Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό. Καί σήμερα τό κεφάλαιο ἐπιγράφεται γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς. «Ὅπως κάθε ὀρθολογιστική κοσμοθεωρία ἔχει τό λογικό της συμπλήρωμα, τήν διαλεκτική της, ἔτσι καί ὁ πνευματικός κόσμος ἔχει τή δική του δομή, τή δική του διαλεκτική. Ἡ διαλεκτική, ὅμως, τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας εἶναι πολύ ἰδιότυπη καί δέν συμπίπτει μέ τήν πορεία τῆς συνηθισμένης διανόησης»[1]. Δηλαδή ἔχει ἕναν τρόπο πορείας καί σκέψης τό κάθε -θά λέγαμε- σύστημα, ἡ κάθε κοσμοθεωρία. Οἱ κοσμοθεωρίες, οἱ θεωρίες τοῦ κόσμου, οἱ φιλοσοφίες τοῦ κόσμου βασίζονται στήν λογική. Ἄν ποῦμε ὅτι καί ἡ πίστη μας εἶναι μία θεωρία, ἕνα σύστημα, ἔχει καί ἡ πίστη μας δική της λογική, ἡ ὁποία ὅμως δέν εἶναι ὅμοια μέ τήν λογική τοῦ κόσμου. Εἶναι πολύ ἰδιότυπη, λέει ὁ π. Σωφρόνιος. Καί ἡ πορεία τῆς διανόησης εἶναι πολύ διαφορετική ἀπό αὐτή πού ὑπάρχει στά κοσμικά δεδομένα.
«Ἔτσι, μπορεῖ νά φανεῖ παράδοξο -καί παράξενο- στούς ὀρθολογιστές τό κριτήριο τῆς ἀληθινῆς πίστεως πού ὑποδεικνύει ὁ μακαριστός Γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «τό κριτήριο τῆς γνήσιας κοινωνίας μέ τόν Θεό, τό γνώρισμα τῆς ἐνέργειας τῆς Χάρης». Ποιό εἶναι αὐτό τό κριτήριο; Λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς»[2]. Δηλαδή, θέλεις νά δεῖς ἄν ἔχεις πίστη στόν Θεό; Ἐξέτασε τόν ἑαυτό σου, ἄν ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς. Θέλεις νά δεῖς ἄν ἔχεις γνήσια κοινωνία μέ τόν Θεό; Πάλι τό ἴδιο, τό κριτήριο εἶναι ἄν ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς. Θέλεις νά δεῖς ἄν ἡ Χάρις ἐνεργεῖ μέσα σου; Ψάξε νά βρεῖς ἄν ἔχεις ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς σου. Αὐτό, γιά τόν ἄνθρωπο πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, ἤ καί γιά αὐτούς πού λένε ὅτι εἶναι κοντά στόν Θεό, πολλές φορές εἶναι παράδοξο! Κι ὅμως εἶναι πολύ ἀληθινό, ὅπως θά τό δοῦμε. Γιατί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, «αὐτός πού λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισεῖ, ψεύστης ἐστίν»[3]. Εἶναι ψεύτης, λέει ψέματα. Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία ἡ δεύτερη ἐντολή, τό «ν’ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου»[4] δηλαδή, ἡ ὁποία, ἐάν ἐκπληρώνεται, μᾶς δίνει καί μία ἄς τό ποῦμε ἀπόδειξη ὅτι ἰσχύει καί ἡ πρώτη ἐντολή, δηλαδή ὅτι ἀγαπᾶμε τόν Θεό. Ἐνῶ πολλοί ἄνθρωποι πού λένε ὅτι ἀγαποῦνε τόν Θεό, φαινομενικά φαίνεται ὅτι Τόν ἀγαποῦν, ὅμως δέν ἀγαποῦν τόν πλησίον καί μάλιστα τόν ἐχθρό, ἀποδεικνύουν στήν πράξη ὅτι δέν ἀγαποῦν καί τόν Θεό! Γιατί ἕνας πού ἀγαπάει τόν Θεό, ἀγαπάει καί ὅλα ὅσα ἀγαπάει ὁ Θεός. Καί ὁ Θεός ἀγαπάει τούς πάντες.
