«Μέ πολλή δυσκολία ἀνευρίσκεται ἄνθρωπος, πού νά μπορῇ νά βαστάσῃ τήν τιμή· μᾶλλον δέν ὑπάρχει πουθενά τέτοιος ἄνθρωπος. Καί αὐτό συμβαίνει ἐξ αἰτίας τῆς ταχείας ὑποδοχῆς τῆς ἀλλοίωσης [πού προκαλεῖται ἀπό τήν τιμή] ἀκόμη καί ἄν κάποιος γίνει ἰσάγγελος ὡς πρός τόν τρόπο τῆς ζωῆς του»1. Αὐτά μᾶς διδάσκει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.
Εἶναι πολύ δύσκολο νά ὑπάρξῃ ἄνθρωπος, πού δέν θά βλαφθῇ πνευματικά ὅταν ἐπαινεῖται.
Οἱ ἔπαινοι ἀλλοιώνουν τόν ἄνθρωπο πρός τό κακό.
Μέ τούς ἐπαίνους τρέφεται ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια. Συντηρεῖται ἔτσι τό εὔκρατο κλῖμα ὅλων τῶν παθῶν.
Ἐπίσης οἱ ἔπαινοι καί οἱ κολακεῖες ὁδηγοῦν στήν ἀπιστία.Οἱ Φαρισαῖοι ἐλάμβαναν δόξα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο γι’ αὐτό καί δέν πίστευαν στόν Χριστό ὡς Μεσσία. Ὁ Κύριος τούς εἶπε: «πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρ‘ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;»2 .
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ζητᾶ μόνο τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν δική του.
«Ὁ κενόδοξος», παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης συγγραφεύς τοῦ πνευματικοτάτου βιβλίου «Κλῖμαξ» , «δείχνει ὅτι εἶναι πιστός, ἐνῷ εἶναι εἰδωλολάτρης. Φαινομενικὰ μὲν σέβεται τὸν Θεόν, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐπιζητεῖ νὰ ἀρέση στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι στὸν Θεόν. Κενόδοξος εἶναι κάθε ἐπιδεικτικὸς ἄνθρωπος»3.
Ἡ ἀποδοχή τοῦ ἐπαίνου «ποιεῖ ἔκλυτον τήν ψυχήν», δηλαδή δημιουργεῖ μία ψυχή χαλαρή, δεκτική στίς δαιμονικές ἐνέργειες, χωρίς ἀντιστάσεις καί ἀναστολές.
Ὁ ἔπαινος ἐπίσης κάνει τήν ψυχή νωθρή στόν πνευματικό ἀγῶνα γιά τά καλά. Ἀντίθετα ὁ ἔλεγχος δημιουργεῖ μία ψυχή στέρεη καί δυνατή. Γράφει σχετικά ὁ Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος στή Φιλοκαλία:«Ὁ μέν ψόγος στερράν, ἔκλυτον δέ ὁ ἔπαινος τήν ψυχήν ἀπεργάζεται καί νωθροτέραν πρός τά καλά»4.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐπίσης παρατηρεῖ, συμφωνόντας μέ τούς προγενεστέρους του Ἁγίους Πατέρες, ὅτι «Ὁ ἔπαινος κάνει κούφιο τόν ἄνθρωπο καί διώχνει τή χάρι τοῦ Θεοῦ»5.
Οἱ ἔπαινοι παραδίδουν τόν ἄνθρωπο στόν σατανᾶ σύμφωνα μέ τό Πατερικό: «Ὁ ἐπαινῶν μοναχόν παραδίδει αὐτόν τῷ διαβόλῳ».
