Σήμερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ποῦμε τό κεφάλαιο ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό πού ἔχει τίτλο «Σκέψεις γιά τήν ἐλευθερία.
Διηγηθήκαμε πιό πάνω τήν συνομιλία τοῦ Γέροντα μέ κάποιο νεαρό φοιτητή, πού κάνει φανερές σ’ ἕνα σημεῖο καί τίς ἀπόψεις του γιά τήν ἐλευθερίa»[1]. Καί μέ λίγα λόγια πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ Γέροντας πίστευε, ὅτι ἡ ἐλευθερία ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅπου ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, στόν ἄνθρωπο πού ἐνεργεῖ, αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινά ἐλεύθερος. Ἀλλά γιά νά ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα στόν ἄνθρωπο προϋποτίθεται, εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση, ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός.
Ἐδῶ «συμπληρωματικά», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «θέλουμε νά ἀναφέρουμε καί μερικές ἄλλες σκέψεις πού ἀκούσαμε ἀπό τόν ἴδιο καί ἄλλες πού βρήκαμε στά γραπτά του, σέ μία ὅμως γλώσσα, πού γιά τούς περισσοτέρους εἶναι ἀκατανόητη»[2]. Γιατί ἡ γλώσσα τοῦ Γέροντα, τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, εἶναι γλώσσα ἐμπειρική. Εἶναι κείμενα ἤ λόγοι πού πηγάζουν ἀπό τήν ἐμπειρία καί κανείς δέν καταλαβαίνει -ἄν δέν ἔχει κι αὐτός λίγο γευτεῖ- αὐτά πού ἔχει ζήσει ὁ Ἅγιος.
«Ἡ ζωή τοῦ Γέροντα πέρασε κυρίως μέσα στήν προσευχή· καί ὁ νοῦς πού προσεύχεται δέν σκέφτεται, ἀλλά ζεῖ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ προσευχομένου νοῦ δέν εἶναι χειρισμός ἀφηρημένων ἐννοιῶν, ἀλλά συμμετοχή στήν ὕπαρξη»[3], στήν ὄντως Ὕπαρξη, στόν ὄντως Ὄντα, πού εἶναι ὁ Θεός. Καί μετέχοντας στόν Θεό ὑπάρχει καί ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Γέροντας δέν σκεφτόταν, δέν στοχαζόταν φιλοσοφικά. Οἱ φιλόσοφοι σκέφτονται, καί μέ βάση τή λογική διατυπώνουν διάφορες θεωρίες καί καταλήγουν σέ κάποια συμπεράσματα. Ὁ Γέροντας ζοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ζοῦσε τόν Θεό καί μέ τήν λογική του, μέ τήν σκέψη του, φανέρωνε αὐτά πού ζοῦσε. Καί αὐτή εἶναι ἡ σωστή, θά λέγαμε, θέση καί λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, τῆς διανοίας, τῆς σκέψης, νά ὑπηρετεῖ τόν νοῦ, νά ὑπηρετεῖ τήν καρδιά, νά ὑπηρετεῖ δηλαδή τήν ἀνώτερη δύναμη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος καί λέγεται νοῦς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά βλέπει τόν Θεό, νά ζεῖ τόν Θεό, νά ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Καί τίς ἐμπειρίες πού ἔχει ὁ νοῦς, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τίς περιγράφει μέ τόν λόγο, μέ τήν σκέψη, μέ τόν ἔναρθρο λόγο καί μέ τόν γραπτό λόγο, τά ὁποῖα βεβαίως τά κάνει διά τῆς διανοίας, διά τοῦ ἐγκεφάλου.
«Ἕνας νοῦς πού προσεύχεται ἀληθινά δέν ἀσχολεῖται μέ ὀρθολογικές κατηγορίες, ἀλλά μέ κατηγορίες ποιοτικά διαφορετικές. Τέτοιες κατηγορίες εἶναι ἡ ἐνεργητική ὕπαρξη, πού δέν μπορεῖ νά περιληφθεῖ στά στενά πλαίσια τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν»[4]. Ὁ φιλόσοφος ἀσχολεῖται μέ ἔννοιες, μέ σκέψεις, διανοεῖται. Ἐνῶ ὁ Ἅγιος ἀσχολεῖται μέ ἄλλου εἴδους κατηγορίες, λέγει ἐδῶ πέρα, καί κυρίως μέ τήν ἐνεργητική ὕπαρξη, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά περιληφθεῖ στίς ἀφηρημένες ἔννοιες. Ἡ ὕπαρξη, τό βίωμα δηλαδή, δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔννοια, εἶναι μιά ἐμπειρία. Εἶναι κάτι ἄλλο, ἀνώτερη ποιότητα.
