομαι τά μεσάνυκτα νά κάνω τα πνευματικά μου!
Αλλά πές μου (του είπε ο Αββάς) πώς προσεύχεσαι τότε! Δέν ζητώ, πάτερ, τίποτε παρά μόνο νά λυτρωθώ από τά βάσανα!
Κατόπιν αφού ερώτησε γιά τήν τάξη της τήν γυναίκα, εκείνη του απάντησε: Πάτερ, έχω αυτή τήν συνήθεια:
«Οταν ο σύζυγος αναπαύεται σηκώνομαι ανεπαίσθητα γιά νά κάνω τόν κανόνα χωμένη σέ μιά γωνιά.
Στέκομαι εκεί κουβαριασμένη καί προσεύχομαι καί ‘γώ σιγανά γιά τόν σύζυγο, τόν σύντροφο μου, γιά τό παιδί μας καί γιά μένα.
Ακούοντας αυτά ο μοναχός κατάλαβε στόν νου του ποιές ήταν οι λαμπάδες αύτές πού του εφαίνοντο μυστικά.
Κατάλαβε λοιπόν ο μοναχός ότι αυτό ήταν ουράνιο σημείο πού ο Θεός του φανέρωσε γιά τήν προσευχή της αγάπης.
«Ετσι από ‘κείνη τήν ήμέρα μνημόνευε νεκρούς καί ζωντανούς διότι ήθελε κι αυτός νά του ανάψουν της αγάπης οι φωτεινές λαμπάδες.
από το βιβλίο: «Ό Βίος καί τά ποιήματα τον Όσίον Ιωάννου τον Χοζεβίτον 1913-1960» – Μετάφραση Μοναχός Δαμασκηνός, 1984
https://simeiakairwn.