«Ἐγώ δέ ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»[1]. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μᾶς παρέδωσε τήν καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης. Καί μάλιστα τῆς ἀγάπη πρός ὅλους, καί πρός αὐτούς πού εἶναι φίλοι, ἀλλά καί πρός αὐτούς πού εἶναι ἐχθροί. «Ἐάν γάρ ἀγαπήσητε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθόν ἔχετε; οὐχί καί οἱ τελῶναι τό αὐτό ποιοῦσι;»[2], εἶπε ὁ Κύριος. Ἄν ἀγαπήσετε ἐκείνους μόνο πού σᾶς ἀγαποῦν, ποιά ἀνταμοιβή ἔχετε νά περιμένετε ἀπό τόν Θεόν; Μήπως καί οἱ τελῶνες δέν κάνουν τό ἴδιο; «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[3], εἶναι ἡ ἐντολή ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμα. Νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου. Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως ὁ Κύριος μᾶς δίνει πρότυπο τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του καί μᾶς λέγει νά ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καθώς Ἐκεῖνος μᾶς ἀγάπησε. Καί πῶς μᾶς ἀγάπησε Ἐκεῖνος; Μᾶς ἀγάπησε μέχρι θανάτου. «Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»[4].
 
Καί βέβαια ὅταν ὑπάρχει ἁμαρτία ἡ ἀγάπη ἐκλείπει. «Διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»[5]. Ἐπειδή θά ἔχει πληθυνθεῖ ἡ ἁμαρτία, κατεξοχήν στούς ἐσχάτους χρόνους, καί ἡ κακία, γι’ αὐτό θά κρυώσει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν πρός τόν Θεό ἀλλά καί πρός τούς ἀνθρώπους. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ»[6], μᾶς λέγει ὁ Κύριος γιά τόν ἑαυτό Του. Καί ὁμολογεῖ καί διακηρύσσει, ὅτι κανείς δέν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπό αὐτήν, παρά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ἔχει τήν μέγιστη ἀγάπη, ἀφοῦ ἔδωσε τήν ζωή Του, ὄχι μόνο γιά τούς φίλους του, ἀλλά καί γιά τούς ἐχθρούς.
 
«Ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ»[7], θά μᾶς πεῖ καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στήν πρώτη του καθολική ἐπιστολή. Ἐκεῖνος, δηλαδή, πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, μένει στήν κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Πρότυπο τῆς ἀγάπης ὁ Κύριος. Σήμερα βασιλεύει ὁ θάνατος, γιατί ἐξέλειπε ἡ ἀγάπη ἡ ἀληθινή, ἡ ἐν Χριστῷ, ἀμφισβητεῖται ἡ ἀξία της. Πολλοί λένε μέ τόν σταυρό δέν πᾶς μπροστά.. δέν μπορεῖς νά ἐπιβιώσεις ἄν δέν μάχεσαι, ἄν δέν παλεύεις, ἄν δέν ἀπαιτεῖς, ἄν δέν διεκδικεῖς, ἄν δέν εἶσαι σκληρός, ἄν δέν ζητᾶς τά δικαιώματά σου.Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς εἶπε νά ζητᾶμε τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε δικαιώματα, παρά ἔχουμε ἕνα χρέος, τό ὁποῖο μάλιστα εἶναι ἀνεξόφλητο καί εἶναι χρέος πρός ὅλους καί εἶναι τό χρέος τῆς ἀγάπης, «μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους»[8]. Καί τότε γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε τήν ἀγάπη τήν ἀληθινή, ὅταν γνωρίσουμε τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος παρέδωσε τήν ζωή Του γιά τήν σωτηρία μας. Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς ξεκινάει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὅταν κανείς ἀγαπήσει ἀληθινά τόν Χριστό ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας, τότε μπορεῖ νά ἀγαπήσει καί τούς ἀδελφούς του. «Τεκνία μου», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, «μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ»[9], ὄχι μόνο μέ λόγια, ἀλλά καί μέ ἔργα ἀληθινά καί ἔμπρακτα.