«Παρά τήν ἐπιθυμία μας», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «νά εἴμαστε ὅσο γίνεται σύντομοι καί νά ἀποφύγουμε τίς περιττολογίες», πρέπει νά ποῦμε κάποιες λίγες λέξεις ἐπεξηγηματικές σ’ αὐτό τό σημεῖο. Στόν ἄνθρωπο δόθηκε ἡ ἐλπίδα νά λάβει στόν μελλοντικό αἰῶνα ὡς δωρεά μιά μεγάλη ὁμοιότητα μέ τόν Θεό καί τό πλήρωμα τῆς μακαριότητας». Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση, τό νά ὁμοιάσει μέ τόν Θεό. Κι αὐτό βέβαια δίδεται ἀπό τόν Θεό σ’ αὐτούς πού θέλουν. Καί κατεξοχήν δίνεται στόν μέλλοντα αἰῶνα. «Πρός τό παρόν γνωρίζει μόνο τόν ἀρραβώνα» τῆς μελλοντικῆς κατάστασης», δηλαδή προγεύεται λίγο αὐτό πού θά ζήσει μετά θάνατον. «Μέσα στά ὅρια τῆς ἐπίγειας πείρας δόθηκε στόν ἄνθρωπο τόν ντυμένο σάρκα νά συνδυάζει τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τήν παραμονή κοντά στόν Θεό καί τήν μνήμη τοῦ κόσμου. Ὅταν, ὅμως, ἡ παραμονή κοντά στόν Θεό φτάνει σέ μεγαλύτερο βαθμό, τότε «λησμονεῖται ὁ κόσμος», καθώς αὐτός πού εἶναι προσκολλημένος στή γῆ λησμονεῖ τόν Θεό»[5]. Λέει ὁ π. Σωφρόνιος, ὅσο ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, ἔχει αὐτή τήν δυνατότητα νά εἶναι στόν Θεό, ἀλλά καί στόν κόσμο. Ἄν ὅμως προσεύχεται πιό ἔντονα, καί παραμένει πιό ἔντονα στόν Θεό, πιό βαθιά, τότε ξεχνάει τόν κόσμο. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί τό ἀντίστροφο: ὅταν ἕνας κολλάει στόν κόσμο, στή γῆ, τότε λησμονεῖ τόν Θεό.
«Ἄν, ὅμως, σέ κατάσταση πληρέστερης διαμονῆς κοντά στόν Θεό «λησμονεῖται» ὁ κόσμος, μποροῦμε τότε νά μιλοῦμε γιά τήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς ὡς κριτήριο ἀληθινῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό; Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος πού λησμονεῖ τόν κόσμο, δέν σκέπτεται οὔτε φίλους οὔτε ἐχθρούς». Τότε, ἰσχύει τό κριτήριο αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός; «Ὁ Θεός ὑπερκόσμιος στήν οὐσία Του μένει μέ τίς ἐνέργειές Του μέσα στόν κόσμο»[6]. Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, καί μέ τήν οὐσία Του καί μέ τίς ἐνέργειές Του. Ἀλλά ἐπειδή ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν μετέχουμε στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε οἱ Ἄγγελοι, μόνο ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί εἶναι ἀπρόσιτη ἡ οὐσία Του -μετέχουμε ὅμως στίς ἐνέργειές Του- καί κατ’ αὐτή τήν ἔννοια ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών.
«Τό πλήρωμα καί ἡ τελειότητα τῆς καταστάσεως τοῦ Θεοῦ πέρα ἀπό τόν κόσμο δέν καταστρέφονται καθόλου ἀπό τήν ἀδιάλειπτη παραμονή Του στόν κόσμο». Δέν χάνει κάτι δηλαδή ὁ Θεός μέ τό ὅτι ἐνεργεῖ στόν κόσμο. «Ὁ ντυμένος ὅμως μέ σάρκα ἐπίγειος ἄνθρωπος δέν ἔχει τέτοια τελειότητα∙ γι’ αὐτό, ὅταν ἑνώνεται ὁλοκληρωτικά μέ τόν Θεό, δηλαδή μέ ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του, δέν ἔχει πιά καμιά συνείδηση τοῦ κόσμου. Ἀπό αὐτό, ὅμως, δέν βγαίνει τό συμπέρασμα πώς τό πλήρωμα τῆς διαμονῆς κοντά στόν Θεό δέν συνδέεται μέ τήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς. Ὁ Γέροντας βεβαίωνε τό ἀντίθετο, δηλαδή τόν στενότατο σύνδεσμο τοῦ ἑνός μέ τοῦ ἄλλου»[7]. Δηλαδή ἕνας πού ἀφοσιώνεται στόν Θεό καί μέ τήν προσευχή ἑνώνεται μέ τόν Θεό, ὅσο εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, φυσικά ἐκείνη τήν ὥρα δέν ἔχει μνήμη τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων, εἴτε εἶναι ἐχθροί του εἴτε εἶναι φίλοι του. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ἀγαπάει ὅλους! Ἁπλῶς ἐκείνη τήν ὥρα εἶναι τελείως ἀπορροφημένος ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά ἐπειδή στόν Θεό εἶναι καί ὅλα, ὁπωσδήποτε συνεχίζει ν’ ἀγαπάει καί τούς ἄλλους. Δηλαδή ὅταν βρεῖ κανείς τόν Θεό, βρίσκει καί τούς συνανθρώπους του. Καί αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ὁδός γιά ν’ ἀγαπήσουμε τόν πλησίον, τό ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Καί τότε πραγματικά καί ἀληθινά καί γνήσια μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε καί τόν πλησίον. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀγαπήσει τόν Θεό, εἶναι ἀνίκανος ν’ ἀγαπήσει τόν ὁποιοδήποτε! Ὄχι τούς ἐχθρούς του μόνο δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει, ἀλλά οὔτε καί τούς ἄλλους πού τόν ἀγαποῦν.
