«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου»[1]. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ὁ Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν, ὅρισε ὡς πρώτη ἐντολή τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι μᾶς τονίζουν ὅτι αὐτή ἡ ἀρετή εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλες. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί δεύτερη ὅμοια ἐντολή ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Εἶναι αὐτές οἱ δύο ἐντολές ἀπό τίς ὁποῖες κρέμονται ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἀλλά καί ὅλη ἡ πνευματική ζωή.
«Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «δέν ἔχει ὅρια. Τό ἴδιο καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Νά ἐκτείνεται παντοῦ, στά πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους»[2]. Δέν πρέπει ὁ χριστιανός νά κάνει διακρίσεις στήν ἀγάπη του καί, ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι, θά πρέπει ἐξίσου νά ἀγαποῦμε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Νά τούς ἀγαποῦμε θυσιαστικά ὅπως ὁ Κύριος μᾶς ἀγάπησε. Γιατί τό πρότυπο τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγάπησε εἰς τέλος, δηλαδή μᾶς ἀγάπησε «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»[3].
«Ἐγώ ἤθελα», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά πάω νά ζήσω μαζί μέ τούς χίπηδες στά Μάταλα, χωρίς, βέβαια, ἁμαρτίες, γιά νά τούς δείξω τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο εἶναι μεγάλη καί πῶς μπορεῖ νά τούς ἀλλάξει, νά τούς μεταμορφώσει. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα. Θά σᾶς πῶ αὐτό τό πράγμα», λέει ὁ Ἅγιος, «μ’ ἕνα παράδειγμα.
Ἦταν ἕνας ἀσκητής κι εἶχε δύο ὑποτακτικούς. Προσπαθοῦσε πολύ νά τούς ὠφελήσει καί νά τούς κάνει καλούς. Εἶχε ὅμως, τήν ἀνησυχία ἄν ὄντως προχωροῦν στήν πνευματική ζωή∙ ἄν προοδεύουν κι ἄν εἶναι ἕτοιμοι γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Περίμενε ἕνα σημάδι γι’ αὐτό ἀπό τόν Θεό, ἀλλά δέν ἔπαιρνε καμία ἀπάντηση. Κάποια μέρα θά γινόταν ἀγρυπνία στήν ἐκκλησία μιᾶς ἄλλης Σκήτης, πού ἀπεῖχε πολλές ὧρες ἀπ’ τήν δική τους. Ἔπρεπε νά γίνει πορεία μές στήν ἔρημο. Ἔστειλε τούς ὑποτακτικούς του ἀπ’ τό πρωί, ὥστε νά φθάσουν νωρίς, γιά νά τακτοποιήσουν τήν ἐκκλησία, κι ὁ Γέροντας θά πήγαινε τ’ ἀπόγευμα.
Οἱ ὑποτακτικοί εἶχαν προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν ξαφνικά ἄκουσαν βογγητά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος βαριά τραυματισμένος καί ζητοῦσε βοήθεια: – Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ, τούς ἔλεγε, γιατί ἐδῶ εἶναι ἐρημιά, κανείς δέν περνάει. Ποιός θά μπορέσει νά με βοηθήσει; Ἐσεῖς εἶστε δύο. Σηκῶστε με καί ὁδηγῆστε με στό πρῶτο χωριό. – Δέν μποροῦμε! τοῦ εἶπαν. Βιαζόμαστε νά πᾶμε γιά ἀγρυπνία, ἔχομε πάρει ἐντολή νά ἑτοιμάσουμε. – Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ! Ἄν μ’ ἀφήσετε θά πεθάνω, θά μέ φᾶνε τά θηρία. – Δέν μποροῦμε! Τί νά κάνουμε, πρέπει νά πᾶμε στό καθῆκον μας. Κι ἔφυγαν.
Τό ἀπόγευμα ξεκίνησε ὁ Γέροντας γιά τήν ἀγρυπνία. Πέρασε ἀπ’ τόν ἴδιο δρόμο. Ἔφθασε καί στό μέρος πού ἦταν ὁ τραυματισμένος. Τόν βλέπει, τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει: – Τί ἔπαθες, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχεις; Ἀπό πότε εἶσαι ἐδῶ; Δέν σέ εἶδε κανείς;»[4]. Βλέπουμε ἐδῶ ἡ διαφορετική στάση τοῦ Γέροντα.. ὁ ἴδιος πλησιάζει τόν τραυματισμένο καί τοῦ κάνει ἀρκετές ἐρωτήσεις ἀπό ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη. Ἐνῶ οἱ ὑποτακτικοί δέν κάνουν καμιά ἐρώτηση, ἀλλά ὁ πληγωμένος τούς πλησιάζει καί τούς παρακαλεῖ.
