Η χρυσή στολή του αγίου Μαρκιανού
Κατά την τέλεση των εγκαινίων του ναού της αγίας μάρτυρος Αναστασίας, τον οποίο έκτισε από τα θεμέλια ο μέγας Μαρκιανός, και ενώ είχαν προσέλθει, όπως ήταν φυσικό, και οι βασιλείς και ο πατριάρχης και όλη η πόλη, κάποιος φτωχός πλησίασε τον άγιο και, με το βλέμμα στραμμένο στο δεξί του χέρι, του ζήτησε κάτι, για να ανακουφίσει την πείνα του.
Ο άγιος έτυχε τότε να μην έχει τίποτε επάνω του, μέσα όμως στην ψυχή του είχε πράγματι πολλή καλοσύνη και φιλανθρωπία. Απομακρύνθηκε λοιπόν από όλους και αναζήτησε κάποιο μέρος όσο γινόταν πιο αθέατο. Συνέβαινε επίσης να μη φορά τίποτε άλλο, εκτός από έναν χιτώνα, καθώς σε όλη του τη ζωή συνήθιζε να μη φορά δεύτερο ρούχο. Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση ο άγιος θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογηθεί και να απορρίψει την ικεσία του φτωχού, αφού για το ότι δεν έχει τίποτε επάνω του είχε μάρτυρα τον Θεό που βλέπει τα πάντα. Εκείνος όμως, σαν να φοβόταν ότι θα λυπούσε τον Θεό αν δεν έδινε κάτι, έβγαλε αυτό το μοναδικό ρούχο που φορούσε και το έδωσε πρόθυμα στον φτωχό. Έμεινε λοιπόν μόνο με την ιερατική στολή· και το φελόνι, το οποίο κάλυπτε το σώμα του, το τραβούσε από όλες τις πλευρές, προσπαθώντας όσο μπορούσε να διαφύγει την προσοχή.
Όταν βρέθηκε μέσα στο ιερό και ο πρώτος των ιερέων του έδωσε εντολή να τελέσει αυτός τη θεία μυσταγωγία, ο άγιος συνέχισε να μαζεύει το φελόνι του, όπως είπαμε, προσπαθώντας να κρύψει το γεγονός. Οι άλλοι όμως ιερείς, και μαζί με αυτούς και ο πατριάρχης, τον κοίταξαν και είδαν κάποιο θαυμαστό θέαμα, πρωτοφανές και ανείπωτο, που μόνο όποιοι το είδαν θα το πίστευαν: ο άγιος φορούσε από μέσα μια στολή βασιλική, ολοκέντητη με λαμπερό χρυσάφι, η οποία φαινόταν πιο πολύ όταν σήκωνε τα χέρια και μετέδιδε τη θεία κοινωνία σε όσους προσέρχονταν.

Βλέποντας αυτά, άλλοι από τους ιερείς θαύμαζαν σιωπηλοί, ενώ άλλοι το έλεγαν σε άλλους, κάποιοι με θαυμασμό και κάποιοι με φθόνο. Οι τελευταίοι μάλιστα πήγαν και στον πατριάρχη Γεννάδιο, [1] νομίζοντας ότι αγνοεί αυτό που πολύ θα ήθελαν να ξέρει, και του το είπαν, διασύροντας συγχρόνως και διαβάλλοντας τον άγιο. Ο πατριάρχης απάντησε ότι το είδε και αυτός, δεν ήξερε όμως πώς έγινε και γι’ αυτό ήταν γεμάτος απορία.
Όταν ο Μαρκιανός τελείωσε τη θεία μυσταγωγία, τον κάλεσε ο πατριάρχης, τον πήρε ιδιαιτέρως και τον μάλωσε για τη στολή, λέγοντας ότι κάτι τέτοια ταιριάζουν σε βασιλείς και όχι σε ιερείς. Εκείνος απόρησε περισσότερο από τον απορημένο πατριάρχη και έπεσε στα πόδια του, βρέχοντάς τα με πολλά δάκρυα. Διέψευσε απόλυτα την κατηγορία και απέδωσε το πράγμα σε οφθαλμαπάτη, προσθέτοντας: «Και μόνο να σκεφτόμουν κάτι τέτοιο, θα ήταν ξεκάθαρη τρέλα».
Μετά από αυτό ο πατριάρχης, θεωρώντας ανόητο και ολοφάνερα παράλογο το να μην πιστεύει στα μάτια του, έπιασε με το χέρι του το φελόνι του αγίου και αμέσως το ανασήκωσε μαζί με την ιερατική στολή, και η συνέχεια ήταν θαυμαστή και ως θέαμα και ως διήγηση: ο χρυσός εκείνος χιτώνας που έβλεπαν πριν από λίγο δεν υπήρχε πουθενά, ενώ ο άγιος φάνηκε γυμνός, όπως και πράγματι ήταν κάτω από τα ιερατικά αυτά άμφια, αυτός που ήταν αληθινά ντυμένος με τους αόρατους χρυσούς χιτώνες της αρετής. Τούτο άφησε κατάπληκτο τον πατριάρχη, άφησε κατάπληκτους και τους βασιλείς, καθώς το γεγονός διαδόθηκε και σε αυτούς, και με όλα αυτά δοξαζόταν ο Θεός και ο υπηρέτης του Μαρκιανός.
 
[1]Πρόκειται για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Γεννάδιο Α’ (458-471).
 
Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου.
 
ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΜΣΤ’ (46), σελ. 364. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.
 
 
 
 
https://wra9.blogspot.com/2023/01/blog-post_690.html