 
«Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καί πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καί γινώσκει τόν Θεόν. ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν»[10]. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἡ ἀληθινή βέβαια, ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, καί καθένας πού ἀγαπάει, ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἔχει γνωρίσει τόν Θεό∙ ὄχι ἐγκεφαλικά, ἀλλά ἐμπειρικά. Ἔχει ζήσει δηλαδή κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ αὐτός πού δέν ἀγαπάει, δέν ἔχει γνωρίσει τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὄχι ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μία ἀπό τίς κύριες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Κι αὐτός πού μένει στήν ἀγάπη, μένει στόν Θεό καί ὁ Θεός μένει σέ αὐτόν. «Κι ἄν κάποιος πεῖ ὅτι ἀγαπάω τόν Θεό, καί μισεῖ τόν ἀδελφό του αὐτός εἶναι ψεύστης. Γιατί ἄν δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του πού βλέπει, τόν Θεό πού δέν βλέπει, πῶς μπορεῖ νά τόν ἀγαπᾶ;»[11]. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καταλαβαίνουμε ὅτι ἀγαποῦμε τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀγαποῦμε τόν Θεό καί τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Γιατί ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἀκριβῶς τό νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του.
 
«Ἕνα εἶναι τό ζητούμενο», ἔλεγε κι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «στήν ζωή μας: ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στόν Χριστό καί ἡ ἀγάπη στούς συνανθρώπους μας». Εἶναι αὐτή ἡ διπλή ἐντολή, ἡ πρός τά πάνω -κατακορύφως- πρός τόν Θεό καί ἡ ὁριζόντια, πρός τούς ἀδελφούς μας. Κι ἔτσι ὁ κάθε ἄνθρωπος μέ αὐτή τήν διπλή ἀγάπη μοιάζει μέ τόν Ἐσταυρωμένο. «Νά εἴμαστε ὅλοι ἕνα, μέ κεφαλή τόν Χριστό. Ἔτσι μόνο θ’ ἀποκτήσουμε τήν χάρη, τόν οὐρανό, τήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά», ἔλεγε ὁ Ἅγιος. Δηλαδή γιά νά βροῦμε τήν ἀληθινή ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς, θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Ἀλλά καί ὅταν ἀγαπήσουμε τούς ἀδελφούς μας, πάλι μποροῦμε νά ὁδηγηθοῦμε στήν ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἀγάπη, στήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί νά τήν αὐξήσουμε. Ὅσο κανείς ἀγαπᾶ τούς ἀδελφούς του, τόσο καλλιεργεῖ καί τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. «Εἴμαστε εὐτυχισμένοι ὅταν ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους, μυστικά. Θά νιώθουμε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Κανείς δέν μπορεῖ νά φτάσει στόν Θεό, ἄν δέν περάσει ἀπό τούς ἀνθρώπους»[12]. Γιατί αἰσθανόμαστε ὅτι δέν μᾶς ἀγαποῦν; Γιατί προφανῶς ἐμεῖς δέν ἀγαποῦμε. Ἄν ἐμεῖς ἀγαπήσουμε ὅλους, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, τότε θά αἰσθανθοῦμε ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς ἀγαποῦν ὅλοι! «Ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἐώρακε, τόν Θεό, ὅν οὐχ ἐώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[13]. Κανείς ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά φθάσει νά ἀγαπήσει τόν Θεό, ἄν δέν ἀγαπήσει τούς ἀδελφούς του.
 
«Ν’ ἀγαπᾶμε, νά θυσιαζόμαστε γιά ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση»[14]. Εἶναι καί αὐτό ἕνα ἀπό τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ὁ μέν ἕνας», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀγαπάει ἐπειδή τόν ἀγαπᾶνε, ὁ ἄλλος ἀγαπάει ἐπειδή τόν τίμησαν, ὁ ἄλλος πάλι ἐπειδή ὁ τάδε τοῦ φάνηκε χρήσιμος σέ κάποια βιοτική ὑπόθεση. Δύσκολο εἶναι νά βρεῖς κάποιον νά ἀγαπάει τόν ἄλλον εἰλικρινῶς, ὅπως πρέπει, μόνο καί μόνο γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ», γιατί εἶναι ὁ ἄλλος εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. «Οἱ περισσότεροι δυστυχῶς ἄνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους φιλικά, γιά λόγους ὑλικοῦ συμφέροντος.
 
Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι κάποιος ἔχει ἀγάπη; Ὅταν ἀγαπᾶ ἐκεῖνον πού τόν μισεῖ. Δέν βλέπετε αὐτούς πού κυριεύονται ἀπό ἔρωτα; Ἐνῶ περιφρονοῦνται καί ἐπιβουλεύονται τόσο πολύ ἀπό αὐτούς πού ἀγαποῦν, παρόλα αὐτά αὐτοί εἶναι προσηλωμένοι καί καταφλέγονται καί τούς ἀγαποῦν ἀκόμα περισσότερο. Τέτοια πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ἀκόμα καί σέ αὐτούς πού μᾶς μισοῦν.
 
