Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26ο.Ἡ ἀληθινή μας πατρίς
16. Ο Παράδεισος
Η απλή διήγησις από την ζωήν του Αββά Μακαρίου δεν φανερώνει μόνον το «μέγα χάσμα» το οποίον χωρίζει τους ανθρώπους της αδικίας (Παράβαλλε Λουκάς 16,26), την φρίκην, δηλαδή, της κολάσεως, αλλά υπονοεί και το μεγαλείον της δόξης των τέκνων της Βασιλείας του Θεού.
Οι κολασμένοι δεν θα βλέπουν ούτε το πρόσωπον του αδελφού των. Όμως, οι δίκαιοι, οι οποίοι θα ευρίσκωνται εις τον «κόλπον του Αβραάμ» (Λουκάς 16,22-23) θα μένουν πάντοτε «συν Κυρίω» (Α’ Θεσσ. 4,17) και θα αντικρύζουν το δοξασμένον Του πρόσωπον (Αποκ. 22,4. Α’ Κορινθίους 13,12. Α’ Ιωάννης 3,2. Παράβαλλε Ψαλμοί 16,15).
Ο Κύριος, λέγει ο Απόστολος Παύλος, θα έλθη «ενδοξασθήναι εν τοις Αγίοις αυτού και θαυμασθήναι εν πάσι τοις πιστεύσασιν», να δοξασθή μεταξύ των Αγίων Του και να θαυμασθή μεταξύ όλων των πιστών (Β΄ Θεσσαλονικείς 1,10).
Η σχέσις δε του Κυρίου μετά του λαού Του θα είναι τόσον στενή, ώστε να παρουσιάζεται η Εκκλησία ως η νύμφη, η «γυναίκα του Αρνίου», περιβεβλημένη την δόξαν Του (Αποκ. 21,9. Παράβαλλε Και Ματθαίος 22,1-14. Λουκάς 14,16-24). Αυτή είναι η «χαρά του Κυρίου μας», εις την οποίαν θα κληθούν να εισέλθουν οι δίκαιοι (Ματθαίος 25,21. Παράβαλλε Και Ρωμαίους 2,6-10. Ψαλμοί 15,11).Δια να δήλωση αυτήν την ανέκφραστον χαράν και μακαριότητα η αποκάλυψις του Ιωάννου αναφέρει ότι οι δίκαιοι θα φέρουν εις το μέτωπόν των «το όνομα του Θεού» (Αποκ. 22,4), θα μετέχουν δηλαδή, εις την θείαν δόξαν, «θα λάμπουν όπως ο ήλιος» (Ματθαίος 13,43).
Με τον τρόπον αυτόν θα ολοκληρωθή το έργον της σωτηρίας του ανθρώπου, την οποίαν ο Χριστός περιέγραψεν εις τους μαθητάς του και ιδιαιτέρως εις την προσευχήν Του προς τον Πατέρα:
«Εγώ εν τω Πατρί μου και σεις εν εμοί και εγώ εν υμίν» (Ιωάννης 14,20). «Εάν κανείς με αγαπά θα τήρηση τον λόγον μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν εις αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί του (μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν)» (Ιωάννης 14,23).
«Πάτερ άγιε, φύλαξε τους με την δύναμιν του ονόματος σου εκείνους τους οποίους μου έδωκες, δια να είναι ένα, όπως είμεθα ημείς» (Ιωάννης 17,11).
«Δεν σε παρακαλώ μόνον δι’ αυτούς αλλά και δι’ εκείνους οι οποίοι θα πιστεύσουν δια του λόγου των εις εμέ, δια να είναι όλοι ένα, καθώς συ, Πατέρα, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, ας είναι και αυτοί ένα εν ημίν, δια να πιστεύση ο κόσμος ότι συ με έστειλες. Εγώ τους έδωσα την δόξαν την οποίαν μου έδωκες, δια να είναι ένα όπως και ημείς είμεθα ένα. Εγώ είμαι εν αυτοίς και συ εν εμοί, δια να τελειοποιηθούν έως ότου γίνουν ένα (εις εν) και δια να γνωρίση ο κόσμος ότι συ με έστειλες και ότι τους ηγάπησες καθώς ηγάπησες εμέ. Πατέρα, θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι τους οποίους μου έδωκες, δια να βλέπουν την δόξαν την οποίαν μου έδωκες, επειδή με ηγάπησες πριν δημιουργηθή ο κόσμος. Πατέρα δίκαιε, ο κόσμος δεν σ’ εγνώρισε, εγώ, όμως, σ’ εγνώρισα και αυτοί εγνώρισαν ότι συ με έστειλες. Τους έκαμα γνωστόν το όνομα σου και θα το κάμω γνωστόν, δια να είναι μέσα των η αγάπη με την οποίαν με ηγάπησες και εγώ να είμαι μέσα των» (Ιωάννης 17,20-26).