«Κατά τήν φανέρωση τοῦ Κυρίου -στόν Ἅγιο Σιλουανό ἐννοεῖ- τοῦ δόθηκε ὁ βαθμός ἐκεῖνος τῆς γνώσεως, πού ἀποκλείει τήν ἀμφιβολία καί τόν δισταγμό»[8]. Ὁ Κύριος εἶναι «ναί» καί «ἀμήν». Δέν εἶναι ἀμφιβολία. Ὅποιος γνωρίζει τόν Θεό, ἔχει αὐτή τήν βεβαιότητα. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι ἐμφανίζονται ὡς ἀπόλυτοι σ’ αὐτά πού λένε. Καί εἶναι ἀπόλυτοι, γιατί ἔχουνε γνωρίσει τήν ἀλήθεια ἐμπειρικά καί εἶναι βεβαιότατοι γι’ αὐτά πού λένε, γιατί εἶναι αὐτά πού ἔχουνε ζήσει καί τούς ἔχουνε ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, πού εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια. Γι’ αὐτό δέν ἔχουνε ἀμφιβολία οἱ Ἅγιοι καί δισταγμό. Ἐνῶ οἱ ἐπιστήμονες, αὐτοί πού ψάχνουν τήν ἀλήθεια, σοῦ λένε «ἴσως εἶναι ἔτσι.. νομίζουμε ὅτι εἶναι ἔτσι.. κατά πᾶσα πιθανότητα..», ὑπάρχει ὅμως πάντα καί ἡ ἀμφιβολία. Ὅταν ὅμως κανείς γνωρίσει διά τοῦ Θεοῦ, τότε δέν ὑπάρχει καμιά ἀμφιβολία καί δισταγμός.
«Διαβεβαίωνε», λοιπόν ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «μέ τρόπο κατηγορηματικό πώς ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτός ἀγαπᾶ ὁπωσδήποτε καί κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί προπαντός τόν ἄνθρωπο». Τό βεβαίωνε χωρίς καμία ἀμφιβολία, γιατί τό εἶχε ζήσει. «Αὐτή τήν ἀγάπη τήν γνώρισε ὡς δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν δέχθηκε ὡς οὐρανόπεμπτη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ»[9]. Βλέπετε, ἡ ἀγάπη, ἡ τέλεια ἀγάπη, ἡ σωστή ἀγάπη εἶναι ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μᾶς τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἄλλωστε: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη..»[10]. Ἡ ἀγάπη ἑπομένως εἶναι ἄκτιστη, ἡ ἀληθινή ἀγάπη. Εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος λοιπόν ἑνώνεται μέ τόν Θεό, μετέχει σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια καί γι’ αὐτό βεβαιώνει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τούς πάντες, ὅπως καί ὁ Θεός∙ ἀγαπάει καί τούς ἐχθρούς.
«Ἀντιστρόφως αἰσθάνθηκε πώς ἡ ὁλοκληρωτική κατάδυση μέσα στόν Θεό ἦλθε ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης στόν πλησίον μέ τήν Θεία Χάρη»[11]. Καί ἀντιστρόφως δηλαδή, ὁ Ἅγιος κατάλαβε αὐτό τό πράγμα ὅταν ἑνώθηκε μέ τόν Θεό, πώς ὅταν κανείς καταδυθεῖ μέσα στόν Θεό, αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο ἐάν ἀγαπήσει τόν πλησίον μέ τήν Θεία Χάρη. Βλέπετε πῶς εἶναι οἱ δυό ἐντολές ἀλληλένδετες. Δέν μπορεῖς νά βρεῖς τόν Θεό, ἄν δέν ἀγαπήσεις τόν πλησίον καί δέν μπορεῖς ν’ ἀγαπήσεις τόν πλησίον καί μάλιστα τούς ἐχθρούς σου, ἄν δέν ἔχεις ἀγαπήσει τόν Θεό.
«Μιλώντας γιά τούς ἐχθρούς ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τήν γλώσσα τοῦ περιβάλλοντός του, ὅπου πολλά λέγονταν καί γράφονταν γιά τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως». Καί τότε βέβαια ἦταν καί τά χρόνια τοῦ Κομμουνισμοῦ στή Ρωσία, μετά τό ’17 πού εἶχε γίνει ἡ ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων καί ὁπωσδήποτε τά νέα εἶχαν φτάσει καί στό μοναστήρι τό ρώσικο, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος πού ἦταν καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός, καί ὁπωσδήποτε θά συζητοῦσαν ὅλες αὐτές τίς διώξεις καί τίς φρικαλεότητες πού κάνανε οἱ ἄθεοι πρός τούς ἀνθρώπους τῆς πίστεως. Ἔχουμε ἑκατομμύρια μάρτυρες Ρώσους ἀπό ἐκεῖνα τά χρόνια τοῦ Κομμουνισμοῦ στή Ρωσία. Λεγόντουσαν, λοιπόν, πολλά γιά τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως. «Ὁ ἴδιος -ὅμως ὁ Ἅγιος Σιλουανός- διέκρινε τούς ἀνθρώπους ὄχι σέ ἐχθρούς καί φίλους, ἀλλά σέ ὅσους γνωρίζουν τόν Θεό καί σέ ὅσους Τόν ἀγνοοῦν»[12]. Εἶναι πολύ ὡραῖο αὐτό. Ἕνας ἄθεος δηλαδή, πού σήμερα εἶναι ἄθεος, ἤ ἀκόμα χειρότερα ἕνας ἀντίθεος, πού πολεμάει τόν Θεό, ὄχι ἁπλῶς δέν πιστεύει, ἀλλά εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, εἶναι πρός τό παρόν ἐχθρός! Μπορεῖ κάποια στιγμή νά μετανοήσει, ὅπως ἔχει συμβεῖ μέ πολλούς, καί νά φτάσει ἀκόμα καί νά μαρτυρήσει γιά τόν Θεό, νά δώσει καί τήν ζωή του! Γι’ αὐτό ὁ Γέροντας δέν καταδίκαζε κανέναν, δέν κατέκρινε κανέναν καί ἔλεγε ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀκόμα δέν ἔχουνε γνωρίσει τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ἐχθρεύονται τόν Θεό. Ἄν κανείς γνωρίσει τόν Θεό ἐμπειρικά, τότε Τόν ἀγαπάει.
