(Λουκ. 12,2:12)
 
Τό Ἅγιο Πνεῦμα δίδαξε τούς Ἅγιους Πατέρες πῶς νά ἀπολογοῦνται καί πῶς νά διδάσκουν καί ἐμᾶς. Ἐδίδαξε τούς Ἅγιους Μάρτυρες πῶς νά ὁμολογοῦν τόν Χριστό ἐνώπιον τῶν δικαστῶν τους. Ἐδίδαξε ὅλους τούς Θεοφόρους Πατέρες τήν ἁγία ἀρετή τῆς ὑπακοῆς διαμέσου τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τόν Θεό. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶναι ἕνας ἀπό αὐτούς. Ὅ,τι ἔκανα, λέγει, τό ἔκανα μέ χαρά. Ἔκανε χαρούμενη ὑπακοή.
 
«Οἱ Γέροντές μου», λέγει περιγράφοντας τήν ζωή του στό Ἅγιον Ὄρος, «δέν μέ βάζανε σέ βαριές δουλειές. Πότιζα μόνο τόν κῆπο καί ἔκανα τό ἐργόχειρο, δηλαδή τά ξυλόγλυπτα. Οὔτε μοῦ ἔκαναν διδασκαλίες. Τόν πρῶτο καιρό, πήγαινα μαζί τους στίς ἀκολουθίες. Τίποτε ἄλλο». Ἀντί διδασκαλία ἤτανε ἡ ἀκολουθία. «Μέτα ἀπό ἡμέρες μέ κάλεσε ὁ Γέροντας καί μοῦ εἶπε νά λέω κάθε βράδυ τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Τίποτα ἄλλο. Καμιά διδασκαλία, καμιά ἐξήγηση. Προτοῦ μοῦ δώσει τό κομποσκοίνι, μοῦ λέει: – Πρόσεχε! Βάλε μετάνοια, φίλησέ μου τό χέρι, φίλησε τόν σταυρό πού ἔχει πάνω, γιά νά σ’ εὐλογήσω νά σέ βοηθήσει ὁ Θεός»[1]. Βλέπουμε πῶς δηλαδή οἱ Ἅγιοι Γέροντες φρόντιζαν νά ἔχει ὁ ὑποτακτικός σεβασμό στόν Γέροντα, νά ἔχει εὐλάβεια. Καί αὐτό εἶναι ἡ βάσις τῆς πνευματικῆς προόδου.
 