17. Γρηγορείτε!
«Σαλπίσατε με σάλπιγγα εν Σιών, βροντοφωνήσατε εις το άγιόν μου όρος’ ας συγχυσθούν όλοι οι κάτοικοι της γης, διότι έφθασεν η ημέρα του Κυρίου, διότι είναι εγγύς» αναφωνεί ο προφήτης Ιωήλ (Ιωήλ 2,1).
Ο ίδιος δε ο Χριστός μας προειδοποιεί:
«να είσθε, λοιπόν, άγρυπνοι, διότι δεν γνωρίζετε ποίαν ώραν έρχεται ο Κύριος σας… Δια τούτο και σεις να είσθε έτοιμοι, διότι την ώραν την οποίαν δεν περιμένετε, θα έλθη ο Υιός του ανθρώπου».
Ποίος, λοιπόν, είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίον ο Κύριος Του διώρισεν επιστάτην των υπηρετών του, δια να φροντίζη να τους δίνη τροφήν την κατάλληλον ώραν; Μακάριος είναι ο δούλος εκείνος, ο οποίος, όταν έλθη ο Κύριος του, θα τον εύρη να κάμνη το έργον του. Αλήθεια, σάς λέγω θα τον διορίση επιστάτην εις όλα τα υπάρχοντα του.
Αλλ’ εάν είπη ο κακός εκείνος δούλος μέσα του, αργεί να έλθη ο Κύριος, και αρχίζει να κτυπά τους συνδούλους του, να τρώγη και να πίνη με μέθυσους, θα έλθη ο Κύριος του δούλου εκείνου την ημέραν την οποίαν δεν περιμένει και την ώραν την οποίαν δεν γνωρίζει και θα τον σχίση εις δύο και θα τον βάλη μαζί με τους υποκριτάς. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμον των δοντιών» (Ματθαίος 24,42-51).
Η προτροπή του Χριστού: Γρηγορείτε! απευθύνεται εις όλους ανεξαιρέτως τους Χριστιανούς· όχι εις ωρισμένην τάξιν, όπως υποστηρίζουν άνθρωποι της πλάνης. Τούτο καθίσταται φανερόν και από άλλα χωρία με το ίδιον περιεχόμενον.
Εις την παραβολήν των ταλάντων π. Χ. Βλέπομεν τον καθένα δούλον να λαμβάνη ωρισμένον αριθμόν ταλάντων με σκοπόν να εργασθή με ευσυνειδησίαν και επιμέλειαν δια να τα αύξηση. Όποιος αποδεικνύεται αντάξιος της εμπιστοσύνης του Κυρίου και αυξάνει το τάλαντον, το οποίον Εκείνος του έχει εμπιστευθή, επαινείται από τον Κύριον και χαρακτηρίζεται ως «δούλος αγαθός». Εκείνος, όμως, ο οποίος δεικνύει αμέλειαν και ραθυμίαν αποδοκιμάζεται και χαρακτηρίζεται ως «δούλος πονηρός» (Ματθαίος 25,14-30. Παράβαλλε Και Λουκάς 19,11-27).
Επίσης, η Αγία Γραφή αναφέρει ότι κάθε μέλος της Εκκλησίας λαμβάνει το ιδικόν του Ιδιαίτερον χάρισμα δια να το χρησιμοποίηση δια την οικοδομήν των αδελφών και της Εκκλησίας ολοκλήρου, όχι δια την ιδικήν του άνεσιν και το προσωπικόν του συμφέρον (Α’ Κορινθίους 12,4-31. 14,12).
