Είχα προλάβει να την γνωρίσω την Ρηνιώ και με τρόμαζε το πρόσωπό της καθώς η μύτη της ήταν σαν φαγωμένη από κότες ή από κάτι, τέλος πάντων. Αποκρουστική εικόνα, ιδιαίτερα για ένα πολύ μικρό παιδί, αυτό που ήμουν τότε. Όταν μεγάλωσα και είδα σε εικόνες τους αγίους λεπρούς, τον Ευμένιο Σαριδάκη και τον Νικηφόρο τον λεπρό κατάλαβα….Δεν ήταν λοιπόν τα ποντίκια που της έφαγαν το πρόσωπο όπως μου είχε πει η αδελφή της μάνας μου, που την γηροκόμησε. Η Ρηνιώ είχε έρθει από την Μικρά Ασία, από το Σεβντίκιοϊ το γραφικό χωριό της Σμύρνης, μετά την καταστροφή. Ξεκίνησε με την οικογένειά της και στον δρόμο χάθηκε η μάνα της. Με μισερεμένες τις καρδιές και τις ζωές τους έφτασαν στην Ελλάδα. Παντρεύτηκαν τα αδέλφια της, έκαναν παιδιά και έστησαν μικρές πατρίδες στις οικίες τους, δίχως ποτέ να ξεχάσουν την πρώτη και μοναδική τους αληθινή εστία. Πρόσφυγες γαρ……
 
Την θυμάμαι την προσφυγιά τους όταν πήγαινα στην νεόνυμφη θειά μου, που πήρε γι’ άντρα της έναν από τους ανεψιούς της Ρηνιώς. Φαινόταν η αρχοντική τους προσφυγιά στον τρόπο που φύτευαν τ’ αμπέλια τους σαν να φύτευαν την γη της Σμύρνης, στον τρόπο που ετοίμαζαν κρέμες από κερί και λεμόνι για το πρόσωπό τους και φορούσαν μεγάλα καπέλα και άσπρα μαντήλια από πάνω όταν δούλευαν στα χωράφια, για να μην χαλάσει ο ήλιος την αβρή επιδερμίδα και περάσει η φθορά την ψυχή που ήταν ήδη καμένη από την μεγάλη πυρκαγιά της μακρινής τους πατρίδας. Και ο τρόπος που ζούσαν ήταν σαν προσωρινός, με την ελπίδα της δικής τους Εδέμ που κείτονταν ανυπεράσπιστη στα χέρια των Αγαρηνών. Όλα τους μύριζαν τριαντάφυλλο και έφεγγαν Ανατολή…

 
Η Ρηνιώ τα πρώτα χρόνια ζούσε μόνη της, στο μικρό δωματιάκι του Συνοικισμού που της έδωσαν. Αργότερα, σαν μεγάλωσε πιο πολύ, ήρθε στον ανηψιό της τον άντρα της θειάς μου κι’ εγώ την έβλεπα και κρυβόμουν, τα καλοκαίρια που πήγαινα στο αγρόκτημα.
 
Την γηροκόμησαν και μετά έφυγε όχι για Σεβντίκιοϊ αλλά για τον ουρανό. Πάντα ήλπιζα για τον Παράδεισο.
 
Πριν λίγες ημέρες στο σπίτι της θειάς μου κοίταζα τις εικόνες στους τοίχους. Μεγάλη συλλογή. Χάρτινες, ζωγραφιστές, του Χριστού μας, της Παναγίας, Αγίων και από κοντά μοναστηριών, μοναχών και άλλων ζώντων και κεκοιμημένων που την συντροφεύουν και την παρηγορούν, μαζί με εκείνες των γονιών και των αδελφών της.
 
 
Της Ρηνιώς δεν είδα φωτογραφία. Προφανώς δεν φωτογραφιζόταν έτσι που ήταν πληγωμένο το πρόσωπό της.
 
Είδα όμως μια Παναγία που ήταν δική της. ” Αυτή η Τριχερούσα είναι της Ρηνιώς” είπε η θειά μου. Δεν ήξερε αν την έφερε από την πατρίδα αλλά ήξερε πως η Ρηνιώ έβλεπε την Παναγιά της εικόνας να περπατάει στον αέρα του σπιτιού!
 
“Πώς περπατούσε, δηλαδή;” ψέλλισα εγώ.
 
Η θειά μου με κοίταξε σαν να την ρωτούσα κάτι αυτονόητο και είπε απλά: ” Τι πάει να πει πως περπατούσε. Περπατούσε. Αφού την έβλεπε η Ρηνιώ στο δωμάτιο ” !
 
 
https://proskynitis.blogspot.com/2022/10/blog-post_666.html