Ἀρχιμανδρίτου Σάββα Ἁγιορείτου
Κήρυγμα 26/5/22
Τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀκολουθοῦν· ἀκοῦνε τὴ φωνή Του, γιατὶ ἀκριβῶς, ἔχουν καλὴ διάθεση, ἔχουν μετάνοια καὶ ἀγωνίζονται νὰ συμμορφώσουν τὴ ζωή τους μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μὲ μετάνοια, δὲν μπορεῖ νὰ εὐαρεστήσει στὸν Θεό. Καὶ ἄν δὲν ἀγαπήσει τὸν σωματικὸ κόπο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ ἐκ μέρους τῶν ἄλλων, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ἀληθινὴ τὴν σωστὴ μετάνοια ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὸν ὅλο ἄνθρωπο, καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα· καὶ πρέπει νὰ ταπεινωθεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, καὶ ἡ ψυχή καὶ τὸ σῶμα. Καὶ τὸ μὲν σῶμα ταπεινώνεται μὲ τοὺς πόνους, μὲ τοὺς κόπους, τοὺς ἑκούσιους ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀκούσιους, τς διάφορες ἀσθένειες ποὺ παραχωρεῖ ὁ Θεός, καὶ τὶς ἄλλες διάφορες σωματικὲς θλίψεις· ἡ δὲ ψυχὴ ταπεινώνεται μὲ τὸν ἐξευτελισμό, τὴν ἐξουδένωση καὶ τὴν ὅποια ταπείνωση ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν πλησίον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν μετανοοῦντα μὲ τὴν αὐτομεμψία. «Ἐὰν ἀπέρριψες τὸν κόπο καὶ τὴν ἀτιμία, τὴν ἐξουδένωση, τὸν ἐξευτελισμό» λέει ὁ Ἀββᾶς Μάρκος ὁ Ἀσκητής, «ἄς μὴν ἐλπίζεις νὰ μετανοήσεις μέσῳ ἄλλων ἀρετῶν». Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἀληθινὴ μετάνοια ἄν δὲν ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ τὰ δύο, τὸν κόπο καὶ τὴν ἀτιμία. «Ἀποβαλὼν πόνον, καὶ ἀτιμίαν, μὴ ἐπαγγέλου δι’ ἄλλων ἀρετῶν μετανοεῖν»· δὲν μπορεῖς νὰ ‘πείσεις’ τὸν Θεό, ἐὰν δὲν ἔχεις αὐτὰ τὰ δύο, τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν κόπο καὶ γιὰ τὴν ἐξουδένωση. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ πείσεις τὸν Θεὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ὅτι εἶσαι ἀληθινὰ δικός Του, ἄνθρωπος μετανοῶν καὶ πιστεύων, διότι ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ἀναλγησία, λέγει στὴ συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Μάρκος στὸ σύγγραμμα του Περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, ἡ κενοδοξία ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη τῆς αὐτομεμψίας καὶ τῆς ταπεινώσεως, καὶ ἡ ἀναλγησία ποὺ εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς ἀγάπης, ἔχουν ἀπὸ τὴ φύση τους τὴν ἰδιότητα νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἁμαρτία, καὶ μέσῳ ἀκόμα ὀρθῶν πραγμάτων -δηλαδὴ φαινομενικὰ καλῶν- ἀρετῶν ὅπως εἶναι ἡ μετάνοια· «Κενοδοξία γὰρ καὶ ἀναλγησία δουλεύειν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ διὰ τῶν δεξιῶν πεφύκασιν». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσει ἀληθινά. Μπορεῖ νὰ δείχνει ἐξωτερικὰ σχήματα μετανοίας, ἀλλὰ στὸ βάθος εἶναι ἔνοχος μπροστὰ στὸν Θεό, γιατὶ καὶ αὐτὰ τὰ σχήματα τὰ κάνει μόνο ὡς σχήματα γιὰ νὰ ἀρέσει στοὺς ἄλλους, καὶ νὰ κερδίσει τὴν μάταιη δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ μετάνοια δὲν ὁλοκληρώνεται, ἐὰν δὲν ἔχει μέσα της τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τοῦ πόνου καὶ τοῦ κόπου. Καὶ ἑκούσιος κόπος εἶναι γιὰ παράδειγμα ἡ νηστεία, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ καίει ἡ φωτιὰ μέσα στὸ νερό, ἔτσι εἶναι καὶ ἀδύνατη ἡ μετάνοια δίχως τὴν νηστεία». Ἀκόμα, κόπος εἶναι καὶ τὰ δάκρυα. «Ὅταν ἁμαρτάνουμε» λέει πάλι ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «νὰ συντριβοῦμε ἐσωτερικά· ὄχι ἁπλῶς νὰ λέμε λόγια μετανοίας. Ξέρω πολλοὺς ποὺ στὰ λόγια βέβαια πενθοῦν γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους, ἀλλὰ δὲν κάνουν τίποτε σπουδαῖο. Δὲν εἶναι αὐτὸ μετάνοια· εἶναι ψεύτικη εἰκόνα μετανοίας». Εἶναι λοιπὸν μακάριοι ὅσοι συνεχῶς πενθοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους· ἔχουν δηλαδὴ αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ συντριβὴ ἡ ὁποία φανερώνεται ὅμως ἐξωτερικὰ πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ δάκρυα. «Νὰ ἐπιμένεις σ’ αὐτὸ τὸ πένθος» λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος· «νὰ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου, νὰ συντρίβεις τὴν καρδιά σου, ὅπως ἀπαιτοῦσε κάποιος ποὺ ἔχασε τὸν υἱό του. Τώρα νὰ πονέσεις καὶ νὰ κλάψεις γιὰ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μὴ θρηνήσεις τότε γιὰ τὴν φρικτὴ τιμωρία ποὺ περιμένει κάθε ἀμετανόητο. Τώρα νὰ ὁμολογήσεις τὰ ἁμαρτήματά σου, προτοῦ νὰ σταθεῖς μπροστὰ στὸ φοβερὸ κριτήριο».
