Συνεχίζουμε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τή μελέτη μας στό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πού τό ἔχει γράψει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, μέ ἕνα μικρό κεφάλαιο πού ἔχει τίτλο «Τό ἀδιάλειπτο τῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντα.
Ὁ Κύριος πρίν ἀπό τήν ἔξοδό Του εἶπε: «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καί ἐν Ἐμοί οὔκ ἔχει οὐδέν»[1]». Λίγο πρίν παραδοθεῖ στόν ἑκούσιο θάνατο ὁ Κύριος, εἶπε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους αὐτή τήν φράση, «ἔρχεται ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου», ὁ διάβολος δηλαδή, «καί σέ Ἐμένα δέν ἔχει τίποτε»[2]», δέν θά βρεῖ τίποτε, δηλαδή καμία πρόσβαση, γιατί δέν ἔχω κάνει καμία ἁμαρτία ὡς ἄνθρωπος. «Ὅποιος κάποτε προσπάθησε νά τηρήσει στή ζωή του τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «αὐτός μπορεῖ νά ἐννοήσει ὡς ἕνα σημεῖο τό ἄμετρο μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ», τί σημαίνει δηλαδή αὐτό πού λέει ὁ Χριστός ὅτι δέν ἔκανα καμία ἁμαρτία. Εἶναι μεγαλειῶδες αὐτό καί τό καταλαβαίνει αὐτός πού προσπάθησε ἔστω γιά λίγο νά τηρήσει τόν ἑαυτό του μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία. Εἶναι πάρα-πάρα πολύ δύσκολο, γιά νά μήν ποῦμε ἀδύνατο! Χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ βεβαιως εἶναι ἀδύνατο! «Ἄμετρο γιά κάθε ἄνθρωπο σέ ὅλη τήν ἱστορία τοῦ κόσμου»[3] εἶναι τό μεγαλεῖο αὐτό τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ.
«Κατά τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι πού Τόν ἄκουγαν ἀποροῦσαν, ὅπως καί οἱ τωρινοί. Ὅ,τι ἔλεγε ὁ Χριστός, δέν ἤτανε «κατ’ ἄνθρωπον»[4]». Ὑπερέβαινε δηλαδή τά ἀνθρώπινα. «Αὐτό τό ἔβλεπαν ὅλοι, ἀλλά δέν εἶχαν τή δύναμη νά δεχτοῦν τήν ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ σέ τόσο ταπεινό σχῆμα». Γιατί ἔβλεπαν ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο σάν κι αὐτούς καί δέν ἤθελαν νά δεχθοῦν, δέν θέλανε νά δεχθοῦν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός «καί γι’ αὐτό κραύγαζαν: Δαιμόνιον ἔχει». Εἶναι δαιμονισμένος! «Ἄλλοι ἔλεγαν: «Ταῦτα τά ρήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου»[5]. Αὐτά τά λόγια δέν εἶναι λόγια δαιμονισμένου ἀνθρώπου. «Ἔλεγον δέ πολλοί ἐξ αὐτῶν· δαιμόνιον ἔχει καί μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε;»[6]». Λέγανε, τί Τόν ἀκοῦτε; Ἔχει δαιμόνιο. «Ἄλλοι ὅμως ἀποκρίνονταν: «Ἀληθῶς προφήτης ἐστί»[7], καί «σχίσμα ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ Αὐτόν»[8]»[9]. Ἤτανε ὁ Χριστός μας, ὅπως εἶναι καί σήμερα, σημεῖο ἀντιλεγόμενο∙ οἱ μέν τόν ἔλεγαν προφήτη, οἱ ἄλλοι δαιμονισμένο καί ἀρχηγό τῶν δαιμόνων! Καί σχίσμα ὑπῆρχε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὅσον ἀφορᾶ τήν γνώμη τους γιά τόν Χριστό. Καί αὐτό βεβαίως ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα καί γιά τόν Χριστό καί γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ! Βλέπετε, οἱ Ἅγιοι δέν εἶναι ἀποδεκτοί ἀπό ὅλους. Ἀκόμα καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, πού πρόσφατα ἀναγνωρίστηκε ὡς Ἅγιος, στό Ἅγιον Ὄρος δέν εἶναι παραδεκτός ἀπό ὅλους! Δηλαδή ὑπάρχει αὐτή ἡ διχογνωμία, γιατί ἀκριβῶς ὑπάρχουνε διαφορετικές πνευματικές καταστάσεις. Καί ἄνθρωποι πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως δέν ἔχουνε αὐτή τήν γνώση, τήν διάκριση, τήν καθαρότητα, τήν ταπείνωση νά δοῦν καί νά ἀποδεχθοῦν τήν ἁγιότητα.