«Ό Γέροντας δέν ἦταν φιλόσοφος μέ τήν συνηθισμένη σημασία τῆς λέξεως, ἀλλά πραγματικά σοφός καί εἶχε γνώση γιά τά πράγματα πού ξεπερνοῦν τά ὅρια τῆς φιλοσοφίας. Ἄς πάρουμε σάν παράδειγμα τήν πεῖρα τῆς «μνήμης τοῦ θανάτου». Μέ τόν ὅρο αὐτό ἡ ἀσκητική γραμματεία τῶν Πατέρων ἐννοεῖ ὄχι τήν συνηθισμένη συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν θνητότητά του, δηλαδή τήν ἁπλή σκέψη πώς θά πεθάνουμε, ἀλλά μιά ἰδιαίτερη πνευματική αἴσθηση, πού ἐμπνέεται ἀπό τήν Χάρη»[5]. Ἔχουμε ἀκούσει τόν ὅρο μνήμη θανάτου, ὅτι πρέπει νά ἔχουμε μνήμη θανάτου, νά θυμόμαστε τόν θάνατο. Ἀλλά τί σημαίνει αὐτό; Ὄχι ἁπλῶς διανοητικά νά θυμᾶσαι ὅτι θά πεθάνεις κάποια στιγμή, ἀλλά εἶναι οὐσιαστικά ἕνα χάρισμα κι αὐτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιά πνευματική αἴσθηση ἰδιαίτερη.
«Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀρχίζει μέ τήν συναίσθηση τῆς συντομίας τῆς ἐπίγειας ὕπαρξής μας», ὅτι εἶναι πολύ σύντομη δηλαδή ἡ ἐπίγεια ὕπαρξή μας. Ἀπό κεῖ ἀρχίζει ἡ ἐμπειρία τῆς μνήμης τοῦ θανάτου. «Ἄλλοτε ἀδυνατίζοντας κι ἄλλοτε δυναμώνοντας, γίνεται τελικά βαθύ αἴσθημα τῆς φθορᾶς καί τῆς παροδικότητας καθετί τοῦ ἐπίγειου, πού μεταβάλλει ἔτσι τήν στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σέ ὁτιδήποτε ὑπάρχει στόν κόσμο»[6]. Δηλαδή ἔχοντας τήν μνήμη θανάτου, τήν πραγματική μνήμη θανάτου, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν φθορά καί τήν παροδικότητα τῶν πάντων∙ ὅτι ὅλα δηλαδή εἶναι πρόσκαιρα, προσωρινά, ἔχουνε ἡμερομηνία λήξης καί μάλιστα σύντομα! Ὅλα ἀλλάζουν. Καί ἔτσι ἀλλάζει καί ὁ ἄνθρωπος τήν στάση του ἀπέναντι στά πράγματα καί σέ καθετί, γιατί ὅλα πλέον τά βλέπει μέ τόν φακό θά λέγαμε, μέ τό πρίσμα αὐτό τῆς μνήμης τοῦ θανάτου. Καί ὅλα πλέον, θά λέγαμε, τοποθετοῦνται σωστά ἀπέναντί του. Τά ἀξιολογεῖ σωστά καί ὁ ἴδιος τοποθετεῖται σωστά, ὅπως πρέπει νά τοποθεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι στά κτίσματα καί νά μήν τά θεοποιεῖ οὔτε νά τά θεωρεῖ ὑπεραξίες, ἀλλά κάτι τό ὁποῖο πολύ γρήγορα θά παρέλθει.
«Ὅσα δέν μένουν αἰώνια χάνουν γι’ αὐτόν τήν ἀξία τους κι ἐμφανίζεται ἡ συναίσθηση πώς ὅλα τά γήινα ἀποκτήματα εἶναι μάταια»[7]. Γι’ αὐτό, βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι μακριά ἀπό αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, ἔχουνε μεγάλη προσκόλληση στά ὑλικά πράγματα∙ στήν κληρονομιά πού περιμένουνε καί δέν τούς ἦρθε. Καί μπορεῖ νά ἔχουνε μίσος μετά γιά τήν μητέρα τους, γιά τόν πατέρα τους, πού δέν τούς ἄφησε αὐτό πού περίμεναν ἤ πού τούς ἀδίκησε. Καί νά πάσχουν μιά ζωή γι’ αὐτό καί νά χωρίζονται καί ἀπό τούς δικούς τους, γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχουνε αὐτή τήν μνήμη τοῦ θανάτου. Καί δέν βλέπουνε διαμέσου αὐτῆς τῆς μνήμης τήν παροδικότητα ὅλων, τήν φθαρτότητα καί τήν προσωρινότητα.