«Ὅπως χωρὶς νερὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ πλυθεῖ τὸ λερωμένο ροῦχο, ἔτσι καὶ χωρὶς δάκρυα» λέει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, «χωρὶς δάκρυα μετανοίας εἶναι πολὺ πιὸ ἀδύνατο νὰ πλυθεῖ καὶ νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ τὶς κηλίδες καὶ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτίας ἡ ψυχή». Ἀλλὰ γιὰ νὰ βγάλει δάκρυ ὁ ἄνθρωπος, πρέπει καὶ σωματικὰ νὰ κοπιάσει, ἀλλὰ καὶ νὰ συντριβεῖ ἡ καρδία μὲ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος. «Ὅποιος ἔνιωσε μὲ συντριβὴ τὶς ἁμαρτίες του» λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθάτος, «καὶ κλαίει πικρὰ γι’ αὐτές, καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὶς παρατήσει, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀνασταίνει νεκροὺς μὲ τὴν προσευχή του».
«Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθεῖς κάθε σωματικὴ παρηγορία, χωρὶς καθόλου νὰ λυπηθεῖς» θὰ μᾶς πεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος. Ἡ στέρηση κάθε παρηγοριᾶς τοῦ σώματος εἶναι ἀπόδειξις ἀληθινῆς μετανοίας, ὅταν βεβαίως ὑπάρχει καὶ ἐσωτερικὴ συντριβή, καὶ ἡ ἀποφυγὴ κάθε εἴδους ἁμαρτίας ποὺ διαπράξαμε καὶ ἡ ἐγκόλπωση κάθε εἴδους ἀντίστοιχης ἀρετῆς. «Μετάνοια σημαίνει» λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «συμφιλίωση καὶ συμφωνία μὲ τὸν Κύριο γιὰ μιὰ νέα ζωὴ μὲ ἔργα ἀρετῆς, ἀντίθετα πρὸς τὰ παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμὸς τῆς συνειδήσεως, θεληματικὴ ὑπομονὴ ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων. Μετανοὼν σημαίνει ἐπινοητὴς τιμωριῶν τοῦ ἑαυτοῦ του. Μετάνοια σημαίνει ὑπερβολικὴ ταλαιπωρία τῆς κοιλίας μὲ νηστεία καὶ χτύπημα τῆς ψυχῆς μὲ ὑπερβολικὴ συναίσθηση. Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωση τοῦ Βαπτίσματος». Ὁ Θεὸς κρίνει τὴν μετάνοια; «Βεβαίως» πάλι λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς ταπεινώσεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα τῶν καμάτων τῶν κόπων».
«Χρειάζεται ὅμως ὁ ἄνθρωπος», ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ Ἀββᾶς Μάρκος, «νὰ ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τὸν κόπο· νὰ μὴν τὸν ἀποφύγει, γιατὶ διὰ τοῦ κόπου ταπεινώνεται τὸ σῶμα, καὶ συνταπεινώνεται καὶ ἡ ψυχή». Σημεῖο τῆς πραγματικῆς καὶ ἐπιμελοῦς μετανοίας» θὰ μᾶς πεῖ πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, «εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἄξιο γιὰ ὅλες τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς συμβαίνουν, εἴτε αὐτὲς προέρχονται ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἴτε προέρχονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Καὶ μάλιστα, νὰ θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι γιὰ πολὺ περισσότερες θλίψεις». Βλέπουμε καὶ ἐδῶ τὸ στοιχεῖο τοῦ κόπου, καὶ βέβαια κόπος δὲν εἶναι μόνο στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑβρίζεται, ἐξουδενώνεται, καὶ αὐτὸ ἐπίσης» λέει ὁ Ἅγιος Ἀββᾶς Μάρκος, «πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσουμε· νὰ μὴν τὸ ἀπωθοῦμε, γιατὶ ἔτσι θὰ κατορθώσουμε τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, ποὺ σημαίνει ἐπιστροφὴ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ζωὴ τὴν θεάρεστη». Χωρὶς τὴν Χάρη, χωρὶς νὰ ταπεινωθεῖ γνήσια ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴν Χάρη, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀληθινὴ μετάνοια. «Τὸ ἔργο τῆς μετανοίας» θὰ μᾶς πεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, «συντελεῖται μὲ τὶς ἑξῆς τρεῖς ἀρετές: τὴν ἀνατροπὴ τῶν λογισμῶν, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ὑπομονὴ στὶς ἐπερχόμενες θλίψεις, εἴτε αὐτὲς φέρνουν κόπο καὶ πόνο στὸ σῶμα εἴτε στὴν ψυχὴ εἴτε καὶ στὰ δύο. Ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν αὐτῶν πρέπει νὰ γίνεται ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλὰ καὶ νοερά, γιατὶ ἔτσι φτάνουν στὴν ἀπάθεια ὅσοι τὶς καλλιεργοῦν γιὰ πολὺ καιρό.
Τῷ δὲ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.