«Ἄν ἦταν διαφορετικές οἱ ἱστορικές συνθῆκες, ὑποθέτουμε πώς τότε καί ὁ Γέροντας θά μιλοῦσε διαφορετικά· αὐτό ἄλλωστε ἔκανε πολλές φορές, ὅταν μιλοῦσε γενικά γιά τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν μᾶς εὐεργετοῦν ἤ μᾶς κακοποιοῦν. Καί σέ αὐτό ἔβλεπε τήν ὁμοιότητα πρός τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἅπλωσε τάς χεῖρας ἐπί τοῦ σταυροῦ, γιά νά ἑλκύσει τούς πάvτας». Καί μέ τήν ἴδια ἀγάπη θά πρέπει κι ἐμεῖς ν’ ἀγαπήσουμε τούς πάντες. «Σέ τί βρίσκεται ἡ δύναμη τῆς ἐντολῆς «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν»[13]; Γιατί εἶπε ὁ Κύριος ὅτι ὅσοι τηροῦν τίς ἐντολές Του, ξέρουν ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτή ἡ διδαχή; Πῶς τό καταλάβαινε αὐτό ὁ Γέροντας;»[14]. Ἀκριβῶς ὅλα αὐτά τά καταλάβαινε ἀπό τήν ἐμπειρία πού εἶχε τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί ὅλες αὐτές τίς ἀποκαλύψεις πού εἶχε δεχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Δέν ἤτανε ἀποτέλεσμα ἑνός στοχασμοῦ. Εἶδε, ἔπαθε τά θεῖα καί γι’ αὐτό μιλοῦσε μέ τόση βεβαιότητα ὅτι τό κριτήριο τῆς Θείας Χάρης, τό ἄν ἔχουμε τήν Θεία Χάρη ἐνεργό, εἶναι τό ἄν ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας.
««Ό Θεός εἶναι ἀγάπη»[15], ἀγάπη ἀπόλυτη, πού περιβάλλει μέ ὑπεραφθονία ὅλη τήν κτίση. Ὁ Θεός ἀκόμα καί στόν Ἅδη παρουσιάζεται ὡς ἀγάπη»[16]. Γι’ αὐτό λέει πολύ ὡραῖα ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅτι δέν στεροῦνται οὔτε οἱ κολασμένοι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά γιατί εἶναι τότε στήν κόλαση; Διότι ἀκριβῶς δέν ἀγαποῦν αὐτή τήν ἀγάπη. Δέν θέλουν νά δεχτοῦν τήν ἀγάπη αὐτή πού τούς προσφέρεται ἀπό τόν Θεό.