«Ἡ προσοχή τοῦ νοῦ φεύγει ἀπό τόν ἐξωτερικό κόσμο πού τόν περιβάλλει». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν μνήμη τοῦ θανάτου, ὁ νοῦς πλέον δέν προσέχει τά ἔξω, τά ἐξωτερικά, «συγκεντρώνεται πρός τά μέσα, ὅπου ἡ ψυχή ἀντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τήν ἀκατάληπτη ἄβυσσο τοῦ σκότους. Αὐτό τό θέαμα τρομάζει τήν ψυχή μά καί γεννᾶ σύντονη προσευχή, πού διαρκεῖ συνεχῶς, μέρα καί νύχτα»[8]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεῖ τήν φθαρτότητα, τήν προσωρινότητα, ὅτι ὅλα ἔχουν ἕνα τέλος, στρέφεται πρός τά μέσα. Καί τότε βλέπει τήν ἄβυσσο τοῦ σκότους. Βλέπει δηλαδή ὅτι, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν βρεῖ κάτι πού δέν εἶναι φθαρτό, πού δέν εἶναι θνητό, πού δέν εἶναι προσωρινό, χάνεται στό σκοτάδι τό βαθύ, τό ἄπειρο. Ὁπότε μετά ἀναγκαστικά ὁ λογικός ἄνθρωπος, ὁ σωστός, τί θά κάνει; Θά ἀναζητήσει τόν Θεό πού εἶναι ὁ μόνος ἄφθαρτος, αἰώνιος, ἄπειρος, ἀτελεύτητος, ἀπό τόν Ὁποῖο μπορεῖ νά κρατηθεῖ.
«Ὁ χρόνος χάνει τήν διάστασή του στήν ἀρχή ὄχι διότι ἡ ψυχή εἶδε τό φῶς τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἀλλά ἀντίθετα ἐπειδή τό αἴσθημα τοῦ αἰώνιου θανάτου καταβρόχθισε τά πάντα»[9]. Βιώνει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος αὐτή θά λέγαμε τήν κόλαση, αὐτό τό βαθύ αἴσθημα ἄς ποῦμε τῆς μοναξιᾶς, πού δέν ἔχει πλέον νά κρατηθεῖ ἀπό τίποτε ἀπό αὐτά πού βλέπει γύρω του!
«Τελικά, ἀφοῦ περάσει πολλά καί διάφορα στάδια, ἡ ψυχή μπαίνει μέ τήν ἐπενέργεια τῆς Χάρης στή σφαίρα τοῦ ἄναρχου Θείου φωτός». Ἀφοῦ καθαριστεῖ, ἀφοῦ ὑπερβεῖ τά γήινα, ἀφοῦ καταφρονήσει ὅλα τά ἄρρωστα, τά ὁποῖα ἀγαπᾶνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, δηλαδή τίς ἄρρωστες τρεῖς ἀγάπες: τήν ἀγάπη γιά τήν ἡδονή, γιά τά ὑλικά πράγματα καί γιά τήν μάταιη δόξα, τότε ἀρχίζει νά μπαίνει στή σφαίρα τοῦ Θείου φωτός, ἀναζητώντας τόν Θεό. Μπαίνει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ. «Αὐτό ὅμως δέν εἶναι φιλοσοφική «ὑπέρβαση», ἀλλά ἡ ζωή στήν πραγματική της ἐκδήλωση, πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό διαλεκτικές ἀποδείξεις»[10], ἀπό ἀποδείξεις δηλαδή τῆς λογικῆς. Ὁ ἄνθρωπος δέν φτάνει στόν Θεό μέ τήν λογική, μέ συλλογισμούς, μέ σκέψεις, μέ ἀποδείξεις τῆς λογικῆς, ἀλλά ὅταν καθαρίσει τήν καρδιά του. Τότε, περνάει ἀπό τήν ἄβυσσο τοῦ σκότους στήν περιοχή τοῦ Θείου φωτός. Ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δηλαδή καί φωτίζει τά σκοτάδια του. Καί ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀπό ποῦ νά πιαστεῖ, βρίσκει τήν πηγή τῆς ζωῆς.
«Γνώση ἀπροσδιόριστη, ἀναπόδεικτη, ἀνεκδήλωτη. Παρόλο ὅμως πού εἶναι ἀπροσδιόριστη, ὅπως ἡ πραγματική ζωή, εἶναι ἀσύγκριτα πιό δυνατή καί πιό πειστική ἐσωτερικά ἀπ ὅ,τι ἡ πιό ἄψογη ἀφηρημένη διαλεκτική». Ἡ γνώση πού εἶναι ἀπό ἐμπειρία, αὐτό πού ζοῦμε δηλαδή, πού βιώνουμε, εἶναι κάτι πού δέν προσδιορίζεται εὔκολα. Τί εἶναι ἡ ζωή; Τό ξέρω, τό αἰσθάνομαι ὅτι ζῶ, ἀλλά τί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ζωή δέν ξέρω. Εἶναι ἕνα μυστήριο. Ἀλλά εἶναι πολύ πιό ἔντονο καί βέβαιο καί πειστικό ἐσωτερικά ἀπό ὁποιαδήποτε λογική, ἀφηρημένη διαλεκτική διαδικασία καί ὁποιοδήποτε λογικό συμπέρασμα.
«Προσευχόταν ὁ Γέροντας: «Κύριε, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λησμονήσει Σέ τόν Δημιουργό τους, καί ζητοῦν τήν ἐλευθερία τους∙ δέν καταλαβαίνουν ὅτι Σύ εἶσαι ἐλεήμων καί ἀγαπᾶς τούς μετανοούντας ἁμαρτωλούς καί δίνεις σ’ αὐτούς τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος»[11]. Προσέξτε πόσο ὡραῖα τά συνδέει ὁ Γέροντας! Ἀπό τή μιά μεριά οἱ ἄνθρωποι, λέει, Σέ ἔχουνε λησμονήσει καί ζητᾶνε τήν ἐλευθερία τους. Νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι μακριά ἀπό τόν Θεό θά βροῦν τήν ἐλευθερία!