«Ἀπό ἐκεῖ ἔμαθα νά κάνω κομποσκοίνι. Ἔξω ἀπό τό κελλί μας, δηλαδή γιά ἐξωτερικές δουλειές δέν μέ στέλνανε στήν ἀρχή. Ὅ,τι ἔκανα ἀπό δουλειές, τίς ἔκανα μές στό σπίτι. Πήγαινα μετά καί στόν κῆπο. Ἔσκαβα, πότιζα, ξεχορτάριαζα, ὅ,τι μποροῦσα. Ἔπειτα ἔπιανα τό ἐργόχειρο. Μετά τίς δουλειές μέ βάζανε νά διαβάσω Ψαλτήρι καί οἱ ἴδιοι δουλεύανε. Ἤμουνα ἐπιμελής καί δέν ἤθελα νά τούς στεναχωρῶ σέ τίποτε. Τό μόνο πού μέ ἀπασχολοῦσε ἤτανε πῶς θά ὑπηρετήσω, πῶς θά εὐχαριστήσω τούς Γέροντές μου σέ ὅλα. Ὅ,τι μοῦ λέγανε, τό ἔκανα. Τό τηροῦσα ἐπακριβῶς. Γιά νά εἶμαι σίγουρος, ὅ,τι μοῦ λέγανε τό ξανασκεπτόμουν καί τό μάθαινα σάν μάθημα.Τό ἔβαζα στό μυαλό μου καί τό δούλευα. Παραδείγματος χάριν, τό ἐργόχειρό μου ἦταν τά ξυλόγλυπτα. Πρόσεχα πῶς τό κάνανε οἱ Γέροντες καί τό βράδυ πού ἔπεφτα νά κοιμηθῶ, νοερῶς ἔλεγα τό «μάθημα»: παίρνουμε τό ξύλο τό κόβουμε, τό βάζουμε στό νερό νά μουσκέψει, μετά τό βγάζουμε ἔξω καί τό ἀφήνουμε νά στεγνώσει, ἔπειτα τό πελεκᾶμε, τό ροκανίζουμε μέ τό ξυλοφάϊ, τό σιάζομε μέ γυαλόχαρτο, παίρνουμε τήν ράσπα, τό κάνουμε ἔτσι, ἔτσι, ἔτσι… μετά τό περνᾶμε μέ μία πέτρα τῆς θαλάσσης πού εἶναι κρυσταλλιζέ πού κάνει τό ξύλο νά γυαλίζει, ἀδαμαντίνη τήν λέγανε, μετά περνᾶμε τό σχέδιο κλπ. Ὅλο τό ἐργόχειρο σκεπτόμουν μέ τό μυαλό μου, γιά νά μήν ξεχάσω τό παραμικρό καί νά τό κάνω ἀκριβῶς ὅπως τό ἤθελαν»[2]. Βλέπουμε πῶς δηλαδή ὁ Ἅγιος ἀπό μικρός, δέν ἤθελε νά λυπήσει καθόλου τούς Γέροντές του. Εἶχε πολύ μεγάλη εὐλάβεια ἀπέναντί τους καί σεβασμό. Καί αὐτή ἡ εὐλάβεια καί ὁ σεβασμός ἀντανακλᾶ καί ἀφορᾶ καί καταλήγει τελικά στόν Θεό, γιατί ὁ Γέροντας εἶναι θεός μετά Θεόν.

 
«Γι’ αὐτό ὅ,τι μοῦ λέγανε», λέει ὁ Ἅγιος, «τό μάθαινα ἀπέξω. Ὅλο τό ἐργόχειρο σκεπτόμουν καί φοβόμουνα μήπως κάνω κάποιο λάθος καί τούς στεναχωρήσω. Μοῦ ἐξηγοῦσαν καί τό γιατί ἔπρεπε νά μάθω τό ἐργόχειρο. Μοῦ λέγανε: – Κοίτα νά μάθεις τό ἐργόχειρο. Ἐδῶ δέν μπορεῖς νά μείνεις. Ἐδῶ δέν εἶναι μοναστήρι, δηλαδή κοινόβιο, γιά νά ἔχουμε πολλά κηπευτικά, ἀμπέλια, σταφίδες, φροῦτα. Πρέπει νά ἐργαστεῖς γιά νά ἀγοράσεις τό παξιμάδι. Αὐτά μοῦ λέγανε καί μοῦ δείχνανε τό ἐργόχειρο. Γιά νά μήν τούς στενοχωρήσω, τά μελετοῦσα καί τήν νύχτα, ὅπως σᾶς εἶπα, μόλις ἔπεφτα γιά ὕπνο»[3]. Γιατί ὁπωσδήποτε, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δέν πρέπει νά στεναχωροῦμε τούς πνευματικούς μας πατέρες. Αὐτό λέει εἶναι ἀσύμφορο, «εἶναι ἀλυσιτελές»[4], γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τό νά λυπεῖ τόν πνευματικό του ὁδηγό.
 