«Ἦταν ἄνθρωπος ὁ Γέροντας Σιλουανός καί ἐφαρμόζονταν καί σέ αὐτόν πέρα γιά πέρα τά λόγια τῆς ἐκκλησιαστικῆς προσευχῆς «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει»». Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους μας. «Ἀλλά ἐντούτοις στίς συνομιλίες του καί στίς σημειώσεις του συναντοῦμε λόγους πού ξεπερνοῦν τό μέτρο τοῦ συνηθισμένου ἀνθρώπου καί πλησιάζουν τό ὅριο ἐκεῖνο, πού ἡ κατανοήσή τους ἀπό τούς «φυσικούς» ἀνθρώπους γίνεται δύσκολη». Δηλαδή, κάποιες ἀκτίνες θείας ἁγιότητας, πού εἶναι Θεία ἐνέργεια καί Θεία Χάρη, ἐξεπέμπετο καί ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό. Καί αὐτό τό ἔλεγε βέβαια καί ὁ ἴδιος∙ ἄφηνε νά φανοῦν μέ τά λόγια του κάποιες καταστάσεις πού ζοῦσε «καί ὁπωσδήποτε εἶναι ἀμφίβολο ὅτι μέ αὐτά πού ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του ἔλεγε τήν καθαρή ἀλήθεια.
Ἔζησε σχεδόν μισό αἰῶνα στή Μονή καί τόν εἶδαν ἑκατοντάδες ἄνθρωποι», στό ρωσικό μοναστήρι, «καί πολλοί ἀπό αὐτούς ζοῦν «ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης»[10]», μέχρι σήμερα. «Ἐζησε μέσα στίς σννθῆκες τοῦ κοινοβίου, ὅπου ἐκδηλώνεται πολύ καθαρά ὁποιαδήποτε ψυχική ἀσθένεια. Πολλοί δέν τόν ἀγαποῦσαν, τόν ἔβριζαν κατά πρόσωπο καί τόν ὀνόμαζαν πλανεμένο». Βλέπετε; Κάτι ἀνάλογο μέ τόν Χριστό. «Ἄλλοι ἐλεγαν: «Oὔ, ὁ καταραμένος ἅγιος»[11]. Καταραμένος ἅγιος! Ἀπό τή μιά ἅγιος, ἀπό τήν ἄλλη καταραμένος! Βλέπετε, αὐτή ἡ ἀντίφαση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί στόν ἴδιο ἄνθρωπο! Καί αὐτό ὑπάρχει, ξαναλέω, μέ ὅλους τούς Ἁγίους, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τόν παραδέχονται ὡς ἅγιο, τόν βρίζουν κιόλας, γιατί δέν τόν ἀντέχουν.. «Βαρύς ἐστιν καί βλεπόμενος!»[12], ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή.
«Κι αὐτός δέν ἀπάντησε οὔτε μιά φορά μέ τρόπο ἀπρεπή», ἐνῶ τοῦ ἔλεγαν ὅλα αὐτά τά λόγια. «Αὐτό ἦταν βέβαια δῶρο τῆς Χάρης, γιά τήν διαφύλαξη τῆς ὁποίας ἀγωνίστηκε ἔντονα ὅλη τή ζωή του.
Γιά νά μή παραφορτώνουμε τό βιβλίο μας, δέν θά ἀναφέρουμε ἐδῶ τά λόγια τοῦ Γέροντα πού ξεπερνοῦν τό συνηθισμένο ἀνθρώπιο μέτρο. Ὁ προσεκτικός ἀναγνώστης μπορεῖ νά τά βρεῖ μόνος του στά γραπτά του»[13]. Στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου, πρῶτα ὁ Θεός, ἄν μᾶ ἀξιώσει, θά ἀσχοληθοῦμε καί μ’ αὐτό σέ λίγο, θά βροῦμε πολλά τέτοια λόγια πού φανερώνουνε, θά λέγαμε, θεϊκά χαρακτηριστικά στόν Ἅγιο.
«Ἐκεῖ λ.χ. πού βασισμένος στήν πολύχρονη πείρα του λέει πώς ἡ προσευχή τῶν ἁγίων δέν διακόπτεται ποτέ». Αὐτό δέν τό λέει θεωρητικά ἤ ἐπειδή τό διάβασε στή ζωή τῶν Ἁγίων, ἀλλά τό ζοῦσε ὁ ἴδιος! «Ἤ ἀκόμα στά παρακάτω..», λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Σιλουανός τώρα, «Ὄντας ἄπειρος στήν ἀρχή, δέχτηκα σαρκικό λογισμό». Στήν ἀρχή τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ὅταν ἦταν νέος. «Πῆγα στόν πνευματικό καί τοῦ εἶπα, δέχτηκα πονηρό λογισμό. Ὁ πνευματικός μοῦ εἶπε: “Ποτέ νά μή τούς δέχεσαι”. Πέρασαν ἀπό τότε σαρανταπέντε ἔτη καί δέν δέχτηκα οὔτε μιά φορά πορνικό λογισμό. Οὔτε μιά φορά δέν ὀργίστηκα ἐναντίον κάποιου, γιατί ἡ καρδιά μου θυμᾶται τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί τή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λησμονῶ τίς προσβολές»[14]. Ζῶ τή Χάρη καί ὑπερβαίνω τίς προσβολές.