«Ὅταν προσευχόταν στόν παντογνώστη Θεό ὁ Γέροντας, δέν πολυλογοῦσε καί δέν ἐπεξηγοῦσε στόν Κύριο τίς σκέψεις του. Οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν τήν ἐλευθερία τους. Δηλαδή ἔξω ἀπό τόν Θεό, ἔξω ἀπό τήν ἀληθινή ζωή, ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει, γιατί ἡ ἐλευθερία βρίσκεται μόνο ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει θάνατος, ἀλλά αἰώνια ὕπαρξη, δηλαδή κοντά στόν Θεό». Γι’ αὐτό λέει στή συνέχεια ὁ Ἅγιος: «Ἐσύ εἶσαι ἐλεήμων καί τούς δίνεις τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[12]. Βλέπετε; Τά συνδέει, καί ἔτσι εἶναι. Θέλεις τήν ἀληθινή ἐλευθερία; Μήν τήν ψάχνεις ἔξω ἀπό τήν Ζωή πού εἶναι ὁ Θεός: «ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή»[13]. Δέν τό καταλαβαίνουνε, λέει, οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι! Ἐνῶ Ἐσύ τούς ἀγαπᾶς καί ὅταν μετανοοῦν, ὁπότε Σέ ζητᾶνε καί Σέ θέλουν (αὐτό σημαίνει μετανοῶ), τότε τούς δίνεις τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τούς δίνεις αὐτό πού ζητᾶνε, τήν ἐλευθερία. Γιατί;
«Ὅταν πάρει ὁ ἄνθρωπος τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δωρίζει ὁ Θεός, τότε γίνεται ἀληθινά ἐλεύθερος. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία»[14]». Τό λέει πάλι τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν Β΄ πρός Κορινθίους, διά στόματος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου. Καί «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας»[15]»[16]. Ὑπάρχει ἐλευθερία στήν ἁμαρτία; Ὄχι, δουλεία ὑπάρχει. Καί ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο ψέμα τοῦ διαβόλου, πού ὑποβάλλει στούς ἀνθρώπους τήν ἰδέα ὅτι «φύγε ἀπό τόν Θεό, ἔλα σέ μένα καί θά ἔχεις τά πάντα ἐλεύθερα, θά μπορεῖς νά κάνεις ὅ,τι θέλεις..». Καί μᾶς σκλαβώνει διά τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου, πού εἶναι ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Καί γι’ αὐτό βλέπουμε, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέχρι νά ἔρθει ὁ Χριστός καί νά κατέβει στόν Ἅδη, νά συντρίψει τήν φυλακή τοῦ Ἅδου, ἤτανε δέσμιοι τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου. Ὅλοι πήγαιναν στόν Ἅδη.
«Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας· ὁ δέ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τόν αἰῶνα· ὁ υἱός μένει εἰς τόν αἰῶνα· ἐάν οὖν ὁ υἱός ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε»[17], λέει στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Μόνο ἄν μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός, καί ὁ Χριστός βεβαίως μᾶς ἐλευθέρωσε μέ τήν θεία οἰκονομία Του, ἀλλά αὐτή ἡ ἐλευθερία ἡ γενική πρέπει νά γίνει καί προσωπική, γιά νά γίνει καί στόν καθένα μας κτῆμα, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τό δικό μας τό αὐτεξούσιο, ἄν ἐμεῖς θά κινηθοῦμε νά πάρουμε αὐτή τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ. «Στήν προσευχή ποῦ παραθέσαμε πιό πάνω ἡ ὑπαρξιακή ἤ, ὅπως τήν ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἡ «ἔμπειρη» γνώση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας εἶναι ἐξαιρετικά βαθειά. Ἐκεῖνος ἤξερε ἀπό ὅλη τήν ψυχή του πώς ἡ πραγματική δουλεία εἶναι μόνο μία, ἡ δουλεία στήν ἁμαρτία, καί ἡ ἀληθινή ἐλευθερία εἶναι μόνο μία, ἡ ἀνάσταση κοντά στόν Θεό. Καί ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἀξιώθηκε νά βιώσει τήν ἐν Χριστῷ ἀνάστασή του, ὅλα μέσα του εἶναι παραμορφωμένα ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί ἑπομένως ἀπό τήν δουλεία στήν ἁμαρτία»[18]. Ὁ θάνατος ἦταν ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό τήν στιγμή πού νικήθηκε διά τοῦ Χριστοῦ μας, ἔπαψε νά εἶναι ἐχθρός. Ὅμως καί σήμερα παραμένει ἐχθρός καί φοβερός γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι μέ τόν Χριστό. Καί βλέπουμε, πῶς αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τρέμουν τόν θάνατο! Γιά ὅλα μπορεῖ νά κομπάζουν καί νά λένε ὅτι τά ἔχουν ὑπερβεῖ ὅλα τά ταμπού κ.λ.π., ἀλλά στόν θάνατο ὅμως ὅλοι σηκώνουν τά χέρια ψηλά καί λένε «μή μιλᾶς γι’ αὐτό, χτύπα ξύλο» καί ἄλλα ἀνόητα πράγματα. Γιατί ὅμως αὐτό; Καί τί φανερώνει αὐτό; Φανερώνει ὅτι ἀκόμα δέν εἶναι ἐλεύθεροι∙ εἶναι ὑποδουλωμένοι στόν φόβο τοῦ θανάτου καί στήν δουλεία ἑπομένως τῆς ἁμαρτίας.