«Ἔτσι τό πρωί», λέει ὁ Ἅγιος, «ἤμουνα ἕτοιμος γιά τήν ἐργασία μου. Ὅ,τι ἔκανα, τό ἔκανα μέ χαρά. Εἶπα: «Θά γίνω μοναχός! Αὐτό πρέπει νά τό μάθω, τί ἔννοια ἔχει». Εἶχα τήν περιέργεια νά μαθαίνω τό καθετί σέ ὅλο τό βάθος καί τό πλάτος. Ἤθελα ὅλα νά τά μαθαίνω. Ὄχι ἐπειδή σκεπτόμουν ὅτι θά γίνω ἱεροκήρυκας ἀργότερα καί θά μοῦ χρειαστοῦν νά τά χρησιμοποιήσω»[5]. Δέν εἶχε κάποια ὑστεροβουλία ὁ Ἅγιος, ἀλλά ἀπό ἔρωτα στόν Χριστό, ὅπως λέει, τά μάθαινε.
 
«Πῆρα τήν εὐλογία ἀπό τόν Γέροντα νά διαβάσω τήν Ἀκολουθία τῆς κουρᾶς καί μέσα σέ δεκαπέντε μέρες τά εἶχα μάθει ὅλα ἀπέξω»[6]. Βλέπουμε πόσο ἐπιμελής ἦταν. Ἡ κατά Θεόν ὑπακοή, ἡ χαρούμενη ὑπακοή ἀναγεννᾶ πνευματικά τόν ἄνθρωπο, τόν καθαρίζει ἀπό τά πάθη, τόν γεμίζει μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ὁ πιό εὔκολος καί ὁ πιό σύντομος δρόμος∙ εἶναι τό κλειδί τοῦ παραδείσου, ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ὅταν καλλιεργοῦμε τήν κατά Χριστόν ὑπακοή, τότε κόβουμε τό θέλημά μας καί τό φρόνημά μας, τήν μεγάλη ἰδέα πού ἔχουμε ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι γιά τόν ἑαυτό μας. Ὅταν κανείς ἀρνεῖται τό θέλημά του καί κάνει τό θέλημα τοῦ Γέροντός του, ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά ἄρει τόν σταυρό του καί ἔτσι νά Μέ ἀκολουθήσει»[7].
 
«Μέ αὐτόν πού ἀντιλέγει στόν πνευματικό του Πατέρα», λέει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «χαίρονται οἱ δαίμονες. Ἐκεῖνον πού ταπεινώνεται μέχρι θανάτου, τόν θαυμάζουν οἱ ἄγγελοι, γιατί αὐτός ἐργάζεται θεϊκό ἔργο, καθώς ἐξομοιώνεται μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἔκανε ὑπακοή στόν Πατέρα Του μέχρι θανάτου καί μάλιστα σταυρικοῦ»[8].
 
«Τό θησαυροφυλάκιο τῶν ἀρετῶν», παρατηρεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἔχει ὡς κλειδί τήν φωνή τοῦ πνευματικοῦ σου πατέρα». Μέ τήν ὑπακοή στόν πνευματικό σου ἀνοίγεις τό θησαυροφυλάκιο ὅλων τῶν ἀρετῶν.
 
«Ὅσοι ἔκοψαν τό θέλημά τους καί κάνουν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ ἄλλου», σημειώνει καί ὁ Ὅσιος Ποιμήν, «λογίζονται ὡς ὁμολογητές ἄν τήν φυλάξουν ἕως τέλος τήν ὑπακοή». Οἱ ὁμολογητές, εἶναι ἕνα σκαλοπάτι κάτω ἀπό τούς μάρτυρες.
 