«Τό Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει στόν ἄνθρωπο, κατά τόν βαθμό τῆς δεκτικότητάς του, τήν ἐνεργό γνώση αὐτῆς τῆς ἀγάπης, καί ἔτσι τοῦ ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅσοι πέτυχαν νά μποῦν στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί μένουν κοντά στόν Θεό βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅλες τίς ἀβύσσους τοῦ Ἅδη, γιατί δέν ὑπάρχει στό σύνολο τοῦ εἶναι περιοχή πού νά μήν εἶναι παρών ὁ Θεός. «Ὅλος ὁ οὐρανός τῶν Ἁγίων ζεῖ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τίποτε στόν κόσμο δέν εἶναι κρυμμένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα… Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί στούς Ἁγίους τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη». Μένοντας στόν «οὐρανό» οἱ Ἅγιοι βλέπουν τόν ἅδη καί τόν περιβάλλουν καί αὐτόν μέ τήν ἀγάπη τους. Ὅποιοι μισοῦν καί ἀποκρούουν τόν ἀδελφό τους, δέν ἔχουν ὁλοκληρωμένη ὕπαρξη, δέν γνώρισαν τόν ἀληθινό Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει τά πάντα, καί δέν βρῆκαν τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ»[17]. Ἔχουμε καί Ἁγίους ἀνθρώπους καί σημερινούς ἀνθρώπους φωτισμένους, στούς ὁποίους βλέπει κανείς αὐτή τήν ἀγάπη, ἀγάπη καί γι’ αὐτούς ἀκόμα πού εἶναι κολασμένοι. Κάποτε, ὅταν ἦταν ὁ Χίτλερ στήν ἐξουσία, εἶχε πάει κάποιος στόν π. Πορφύριο καί τοῦ ἔλεγε, νά κάνουμε προσευχή νά σκοτωθεῖ ὁ Χίτλερ, νά ἐξολοθρευθεῖ, νά πεθάνει.. καί λέει, ὄχι, δέν εἶναι σωστό αὐτό τό πράγμα! Καί ἔχω ὑπόψη μου καί ἕναν σύγχρονο ἅγιο ἄνδρα πού ἔλεγε νά κάνουμε προσευχή καί γιά τόν Ἄρειο καί γιά τόν Μωάμεθ, γιατί κι αὐτοί βασανίζονται μέσα στήν κόλαση! Λοιπόν, θά πεῖ κανείς, μέχρι ἐκεῖ φτάνει ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων; Φανταστεῖτε πόση ἀγάπη ἔχει ὁ Θεός! Ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι γιά νά τά λένε αὐτά, σημαίνει ὅτι ἔχουνε ἐμπειρία ἀληθινή τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιοι μισοῦν καί ἀποκρούουν τόν ἀδελφό τους, δέν ἔχουν βρεῖ τόν δρόμο γιά τόν Θεό. «Γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀσυμβίβαστη ἡ πληρότητα τῆς παραμονῆς κοντά στόν Θεό καί ἡ πληρότητα τῆς παραμονῆς στόν κόσμο σάν δυό ταυτόχρονα πράγματα. Αὐτό ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα πώς ἡ κρίση γιά τήν γνησιότητα ἤ ἀντίθετα γιά τόν «ἀπατηλό» χαρακτήρα τῆς θεωρίας εἶναι δυνατή μόνο «μετά τήν ἐπιστροφή» στήν μνήμη καί τήν αἴσθηση τοῦ κόσμου»[18]. Τί λέει ἐδῶ πέρα τώρα ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅταν κανείς ἔχει μία ἐμπειρία, πνευματική ἐμπειρία, ἐκείνη τήν ὥρα δέν μπορεῖ νά εἶναι καί στόν κόσμο. Εἶναι στήν πνευματική ἐμπειρία. Ὅταν ξαναγυρίσει στόν κόσμο, τελειώσει ἡ ἐμπειρία αὐτή, θά καταλάβει ἄν ἡ ἐμπειρία αὐτή ἦταν ἀπό τόν Θεό ἤ ἀπό τόν διάβολο ἀπό τά ἀποτελέσματά της. Ἄν μετά τήν ἐμπειρία ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, τότε ἡ ἐμπειρία εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ἄν ὅμως δέν ἔχει ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, τότε ἡ ἐμπειρία εἶναι δαιμονική.
«Μᾶς διαβεβαίωνε -ὁ Ἅγιος Σιλουανός- πώς, ἄν μετά τήν πνευματική κατάσταση -τήν Θεοπτία ἤ θεοκοινωνία- δέν ὑπάρχει ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς καί συνεπῶς γιά ὅλο τόν κόσμο, αὐτό εἶναι σαφής ἔνδειξη πώς ἡ θεωρία δέν ἦταν γνήσια, δέν ἔγινε πρός τόν ἀληθινό Θεό»[19]. Ἤτανε κακή, δαιμονική. Νά ποιό εἶναι τό κριτήριο σέ κάθε ἐμπειρία: μετά ἀφοῦ φύγει ἡ ἐμπειρία, τί ἀφήνει στήν ψυχή. Ἄν ἀφήνει ἀγάπη γιά ὅλους, εἰρήνη, ταπείνωση κ.λ.π., τότε εἶναι θεϊκή ἐμπειρία. Ἄν ὅμως ἀφήνει τά ἀντίθετα, τότε δέν εἶναι γνήσια. Εἶναι ἀπάτη τῶν δαιμόνων. Γιατί καί «οἱ δαίμονες μετασχηματίζονται καί σέ ἀγγέλους φωτός»[20] καί παίρνουν διάφορες μορφές, ἀκόμα καί τῆς Παναγίας καί τοῦ Θεοῦ τοῦ ἴδιου, τοῦ Χριστοῦ! Καί ἔχουμε περιπτώσεις καί ἁγίων ἀσκητῶν προχωρημένων, οἱ ὁποῖοι ἐξαπατήθηκαν, γιατί προφανῶς εἴχανε ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια.
«Ἡ «ἁρπαγή» στή θεωρία μπορεῖ νά ἔρθει στόν ἄνθρωπο, πρίν τό σκεφθεῖ ὁ ἴδιος. Στήν κατάσταση τῆς ἁρπαγῆς, ἀκόμα καί ὅταν δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό, μπορεῖ νά μήν ἀντιληφθεῖ ὁ ἄνθρωπος τί ὑπέστη. Ἄν ὅμως «μετά τήν ἐπιστροφή» ἐμφανίζεται ώς καρπός τῆς θεωρίας ἡ ἔπαρση καί ἡ ἀδιαφορία γιά τήν τύχη τοῦ κόσμου, τότε σίγουρα ἡ θεωρία ἦταν ψεύτικη»[21]. Βλέπετε πῶς κρίνει κανείς καί διακρίνει τά πνεύματα. Ἄν μετά τήν λήξη τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας ὑπάρχει ἀδιαφορία γιά τούς ἄλλους, τότε σίγουρα αὐτή ἡ πνευματική ἐμπειρία ἤτανε ὄχι ἀπό τόν Θεό, ἦταν δαιμονική.