«Μιά φορά συνέβηκε τό ἑξῆς: Ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν ἕνας πολύ καλός ἀσκητής, ὁ μοναχός Σπυρίδων, πού ἔζησε μισόν αἰῶνα στό κοινόβιο. Ἦταν ἀπό φυσικοῦ του ἄνθρωπος καρτερικός, δυνατός σωματικά καί ψυχικά, πολύ ἐργατικός καί ἀνθεκτικός στήν ἄσκηση. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ἀγάπησε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί ἐπέμεινε καρτερικά σέ αὐτό τό «ἔργο», πού ἀπαιτεῖ ἐξαιρετική ὑπομονή, προσοχή καί αὐτοπεριορισμό. Ὅπως ἡ πλειονότητα τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ πατήρ Σπυρίδων ἦταν πολύ ἁπλοϊκός, σχεδόν ἀγράμματος, ἀλλά σοφός ἄνθρωπος. Ἡ μακρόχρονη πείρα τῆς νοερᾶς ἐργασίας τοῦ ἔδωσε σαφή ἀντίληψη γιά τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί γιά τίς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς». Δηλαδή, ἀπό τήν πείρα ἔμαθε τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου καί πόσο δύσκολο εἶναι κανείς νά κάνει τίς ἀρετές, νά ἐφαρμόσει τίς ἐντολές καί μάλιστα τήν προσευχή, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. «Καταλάβαινε πώς ἡ νοερά προσευχή ἀπαιτεῖ ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπό κάθε εἴδους ἐντυπώσεις καί μέ τή σταθερότητα τῆς βαθειᾶς πίστεως σήκωνε τό δυσβάστακτο γιά τούς περισσότερους βάρος αὐτῆς τῆς ἀσκήσεως»[15]. Γι’ αὐτό καί κατεξοχήν ἡ νοερά προσευχή καρποφορεῖ στούς ἡσυχαστές. Καί ποιοί εἶναι οἱ ἡσυχαστές; Αὐτοί οἱ ὁποῖοι φυλᾶνε τόν ἑαυτό τους μακριά ἀπό ἐντυπώσεις, εἴτε ὀπτικές εἴτε ἀκουστικές. Καί βεβαίως αὐτό εἶναι μία ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά μπορέσει ὁ νοῦς νά λειτουργήσει καί νά προσευχηθεῖ. Γιατί ὁ νοῦς τυπώνεται ἀνάλογα μέ τίς ἐντυπώσεις πού ἔρχονται ἀπ’ ἔξω. Καί βεβαίως καί ἀπό τήν φαντασία. Καί κατά κάποιο τρόπο παίρνει ἕνα σχῆμα, ἐνῶ κανονικά πρέπει νά εἶναι ἀσχημάτιστος, ἀδιαμόρφωτος, ἐλεύθερος, γιά νά μπορεῖ νά ἀνεβαίνει στόν Θεό.
Νά γιατί οἱ πολλές ἐντυπώσεις, καί ἐδῶ βέβαια ἔρχεται ἡ τηλεόραση, τό ἴντερνετ, ὅλα αὐτά, ἐμποδίζουνε τήν προσευχή τελικά. Εἶναι ἴσως καί μία παράμετρος πού δέν τήν ἔχουμε τόσο μελετήσει, πόσο βλάπτουνε δηλαδή ὅλα αὐτά τά μέσα ἐνημέρωσης, τά ὁποῖα μᾶς βομβαρδίζουν συνέχεια μέ ἐντυπώσεις. Αὐτές οἱ ἐντυπώσεις ἐπηρεάζουν τόν νοῦ, τόν σκοτίζουν καί δέν τοῦ δίνουν τήν ἐλευθερία πού χρειάζεται, τοῦ στεροῦν τήν ἐλευθερία πού χρειάζεται γιά νά προσεύχεται.