«- Πέρασαν τό πρωί δύο μοναχοί καί τούς παρακάλεσα νά μέ βοηθήσουν, ἀλλά βιαζόντουσαν νά πᾶνε στήν ἀγρυπνία»[5]. Βλέπουμε ἐδῶ τήν κακῶς νοουμένη ὑπακοή καί τήν λατρεία πρός τόν Θεό, ἡ ὁποία ὅμως ὁ Θεός θέλει νά ἔρχεται δεύτερη, μετά τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Γι’ αὐτό καί πάλι μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος, ὅταν ἔχουμε κάτι, ἤ μᾶλλον ὁ ἀδελφός μας ἔχει κάτι ἐναντίον μας, νά πηγαίνουμε πρῶτα νά συμφιλιωνόμαστε μέ τόν ἀδελφό μας καί μετά νά πηγαίνουμε τό δῶρο μας στόν Θεό[6].
«- Θά σέ πάρω ἐγώ», λέει ὁ Γέροντας. Μήν ἀνησυχεῖς! – Δέν μπορεῖς ἐσύ, εἶσαι γέροντας, δέν μπορεῖς νά μέ σηκώσεις, ἀδύνατον! – Ὄχι, θά σέ πάρω! Δέν μπορῶ νά σ’ ἀφήσω! – Μά δέν μπορεῖς νά μέ σηκώσεις. – Θά σκύψω, καί σύ πιάσου ἀπό πάνω μου καί λίγο-λίγο θά σέ πάω σέ κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αὔριο, θά σέ φθάσω»[7]. Βλέπουμε πῶς ὁ Γέροντας δέν λογαριάζει μέ τήν λογική τά πράγματα, ἀλλά βάζει πάνω ἀπό ὅλα τήν ἀγάπη.
«Καί τόν πῆρε μέ μεγάλη δυσκολία κι ἄρχισε νά βαδίζει μέ τό βάρος ἐκεῖνο μές στήν ἄμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι καί σκεπτόταν: «Ἔστω καί σέ τρεῖς μέρες θά φθάσω». Καθώς προχωροῦσε, ἄρχισε νά νιώθει τό φορτίο του πιό ἐλαφρό, πιό ἐλαφρό καί σέ κάποια στιγμή αἰσθάνθηκε σάν νά μήν κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω νά δεῖ τί συμβαίνει καί βλέπει μέ ἔκπληξη πάνω του ἕναν ἄγγελο. Ὁ ἄγγελος εἶπε: – Μ’ ἔστειλε ὁ Θεός νά σέ πληροφορήσω ὅτι οἱ δύο ὑποτακτικοί σου δέν εἶναι ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν ἔχουν ἀγάπη»[8]. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἀγάπης. Ἀγάπης πρῶτα πρός τόν Θεό καί μετά πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἀνωτέρω ἀπό αὐτό.
«Δέν εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅπως τά χαρίσματα πού δίδονται», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «αὐτά στούς μέν, ἐκεῖνα στούς ἄλλους, καί πού δέν ἔχουν δοθεῖ σέ ὅλους. Πρόκειται γιά δῶρο πού ἀνήκει σέ ὅλους. Ὅλοι μποροῦμε νά τήν ἐξασκήσουμε. Ἄς ἀποκτήσουμε τήν ἀγάπη, λέει πάλι, αὐτή τήν ἀγάπη πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλα τά χαρίσματα. Δέν ὑπάρχει πιό ἄχρηστος ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖνον πού δέν ξέρει νά ἀγαπάει. Τίποτε ἄλλο δέν φανερώνει ὅτι κάποιος ἀκολουθεῖ τόν Χριστό καί εἶναι μαθητής Του, ὅσο τό νά ἀγαπιέται μέ τούς ἄλλους. Ὁ Χριστός ζητάει ἀγάπη σέ μεγάλη ἔνταση.