«Συνεπῶς, ἡ ἀλήθεια ἤ ἡ πλάνη τῆς θεωρίας γνωρίζεται ἀπό τούς καρπούς της. Καί οἱ δύο ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη γιά τόν πλησίον, ἀποτελοῦν μαζί μία ζωή». Γι΄ αὐτό, εἴδατε πού εἶπε ὁ Κύριος, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεό σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας καί ἰσχύος καί δευτέρα ὁμοία αὕτη, (ὅμοια μέ τήν πρώτη), ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[22]. «Γι’ αὐτό, ἄν πιστεύει κανείς πώς ζεῖ κοντά στόν Θεό καί ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀλλά μισεῖ τόν ἀδελφό του, βρίσκεται σέ πλάνη». Ἔστω καί ἕναν ἄνθρωπο δηλαδή νά μισοῦμε, αὐτό σημαίνει ὅτι εἴμαστε σέ πλάνη. «Ἔτσι, ἡ δεύτερη ἐντολή μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά διαπιστώσουμε ἄν ζοῦμε ἀληθινά κοντά στόν ἀληθινό Θεό»[23]. Γιατί μερικοί λένε: εἶμαι ἄραγε κοντά στόν Θεό; Νά, μπορεῖς νά τό διαπιστώσεις. Ἔχεις τό κριτήριο: ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς σου; Τότε εἶσαι κοντά στόν Θεό. Ρωτᾶνε μερικοί τούς πνευματικούς: Πάω καλά, πάτερ;.. πῶς πάω;.. Ἀπό ἐδῶ θά τό καταλάβεις. Βλέπετε, συγκεκριμένα καί ἁπτά πράγματα.
Καί ἕνα ἀκόμα μικρό κεφάλαιο πρίν κλείσουμε: «Ἡ διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ὅπως θεωροῦσε ὁ Γέροντας τήν δεύτερη ἐντολή ὡς τήν ἀσφαλή καθοδηγητική ἀρχή γιά τόν ἔλεγχο τῆς ἀλήθειας τῆς πορείας μας πρός τόν Θεό, ἔτσι καί γιά τήν διάκριση καλοῦ καί κακοῦ ἀσφαλής ἔνδειξη εἶναι ὄχι τόσο ὁ ἅγιος καί ὑψηλός στήν ἐξωτερική του διατύπωση σκοπός, ὅσο τά μέσα πού ἐκλέγονται γιά τήν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ»[24]. Γιατί πολλοί φαίνονται νά κάνουνε ὑψηλά πράγματα καί νά ἔχουνε βάλει ὑψηλούς στόχους, θεάρεστους.. Τό θέμα εἶναι ὅμως, πῶς προσπαθεῖς νά φτάσεις ἐκεῖ, μέ ποιά μέσα;
«Ἀπόλυτος εἶναι μόνο ὁ Θεός. Τό κακό, μή ὄντας αὐθύπαρκτο, ἀλλά ἁπλῶς ἀντίθεση τοῦ ἐλεύθερου δημιουργήματος κατά τῆς ἄναρχης ὑπάρξεως», τοῦ Θεοῦ δηλαδή, «δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀπόλυτο»[25]. Τό κακό, μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δέν ὑπάρχει κατ’ οὐσίαν. Ἀλλά τί εἶναι τό κακό; Εἷναι ἡ ἀπουσία τοῦ καλοῦ καί ἡ ἀντίθεση τοῦ ἐλεύθερου δημιουργήματος, τοῦ ἀνθρώπου ἤ τοῦ Ἀγγέλου, (καί οἱ ἄγγελοι εἶναι ἐλεύθεροι, ἔχουν αὐτεξούσιο). Κάποιοι ἀπ’ αὐτούς τοποθετήθηκαν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν δαίμονες. Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐπίσης, ἀντιταχθήκαμε μέ τήν παρακοή μας καί ξεπέσαμε ἀπό τό ἀγαθό στό κακό.
«Γι’ αὐτό τό κακό σέ καθαρή, δηλαδή ἀπόλυτη, μορφή δέν ὑπάρχει οὔτε μπορεῖ νά ὑπάρξει». Οὔτε ὑπάρχουν δύο θεοί, τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὅπως λένε οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες, τό Γίν καί τό Γιάνγκ. Δέν ὑπάρχουν αὐτά τά πράγματα. Μόνο ὁ Θεός ὑπάρχει. Τό κακό εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀντίθεση στόν Θεό. Κι αὐτό ξεκινάει ἀπό τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου.
