Βλέποντας ὁ π. Κλεόπας τήν δύσκολη αὐτή κατάστασι καί γνωρίζοντας ὅτι ἐλέγχεται πάντοτε ἀπό κρατικά ὄργανα, παρακινούμενος ἀπό τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀνεχώρησε πάλι διά τρίτη φορά γιά τά Βουνά τῆς Μολδαβίας, στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία.
Πρῶτα μετέβη στά δάση πέριξ τῆς Κοινότητος Χάνγκου.
‘Από ἐκεῖ κατευθύνθηκε πρός βορρᾶ, πρός τά βουνά Χαλαούκα τοῦ Πιπιρίγκ. ‘Εκεῖ ἔφτιαξε μία ξύλινη καλύβα, ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν κορυφή τοῦ ὄρους τοῦ Πέτρου Βόδα, ὅπου ἔμεινε δύο χρόνια, βοηθούμενος ἀπό ἕνα ἀφοσιωμένο Χριστιανό ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ὀνόματι Παῦλο Μαρίν.
Κατά τό ἔτος 1962 ἦλθε σ’αὐτόν καί ὁ μαθητής του, ὁ π. Βαρσανούφιος, μέ τόν ὁποῖον ἀσκήτευσε μαζί σέ πολλά μέρη περισσότερα ἀπό τρία χρόνια. Αὐτοί πού τούς βοηθοῦσαν σ’ αὐτή τήν ἀναχώρησι ἦσαν ὁ Δημήτριος Νίτσα καί ὁ Γεώργιος ‘Ολτεάνου καθώς καί συγγενεῖς τοῦ π. Βαρσανουφίου.
Καί οἱ δύο Πατέρες ἐξωμολογοῦντο ὁ ἕνας στόν ἄλλο κάθε ἑβδομάδα καί ἐκοινωνοῦσαν τά ῎Αχραντα Δῶρα, τά ὁποῖα μετέφεραν ἀπό τήν Μονή Συχαστρία, δύο-τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα.
Τά χρόνια περνοῦσαν καί ὅλοι ἐπερίμεναν μέ ἀνυπομονησία τήν ἐπιστροφή τοῦ π. Κλεόπα.῞Ολοι ἐπιθυμοῦσαν νά γυρίση, ἀλλά πειρισσότερο ἡ γερόντισσα μητέρα του, ἡ μοναχή ‘Αγάθη ἀπό τήν Μονή Παλαιά ‘Αγαπία. Δέν εἶχε ἰδεῖ ἐδῶ καί ἕξι χρόνια καί καί δέν ἤθελε νά ἀναχωρήση στόν Κύριο, χωρίς νά τόν συναντήση ἔστω καί μία φορά.
‘Ο π. Κλεόπας ὅμως δέν ἐρχόταν ῎Εμαθε στήν ἡσυχία καί τήν ἀδιάκοπη προσευχή, ἐνῶ οἱ παρηγοριές τοῦ ‘Αγίου Πνεύματος τοῦ ἀνέπαυον τήν ψυχή ἡμέρα καί νύκτα. Βοηθούμενος καί ἀπό τίς προσευχές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν ἦτο ἀκόμη ὑγιής καί ἠσχολεῖτο παράλληλα μέ τήν νοερά προσευχή, καί μέ τήν συγγραφή ἱερῶν βιβλίων κοντά στίς ρίζες τῶν ἐλάτων, ὅπως ὁ ἴδιος ἀργότερα ἔλεγε.
‘Ιδού οἱ τίτλοι μερικῶν βιβλίων, πού ἔγραψε ἐκεῖ στήν ἐρημική του ζωή μέσα στά δάση: Κηρύγματα γιά μοναχούς, τό ὁποῖον, ὅταν ἐκδόθηκε ὠνομάσθηκε ‘Ανάβασις πρός τήν ἀνάστασι. ῎Αλλα εἶναι τό ‘Εξομολόγησις ἀρχιερέων, ἐξομολόγησις ἡγουμένων, ἐξομολόγησις Πνευματικῶν, ἐξομολόγησις νυμφευμένων ἱερέων, ἐξομολόγησις τῶν Μοναχῶν. Περί ὀνείρων καί ὀπτασιῶν, καθώς καί τό βιβλίο Θαύματα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ.
‘Ο π. Κλεόπας ἔγραψε κι ἄλλους ψυχωφελεῖς λόγους, ἀπό τούς ὁποίους μερικοί ἐτυπώθησαν, ἐνῶ ἄλλοι ἐχάθησαν μέ τόν καιρό. ‘Αλλά αὐτά τά ὁποῖα διασώζονται μέχρι σήμερα ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ π. Κλεόπας ἦτο μεγάλος ἀγωνιστής καί ζηλωτής τῆς μελέτης τῆς ‘Αγίας Γραφῆς, τῶν ‘Αγίων Πατέρων καί αὐστηρός τηρητής τῶν ‘Ιερῶν Κανόνων.