«Καί ἀπό ὅσους δέv γνώρισαν ἀκόμα τήν Χάρη τῆς ἀναστάσεως μόνο ἐκεῖνοι ξεφεύγουν ἀπό αὐτή τήν παραμόρφωση, αὐτοί γιά τούς ὁποίους ἐλέχθη: «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες»[19]»[20], ὅπως τό ἄκουσε καί ὁ Θωμᾶς. Δηλαδή μπορεῖ νά μήν ἔχεις φτάσει νά δεῖς τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο Φῶς, πού εἶχε φτάσει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, νά ἔχεις ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, νά ἔχεις φτάσει στήν θεοπτία, στήν θέωση, νά ἔχεις βιώσει τήν ἀνάσταση τήν ὑπαρξιακή, μπορεῖς ὅμως νά ὑπερβεῖς τήν δουλεία στόν θάνατο καί στήν ἁμαρτία διά τῆς πίστεως. «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες»[21]. Θά μποροῦσε ὁ Θωμᾶς δηλαδή νά πιστεύσει στά λόγια τῶν Ἀποστόλων πού τοῦ εἶπαν ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἀκόμα κι ἄν ὁ ἴδιος δέν Τόν εἶχε δεῖ τόν Χριστό. Ἀλλά τό εἶπε ὁ Κύριος καί μποροῦμε νά τό κάνουμε, νά ὑπερβαίνουμε αὐτή τήν δουλεία διά τῆς πίστεως.
«Ἀκατάληπτη καί ἀπροσδιόριστη ὡς πρός τiς πηγές της, ὡς πρός τό αἰώνιο θεμέλιό της, εἶναι ἡ πνευματική ζωή· ἁπλή καί ἐνιαία στήν οὐσία της καί ἄγνωστο μᾶς εἶναι τό ὄνομά της. Μερικοί ἀποκαλοῦν αὐτή τή σφαίρα ὑπερσυνείδητο. Ὁ ὅρος, αὐτός ὅμως εἶναι ἀσαφής». Τί θά πεῖ ὑπερσυνείδητο; «Δέν προσδιορίζει τίποτε περισσότερο ἀπό τήν συσχέτιση ἀνάμεσα στήν ἀντανακλαστική συνείδηση καί στόν κόσμο ἐκεῖνο, ποῦ βρίσκεται πέρα ἀπό τά ὅριά της. Ἄν περάσουμε ἀπό αὐτή τήν ἀπροσδιόριστη σφαίρα σέ αὐτή πού ὑπόκειται στήν ἐσωτερική μας παρατήρηση καί μέχρι σ’ ἕνα σημεῖο στόν ἔλεγχό μας, ἡ πνευματική ζωή ἐμφανίζεται μέ δύο ὄψεις: ὡς πνευματική κατάσταση ἤ βίωμα καί ὡς δογματική συνείδηση. Αὐτές οἱ δύο ἀπόψεις, διαφορετικές καί ὡς ἕνα σημεῖο ἀνόμοιες στήν «ἐνσάρκωσή» τους, δηλαδή στήν μορφοποιημένη ἐμφάνισή τους στήν ἐμπειρική μας ζωή, εἶναι οὐσιαστικά μία ἀδιαίρετη ζωή»[22].
Τί ἐννοοῦμε, ὅταν λέμε δογματική συνείδηση; Εἶναι θά λέγαμε αὐτό τό ἀπόσταγμα τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας, τῆς Χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατά κάποιο τρόπο κατακάθεται μέσα στήν ψυχή καί διαμορφώνει τήν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ βάση αὐτή τήν δογματική συνείδηση πού ἔχει μέσα του, μετά νά διακρίνει τό ἀληθές, τό πνευματικό, τό ἁγιοπνευματικό ἀπό τό ψευδές, ἀπό τό δαιμονικό. Τόν πληροφορεῖ ἡ δογματική του ἄς ποῦμε συνείδηση ὅτι αὐτό τώρα πού ἀκούω ἀπό τόν τάδε ἱεροκήρυκα, δέν εἶναι ὀρθόδοξο, κάπου πάσχει. Ὅλη αὐτή ἡ ἐμπειρία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος κατακάθεται μέσα στήν ψυχή του ὡς δογματική συνείδηση. Γι’ αὐτό μιλάει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος καί λέει, οὐσιαστικά αὐτό εἶναι τό ἴδιο πράγμα μέ αὐτό πού λέμε πνευματική κατάσταση.