«Κάθε κακό πού διαπράττουν τά ἐλεύθερα κτίσματα ζεῖ ἀναγκαστικά ὡς παράσιτο ἐπάνω στό «σῶμα» τοῦ ἀγαθοῦ. Καί εἶναι ὑποχρεωμένο τό κακό νά βρεῖ μιά αὐτοδικαίωση, νά ἐμφανισθεῖ ντυμένο μέ τό ἔνδυμα τοῦ ἀγαθοῦ, καμιά φορά καί τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ μάλιστα!»[26]. Ἐπειδή αὐτό καθεαυτό δέν ὑπάρχει τό κακό καί ἐπειδή θέλει νά δικαιωθεῖ καί νά γίνει ἀποδεκτό, τί κάνει; Ντύνεται τόν μανδύα τοῦ καλοῦ καί ἐμφανίζεται ὡς καλό. Καί ὁ διάβολος αὐτό κάνει, μᾶς ἐξαπατᾶ καί ἐμφανίζεται ὡς καλός. Ἔτσι ἐμφανίστηκε καί στήν Εὔα καί τῆς εἶπε, γιά τό καλό σου σοῦ μιλάω ἐγώ, μήν κάνεις αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, γιατί ὁ Θεός θέλει νά φυλάξει τή θέση Του καί ἄν ἐσεῖς φᾶτε ἀπό αὐτό τόν καρπό πού σᾶς εἶπε νά μή φᾶτε, θά χάσει τήν θέση Του! Οὐσιαστικά αὐτό εἶπε.. Καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, δυστυχῶς, τά δεχόμαστε αὐτά τά ψέματα καί αὐτό τό μασκάρεμα θά λέγαμε τοῦ κακοῦ καί τό δεχόμαστε ὡς καλό.
«Τό κακό πάντα καί ἀναπόφευκτα ἀναμιγνύεται καί μέ μιά δόση θετικῆς ἀναζητήσεως καί μέ αὐτή του τήν ὄψη «παραπλανᾶ» τόν ἄνθρωπο»[27]. Τάχατες ψάχνει γιά τό καλό ὁ διάβολος καί ἔτσι ἐμφανίζεται. Καί ὡς ἀναζητητής τοῦ καλοῦ ἔρχεται γιά νά μᾶς πεῖ αὐτή του τήν ἀναζήτηση καί νά μᾶς πεῖ, ἄς ποῦμε, γιατί καλό πράγμα δέν εἶναι αὐτό;.. καλό δέν εἶναι τό ἄλλο;.. καλό δέν εἶναι τό ἄλλο;.. αὐτό πού σοῦ λέω Εὔα, δέν εἶναι καλό;.. νά γίνεις κι ἐσύ θεός;.. Ἔτσι λοιπόν παραπλανᾶ τόν ἄνθρωπο.
«Τήν θετική του πλευρά προσπαθεῖ τό κακό νά τήν παρουσιάσει στόν ἄνθρωπο ὡς ἀξία τόσο σπουδαία, πού γιά τήν κατάκτησή της εἶvαι θεμιτά ὅλα τά μέσα»[28]. Γι’ αὐτό καί ἰσχύει γιά τόν διάβολο καί τά ὄργανά του αὐτό πού λένε οἱ Ἰησουίτες, ὅτι ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα. Προκειμένου νά πετύχεις αὐτό τόν καλό σκοπό, ὅ,τι μέσο καί νά χρησιμοποιήσεις, εἶναι εὐλογημένο.. Αὐτό δέν ἰσχύει, εἶναι λάθος. Εἶναι ἁμαρτία. Αὐτό τό δόγμα τό ἔχουνε οἱ Ἰησουίτες καί ἴσως καί πολλοί Ὀρθόδοξοι τό υἱοθετοῦν, ἀλλά δέν εἶναι καθόλου σωστό. Δέν μπορεῖς λ.χ. νά κλέβεις, γιά νά ἔχεις νά δίνεις ἐλεημοσύνη. Κάποιοι τό κάνουνε, καί μεγαλο-μπίζνεσμαν κ.λ.π. βάζουνε καί κάποιες ἀνακοινώσεις καί στόν Τύπο καί στήν τηλεόραση ὅτι κάνουμε καί τίς τάδε φιλανθρωπίες! Ἀπό τή μιά κλέβουν, ρουφᾶνε τό αἷμα τῶν ἀνθρώπων καί ἀπό τήν ἄλλη ἐμφανίζονται ὡς φιλάνθρωποι!
«Στήν ἐμπειρική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐπιτυγχάνεται τό ἀπόλυτο καλό. Κάθε ἀνθρώπινη προσπάθεια περιέχει μιά δόση ἀτελείας. Ἡ ὕπαρξη ἀτελειῶν στό ἀνθρώπινο καλό ἀπό τή μία καί ἡ ἀναπόφευκτη παρουσία τοῦ ἀγαθοῦ προσχήματος στό κακό ἀπό τήν ἄλλη κάνουν δύσκολη τή διάκριση τοῦ καλοῦ ἀπό τό κακό»[29]. Πολύ ἁπλά ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος μᾶς λέει μεγάλες ἀλήθειες. Ἀπό τή μιά προσπαθοῦμε νά κάνουμε τό καλό, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τό καταφέρουμε στόν τέλειο βαθμό. Πάντα ἔχει ἀτέλεια τό ἀνθρώπινο ἔργο, τό ὅποιο ἀνθρώπινο ἔργο εἶναι. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ διάβολος μασκαρεύεται καί ἀναμιγνύει τό κακό μέ κάποιο φαινομενικά καλό. Καί μέ αὐτή -ἄς τό ποῦμε- πλατφόρμα σερβίρει τίς προτάσεις του. Καί γι’ αὐτό εἶναι δύσκολο νά ξεχωρίσει ὁ ἄνθρωπος καί νά διακρίνει ποιό εἶναι τό ἀληθινά καλό καί ποιό εἶναι τό ἀληθινά κακό.