«Ό πατήρ Σπυρίδων εἶχε δύσκολο διακόνημα· ἦταν οἰκονόμος στό μοναστηριακό μετόχι τῆς Κρούμιτσας, στά ΒΔ τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω. Οἱ κύριοι κλάδοι τῆς οἰκονομίας ἐκεῖ ἦταν οἱ ἐλιές καί τά ἀμπέλια. Τά τρία-τέσσαρα τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τά πέρασε στό μοναστηριακό νοσοκομεῖο, γιατί ἔπασχε ἀπό χρόνιους ρευματισμούς, πού τόν ἔκαναν ἀνίκανο γιά κάθε εἴδους ἐργασία. Ἕνα χειμώνα ἔτυχε νά ἀρρωστήσει ὁ Γέροντας Σιλουανός ἀπό γρίπη καί ἔμεινε γιά ἕνα διάστημα στό νοσοκομεῖο. Τοῦ ἔδωσαν ἕνα «κρεβάτι» κοντά στόν πατέρα Σπυρίδωνα. Στό διπλανό διαμέρισμα ἔμενε τότε ἕνας διάκος. Μιά μέρα ὁ πατήρ Σπυρίδων καθόταν στό στρῶμα, γυρισμένος πρός τό κρεβάτι τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ. Αὐτός ἦταν ξαπλωμένος, ντυμένος μέ τό ζωστικό καί τή ζώνη, ὅπως συνηθίζουν οἱ μοναχοί τοῦ Ἄθω, γιά νά δείξουν τήν ἀδιάλειπτη ἑτοιμότητά τους μέρα καί νύχτα νά σηκωθοῦν γιά τήν προσευχή»[16]. Ὁ μοναχός κοιμᾶται ὅπως ὁ στρατιώτης στήν σκοπιά, μέ ὅλη του τήν ἐξάρτηση δηλαδή, ὥστε νά εἶναι ἕτοιμος νά σηκωθεῖ γιά προσευχή.
«Ὁ πατήρ Σπυρίδων μιλοῦσε γιά τήν προσευχή καί ὁ Γέροντας Σιλουανός ἄκουγε σιωπηλός. – Ἔτσι κρατᾶς, κρατᾶς τήν προσευχή∙ καί ὅμως, ὅταν ἀσχοληθεῖς μέ μιά δουλειά πού ἀπαιτεῖ νά σκεφτεῖς, τότε διακόπτεται ἡ προσευχή. Συμβαίνει νά πᾶς νά καθαρίσεις τίς ἐλιές καί, ὅταν βλέπεις τά κλαδιά καί σκέπτεσαι πῶς θά μποροῦσες νά τά κλαδέψεις καλύτερα, τότε χάνεις τήν προσευχή σου, ἔλεγε ὁ πατήρ Σπυρίδων. Σ’ αὐτά τά λόγια ἐπάνω, ὁ Γέροντας Σιλουανός σηκώθηκε ἀπό τό κρεβάτι, φόρεσε τά ἄρβυλά του καί τό ζεστό πανωφόρι του καί εἶπε γαλήνια, «σέ μᾶς δέν συμβαίνει ἔτσι», καί ἔφυγε ἀπό τό νοσοκομεῖο γιά τό κελλί του.
Κατάπληκτος ὁ πατήρ Σπυρίδων συνέχισε γιά λίγο νά κάθεται ἀπορώντας καί μετά πῆγε στό διπλανό διαμέρισμα καί διηγήθηκε στόν ἄρρωστο διάκο τή συνομιλία του μέ τόν Γέροντα Σιλουανό καί εἶπε: Ἅγιε διάκονε, ἐσεῖς ξερέτε καλά τόν πατέρα Σιλουανό. Πέστε μου τί σημαίνουν οἱ λέξεις: «σέ μᾶς δέν συμβαίνει ἔτσι;»· ὁ διάκος σιωποῦσε ·ὁ πατήρ Σπυρίδων συνέχισε: – Ἤ πλανᾶται ἤ εἶναι μεγάλος! Ὁ διάκος ξέροντας πώς ὁ πατήρ Σπυρίδων ἦταν ἔμπειρος ἀσκητής τοῦ λέει: – Πάτερ Σπυρίδων, ἐσεῖς ὁ ἴδιος μπορεῖτε νά καταλάβετε καλύτερα ἀπό μένα τί σημαίνουν αὐτά τά λόγια. Ὁ πατήρ Σπυρίδων κάθισε συλλογιζόμενος ἀκόμη λίγη ὥρα καί μετά σηκώθηκε λέγοντας: – Ναί, ἐκπληκτικό πράγμα!». Δηλαδή, εἶχε φτάσει σέ τέτοια ὑψηλά μέτρα ὁ Ἅγιος Σιλουανός πού δέν σταματοῦσε ποτέ ἡ προσευχή μέσα του. Εἶχε τήν αὐτενεργοῦσα προσευχή.