«Γιά κάθε ἀσκητική πράξη, κάθε πνευματική κατάσταση εἶναι ἀδιάσπαστα δεμένη μέ τήν ἀντίστοιχη δογματική συνείδηση. Ἔχοντας ὅλα αὐτά ὑπόψη μας, προσπαθήσαμε πάντοτε νά καταλάβουμε μέ ποιά δογματική συνείδηση συνδεόταν ἡ μεγάλη προσευχή καί ὁ μεγάλος θρῆνος τοῦ Γέροντα γιά τόν κόσμο. Τά λόγια τοῦ Γέροντα, δυσνόητα στήν ἄγια καί μεγάλη ἁπλότητά τους, ἄν μεταφραστοῦν σέ γλώσσα πιό προσιτή στήν ἀντίληψη τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων, θά ἐκφράσουν, ἐλπίζουμε, τήν δογματική του συνείδηση. Ὁ Γέροντας ἔλεγε καί ἔγραφε, ὅτι ἡ κατά Χριστόν ἀγάπη δέν μπορεῖ νά ὑποφέρει τήν ἀπώλεια κανενός»[23]. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει φτάσει στήν ἀγάπη, τήν κατά Θεόν ἀγάπη, δέν μπορεῖ νά σκέφτεται ὅτι ὑπάρχει περίπτωση ἔστω καί ἕνας ἄνθρωπος νά κολαστεῖ∙ δέν τό ἀντέχει.
«Μέ τήν φροντίδα γιά τήν σωτηρία ὅλων, πορεύεται ἀπό τήν ὁδό τῆς θυσίας, πρός τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της». Ἀκοῦστε τά λόγια τοῦ Γέροντα: «Ὁ Κύριος δίνει στόν μοναχό τήν ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ ἀγάπη αὐτή γεμίζει μέ λυπη τήν καρδία τοῦ μοναχοῦ γιά τόν λαό, ἐπειδή δέν σώζονται ὅλοι»[24]. Βλέπετε, πῶς ἀπό τήν μιά ἀπολαμβάνει τήν Χάρη, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ἄλλη λυπᾶται ὅμως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν ἀπολαμβάνουν ὅλοι τήν ἴδια Χάρη, τήν ἴδια ἀγαλλίαση καί δυστυχῶς δέν σώζονται ὅλοι. Δέν θά ἀπολαμβάνουν δηλαδή στήν αἰωνιότητα αὐτή τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν σώζονται; Γιατί προφανῶς, προφανέστατα καί ἀληθέστατα, δέν θέλουν! Ὑπάρχει ἕνα ἐμπόδιο, θά μᾶς τό πεῖ πιό κάτω, στό νά βγεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν ἀληθινή ἐλευθερία. Καί ποιό εἶναι αὐτό τό ἐμπόδιο; Τό αὐτεξούσιο. Τό πῶς κανείς θά ἀξιοποιήσει τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ πού λέγεται αὐτεξούσιο, ἐλευθερία.
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἦταν τόσο περίλυπος γιά τόν λαό, ὥστε παρέδωσε τόν Ἑαυτό Του στόν σταυρικό θάνατο»[25] καί ἔκλαψε, ὅπως μᾶς λέει τό εὐαγγέλιο, ὅταν εἶδε τήν Ἱερουσαλήμ, καί θρήνησε καί εἶπε, «πόσες φορές δέν προσπάθησα ὅπως ἡ κλώσσα μαζεύει τά κλωσσόπουλα νά σᾶς μαζέψω;»[26]. Ἀπευθυνόταν στόν λαό τόν ἰσραηλιτικό, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων θά λέγαμε. Καί πόσο οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά μποῦν κάτω ἀπό τά φτερά τοῦ Χριστοῦ μας!
«Καί ἡ Παναγία -συνεχίζει ὁ Ἅγιος- εἶχε τήν ἴδια λύπη στήν καρδιά της γιά τούς ἀνθρώπους, ὅπως καί ὁ Ἀγαπημένος Υἱός της, ποθοῦσε «εἰς τέλος», τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου». Ἔτσι καί ἡ Παναγία ποθοῦσε εἰς τέλος τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου! «Ὁ Κύριος ἔδωσε τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα στούς Ἀποστόλους καί στούς Ἁγίους Πατέρες μας καί στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας»[27]. Ἑπομένως καί οἱ Ἅγιοι ἔχουν αὐτή τήν ἴδια ἐπιθυμία εἰς τέλος, μέχρι τέλους δηλαδή, ὅσο δέν παίρνει.. νά σωθοῦνε ὅλοι!