Τοιουτοτρόπως, λοιπόν και εις το χωρίον Ματθαίος 24,42-51, όπως, άλλωστε, και εις το Λουκάς 12,35-48, ο Χριστός δεν αναφέρεται εις ιδιαιτέραν τάξιν πιστών, αλλά εις όλους τους Χριστιανούς.
Τον καθένα καλεί να διακονήση με το ιδικόν του τάλαντον τους αδελφούς και να μη το χρησιμοποίηση δια την προσωπικήν του καλοπέρασιν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, θα αναδειχθή «πιστός και φρόνιμος δούλος» και θα γίνη μέτοχος της Βασιλείας του Θεού (επιστάτης όλων των υπαρχόντων του). Αν, αντιθέτως, αδιαφορήση, θα αναδειχθή κακός δούλος, τον οποίον ο Κύριος θα καταδικάση εις καταδίκην αιώνιον. «Από τον καθένα εις τον οποίον εδόθη πολύ θα ζητηθή πολύ και από εκείνον εις τον οποίον ενεπιστεύθησαν πολλά, θα ζητηθούν περισσότερα» (Λουκάς 12,48).
Κανένας, λοιπόν, δεν είναι εκ των προτέρων «πιστός και φρόνιμος δούλος». Ο κάθε Χριστιανός πρέπει να άγρυπνη δια να γίνη εις τα μάτια του Θεού δούλος πιστός και αφοσιωμένος, γνήσιον τέκνον της Βασιλείας Του.
Αυτήν την εγρήγορσιν είχον οι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας εις ολόκληρον την ζωήν, μέχρι και της τελευταίας ακόμη πνοής των.
Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται εις τον προσωπικόν του αγώνα δια να κάμη κτήμα του την ανάστασιν του Χριστού και υπογραμμίζει:
«Όχι ότι επέτυχον ήδη τον σκοπόν μου ή ότι έχω ήδη γίνει τέλειος, αλλά τρέχω μήπως κάμω ιδικόν μου εκείνο, δια το οποίον και ο Ιησούς Χριστός με έκαμε ιδικόν του. Αδελφοί, εγώ δεν έχω ακόμη δια τον εαυτόν μου την ιδέαν ότι το έχω κάμει ιδικόν μου, αλλά ένα πράγμα κάμνω: Λησμονώ τα παλαιά και, προχωρώ προς εκείνα τα οποία είναι εμπρός, τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείον της επουρανίου κλήσεως του Θεού δια Χριστού Ιησού» (Φιλιππισίους 3,12-14).
Συγκινητικώτατον είναι εις το θέμα αυτό το παράδειγμα του Αββά Αγάθωνος, όπως το αναφέρει το «Γεροντικόν».
«Αυτός», λέγει, «προσεπάθει να εκτέλεση όλας τας εντολάς· και εάν επερνούσε το πλοίον, πρώτος έπαιρνε το κουπί* και όταν τον επλησίασαν αδελφοί, εκείνος σταματούσε αμέσως την προσευχήν και τους παρέθετε τράπεζα, διότι ήτο γεμάτος αγάπην.
Όταν επρόκειτο να πεθάνη, έμεινε τρεις ημέρας με ανοιγμένα τα μάτια, χωρίς να τα κινή καθόλου. Τότε τον σκούντησαν οι αδελφοί και του είπον:
Αββά Αγάθων που είσαι; Και εκείνος τους απήντησε:
Ίσταμαι ενώπιον του κριτηρίου του Θεού. Του λέγουν:
Και συ, πάτερ, φοβάσαι; Τότε εκείνος τους απαντά:
Έως τώρα κατηνάλωσα τας δυνάμεις μου δια να φυλάξω τας εντολάς του Θεού. Είμαι, όμως, άνθρωπος. Που ξέρω αν το έργο μου έχει φανή ευάρεστον εις τον Θεόν;
Τότε του λέγουν οι αδελφοί:
Δεν πιστεύεις εις το έργον σου, ότι ήτο σύμφωνον με το θέλημα του Θεού;
Και ο γέρων τους απαντά:
Δεν ξεθαρρεύω, έως ότου συναντήσω τον Θεόν. Διότι το κριτήριον του Θεού είναι διαφορετικόν από το κριτήριον των ανθρώπων.