Καί θά ποῦμε λίγα λόγια τώρα γιά τήν προσευχή, τήν νοερά ἡσυχία καί τήν καθαρή προσευχή. «Ὅλη ἡ ζωή τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ ἦταν προσευχή. Προσευχόταν ἀδιαλείπτως ἀλλάζοντας στό πέρασμα τῆς μέρας ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις τόν τρόπο τῆς προσευχῆς. Ἔχοντας τό χάρισμα τῆς ἀνώτερης νοερῆς προσευχῆς ἀφιέρωνε σέ αὐτήν κυρίως τήν νύχτα. Μποροῦσε νά ἔχει ὅ,τι εὐνοεῖ αὐτό τό ἔργο, τέλεια σιγή καί σκότος». Τό σκοτάδι καί ἡ σιωπή βοηθᾶνε πολύ τήν νοερά προσευχή. «Τό ζήτημα τῶν εἰδῶν ἤ τρόπων τῆς προσευχῆς εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό κεφαλαιώδη προβλήματα τῆς ἀσκήσεως γενικότερα. Τέτοιο ἦταν καί γιά τόν Γέροντα καί γι’ αὐτό ἄς τό ἐξετάσουμε.
Οἱ τρεῖς τρόποι τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή εἶναι δημιουργία, δημιουργία πολύ ὑψηλή, δημιουργία καί ποίηση κατεξοχήν». Δέν εἶναι δηλαδή μιά κατάσταση, θά λέγαμε, ἀπραξίας, τεμπελιᾶς, πού ἁρμόζει σέ ἀργόσχολους. Ἀλλά εἶναι ὄντως μιά δημιουργία καί μία κατεξοχήν δραστήρια, γιά νά μήν ποῦμε ἡ πιό μεγάλη καί ἠ πιό ὑψηλή δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου. «Καί αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού παίρνει ἄπειρες μορφές. Παρά ταῦτα ὅμως ὑπάρχει δυνατότητα νά διακριθεῖ σέ εἴδη ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση ἤ τήν κατεύθυνση τῶν κύριων πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό κάνουν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη ἡ προσευχή συμπίπτει μέ τά στάδια τῆς φυσικῆς ἀναπτύξης τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἡ πρώτη κίνηση τοῦ νοῦ εἶναι πρός τά ἔξω. Δεύτερη εἶναι ἡ ἐπιστροφή πρός τόν ἑαυτό του καί τρίτη ἡ κίνηση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου πρός τόν Θεό»[17]. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι νήπιο πνευματικά μέ τόν νοῦ του πού εἶναι ἀτελής, στρέφεται πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα. Ὅταν ὡριμάσει λίγο περισσότερο, ἔρχεται στόν ἑαυτό του καί μετά ἡ τρίτη κίνηση, ἡ ὑψηλότερη, ὁ ἔσω ἄνθρωπος νά ἀνέβει στόν Θεό.
«Σύμφωνα μέ αὐτή τήν πορεία οἱ Ἅγιοι Πατέρες διακρίνουν τρεῖς τρόπους προσευχῆς: Ὁ πρῶτος, ἐξαιτίας τῆς ἀνικανότητας ἀκόμη τοῦ νοῦ νά ἀνέβει ἀμέσως στήν καθαρά ἔννοια τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν «φαντασία»». Ἡ πρώτη μορφή προσευχῆς ἔχει μέσα φαντασία. «Ὁ δεύτερος τρόπος προσευχῆς ἔχει χαρακτηριστικό τήν «νόηση» καί ὁ τρίτος», ὅταν ἀνεβαίνει ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος στόν Θεό «τόν βυθισμό στή «θεωρία»», στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. «Κυρίως ὀρθή καί καρποφόρο θεωροῦν οἱ Πατέρες τόν τρίτο τρόπο», ὅπου ὁ νοῦς ἀνεβαίνει στόν Θεό. «Λαμβάνοντας ὅμως ὑπόψη τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά προσεύχεται ἔτσι εὐθύς ἐξαρχῆς, ἀπό ὅταν ἀρχίσει νά ὁδεύει πρός τόν Θεό, θεωροῦν καί τούς δύο πρώτους τρόποyς φυσικούς καί ὠφέλιμους στόν καιρό τους. Συγχρόνως, ὅμως, ὑποδεικνύουν πώς, ἄν ὁ ἄνθρωπος μένει εὐχαριστημένος μέ τόν πρῶτο τρόπο προσευχῆς καί αὐτόν καλλιεργεῖ σ’ ὅλη του τή ζωή, τότε μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἐκτός ἀπό τήν στειρότητα, σοβαρά πνευματικά νοσήματα»[18]. Νά μείνει πνευματικά στεῖρος, νά μήν ἔχει καρπούς, ἀλλά καί ν’ ἀρρωστήσει. Γιατί εἴπαμε ὁ πρῶτος τρόπος συνδέεται μέ τήν φαντασία. Δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μείνει σ’ αὐτό τόν τρόπο.
«Ὅσο γιά τόν δεύτερο τρόπο προσευχῆς, παρότι ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τόν πρῶτο τρόπο, ἀποδίδει κι αὐτός λίγους καρπούς. Δέν ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἀδιάκοπο ἀγώνα κατά τῶν λογισμῶν καί δέν τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη οὔτε πολύ περισσότερο στήν καθαρή θεωρία»[19]. Εἶναι ὁ τρόπος πού συνδέεται μέ τήν νόηση, μέ τήν σκέψη. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόπος δέν καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς λογισμούς καί δέν φέρνει πολλούς καρπούς.