Ὅποιος πραγματικά ἀγαπᾶ», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «δέν μπορεῖ νά μισήσει, ὅ,τι κι ἄν γίνει. Αὐτό λοιπόν εἶναι τό μέγιστο ἀγαθό τῆς ἀγάπης. Λέει ὅμως ὁ ἄλλος: Αὐτούς πού εἶναι ἐχθροί καί πλανεμένοι δέν πρέπει νά τούς μισοῦμε; Νά μισοῦμε τό δόγμα τους, ἀλλά ὄχι ἐκείνους. Ὄχι τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν κακή του πράξη νά μισοῦμε, τήν διεφθαρμένη του προαίρεση. Διότι ὁ μέν ἄνθρωπος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ πλάνη εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου.
 
Ὅταν ἔχουμε ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, ἐμεῖς ὅμως, μισοῦμε αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, ποιά τιμωρία μᾶς ἀξίζει; Ὅποιος ἀγαπᾶ αὐτόν πού τόν ἀγαπᾶ, δέν κάνει κάτι σπουδαῖο. Ὅταν ὅμως εὐεργετεῖ αὐτόν πού τόν μισεῖ, αὐτός κυρίως εἶναι ἄξιος ἐπαίνου καί βραβείου. Νά ἀγαπήσεις τόν ἐχθρό σου», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «διότι ἔτσι δέν εὐεργετεῖς αὐτόν, ἀλλά τόν ἑαυτό σου. Πῶς; Δείχνοντας ἀγάπη στόν ἐχθρό κάνεις τόν ἑαυτό σου ἴσο μέ τόν Θεό»[15].
 
«Νά ἀγαπᾶμε, νά θυσιαζόμαστε γιά ὅλους, ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος». Γιατί σήμερα, ἔχουμε πολλούς ἀνθρώπους πού δέν λειτουργοῦν σωστά ψυχολογικά, ἔχουν μιά ἀνισορροπία; Γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχουν μάθει νά ἀγαποῦνε ἐν Χριστῷ, νά ἀγαποῦν ἀνιδιοτελῶς, νά ἀγαποῦν πάντοτε, ἔστω καί ἄν ὁ ἄλλος πού τούς ἀγαποῦσε, τώρα ἔπαψε νά τούς ἀγαπᾶ ἤ καί τούς μισεῖ. Μιά ἀγάπη πού ζητάει ἀνταπόδοση δέν εἶναι ἀνιδιοτελης καί δέν εἶναι ἀληθινή ἀγάπη, «δέν εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀκραιφνής.
 
«Νά τούς ἀγαπᾶτε καί νά τούς συμπονᾶτε ὅλους», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. «Καί εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη∙ ὑμεῖς δέ ἔστε μέλη Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»[16], ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος στήν Α΄ πρός Κορινθίους. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι κομμάτι τοῦ ἄλλου, ὅλοι εἴμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε ἕνα, νά νιώθουμε ἕνα. «Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὁ ἄλλος, νά αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἡ φιλαυτία -τό νά ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας- εἶναι ἐγωισμός. Νά μήν ζητᾶμε, «ἐγώ νά σταθῶ, ἐγώ νά πάω στόν Παράδεισο», ἀλλά νά νιώθουμε γιά ὅλους αὐτή τήν ἀγάπη». Αὐτό τόν πόθο νά ἔχουμε γιά ὅλους: ὅλοι νά πᾶνε στόν Παράδεισο. «Αὐτό εἶναι ταπείνωση. Ἔτσι, ἄν ζοῦμε ἑνωμένοι, θά εἴμαστε μακάριοι, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας»[17]. Μπορῶ ν’ ἀδιαφορήσω γι’ αὐτόν, μπορῶ νά τόν πικράνω, μπορῶ νά τόν μισήσω; Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνομε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἄν αὐτό κάνομε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτα καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ’ αὐτή τήν ἑνότητα»[18].
 
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι αὐτός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Παράδεισος, τό νά βιώνουμε αὐτή τήν ἑνότητα, νά εἴμαστε ὅλοι ἕνα πνεῦμα, ἕνα ἐν Χριστῷ. «Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Παράδεισος. Ἄς διαβάσουμε τήν Ἀρχιερατική Προσευχή πού μᾶς ἔχει ἀποθησαυρίσει ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Τί λέει ὁ Κύριος; «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν …ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς Σύ Πάτερ ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί…ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν… ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν… ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ»[19].
 