«Μένοντας ἀληθινά στό χριστιανικό πνεῦμα, μπορεῖς νά σώσεις μόνο μέ τήν ἀγάπη, δηλαδή «ἑλκύοντας», ποτέ ἐκβιάζοντας, ποτέ ἀναγκάζοντας. «Δέν ὑπάρχει καθόλου περιθώριο γιά βία. Ἀναζητώντας τή σωτηρία ὅλων, ἡ ἀγάπη ἀγκαλιάζει τόν κόσμο, ὄχι μόνο ὅσων ζοῦν τώρα, ἀλλά καί ὅσων ἔχουν ἤδη πεθάνει∙ ἀκόμα καί τόν Ἅδη, καθώς καί ὅσους πρόκειται νά γεννηθοῦν, δηλαδή τόν «Ἀδάμ παγγενή»». Ὁ Ἅγιος προσεύχεται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων, καί γι’ αὐτούς πού ἀκόμα δέν γεννήθηκαν, καί ποθεῖ τή σωτηρία ὅλων. «Εὐφραίνεται καί ἀναγαλλιάζει ἡ ἀγάπη, ὅταν βλέπει τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν, μά πενθεῖ καί προσεύχεται, ὅταν βλέπει τό ἀντίθετο, τήν ἀπώλειά τους.
Ρωτήσαμε τόν Γέροντα: – Πώς μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Καί ποῦ νά βρεῖς τέτοια ἀγάπη, ὥστε νά γίνεις ἕνα μέ ὅλους; Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: – Γιά νά γίνουμε ἕνα μέ ὅλους, ὅπως λέει ὁ Κύριος, «ἵνα πάντες ἕν ὦσι»[28], δέν ἔχουμε ἀνάγκη νά ἐπινοήσουμε τίποτε· γιατί ὅλοι μας ἔχουμε μία φύση, τήν ἴδια. Γι΄ αὐτό θά ἦταν «φυσικό» νά ἀγαποῦμε τούς πάντες. Καί ὅσο γιά τήν δύναμη τῆς ἀγάπης, τήν δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα»[29]. Μέ ἁπλά λόγια λέγει αὐτό πού μᾶς ἀποκαλύπτει τό Ἅγιο Πνεῦμα στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο γιά τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία δίνει ὁ Χριστός -τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό- καί μέσω αὐτῆς τῆς δόξας, ὅταν τήν ἔχουμε, μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα μεταξύ μας, ὅπως εἶναι ἕνα ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἔχουμε λοιπόν τήν προϋπόθεση, ἔχουμε τήν ἴδια φύση, καί μποροῦμε πολύ εὔκολα καί «φυσικά» νά εἴμαστε ἕνα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά αὐτή τή Χάρη πρέπει νά πᾶμε νά τήν πάρουμε στήν Ἐκκλησία.
«Ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης εἶναι μεγάλη καί νικηφόρος, ἀλλά ὄχι ὡς τό τέλος. Ὑπάρχει μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση μία δύναμη, πού βάζει ὅρια ἀκόμα καί στήν ἀγάπη, ὥστε καί ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη νά μή φτάνει τό ἀπόλυτο». Ποιά νά εἶναι τάχα αὐτή ἡ δύναμη πού βάζει ὅρια στήν ἀγάπη; «Τό αὐτεξούσιο. Τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀληθινά πραγματικό καί τόσο μεγάλο, ὥστε οὔτε ἡ θυσία τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ οὔτε ἡ θυσία ὅλων ὅσων ἀκολούθησαν τόν Χριστό μπορεῖ νά ὁδηγήσει ἀναγκαστικά στήν νίκη»[30], δηλαδή θέλουμε-δέν θέλουμε νά πᾶμε ὅλοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στόν παράδεισο. Αὐτό δέν εἶναι δυνατόν, γιατί ὑπάρχει τό αὐτεξούσιο. Ὑπάρχει αὐτή ἡ δύναμη πού τήν ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί δέν τήν παίρνει πίσω. Καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πεῖ «δέν θέλω»!
«Ὁ Κύριος εἶπε: «Κἀγώ ἐάν ὕψωθω ἔκ τῆς γῆς»[31]», δηλαδή ὅταν θά ἀνεβῶ στόν σταυρό, ««πάντας ἑλκύσω πρός Ἑμαυτόν»[32]». Αὐτό τό «πάντας» δεν σημαίνει ὅτι ὅλοι θά πᾶνε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναγκαστικά, ἀλλά ἐκφράζει τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὅλοι μποροῦν καί θέλω! Ἀλλά θέλουν οἱ ἴδιοι; Ἐδῶ εἶναι τό ἐρώτημα. Δέν θέλουμε, δυστυχῶς, ὅλοι. «Ἔτσι, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐλπίζει νά προσελκύσει τούς πάντες κοντά της καί γι’ αὐτό πορεύεται μέχρι τό κατώτερο σημεῖο τοῦ Ἅδη». Μέχρι τόν Ἅδη κατέβηκε ὁ Χριστός ἀναζητώντας τό ἀπολωλός πρόβατο, ἐμᾶς, τήν ἀνθρωπότητα. «Ἀλλά ἀκόμα καί σ’ αὐτή τήν τέλεια ἀγάπη καί τήν τέλεια θυσία μερικοί, ἄγνωστο ποιοί καί πόσοι, μποροῦν νά ἀπαντήσουν μέ τήν αἰώνια ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ: «Ἐγώ δέν θέλω»»[33], δυνάμει τοῦ αὐτεξουσίου.