«Ὁ τρίτος, ὁ τελειότερος τρόπος προσευχῆς, συνδέεται μέ μιά τέτοια στάση τοῦ νοῦ μέσα στήν καρδιά, ὥστε νά παρίσταται ὁ προσευχόμενος μέ καθαρό νοῦ στόν Θεό ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι του πέρα ἀπό εἰκόνες καί παραστάσεις»[20], ὅταν ὁ νοῦς εἶναι στήν καρδιά καί ἀνεβαίνει στόν Θεό καθαρός, χωρίς φαντασίες, χωρίς παραστάσεις, χωρίς λογισμούς, τότε κάνει ὁ ἄνθρωπος σωστή προσευχή.
«Τό πρῶτο εἶδος προσευχῆς κρατᾶ τόν ἄνθρωπο σέ διαρκῆ παραπλάνηση, στόν κόσμο τῆς φαντασιοκοπίας. Τό θεῖο καί γενικά καθετί πνευματικό παίρνει διάφορες φανταστικές μορφές καί ὕστερα σιγά-σιγά καί ἡ πραγματική ζωή γεμίζει λίγο-λίγο ἤ λίγο-πολύ μέ φανταστικά στοιχεῖα»[21] καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται φαντασιοκόπος, φαντασιώνεται καί ζεῖ σ’ ἕναν κόσμο φανταστικό. Αὐτό βεβαίως εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο.
«Στόν δεύτερο τρόπο προσευχῆς οἱ ἐσωτερικές εἴσοδοι τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ εἶναι ἀνοικτές καί εὔκολα μποροῦν νά διεισδύσουν ξένα στοιχεῖα κάθε λογῆς. Καί αὐτό κάνει τόν ἄνθρωπο νά ζεῖ συνέχεια ἔκθετος στίς πιό διαφορετικές ἐπιδράσεις ἀπό τά ἔξω. Δέν μπορεῖ ὅμως νά ἐννοήσει τί ἀκριβῶς συμβαίνει ἀντικειμενικά μέσα του, δηλαδή πῶς ξεφυτρώνουν μέσα του ὅλοι αὐτοί oἱ λογισμοί καί οἱ πόλεμοι. Καί ἔτσι ἀποδεικνύεται ἀνίκανος νά ἀντισταθεῖ ὅπως πρέπει στήν ὁρμή τῶν παθῶν»[22], γιατί εἴπαμε αὐτή ἡ προσευχή συνδέεται μέ τήν διάνοια, μέ τήν σκέψη, μέ τήν νόηση. Δέν εἶναι ἐργασία εἰς βάθος, μέσα στήν καρδιά. Ἡ καρδιά, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, εἶναι ἡ πηγή τῶν λογισμῶν καί τό μέρος ὅπου κατοικοῦν τά πάθη καί ξεφυτρώνουν ὅλοι αὐτοί οἱ πόλεμοι[23].
«Σ’ αὐτό τό εἶδος τῆς προσευχῆς», τό δεύτερο εἶδος, πού εἴπαμε εἶναι διανοητική προσευχή, «ὁ ἄνθρωπος λαβαίνει κάποτε Χάρη καί φτάνει σέ μιά ἀγαθή κατάσταση. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἐσφαλμένης ἐσωτερικῆς καταστάσεώς του δέν μπορεῖ νά παραμείνει σταθερά σέ αὐτήν. Ἀφοῦ ἀπέκτησε ὁρισμένες θεολογικές γνώσεις καί μιά σχετικά καθώς πρέπει διαγωγή, ἱκανοποιημένος μέ αὐτή τήν κατάσταση παρασύρεται πρός τήν διανοητική θεολογία καί ὅσο προοδεύει στό εἶδος αὐτό τῆς θεολογίας, τόσο γίνεται δυσκολότερος ὁ ἐσωτερικός πόλεμος κατά τῶν λεπτῶν ψυχικῶν παθῶν, τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφάνειας∙ ἐπιδεινώνεται ἡ ἀπώλεια τῆς Χάρης καί ἐξασθενεῖ ἡ προσευχή»[24]. Εἶναι ἡ στοχαστική θεολογία, ἡ διανοητική θεολογία, ἡ ἐγκεφαλική θεολογία. Καί ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖ αὐτή τήν θεολογία, δέν μπορεῖ νά πολεμήσει τά λεπτά πάθη, τά ὁποῖα εἶναι ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια, πού εἶναι κορυφαῖα πάθη βεβαίως καί σκοτίζουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
