[Ἰω. 10, 26: 38]
 
«Τοῖς ἔργοις πιστεύσατε»[1]. Πιστεύσατε στά ἔργα, λέγει ὁ Κύριος εἰς τούς ἀπίστους γραμματεῖς καί Φαρισαίους. «Ὁ Κύριος εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τό ἄκρον ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο»[2], ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως πιστέψει, ὅταν μέ τήν λογική δεῖ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ καί καταλάβει ὅτι εἶναι αὐτός ὁ Θεός. Ἀλλά ὄχι μόνο μέ τήν λογική, καί μέ τήν καλή προαίρεση πού ἀπαιτεῖται γιά τήν πίστη. Ἡ πίστη δέν εἶναι ἀντίθετη μέ τήν λογική, ἀλλά ὑπερβαίνει τήν λογική. Ὁ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος πιστεύει καί δέχεται καί αὐτά πού ὑπερβαίνουν τήν λογική του καί δέν μπορεῖ νά τά καταλάβει.
 
«Ὅλα τά αἰσθητά», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἔχουν κόρο». Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος κάποια στιγμή τά χορταίνει ἤ καί τά βαριέται. «Ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο». Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος καί ἡ μακαριότητά Του καί ἡ χαρά πού χαρίζει σέ αὐτούς πού Τόν πιστεύουν, δέν ἔχει τέλος, εἶναι καί αὐτή ἄπειρη. «Ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν. Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν». Εἶναι ὅ,τι ἀνώτερο μπορεῖ κανείς νά ποθήσει. «Καμία ἄλλη χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτα δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ μ΄ Αὐτόν. Τί ἄλλο ἀπό τό ἀνώτατον;
 
Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται», νά ἀποκτᾶ τόν θεῖο ἔρωτα, τήν θεία τρέλα. «Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο» καί νά τόν καταστρέψει, «νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια, μέχρι καί ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος ἡ σαρκική ἀγάπη.Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά-σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἀπελπισία. Ὁ θεῖος, ὅμως ἔρως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μιά ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τή βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν»[3]. Πόσο ὡραῖα περιγράφει ὁ Ἅγιος τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ποῦ αὐτή ὁδηγεῖ, καί πόσο διαφορετική καί ἀνώτερη εἶναι ἀπό κάθε ἄλλη ἀγάπη, ἡ ὁποία ἔχει κόρο. Ἐνῶ ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη ποτέ δέν χορταίνεται.
«Μόνο σ’ ἕνα σημεῖο», λέει ὁ Ὅσιος, «σταματάει ὁ κορεσμός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει, κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν’ ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά φθάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό. Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει ὅτι ἔφθασε ἤδη σ’ αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ, δέν τό νοιώθει ὅτι τόν γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται, ὅτι τό ζεῖ. Αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα, αὐτή τή θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκηταί. Μεθοῦν μέ τή θεια μέθη. Μ’ αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ.
 
Οἱ ὕμνοι καί τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτα μέ θεῖο ἔρωτα. Ἀκοῦστε τί λέει στόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου: «Ποθήσας θερμῶς τῶν ἐφετῶν τό ἀκρότατον καί δι’ ἀγάπης συγκραθείς», ἀφοῦ γίνεσαι ἕνα, αὐτό θά πεῖ συγκραθείς, μέ τόν ἐρωμένο, μέ τόν Χριστό πού ἀγαπᾶς, «πόθῳ κατάλληλον ζωήν μετῆλθες, θεόληπτε». Ἀπό πόθο πρός τόν Θεό πέρασες τήν ζωή τήν ἀνάλογη, ἐσύ πού εἶχες ληφθεῖ ἀπό τόν Θεό, εἶχες καταληφθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν Θεῖο ἔρωτα. «Διά παντός σοῦ κατοπτεύων τόν ἔρωτα καί τῆς αὐτοῦ θεωρίας πιμπλάμενος»[4]. Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος παρατηρεῖ καί θεωρεῖ τήν ἀγάπη σου πρός Αὐτόν καί σέ γεμίζει μέ τήν θεία Του θεωρία, μέ τήν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός Του. «Πιμπλάμενος», θά πεῖ ἀκριβῶς, εἶναι ἀπό τό ρῆμα «πίμπλημι», γεμίζω, χορταίνω.
 
