ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Μετά ἀπό τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, τήν ἄνοιξη τοῦ 348 μ.Χ.1 ὁ Πατριάρχης ἐπέστρεψε στή Βασιλίδα τῶν πόλεων.
Καθώς τό καράβι, πού τόν ἔφερνε ἐκεῖνο τό ἀνοιξιάτικο πρωϊνό, πλησίαζε στόν κεντρικό λιμένα τῆς πόλεως, ἔνοιωσε νά τόν πλημμυρίζη μιά βαθειά συγκίνηση. Μπροστά στά μάτια του πρόβαλε πανέμορφη ἡ Κωνσταντινούπολη, χρυσωμένη ἀπό τίς πρωϊνές ἡλιαχτίδες· ἡ προσωπική του “Ἱερουσαλήμ”. Οἱ χρυσοί Σταυροί τῶν μεγάλων Ἐκκλησίων μέ τούς ἐπιβλητικούς τρούλους ἄστραφταν σάν μικροί ἥλιοι. Τά γαλανά νερά τοῦ Βοσπόρου ἦταν κι αὐτά χρυσωμένα καί γαλήνια τή φωτεινή αὐτή ὥρα.
Ἐνῶ τό πλοῖο πλησίαζε ὅλο καί περισσότερο πρός τό λιμάνι, μέ ἔκπληξη εἶδε ὁ ἱερός ἄνδρας καί ἡ συνοδεία του πολλές δεκάδες βάρκες καί καΐκια φορτωμένα μέ κόσμο, σημαιοστολισμένα, νά ξεκινοῦν πρός τό μέρος τους σέ προϋπάντησή τους! Συγχρόνως στήν προκυμαία διέκριναν τώρα πλέον πλήθη λαοῦ, πού περίμεναν ἀνυπόμονα τό πολυπόθητο καράβι, πού θά τούς ἔφερνε τόν ἀγαπημένο τους Πατριάρχη.
Ὁ Παῦλος αἰσθάνθηκε νά τόν διαπερνάη ρίγος συγκινήσεως.
Μά πῶς ἤξεραν; διερωτήθηκε ἔκπληκτος γιά τήν ὑποδοχή πού τοῦ εἶχαν ἑτοιμάσει καί κοίταξε ἐρωτηματικά αὐτούς πού τόν συνόδευαν.
Ἐκεῖνοι χαμογέλασαν αἰνιγματικά, γιατί ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι εἶχαν εἰδοποιήσει, πρίν ξεκινήσουν ἀπό Ἰταλία καί οἱ πιστοί ἀφοσιωμένοι στόν Παῦλο εἶχαν στήσει παρατηρητήρια καί ἀγνάντευαν τό πέλαγος.
Γνώριζαν καί τό ἄλλο: πώς θά τόν ἔφερνε Βασιλικό καράβι τοῦ Κώνστα μέ τά αὐτοκρατορικά διάσημα στά πανιά του. Ἔτσι μπόρεσαν καί εἰδοποιήθηκαν ἔγκαιρα γιά τόν ἐρχομό του. Τά τέσσερα χρόνια τῆς ἐξορίας του δέν στάθηκαν ἱκανά, ὥστε νά τόν ξεχάση ὁ λαός τοῦ Θεοῦ.
Ἐνῶ τό πλῆθος στήν παραλία ἀλάλαζε ἀπό ἐνθουσιαζμό καί χαρά, ἀποβιβάστηκε στό νότιο λιμένα. Ἄλλοι εἶχαν ἀνάψει λαμπάδες γιά νά τόν ὑποδεχτοῦν καί ἄλλοι ἔστρωναν τό δρόμο μέ λουλούδια καί δάφνες. Ἐκεῖνος συγκινημένος τούς τύλιγε μέ τό βλέμμα στοργικά καί τούς εὐλογοῦσε παραμένοντας νηφάλιος.
Ὁ κόσμος ὅμως εἶχε μεθύσει λές ἀπ᾿ τή γεμάτη θαυμασμό ἀγάπη, πού ἔτρεφε γιά τό σεπτό πρόσωπό του. Ἄλλοι φιλοῦσαν τά χέρια του καί ἄλλοι τό ράσο του σπρώχνοντας καί συνωστιζόμενοι, γιά νά καταφέρουν νά τόν πλησιάσουν.
Μπροστά σ᾿ αὐτό τό παραλήρημα τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐλάβειας τοῦ λαοῦ ὅλων τῶν τάξεων, οἱ ἐχθροί του τρόμαξαν καί λούφαξαν. Ὁ φθόνος τους ὅμως βάθυνε καί δύσκολα κρατιόταν μέσα στά ταραγμένα στήθη τους. Στήν παλλαϊκή αὐτή ὑποδοχή βέβαια δέν πῆρε μέρος κανένας ἀπό τούς ἐπισήμους τῆς Βασιλικῆς αὐλῆς ἤ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς παρασυναγωγῆς τῶν κακοδόξων.
Ὁ Παῦλος τό πρόσεξε αὐτό καί χωρίς νά τό θέλη, ἄν καί τό περίμενε, ἔνοιωσε κάποια πίκρα. Κατά βάθος τούς πονοῦσε ὅλους αὐτούς τούς δυστυχεῖς, πού δούλευαν στήν παράταξη τοῦ ψεύδους ἑτοιμάζοντας τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τους.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀποτελοῦσε μεγάλο ἡρωϊσμό ἐκ μέρους τοῦ θείου Παῦλου ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶχε πλήρη ἐπίγνωση τῆς καταστάσεως πού ἐπικρατοῦσε.
Μπορεῖ τά ἀπειλητικά γράμματα τοῦ Κώνστα νά εἶχαν δεσμεύσει μέ τά δεσμά τοῦ φόβου τόν Κωνστάντιο, ἀλλά προσωρινά. Καί ὁ Μακεδόνιος ἐπίσης, πού μέ ἐντολή τοῦ Βασιλιᾶ περιορίστηκε σάν ἁπλός ἱερεύς σέ μιά ἐκκλησία, ἔβραζε ἀπό μίσος γιά τήν ταπείνωση ἐναντίον τοῦ νομίμου Πατριάρχη. Γύρω ἀπό τά δύο αὐτά πρόσωπα ὑπῆρχαν πάντα ὀργανωμένες σπεῖρες καί φατρίες, πού ἄλλον πόθο δέν εἶχαν παρά πῶς θά καταφέρουν νά τοῦ δώσουν τό τελειωτικό χτύπημα.
Παρ ᾿ ὅλ᾿ αὐτά δέν ἐγκατέλειψε τήν ἱερή θέση τοῦ Ποιμένος καί τό λογικό ποίμνιο, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Κι αὐτό ἐνῶ ἡ Δύση τοῦ πρόσφερε τήν δυνατότητα μιᾶς ἀμέριμνης ζωῆς μέσα στήν ποθητή του ἡσυχία καί ἀνάμεσα σέ ἐκλεκτό κύκλο μαθητῶν.
συνεχίζεται….
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ”
Διατίθεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος
Εὐπάλιον – Δωρίδος
1Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΘ, σελ. 816.