Ἄν οἱ ἔπαινοι τόσο πολύ βλάπτουν ἕναν μοναχό, πόσο περισσότερο βλάπτουν ἕνα ἄνθρωπο, πού ζεῖ στόν κόσμο ἤ ἕνα ἀνώριμο πνευματικά παιδί; Ἄν αὐτός πού ἐπαινεῖ ἕναν μοναχό τόν κάνει «πακέτο» καί τόν παραδίδει στόν πονηρό πόσο μᾶλλον βλάπτει μέ τούς ἐπαίνους ἕνα παιδί;
Σήμερα καθιερώσαμε μεταξύ τῶν ἄλλων καί ἑορτές, πού στοχεύουν στήν λῆψι ἐπαίνων γιά τά παιδιά μας καθώς καί γιά προσωπική μας ἐπίδειξι καί δόξα. Τέτοιες εἶναι τά γενέθλια ἤ καί ἡ ἑορτή τοῦ προστάτου Ἁγίου μας, ὅταν αὐτή παίρνει χαρακτήρα κοσμικό καί ἐγωιστικό.
Λέμε λανθασμένα: «ἐγώ ἑορτάζω τότε…», ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἑορτάζει ὁ Ἅγιός μας.
Ἐμεῖς ἁρμόζει μόνον νά πενθοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί νά προσπαθοῦμε πνευματικά, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά εἰσέλθουμε στήν χαρά καί δόξα τοῦ Κυρίου μας καθώς καί τοῦ Ἁγίου μας.
Ὁ Ἅγιος μας δίκαια ἑορτάζει καί πανηγυρίζει καί τιμᾶται, ἀφοῦ προγεύεται ἤδη τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ .
Πόσο ἄραγε βλάπτονται τά παιδιά ἀπό τά «μπράβο», τούς ποικίλους ἐπαίνους καί «κανακέματα» καθώς καί ἀπό τίς δυτικόφερτες ἑορτές τῶν γενεθλίων ἤ τίς ἐγωκεντρικές ὀνομαστικές ἑορτές;
Ἡ ἐνθάρρυνση τῶν παιδιῶν.
Ἡ ἀντίρρησι στά παραπάνω εἶναι ἕτοιμη: «Δέν θά πρέπει νά ἐπαινοῦμε τά παιδιά γιά νά τά παρακινήσουμε στό καλό;»
Πῶς ἐνθαρρύνουμε τά παιδιά;
«Θέλει προσοχή, ὅταν ἐνθαρρύνετε τά παιδιά» δίδασκε ὁ σοφός Ἅγιος Παιδαγωγός Πορφύριος. «Στό παιδί δέν πρέπει νά λέτε: «Ἐσύ θά τά καταφέρεις, ἐσύ εἶσαι σπουδαῖος, εἶσαι νέος, εἶσαι ἀνδρεῖος, εἶσαι τέλειος!…». Δέν τό ὠφελεῖτε ἔτσι τό παιδί. Μπορεῖτε ὅμως, νά τοῦ πεῖτε νά κάνει προσευχή. Νά τοῦ πεῖτε: «Παιδί μου, τά χαρίσματα πού ἔχεις, ὁ Θεός σοῦ τά ἔδωσε. Προσευχήσου νά σοῦ δώσει ὁ Θεός τήν χάρι Του». Τοῦτο δῶ εἶναι τό τέλειο»8.
Ἄν κάνει κάτι καλό, νά μήν τό ἐπαινοῦμε αὐτονομημένα, ἀλλά νά δοξάζουμε τό Θεό πού τό βοήθησε.
Ἐπίσης νά τό παρακινοῦμε καί ἐκεῖνο νά δοξάσει καί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος καταδέχθηκε νά ἐνεργήσει μέσα ἀπό αὐτό.
συνεχίζεται…
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/
1 Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι ἀσκητικοί, Κριτική ἔκδοσι, Μάρκελλος Πιράρ, Ἱερά Μονή Ἰβήρων, 2012, σελ. 213.
4 Ἡλία Πρεσβυτέρου καί ἐκδίκου, Ἀνθολόγιον γνωμικόν, Φιλοκαλία, τόμος Β΄, Ἐκδόσεις «Ἀστέρος», Δ΄ ἔκδοση, Ἀθῆναι 1975, σελ. 292 ἀπόφθεγμα λθ΄.