‘Η πανοσιότης του προσηύχετο στήν ἐρημία 10-12 ὧρες κάθε νυχθήμερον. ῞Οπως μᾶς ἔλεγε ἀργότερα ὁ μαθητής του π. Βαρσανούφιος, συνήθιζε νά διαβάζη τό πρωῒ τίς ἑξῆς προσευχές. Τήν ‘Εωθινή προσευχή, μερικούς Χαιρετισμούς ‘Αγίων καί ἰδιαιτέρως τόν ‘Ακάθιστο ῞Υμνο καί τούς Χαιρετισμούς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Κατόπιν ἐδιάβαζε τόν Κανόνα τῆς μετανοίας, τοῦ φύλακος ‘Αγγέλου, τῶν Οὐρανίων Δυνάμεων καί μερικά Καθίσματα ἀπό τό Ψαλτήριο.
Τό ἀπόγευμα ἐδιάβαζε τόν ‘Εσπερινό, τό ‘Απόδειπνο καί μερικούς Κανόνες ἀπό τό Θεοτοκάριο. ῞Υστερα, μετά ἀπό μία μικρή διακοπή, ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα τό βραδάκι καί συνέχιζε μέ βραδυνές προσευχές καί τήν Παράκλησι τῆς Θεοτόκου. Κατά τήν διάρκεια τῶν ἐλευθέρων ὡρῶν ἐπανελάμβανε τήν εὐχή τοῦ ‘Ιησοῦ. ‘Αξιώθηκε ν’ ἀποκτήση καί τήν καρδιακή προσευχή, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ μαθητής του, ὥστε μερικές φορές ἔκλαιγε μέ θερμά δάκρυα καί αἰσθανόταν μία μεγάλη πνευματική θερμότητα στήν καρδιά του, ἡ ὁποία ἔκαιγε σάν μιά φλόγα πυρός.
Στήν περίοδο τοῦ διωγμοῦ, στό Μοναστήρι Συχαστρία οἱ ‘Ακολουθίες ἐγένοντο μέ δυσκολία ἐξ αἰτίας ἐλλείψεως λειτουργῶν. Οἱ Πνευματικοί ἦσαν ἐλάχιστοι, οἱ Πιστοί ἤρχοντο στό Μοναστήρι μέ ἀόριστους φόβους, ἐνῶ οἱ νέοι πού ἐπιθυμοῦσαν νά παραμείνουν, ἐγένοντο δεκτοί μόνο ὡς ἐργάτες μέ λαϊκά ροῦχα.
‘Η ἀπουσία τοῦ π. Κλεόπα καί τοῦ π. ‘Ιωήλ ἐδυσκόλευσαν ἀκόμη περισσότερο τήν πνευματική ζωή. Τότε ὅλες οἱ θλίψεις καί συμφορές συγκεντρώθηκαν στούς ὤμους τοῦ γέροντος Πνευματικοῦ π. Παϊσίου.
Περισσότερο ἀπό ὅλους, ἡ πανοσιότης του ἐξωμολογοῦσε ἡμέρα καί νύκτα τούς Μοναχούς καί λαϊκούς& παρηγοροῦσε, ἐνίσχυε, ἔδινε ἐλπίδα σέ ὅλους, παρακαλώντας τόν Θεό μέ πίστι.
῞Ολοι ἐρωτοῦσαν γιά τόν π. Κλεόπα καί τόν ἐμννημόνευον στίς προσευχές τους.
῞Ολοι ἐπιθυμοῦσαν νά τόν ἰδοῦν καί νά χαροῦν ἀκούοντας τούς ὡραίους λόγους του, ἀλλά κανείς δέν ἐγνώριζε ποῦ εὑρίσκεται συγκεκριμένα καί ἀπό ποιόν τόπο στέλλει τίς προσευχές του στόν Θεό. ῞Ομως ὅλοι αἰσθάνοντο μυστικά μέσα τους τήν δύναμι τῶν προσευχῶν του. Κι αὐτή ἡ πεποίθησις ἔδινε ἐλπίδα σέ ὅλους ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά ἐπιστρέψη στά πνευματικά του παιδιά.
‘Ο νέος ἡγούμενος τῆς Συχαστρίας, ὁ π. Καλλιόπιος ‘Απέτρι εἶχε τοποθετηθῆ μέ τήν Θεία Πρόνοια νά διευθύνη αὐτή τήν ‘Αδελφότητα. Αὐτός ἦτο μαθητής τοῦ π. Κλεόπα, μέ τόν ὁποῖον εἶχαν μείνει μαζί καί στό Μοναστήρι Σλάτινα. ‘Ανέκαθεν ἦτο ἕνας πατήρ δυναμικός, τολμηρός, ζηλωτής γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα καί καλωσυνᾶτος.
῞Ολες αὐτές οἱ ἀρετές μαζί μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, τόν ἐβοήθησαν νά κρατήση στόν ἴδιο ζῆλο καί τάξι τήν ‘Αδελφότητα τῆς Συχαστρίας ἐπί 12 χρόνια.
Οἱ ‘Ακολουθίες ἐγένοντο ἀπρόσκοπτα ὅπως καί στό παρελθόν, ἀκούετο τό κήρυγμα, οἱ Πιστοί ἤρχοντο ἀρκετοί ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν καί ἡ ἄσχημη κατάστασις τῶν ἐτῶν 1959-1962 ἐβελτιώθηκε μετά τό 1963.
῎Ετσι ἠμποροῦμε νά λέγωμε μαζί μέ τόν Προφήτη Δαβίδ: «Τίς Θεός μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν; Σύ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος!»