«Ὁ Γέροντας πίστευε πώς τό κακό ἐνεργεῖ πάντα «μέ τήν ἀπάτη», μέ ἐπίχρισμα καλοῦ, ἐνῶ τό καλό δέν χρειάζεται γιά τήν πραγμάτωσή του τήν συνεργασία τοῦ κακοῦ. Ὅπου ἐμφανίζονται κακά μέσα (πονηρία, ψεῦδος, βία -ἄν θέλετε παρανομία- καί τά παρόμοια), ἐκεῖ ἀρχίζει περιοχή ξένη πρός τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ»[30]. Γι΄ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία, ἔλεγε ὁ Ἅγιος, τό τί μέσα θά χρησιμοποιήσεις. Μπορεῖ τό καλό πού σκοπεύεις νά φαίνεται καλό, πολύ καλό! Ὅμως μέ ποιά μέσα προσπαθεῖς νά τό πετύχεις αὐτό; Ἄν τά μέσα σου δέν εἶναι καλά, τότε καί τό καλό πού σκοπεύεις δέν εἶναι καλό.
«Τό καλό δέν ἐπιτυγχάνεται μέ κακά μέσα οὔτε ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα»[31]. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα πολύ κοινό, τετριμμένο. Θέλουν οἱ γονεῖς νά παντρέψουν τά παιδιά τους. Ὅλοι οἱ γονεῖς συνήθως αὐτό θέλουν.. Σπάνια κανένας γονέας νά θέλει τό παιδί του νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, καί ἀπό τούς χριστιανούς γονεῖς! Ἐντάξει, θά πεῖς, εἶναι κακό; Ὄχι, καλό εἶναι κι αὐτό. Βέβαια ὑπάρχει καί τό καλύτερο, ἀλλά ἄς μήν τό συζητήσουμε αὐτό τώρα.. Λοιπόν, ὅμως μέ ποιά μέσα προσπαθεῖς νά παντρέψεις τό παιδί σου, τήν κόρη σου, λόγου χάρη; Ἄν τήν στέλνεις στήν ἀγορά, ὅπως κυκλοφοροῦν δυστυχῶς οἱ περισσότερες σήμερα, χωρίς ροῦχα δηλαδή, γιά νά προκαλέσει καί πετύχεις νά τήν παντρέψεις, θά κάνεις κάτι καλό; Ὄχι, κακό θά κάνεις. Κι αὐτό βέβαια θά τό δεῖς μετά, στή συνέχεια. Γιατί μετά ἀπό λίγο αὐτή θά ἔχει προβλήματα, θά χωρίσει, θά τήν ἔχεις καί στό σπίτι μέ κανα-δυό παιδιά κ.λ.π. κ.λ.π. Τά συνηθισμένα, πού βλέπουμε συνέχεια. Τό καλό δέν εἶναι καλό, ἄν δέν γίνει μέ καλό τρόπο. Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς τό λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες: «Τό καλόν οὐκ ἔστι καλόν, ἐάν μή καλῶς γένηται». «Αὐτή τήν ὑποθήκη μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι καί oἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἄν κάπου-κάπου νικᾶ τό καλό καί διορθώνει μέ τήν ἐπιβολή του τό κακό, θά ἦταν σοβαρό λάθος νά ὁδηγηθοῦμε στήν σκέψη πώς τό κακό ὁδήγησε στό καλό, πώς τό καλό ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ κακοῦ. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατον. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι τόση πού ἰατρεύει τά πάντα ὅπου ἐμφανίζεται, γιατί ὁ Θεός εἶναι τό πλήρωμα τῆς ζωῆς καί δημιουργεῖ τή ζωή ἀπό τό μηδέν»[32].
Τῷ δέ Θεῷ δόξα ἡμῶν πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Α΄ Ἰωάν. 4, 20.
[4] Ματθ. 19, 19.
[5] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Γαλ. 5, 22.
[11] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[12] Ὅ.π.
[13] Ματθ. 5, 44.
[14] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[15] Α΄Ἰωάν. 4, 16.
[16] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὅ.π.
[19] Ὅ.π.
[20] Α΄Κορ. 11, 14.
[21] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[22] Μάρκ. 12, 30-31.
[23] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[24] Ὅ.π.
[25] Ὅ.π.
[26] Ὅ.π.
[27] Ὅ.π.
[28] Ὅ.π.
[29] Ὅ.π.
[30] Ὅ.π.
[31] Ὅ.π.
[32] Ὅ.π.