«Πρόσεχε τήν πίστη καί τήν ὑπακοή τῶν Ἀποστόλων», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Μόλις ἄκουσαν νά τούς καλεῖ ὁ Χριστός δέν ἀνέβαλαν, δέν ἔβαλαν κάτι πάνω ἀπό αὐτό, δέν εἶπαν: ἄς πᾶμε γιά λίγο στό σπίτι νά συζητήσουμε μέ τούς δικούς μας.. Ὅλα τά ἄφησαν καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό. «Ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ»[9], ὅπως λέει τό ἱερό κείμενο. Τέτοια ὑπακοή ζητάει ὁ Χριστός ἀπό ἐμᾶς, ὥστε οὔτε στιγμή νά μήν ἀναβάλουμε, ἔστω καί ἄν κάτι ἀπό τό θεωρούμενα ἀναγκαῖα φαίνεται ὡς ἐπεῖγον». Ὅταν κάτι προστάζει ὁ Θεός, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τόν ὑπακοῦμε, χωρίς νά περιεργαζόμαστε αὐτό πού προστάζει. Νά Τόν ὑπακοῦς μέ ὅλη τήν ἐπιθυμία σου. Τό κάλλος τῆς ψυχῆς προέρχεται ἀπό τήν ὑπακοή στόν Θεό. Τά παιδιά εἶναι ὑποχρεωμένα νά ὑπακοῦν στούς γονεῖς τους. Ὅταν ὅμως οἱ γονεῖς τους ἀπαιτοῦν πράγματα πού δυσχεραίνουν τήν πνευματική ζωή τους, τότε δέν εἶναι σωστό νά πειθαρχοῦν καί νά τούς ὑπακοῦν. Ἐκεῖνος ὁ ὅποιος ὑποτάσσεται στούς ἄρχοντες, στήν πραγματικότητα δέν ὑποτάσσεται στούς ἄρχοντες ἀλλά ὑπακούει στόν Θεό. Ἀντίθετα ἐκεῖνος πού δέν ὑποτάσσεται στούς ἄρχοντες, γίνεται ἀνυπάκουος, ἀπειθής πρός τόν Θεό. Γιατί ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μή ὑπό Θεοῦ»[10]. Δέν ὑπάρχει πραγματική ἐξουσία παρά μόνο ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό.
 
Ὁπωσδήποτε βέβαια δέν ὑποτασσόμαστε στούς ἄρχοντες καί δέν τούς κάνουμε ὑπακοή, ὅταν ἐπιβάλλουν ἀντίθετους μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. «Δέν φτάνει μόνο νά θέλουμε ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἀλλά καί νά τά θέλουμε ὅταν τά θέλει, ὅπως τά θέλει καί γιατί Ἐκεῖνος τά θέλει». Τότε κάνουμε πραγματική ὑπακοή εἰς τόν Θεό.
 
«Ἡ ὑπακοή», λέει καί ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, «ἔχει ἀναγνωριστεῖ σάν τό πρῶτο καλό ἀνάμεσα, σέ ὅλες τίς βασικές ἀρετές, γιατί διώχνει τήν οἴηση, τήν μεγάλη ἰδέα πού ἔχει κανείς γιά τόν ἑαυτό του καί γεννάει μέσα μας τήν ταπεινοφροσύνη. Γι’ αὐτό καί σέ ἐκείνους πού τήν δέχονται μέ εὐχαρίστηση γίνεται θύρα πού ὁδηγεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τήν ὑπακοή τήν ἀθέτησε ὁ Ἀδάμ καί κατρακύλησε στόν Ἅδη. Τήν ὑπακοή ἀγάπησε ὁ Κύριος καί οἰκοδομώντας τήν δική μας σωτηρία, ἔγινε ἄνθρωπος καί ὑπάκουσε στόν Πατέρα Του τόν ἐπουράνιο μέχρι θανάτου∙ καί αὐτό ἐνῶ δέν ἦταν καθόλου κατώτερος ἀπό τήν μεγαλοσύνη ἐκείνου, γιά νά καταργήσει τό ἔγκλημα τῆς ἀνθρώπινης παρακοῆς μέ τήν δική Του ὑπακοή καί νά ἐπαναφέρει στήν μακάρια καί αἰώνια ζωή ἐκείνους πού θά ζήσουν μέ ὑπακοή.
 