Την στιγμήν κατά την οποίαν ήθελαν να τον ερωτήσουν και κάτι άλλο, τους λέγει:
εξασκηθήτε εις την αγάπην, μην ομιλήτε άλλο μαζί μου, διότι έχω δουλειά.
Και τοιουτοτρόπως ετελειώθη με χαράν. Διότι τον έβλεπον να ανέρχεται (αναγόμενον) όπως ακριβώς αποχωρίζεται κανείς και ασπάζεται τους φίλους του και τα αγαπητά του πρόσωπα.
Είχε δε εις όλα μεγάλην εγρήγορσιν και έλεγε ότι χωρίς μεγάλην ελεημοσύνην ο άνθρωπος δεν κατορθώνει ούτε μίαν αρετήν».
Το παράδειγμα του Αββά Αγάθωνος μας θυμίζει την χαρακτηριστικήν εκείνην ευχήν από το ιερόν μυστήριον του ευχελαίου, η οποία επαναλαμβάνει τους προφητικούς λόγους:
«Εάν έλθης εις κρίσιν με τους δούλους σου, δεν θα ευρέθη κανείς καθαρός από ρύπον, αλλά κάθε στόμα θα κλείση και δεν θα έχη κάτι να απολογηθή, διότι όλαι αι δίκαιαι πράξεις μας εμπρός εις τον Θεόν είναι ως βρώμικον ρούχον. Δι’ αυτόν τον λόγον, Κύριε, μη θυμηθής αμαρτίας νεότητας μας» (Παράβαλλε Ησαΐας 64,6).
«Ημαρτήσαμεν, ηδικήσαμεν, παρενομήσαμεν, απεμακρύνθημεν από τας εντολάς Σου και από τα προστάγματα Σου», ομολογεί ο προφήτης Δανιήλ ενώπιον του Θεού. (Δανιήλ 9,5. Παράβαλλε Παροιμίες 20,9).
18. Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση)
«Εκείνος ο οποίος νομίζει ότι στέκεται, ας προσέξη μήπως πέση» (Α’ Κορινθίους 10,12). Ο άνθρωπος πρέπει να έχη την συναισθησιν, ότι μόνον το έλεος του Θεού τον σώζει. Όμως, η συναίσθησις αυτή δεν σημαίνει κατάστασιν παθητική ν. Μεταφράζεται εις εγρήγορσιν και εις αγώνα.
Ο προφήτης Ιεζεκιήλ λαμβάνει την εντολήν να διακήρυξη ότι ο Θεός επιθυμεί διακαώς την επιστροφήν του αμαρτωλού ότι ο καθένας όστις θα επιστρέψη από την αμαρτωλήν του ζωήν θα ζήση, δεν θα υπολογισθούν αι προηγούμεναι αμαρτίαι του* ότι, αντιθέτως, αν ένας ευσεβής άνθρωπος στηριχθή εις την δικαιοσύνην του και αμαρτήση, θα καταδικασθή, χωρίς να τον ωφελήση εις τίποτε η προηγουμένη ενάρετος ζωή του.
«Όντως ελαλήσατε λέγοντες:
Αι πλάναι μας και αι αμαρτίαι μας είναι επάνω μας και λειώνομε εξ αιτίας των και πώς θα ζήσωμεν;
Είπε, λοιπόν, εις αυτούς: Ζω εγώ, τάδε λέγει Κύριος δεν επιθυμώ τον θάνατον τον αμαρτωλού,
θέλω να επιστρέψη ο ασεβής από την οδόν τον και να ζη. Επιστρέψατε, επιστρέψατε από την οδόν σας’ διατί αποθνήσκετε, οίκος Ισραήλ;
Είπε εις τους υιούς του λαού σου: Η δικαιοσύνη του δικαίον δεν θα τον απαλλάξη από την τιμωρίαν
την ημέραν που θα αμαρτήση. Και η ανομία του αμαρτωλού δεν θα τον βλάψη την ημέραν που θα απομακρυνθή από τας ανομίας του. Και ο δίκαιος δεν θα δυνηθή να σωθή, (εάν αμαρτήση).