«Ὤ, λέξεις σπουδαῖες!», λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος. «Νά κάνετε συλλογή ἀπό τέτοιες λέξεις, πού δείχνουν τήν θεία ἀγάπη, τήν θεία τρέλα. Δέν τίς χορταίνεις! Ναί, δέν χορταίνεται ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Ὅσο Τόν ἀγαπάεις, νομίζεις ὅτι δέν Τόν ἀγαπάεις, κι ὅλο θέλεις πιό πολύ νά Τόν ἀγαπάεις. Συγχρόνως, ὅμως, πλημμυρίζει ἡ ψυχή σου ἀπ’ τήν παρουσία Του καί τήν ἐν Κυρίῳ χαρά τήν ἀναφαίρετο. Δέν θέλεις τότε τίποτα νά ἐπιθυμήσεις»[5].
 
Κάτι παρόμοιο γράφει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ: «Ἡ χαρά, ἥτις πηγάζει ἀπό τόν Θεόν, ὑπάρχει δυνατωτέρα τῆς ἐνταῦθα ζωῆς». Δηλαδή ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα καί τήν χαρά πού χαρίζει στόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, θέλει ὁ ἄνθρωπος νά φύγει ἀπό αὐτή τή ζωή, γι’ αὐτό καί δέν λογαριάζει γιά τίποτα, τό μαρτύριο, τά ὅποια βασανιστήρια. Γιατί εἶναι δυνατότερη αὐτή ἡ χαρά ἀπό τήν ἀγάπη τῆς ἐδῶ ζωῆς, ἀπό τό συναίσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης, ἀπό τήν ἐπιθυμία νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ στή γῆ. Ἡ χαρά, πού πηγάζει ἀπό τόν Θεό εἶναι δυνατωτέρα τῆς ἐνταῦθα ζωῆς καί αὐτός πού θά τήν γευτεῖ αὐτή τήν χαρά, ὄχι μόνο δέν θέλει νά προσέχει στά πάθη, ἀλλά οὔτε τήν ἐδῶ ζωή θέλει νά ἐπιθυμήσει, οὔτε κάτι ἄλλο αἰσθητό θά προτιμήσει ἀπό αὐτή τή χαρά, ἄν αὐτή εἶναι πράγματι ἀληθινή καί δέν εἶναι πλάνη.
 
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι γλυκύτερη ἀπό αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή∙ εἶναι γλυκύτερη ὑπέρ μέλι καί κηρίον. Δέν λυπεῖται ἡ ἀγάπη νά δεχθεῖ μέγα θάνατον ὑπέρ τῶν ἀγαπώντων αὐτήν». Δέν κουράζεται, δέν στεναχωρεῖται, δέν ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει ἔτσι τόν Θεό, πού ἔχει τόν θεῖο ἔρωτα, δέν ἀποφεύγει καί τόν θάνατο ἀκόμα, γιατί ἀκριβῶς ἀγαπάει αὐτόν γιά τόν Ὁποῖο θέλει καί νά πεθάνει. «Καί σέ ἐκείνη τήν καρδιά ἡ ὁποία δέχεται αὐτήν τήν χαρά, πᾶσα γλυκύτης τοῦ κόσμου τούτου θεωρεῖται περιττή. «Κανένα ἄλλο πράγμα δέν μπορεῖ νά ἐξομοιωθεῖ μέ τήν γλυκύτητα τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ»[6]», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ.
 
«Καί στό Κεκραγάριο τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου διαβάζουμε: «Σέ ἀγαπῶ, Κύριε ὁ Θεός μου, κι ἐπιθυμῶ νά Σ’ ἀγαπῶ πάντα καί πιό πολύ. Γιατί Ἐσύ εἶσαι πράγματι ἀπ’ τό καλύτερο μέλι γλυκύτερος, ἀπ’ τό ἐκλεκτότερο γάλα θρεπτικότερος κι ἀπ’ ὅλο τό φῶς ἀστραφτερότερος. Γι’ αὐτό εἶσαι γιά μένα κι ἀπό τό χρυσάφι κι ἀπό τ’ ἀσήμι κι ἀπ’ τά πολύτιμα πετράδια πολυτιμότερος…
 