Ἄν ἐπικρατοῦσε παντοῦ ἡ ἀγάπη πόσο διαφορετικός θά ἦταν ὁ κόσμος! Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει ζεῖ στήν γῆ ὅπως θά ζοῦσε στόν οὐρανό, μέ ἀδιατάρακτη γαλήνη καί εὐτυχία, μέ ψυχή καθαρή ἀπό φθόνο, ἀπό ζήλια, ἀπό ὀργή, ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό κακή ἐπιθυμία. Νά ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος! Αὐτή καθεαυτή ἡ ἀγάπη πόσο ὡραία εἶναι! Μέ πόση χαρά καί εἰρήνη πλημμυρίζει τήν ψυχή πού τήν κατέχει! Ἴσως θά μέ ρωτήσετε», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «δέν φέρνει εὐχαρίστηση ἔστω καί ἄτοπη ὁποιαδήποτε ἀγάπη; Ὄχι, μόνο ἡ γνήσια ἀγάπη», δηλαδή ἡ ἐν Χριστῷ, φέρνει καθαρή καί ἀνόθευτη χαρά. «Καί γνήσια ἀγάπη δέν εἶναι ἡ κοσμική, ἡ ἀγοραία, πού ἀποτελεῖ μᾶλλον κακία καί ἐλάττωμα. Ἀλλά ἡ χριστιανική, ἡ πνευματική, ἐκείνη πού μᾶς ζητάει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐκείνη πού ἀποβλέπει τό συμφέρον τοῦ πλησίον». Δηλαδή ἡ ἀνιδιοτελής, αὐτή πού μιμεῖται τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Κι ἄν εἶναι κάποιος ἀγριότερος ἀπό τό θηρίο μέ τήν ἀγάπη γίνεται ἡμερότερος καί ἀπό τό πρόβατο. Ἡ ἀγάπη εἶναι ρίζα καί πηγή καί μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Σάν ρίζα βλαστάνει ὅλους τούς κλάδους τῆς ἀρετῆς, σάν πηγή ἀναβλύζει πολλά εὐλογημένα νερά. Σάν μητέρα μέσα στίς ἀγκάλες της σφίγγει ὅλους ἐκείνους πού σέ αὐτήν καταφεύγουν.
Τό νά προσφέρεις στούς ἄλλους φαίνεται βαρύ, ἡ ἀγάπη ὅμως τό κάνει ἐλαφρύ. Τό νά παίρνεις ἀπό τούς ἄλλους φαίνεται εὐχάριστο, ἡ ἀγάπη ὅμως τό κάνει δυσάρεστο. Τό νά κακολογεῖς τούς ἄλλους φαίνεται ἀπολαυστικό, ἡ ἀγάπη ὅμως τό κάνει πικρό. Γιά τήν ἀγάπη ἡ μεγαλύτερη ἀπόλαυση εἶναι ὁ καλός λόγος καί ὁ ἔπαινος ὅλων». Δηλαδή ἐσύ νά προφθάνεις τούς ἄλλους καί νά τούς τιμᾶς. «Τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι»[9], ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος. «Σέ κακολόγησε κάποιος; Ἐσύ νά τόν ἀγαπήσεις! Καί πῶς εἶναι αὐτό δυνατό; Εἶναι καί παραεῖναι, ἄν θέλεις! Ἄν τόν ἀγαπήσεις γιατί σέ ἐπαινεῖ, δέν ἔχεις χάρη, γιατί αὐτό τό ἔκανες ὄχι γιά τόν Κύριο, ἀλλά γιά τήν καλή σου φήμη. Μήν μοῦ πεῖς λοιπόν, ὅτι ὁ τάδε εἶναι δραπέτης καί ληστής καί κλέφτης, γεμάτος ἀπό ἄπειρα κακά. Ἤ ὅτι εἶναι φτωχός καί παραπεταμένος καί τιποτένιος καί μηδαμινός. Ἀλλά σκέψου ὅτι καί γι’ αὐτόν πέθανε ὁ Χριστός καί φτάνει αὐτό νά τόν φροντίσεις μέ ἐπιμέλεια, νά τόν ἀγαπήσεις, ἀνεξάρτητα πῶς αὐτός σοῦ φέρεται ἤ ἄν θά σοῦ ἀνταποδώσει καλό στήν ἀγάπη σου. Τίποτε δέν παροργίζει τόσο τόν Θεό, ὅσο ἡ ἀδιαφορία μας γιά τόν πλησίον. Γιατί ἡ ἀγάπη φυσιολογικά ὁδηγεῖ στό ἐνδιαφέρον γιά τόν πλησίον. Ὅποιος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν πλησίον, δέν ἔχει ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. Αὐτόν τόν δρόμο ἄς ἀκολουθήσουμε γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια ζωή»[10].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ματθ. 10, 16.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Φιλ. 2, 8.
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ὅ.π.
[6] Πρβλ. Ματθ. 5, 24.
[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[8] Ὅ.π.
[9] Ρωμ. 12, 10.