Εάν είπω εις τον δίκαιον ότι θα ζήση, στηριχθή εις την δικαιοσύνην του, και αμαρτήση, όλαι αι δικαιοσύναι του δεν θα μνημονευθούν θα αποθάνη εν τη αδικία την οποίαν έπραξε. Και όταν λέγω εις τον άσεβη ότι ασφαλώς θα αποθάνη, όμως απομακρυνθή από τας αμαρτίας του πράξη κρίμα και δικαιοσύνην, επιστρέψη το ενέχυρον, ανταπόδοση το κλεμμένο, και πορεύεται συμφώνως προς τα παραγγέλματα της ζωής ώστε να μη διαπράττη αδικίαν, εξάπαντος θα ζήση, δεν θα αποθάνη» (Ιεζ. 33,10-15).
Ο πιστός λοιπόν, οσονδήποτε και αν είναι προχωρημένος εις την πνευματικήν ζωήν, καλείται εις διαρκή αγώνα.
Πόσον αντίθετος, πράγματι, είναι η συμπεριφορά μερικών αιρετικών, οι οποίοι διακηρύσσουν ότι είναι σωσμένοι! Ποτέ δεν κατενόησαν τους λόγους της Αγίας Γραφής. «Με φόβον και τρόμον να κατεργάζεσθε την σωτηρίαν σας!» (Φιλιππισίους 2,12. Ιδέ και 3,8-12).
Με κόπον λοιπόν, και με μόχθον πρέπει να φροντίζωμεν δια την σωτηρίαν μας. Αυτό πρέπει να αποτελέση δι’ ημάς μόνιμον ιδιότητα. Όμως, στήριγμα μας και ελπίδα μας δεν είναι αι τυχόν αρεταί, έστω και αν τας εξασκήσωμεν εις ολόκληρον την ζωήν μας.
Μοναδική ελπίς παραμένει το έλεος και η αγάπη του Θεού, ο οποίος σώζει κάθε επιστρέφοντα αμαρτωλόν, χωρίς να υπολογίζη καθόλου το παρελθόν του, όπως επίσης καταδικάζει τον καθένα ο οποίος θα αστοχήση εις την πνευματικήν ζωήν, στηριζόμενος εις την προηγουμένην αρετήν του, δηλαδή εις τον εαυτόν του και όχι εις το έλεος και την αγάπην του Θεού Πατρός.
19. Έρχου, Κύριε, Ιησού!
Ο Κύριος θα έλθη και θα συμβασιλεύσωμεν μαζί Του- όχι, βεβαίως, εις μίαν Βασιλείαν υλικήν, όπως υποστηρίζουν άνθρωποι της πλάνης, αλλά εις Βασιλείαν πνευματικήν (Ματθαίος 22,29-30. Ιωάννης 18,36. Ρωμαίους 14,17. Α’ Κορινθίους 6,13. 15,51-53. 2,9 κ.α.).
Και εάν ακόμη δεν γνωρίζωμεν πότε θα έλθη ο Κύριος, καθήκον μας είναι να εργασθώμεν δια να επιταχυνθή η έλευσίς Του. Οφείλομεν, δηλαδή, να δώσωμεν την μαρτυρίαν του ευαγγελίου εις «όλην την Οικουμένην», προετοιμάζοντες τον ερχομόν του Χριστού (Ματθαίος 24,14. Μάρκος 13,10).
Ο κάθε Χριστιανός ευρίσκεται εις κατάστασιν αναμονής. Η Εκκλησία είναι η αγνή νύμφη, η οποία με λαχτάραν περιμένει την άφιξιν του Νυμφίου της, ο οποίος είναι «ο Ων και ο ην και ο ερχόμενος», αυτός ο οποίος υπάρχει, εκείνος ο οποίος υπήρχε και ο οποίος έρχεται (Αποκ. 1,8. Παράβαλλε Έξοδ. 3,14).
Και η αναμονή αυτή στηρίζεται εις βεβαίαν ελπίδα, εις την ιδίαν την υπόσχεσιν του ουρανίου Νυμφίου: «Ναι, έρχομαι ταχύ!».
«Αμήν, ναι έρχου Κύριε Ιησού», είναι η απάντησις της Εκκλησίας και του κάθε πιστού (Αποκ. 22,20).
http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/26.htm#16.