Πρῶτα λοιπόν, γιά αὐτή τήν ἀρετή πρέπει νά φροντίζουν, ὅσοι θέλουν νά πολεμήσουν τήν διαβολική οἴηση, ἡ ὁποία οἴηση εἶναι ἡ ρίζα τῆς ὑπερηφάνειας, ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ κακίες. Καί αὐτή ἡ ἀρετή», λέει ὁ Ἅγιος Διάδοχος, «μέ τόν καιρό θά μᾶς δείξει ἀλάθητα ὅλους τούς δρόμους τῶν ἀρετῶν»[11], ἡ ἀρετή δηλαδή τῆς ὑπακοῆς.
 
«Τήν ὑπακοή ἀγάπησε ὁ Κύριος καί σύμφωνα μέ τό θεϊκό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας, ὑπάκουσε στόν Πατέρα Του μέχρι τοῦ σημείου νά σταυρωθεῖ καί νά πεθάνει, καί αὐτό χωρίς διόλου νά εἶναι κατώτερος τῇ μεγαλοσύνη ἀπό τήν μεγαλοσύνη τοῦ Πατρός. Γιά νά ἀκυρώσει τήν ἐνοχή τῶν ἀνθρώπων λόγω τῆς παρακοῆς μέ τήν δική Του ὑπακοή, γιά νά ἐπιστρέψει στήν μακάρια καί αἰώνια ζωή ὅσους θά ζήσουν μέ ὑπακοή. Ἑπομένως, ἡ ὑπακοή εἶναι πραγματικά πηγή τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἐνῶ ἡ παρακοή εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πνευματικοῦ ἀλλά καί σωματικοῦ θανάτου.
 
«Ὅπως τό ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς εἶναι ἡ ἁμαρτία», λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ἔτσι ἐπίτευγμα τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἡ ἀρετή. Καί ὅπως στήν παρακοή ἀκολουθεῖ παράβαση τῶν ἐντολῶν καί χωρισμός ἀπό τόν Θεό πού ἔδωσε τίς ἐντολές, ἔτσι καί στήν ὑπακοή ἀκολουθεῖ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού τήρησε τήν ἐντολή μέ τήν ὑπακοή του, καί τήν ἀρετή κατόρθωσε καί δέν χώρισε τόν ἑαυτό του ἀπό τήν ἕνωση μέ τόν Θεό μέσω τῆς ἀγάπης»[12].
 
Γιατί ἡ ἀληθινή ἀγάπη στόν Θεό εἶναι ἡ ὑπακοή στίς θεῖες Του ἐντολές. «Ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με -λέει ὁ Κύριος- ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς»[13]. Καί ἐκεῖνος πού ὑπακούει στόν πνευματικό του ὁδηγό, κάνει αὐτή τήν μεγάλη ἀρετή, ἡ ὁποία τελικά καταλήγει στόν Θεό. Γιατί ἡ ὑπακοή τελικά δέν εἶναι σέ ἄνθρωπο ἀλλά στόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος πραγματικά τοῦ Θεοῦ, μᾶς διδάσκει ὁ γέροντας μας τί εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ κάθε στιγμή. Ὑπακούοντας τόν πνευματικό μας, οὐσιαστικά ὑπακούουμε στόν Θεό.
 
Αὐτό ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Ἔκανε χαρούμενη καί ἄκρα ὑπακοή, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, γι’ αὐτό γέμισε ἀπό πολύ μικρός μέ την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔγινε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους συγχρόνους Ἁγίους μας.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Ὅ.π.
 
[4] Ἑβρ. 13, 17.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[6] Ὅ.π.
 
[7] Μᾶρκ. 8, 34.
 
[8] Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 (στό ἑξῆς: Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν).
 
[9] Λουκ. 5, 11.
 
[10] Ρωμ. 13, 1.
 
 
[11] Μικρός Εὐεργετινός, Παῦλος μοναχός Εὐεργετινός, Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2012 (στό ἑξῆς: Μικρός Εὐεργετινός).
 
 
[12] Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν.
 
 
[13] Ἰωάν. 14, 21.