«Αὐτό τό εἶδος τῆς προσευχῆς, πού ἔχει σάν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τήν συγκέντρωση τῆς προσοχῆς στόν ἐγκέφαλο στήν περαιτέρω ἐξέλιξή του ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο μᾶλλον σέ φιλοσοφικές θεωρίες, οἱ ὁποῖες, ὅπως καί ὁ πρῶτος τρόπος προσευχῆς, τόν εἰσάγουν σέ ἕναν φανταστικό κόσμο»[25]. Καί δυστυχῶς ἔχουμε πολλούς τέτοιους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι προφανῶς ἀσκοῦσαν αὐτό τό εἶδος προσευχῆς, τήν διανοητική προσευχή, καί κατέληξαν νά γίνουνε φιλόσοφοι τελικά, διανοούμενοι, καί νά φτιάξουν ἕναν φανταστικό κόσμο καί ὄχι νά βροῦν τόν ἀληθινό Θεό. Καί μιά τέτοιου εἴδους θεολογία πού πάει νά εὐδοκιμήσει καί στίς μέρες μας εἶναι ἡ λεγόμενη μεταπατερική θεολογία, πού εἶναι στοχαστική θεολογία, καί ἄν διαβάσει κανείς λίγο ἀπ’ αὐτά πού διαβάζουν καί λένε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, θά καταλάβει ὅτι μιλᾶνε ἀπό τό μυαλό τους καί ὄχι ἀπό τήν καρδιά τους. Καί γι’ αὐτό ὑπάρχει καί μεγάλη ἔπαρση, μεγάλη ὑπερηφάνεια. Γιατί ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἔτσι καί σκέφτεται ἔτσι καί θεολογεῖ μέ τήν διάνοια, αὐτός δέν μπορεῖ νά πολεμήσει τά λεπτά αὐτά πάθη.
«Στήν πραγματικότητα, αὐτό τό εἶδος τῆς ἀφηρημένης νοητικῆς φαντασίας εἶναι λιγότερο ἀφελές καί λιγότερο ἀπομακρυσμένο ἀπό τήν ἀλήθεια παρά τό πρῶτο». Ἀλλά δέν παύει κι αὐτό νά εἶναι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια. Τό πρῶτο εἶναι ἀκόμα πιό πολύ μακριά, γιατί εἴπαμε συνδέεται μέ τήν φαντασία. «Ὁ τρίτος τρόπος προσευχῆς, ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά, εἶναι γενικῶς ἡ φυσική θρησκευτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, πού ποθοῦμε, ζητοῦμε καί μᾶς δίνεται ἄνωθεν»[26]. Αὐτή εἶναι ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ νοῦ, ὅταν ὁ νοῦς ἑνώνεται μέ τήν καρδιά καί ἀνεβαίνει στόν Θεό.
«Τήν ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά τήν αἰσθάνεται καθένας ὅταν προσεύχεται προσεκτικά ἀπό καρδιᾶς». Τό αἰσθάνεται κανείς καί μπορεῖ νά τό πεῖ κιόλας μέ ἁπλότητα, ὅτι ἔκανα καλή προσευχή, τό αἰσθάνθηκα, ἀπό τήν καρδιά μου προσευχή, ὁ νοῦς ἑνώθηκε μέ τήν καρδιά. Καί βεβαίως τότε ἔχουμε καί τήν κατάνυξη καί τά δάκρυα. «Τήν γνωρίζει σέ ἀκόμα μεγαλύτερο βαθμό», τήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος ὅταν προσεύχεται ἀπό καρδιᾶς, «ὅταν τοῦ ἔρχεται ἡ κατάνυξη καί ἡ γλυκειά αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», ὅτι δηλαδή ὄντως ὁ Θεός τόν ἀγαπάει. «Τά δάκρυα κατανύξεως κατά τήν προσευχή εἶναι σίγουρη ἔνδειξη πώς ὁ νοῦς ἑνώθηκε μέ τήν καρδιά καί πώς ἡ παροῦσα προσευχή βρῆκε τόν πρῶτο τόπο της, τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἀναβάσεως πρός τόν Θεό. Νά γιατί ὅλοι οἱ ἀσκητές τιμοῦν τόσο πολύ τήν κατάνυξη. Μιλώντας, ὅμως, ἐδῶ γιά τόν τρίτο τρόπο προσευχῆς ἔχουμε ὑπόψη κάτι μεγαλύτερο». Ὄχι ἁπλῶς μία κατάνυξη, «ἀλλά νοῦ πού στέκεται μέσα στήν καρδιά μέ εὐκτική προσοχή»[27]. Νοῦς πού στέκεται μέσα στήν καρδιά μέ εὐκτική προσοχή! Προσεκτικά δηλαδή εὔχεται μέσα στήν καρδιά ὁ νοῦς.