Ὦ ἀγάπη, πού πάντα εἶσαι παραπάνω ἀπό ὁλόθερμη καί δέν καταπίπτεις ποτέ σέ χλιαρότητα! Περίφλεξέ με!… Θά Σ’ ἀγαπήσω, Κύριε, γιατί Σύ πρῶτος μ’ ἀγάπησες. Καί ποῦ νά βρῶ λόγια ἀρκετά, ὥστε νά περιγράψω ὅλα τά δείγματα τῆς μεγίστης ἀγάπης Σου γιά μένα; Μέ καταλάμπρυνες προσέτι καί μέ τοῦ προσώπου Σου τό φῶς, πού τό ‘βαλες ἐπιγραφή πάνω στό ἀνώφλι τῆς καρδιᾶς μου…»[7], λέει πάλι ὁ Ἱερός Αὐγουστίνος στό Κεκραγάριό του.
 
Ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. «Κύριε, τό ὄνομά Σου εἶναι Ἀγάπη», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης. «Μήν μέ ἀποδοκιμάσεις γιά τίς ἁμαρτίες μου. Τό ὄνομά Σου εἶναι δύναμη∙ ἐνίσχυσέ με γιά νά μήν πέφτω στό κακό. Τό ὄνομά Σου εἶναι εἰρήνη∙ πράυνε τήν ταραγμένη μου ψυχή. Τό ὄνομά Σου εἶναι ἔλεος∙ μήν παύσεις νά μέ συγχωρεῖς[8].
 
Ὦ Χριστέ καί Θεέ μας, ζωή καί Ἀνάστασή μας. Πόσο ἔχουμε βυθιστεῖ στήν ματαιοδοξία μας, πόσο ἔχουμε τυφλωθεῖ! Πόσο διαφορετικά θά ἦταν τά πράγματα», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, «ἄν ἀναζητούσαμε πάντα Ἐσένα∙ ἄν εἴχαμε μόνο Ἐσένα στή καρδιά μας! Δέν μπορεῖ ἡ γλώσσα νά ἐκφράσει τήν μακαριότητα πού νιώθουν ἐκεῖνοι, ὅταν ἔχουν Ἐσένα στήν καρδιά τους. Ὅταν ἔχει Ἐσένα ὁ ἄνθρωπος, ὅλα τά ἄλλα εἶναι γιά κεῖνον γῆ καί σποδός»[9], χῶμα καί στάχτη. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πού θά γευτεῖ αὐτή τήν οὐράνια χαρά, εὔκολα καταφρονεῖ ὅλα τά γήινα.
 
«Τά πάντα δῶσε γιά τόν Χριστό», λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς. «Τόν Χριστό μήν δώσεις γιά τίποτε». Ποτέ μήν προδώσεις τόν Χριστό, τήν πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς χαρᾶς. «Ἡ ἀλήθεια», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος, «ἄν δέν εἶναι ὁ Χριστός, δέν μοῦ χρειάζεται∙ εἶναι μόνο μιά κόλαση. Τό ἴδιο εἶναι ἡ κόλαση καί ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγάπη καί τό ἀγαθό καί ἡ εὐτυχία καί αὐτός ὁ Θεός, ἄν δέν εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι κόλαση». «Οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια»[10]∙ εἶναι αὐτά πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια κόλαση. Μόνο ὁ ἀληθινός Θεός ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο, καί αὐτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Χριστό. «Δέν θέλω οὔτε τήν ἀλήθεια χωρίς τόν Χριστό, οὔτε τήν δικαιοσύνη χωρίς τόν Χριστό, οὔτε τήν ἀγάπη χωρίς τόν Χριστό, οὔτε τόν Θεό χωρίς τόν Χριστό»[11]. Αὐτό τό πνεῦμα τῆς Δύσης, τό ὁποῖο μᾶς ἔχει ποτίσει καί ἔχει ἀποχρωματίσει ὅλη μας τή ζωή καί ἔχει ἀδυνατίσει τήν πίστη μας. Γιατί ἐμεῖς, βεβαίως τό δεχτήκαμε. Ἡ ἀγάπη στόν Χριστό δέν χορταίνεται!
 
«Ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Μόσχας, «ὑπέμεινε μαρτύρια καί πάθη. Ἐμεῖς δέν θά δεχτοῦμε νά ὑποφέρουμε γιά χάρη Του κάτι;».
 
«Ὅποιος πλησιάζει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό», λέει καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, «δέν θά θελήσει ποτέ νά Τόν ἀποχωριστεῖ». Γιατί ἀκριβῶς θά ἔρθει ὁ Χριστός καί θά κατοικήσει μέσα του καί θά τόν γεμίσει μέ ἐκείνη τήν οὐράνια χαρά πού μόνο Ἐκεῖνος χαρίζει.
 
«Δίχως τόν γλυκύτατο Χριστό», παρατηροῦσε ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, «ἡ ζωή εἶναι δίχως νόημα. Φοβερός καί σύντομος εἶναι ὁ ἐπίγειος βίος, πολύ περισσότερο ἡ αἰωνιότητα πού εἶναι ἀτελείωτη. Ὅπου ὑπάρχει ὁ θάνατος, ἐκεῖ ἀληθινή χαρά δέν ὑπάρχει. Μέσα στή βουή καί στόν χαλασμό τῆς ἁμαρτίας, μέσα στή μέθη ἀπό τήν γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας, οἱ ἄνθρωποι ἀναγορεύουν σέ χαρές τῆς ζωῆς πλεῖστες ἀνοησίες καί ἀσήμαντα πράγματα». Γιατί εἶναι ἀνόητα καί ἀσήμαντα ὅλα ἐκεῖνα πού ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστό, ὅσα δέν τοῦ ἐξασφαλίζουν τήν ἀθανασία καί τήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Εὐφροσύνη ἀπέραντη, γιορτή καί πανηγύρι αἰώνια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ μυστική ἕνωση μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
 
«Ἀδελφέ μου», λέει ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ, ἔλα καί δές, ««ἔρχου καί ἴδε»[12]. Ἔλα καί δές τόν Ἰησοῦ, ἔλα καί δόξασέ Τον. Ἔλα καί ὕμνησε τόν Κύριό Σου. Ἔλα καί γονάτισε καί κλάψε μπροστά στόν Πλάστη σου! Ἔλα, προσκύνησε Τόν, ἀναγνώρισε Τον, ὁμολόγησε Τον! «Πρόσελθε πρός Αὐτόν καί φωτίσθητι καί τό πρόσωπο σου οὐ μή καταισχυνθῆ»[13]. Ἔλα πεινασμένε, νά εὐφρανθεῖς ἀπό τή θεία τροφή! Ἔλα τυφλέ, ν’ ἀπόλαυσεις τό αἰώνιο φῶς! Ἔλα αἰχμάλωτε, νά χαρεῖς τήν ἐλευθερία! Ἔλα θνητέ, ἑνώσου μέ τόν Ἀθάνατο, γιά ν’ ἀξιωθεῖς τῆς αἰωνίας ζωῆς! Ἔλα πονεμένε καί θλιμμένε, νά νιώσεις τήν παντοτινή χαρά! Ἔλα ἀπελπισμένε, νά βρεῖς τήν ἐλπίδα! Ἔλα ψυχρέ, νά φλογισθεῖς σάν τή φωτιά! Ἔλα φτωχέ, νά πλουτίσεις μέ τόν ἀδαπάνητο θησαυρό! Ἔλα γυμνέ, νά ἐνδυθεῖς ἀθάνατη δόξα καί χιτώνα ἀφθαρσίας!»[14].
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Ἰωάν. 10, 38.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
[3] Ὅ.π.
 
[4] Ὅ.π.
 
[5] Ὅ.π.
 
[6] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου Ἀσκητικά, ἐκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1989.
 
[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
 
 
[10] Ψαλμ. 95, 5.
 
[11] Ἄνθρωπος καί θεάνθρωπος, Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσελιέ (Πόποβιτς), ἐκδ. Ἱ.Μ. Μονή Βατοπεδίου, 2020.
[12] Ἰωάν. 1, 47.
[13] Ψαλμ. 33, 6.
[14] Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ, Ἱ.Μ. Παρακλήτου.