Τό λέει καί τό ξαναλέει. Τονίζει τήν ἑνότητα. Νά εἴμαστε ὅλοι ἕνα, ἕνα μέ κεφαλή τόν Χριστό! Ὅπως ἕνα εἶναι ὁ Χριστός μέ τόν Πατέρα» καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα φυσικά. «Ἐδῶ κρύβεται τό μεγαλύτερο βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Κανένας ἄλλος δέν λέγει κάτι τέτοιο. Κανείς δέν ζητάει αὐτή τή λεπτότητα πού ζητάει ὁ Χριστός, νά γίνομε ὅλοι ἕνα σύν Χριστῷ. Ἐκεῖ βρίσκεται τό πλήρωμα, σ’ αὐτή τήν ἑνότητα, σ’ αὐτή τήν ἀγάπη, τήν ἐν Χριστῷ. Καμία διάσπαση δέν χωράει ἐκεῖ, κανείς φόβος. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλαση! Μόνο ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, λατρεία Θεοῦ. Μπορεῖς νά φθάσεις νά λέεις τότε μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[20].
 
Μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φθάσουμε σ’ αὐτό τό σημεῖο. Ἀγαθή προαίρεση χρειάζεται κι ὁ Θεός εἶναι ἕτοιμος νά ἔλθει μέσα μας». Τό μόνο πού ζητιέται ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ καλή προαίρεση. ««Κρούει τήν θύρα ὁ Χριστός» καί «καινά ποιεῖ πάντα»[21]», τά κάνει ὅλα καινούργια, «ὅπως λέγει στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Μεταβάλλεται ἡ σκέψη μας, ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν κακία, γίνεται πιό καλή, πιό ἁγία, πιό εὔστροφος. Ἄν, ὅμως, δέν ἀνοίξομε τοῦ κρούοντος τήν θύραν, τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέν ἔχουμε ἐκεῖνα πού θέλει Αὐτός, ἄν δέν εἴμαστε Ἄξιοι Του, τότε δέν μπαίνει στήν καρδιά μας. Γιά νά γίνουμε ὅμως ἄξιοί Του, πρέπει νά ἀποθάνουμε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, γιά νά μήν ἀποθάνουμε ποτέ πλέον»[22].
 
Αὐτός ὁ θάνατος εἶναι ὡς πρός τά πάθη, ὡς πρός τήν ἁμαρτία, ὡς πρός τόν κόσμο, ὡς πρός τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, ὡς πρός τά κυρίαρχα πάθη: τήν φιλαργυρία, τήν φιληδονία καί τήν φιλοδοξία. Ὅταν γίνει αὐτό, τότε γινόμαστε ἄξιοι γιά νά ἔρθει ὁ Χριστός νά κατοικήσει μέσα μας.
 
«Τότε θά ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἐνσωματωμένοι καί μέ ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θά ἔρθει ἡ θεία χάρις. Καί ἅμα θά ἔλθει ἡ χάρις θά μας τά δώσει ὅλα». Κάποτε, λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «στό Ἅγιον Ὄρος, εἶδα κάποτε κάτι πού μοῦ ἄρεσε πολύ. Μέσα σέ μιά βάρκα στήν θάλασσα μοναχοί κρατοῦσαν διάφορα ἱερά ἀντικείμενα. Καταγόταν ὁ καθένας ἀπό διαφορετικό τόπο, ἐν τούτοις ἔλεγαν, «αὐτό εἶναι δικό μας» καί ὄχι «δικό μου»»[23]. Αὐτό τό δικό μου καί τό δικό σου, τό ψυχρό ρήμα, ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, αὐτό τό κρύο πράγμα πού χωρίζει τούς ἀνθρώπους, ἐνῶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀνιδιοτελής ἀγάπη, τούς ἑνώνει ὅλους μέ τόν Χριστό μέσα στήν Ἐκκλησία.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἰωάν. 15, 17.
 
[2] Ματθ. 5, 46.
 
[3] Λευ. 19, 18.
 
[4] Ἰωάν. 13, 34.
 
[5] Ματθ. 24, 12.
 
[6] Ἰωάν. 15, 13.
[7] Α΄ Ἰωάν. 3, 14.
 
[8] Ρωμ. 13, 8.
 
[9] Α΄ Ἰωάν. 3, 18.
 
[10] Α΄ Ἰωάν. 4, 7-8.
 
[11] Α΄ Ἰωάν. 4, 20.
 
[12] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
[13] Α΄ Ἰωάν. 4, 20.
 
[14] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
 
[16] Α΄ Κορ. 12, 25-26.
 
[17] Πρβλ. Ἐφ. 5, 30.
 
[18] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[19] Ἰωάν. 17, 11 & Ἰωάν. 17, 21-23.
[20] Γαλ. 2, 20.
 
[21] Ἀποκ. 3, 20 & 21, 5.
 
[22] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[23] Ὅ.π.