«Χαρακτηριστικό ἀποτέλεσμα – ἰδιότητα αὐτῆς τῆς κινήσεως καί ἐγκατοικήσεως τοῦ νοῦ στά ἔσω εἶναι ἡ διακοπή τῆς ἐνέργειας τῆς φαντασίας καί ἡ ἀπαλλαγή τοῦ νοῦ ἀπό κάθε εἰκόνα πού βρίσκεται σέ αὐτόν». Ὅταν ὅμως μπεῖ στήν καρδιά, καθαρίζεται, μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅπως ἀκριβῶς τό φίδι πού θέλει ν’ ἀλλάξει δέρμα περνάει μέσα ἀπό πάρα πολύ στενές σχισμές καί ἔτσι ἀποβάλλει τό παλιό δέρμα. Ἔτσι καί ὁ νοῦς περνάει, στενεύεται, στενοχωρεῖται μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ ἀποβάλλει κάθε εἰκόνα, κάθε φαντασία καί ἔτσι κάνει ὁ ἄνθρωπος καθαρή προσευχή (καί βεβαίως καί κάθε λογισμό). «Ὁ νοῦς γίνεται τότε ὅλος ἀκοή καί ὅραση καί βλέπει καί ἀκούει κάθε λογισμό πού πλησιάζει ἀπό ἔξω, προτοῦ αὐτός μπεῖ μέσα στήν καρδιά»[28]. Λειτουργεῖ ἔτσι ὡς ἕνας ἐπίσκοπος, θά λέγαμε, ὁ νοῦς. Ἐπισκοπεῖ τήν καρδιά καί τήν προφυλάσσει ἀπό τούς ἐχθρούς, τούς λογισμούς.
«Ὅταν τελεῖ αὐτή τήν προσευχή ὁ νοῦς ὄχι μόνο δέν ἐπιτρέπει στούς λογισμούς νά μποῦν στήν καρδιά, ἀλλά καί τούς ἀπωθεῖ καί ἔτσι δέν ἀνακατεύεται ὁ ἴδιος μέ αὐτούς». Λειτουργεῖ ὡς ἕνας φύλακας τῆς καρδιᾶς. «Ἔτσι, κατορθώνει νά καταστέλλει τήν ἐνέργεια κάθε πάθους στήν ἐμβρυώδη κατάστασή του, στή γένεσή του. Τό ζήτημα αὐτό εἶναι πάρα πολύ βαθύ καί πολύπλοκο»[29] καί θά ποῦμε τήν ἄλλη φορά, πρῶτα ὁ Θεός, γι’ αὐτό τό θέμα, γιά τήν ἐξέλιξη δηλαδή τοῦ λογισμοῦ καί πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁ λογισμός διαμέσου αὐτοῦ τοῦ τρίτου εἴδους τῆς προσευχῆς, τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς μέσα στήν καρδιά. Ἐκεῖνο πού ἔχει τεράστια σημασία εἶναι ἀκριβῶς νά προλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος νά φονεύει τόν κακό λογισμό στό ξεκίνημά του, στήν ἐμβρυώδη του κατάσταση, ὅπως λέει ἐδῶ, ὅταν εἶναι ἀκόμη ἔμβρυο, ὅπως τό λέμε ἔτσι καί σέ ἕναν ψαλμό, «μακάριοι αὐτοί πού ἐδαφιούσι τά νήπιά σου πρός τήν πέτρα»[30]. Αὐτοί πού φονεύουν τά νήπια στήν πέτρα, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, καί τά νήπια εἶναι οἱ λογισμοί στήν ἐμβρυική τους μορφή. Γιατί θά πρέπει, ὅπως τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές, ἡ καρδιά νά μήν ἔχει κανέναν λογισμό μέσα της παρά μόνο τόν Χριστό. Τότε εἶναι καθαρή ἡ καρδιά. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό μέ τόν νοῦ τόν καθαρό καί μέ τά μάτια αὐτά τῆς ψυχῆς, πού οἱ Πατέρες μᾶς τά ὀνόμασαν νοῦ.
Τῷ δέ Θεῷ δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἰωάν. 14, 30.
[2] Ὅ.π.
[3] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[4] Γαλ. 1, 11.
[5] Ἰωάν. 10, 21.
[6] Ἰωάν. 10, 20.
[7] Ἰωάν. 7, 40.
[8] Ἰωάν. 7, 43.
[9] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[10] Πράξ. 26, 22.
[11] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[12] Σοφ.Σολ 2, 14.
[13] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Ὅ.π.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὅ.π.
[19] Ὅ.π.
[20] Ὅ.π.
[21] Ὅ.π.
[22] Ὅ.π.
[23] Πρβλ. Ματθ. 15, 19.
[24] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[25] Ὅ.π.
[26] Ὅ.π.
[27] Ὅ.π.
[28] Ὅ.π.
[29] Ὅ.π.
[30] Ψαλμ. 136, 9.