«Αὐτή ἡ φοβερή δυνατότητα τοῦ αὐτεξουσίου, γνωστή στήν πνευματική πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁδήγησε στήν ἀπόρριψη τῆς ἀπόψεως τῶν ὠριγενιστῶν, δηλαδή στήν ἀπόρριψη ἀκόμα καί τῆς «θείας» αἰτιοκρατίας»[34], τοῦ ντετερμινισμοῦ. Αὐτός εἶναι ἕνας ὅρος ἀπό τήν φιλοσοφία, πού λέει ὅτι τά ἴδια αἴτια ἔχουνε πάντα τά ἴδια ἀποτελέσματα, καί τά ἴδια ἀποτελέσματα ἔχουνε πάντα τά ἴδια αἴτια. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Δηλαδή μπορεῖ ἕνα αἴτιο νά ἔχει ἄλλοτε τό ἕνα ἀποτέλεσμα ἄλλοτε διαφορετικό ἀποτέλεσμα. Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα: Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἄκτιστη, δίνεται στούς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν ἔχει τά ἴδια ἀποτελέσματα∙ ἄλλος τήν εἰσπράττει ὡς φῶς καί ἄλλος ὡς φωτιά. Ἐξαρτᾶται ἀπό τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως δέν ἰσχύει αὐτή ἡ θεωρία τοῦ ντετερμινισμοῦ στήν πνευματική ζωή, ἀλλά νά ξέρετε δέν ἰσχύει οὔτε στήν φυσική ἀκόμα! Ἔχει καταρριφθεῖ. Ὑπάρχει αὐτή ἡ λεγόμενη ἀπροσδιοριστία, μέ τόν Μάξ Πλάνκ καί ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα εἶναι ἀνακαλύψεις τοῦ 20ου αἰῶνα καί μᾶς εἴπανε ὅτι δέν ξέρουμε ἀκριβῶς.. Καί μέσα στή φύση δηλαδή, οἱ διάφορες δυνάμεις δέν ἔχουνε πάντα τά ἴδια ἀποτελέσματα. Ὑπάρχει μιά ἀπροσδιοριστία.
«Ἡ «ὠριγενιστική» συνείδηση..», τί ἔλεγε ὁ Ὠριγένης; Γιατί λέει ὁ Γέροντας ἐδῶ ὅτι καταρρίπτεται ἡ ὠριγενιστική αὐτή θεωρία; Ὁ Ὠριγένης ἔλεγε ὅτι τελικά θά ἀποκατασταθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅλοι θά πᾶνε στόν παράδεισο, γιατί τό θέλει ὁ Θεός. Ἀλλά δέν ἰσχύει αὐτό. Γιατί δέν ἰσχύει; Γιατί ὑπάρχει τό αὐτεξούσιο καί μπορεῖ νά θέλει ὁ Θεός, ἀλλά δέν θέλουν οἱ ἄνθρωποι! Γι’ αὐτό καί ἀπορρίφθηκε ὁ Ὠριγενισμός ὡς αἵρεση, αὐτή ἡ θεωρία περί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, γιατί ὑπάρχει τό ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο. Αὐτή «ἡ «ὠριγενιστική» συνείδηση ἀναμφίβολα δέν μπορεῖ νά γεννήσει προσευχή σάν αὐτή πού βρίσκουμε στόν Γέροντα»[35]. Δηλαδή, ἄν πιστέψει κανείς στόν Ὠριγένη, ὅτι τελικά ὅλοι θά σωθοῦν, μετά δέν μπορεῖ νά προσεύχεται μέ αὐτή τήν προσευχή πού ἔκανε ὁ Γέροντας, μέ θρῆνο καί πόνο γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ἀφοῦ ὅλοι θά σωθοῦν, ποιός ὁ λόγος νά θρηνεῖς;
«Ὅ,τι γνώρισε ὁ Γέροντας κατά τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτόν ἦταν πέρα ἀπό κάθε ἀμφιβολία. Ἐγνώρισε», ἐξ ἐμπειρίας, ὄχι διανοητικά, «πώς ὁ Ἐπιφανείς εἶναι ὁ Παντοκράτορας Κύριος. Ἐγνώρισε πώς ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ πού γεύθηκε, ἡ ἀγάπη πού τόν γέμισε ὅσο ἄντεχε, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ-Ἁγίου Πνεύματος. Ἐγνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα πώς ὁ Θεός εἶναι ἄπειρη ἀγάπη καί ἀμέτρητη εὐσπλαγχνία. Ἡ γνώση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας δέν τόν ὁδήγησε στή σκέψη πώς «ὁπωσδήποτε ὅλοι θά σωθοῦν»»[36]. Ἀντίθετα τοῦ γέννησε θρῆνο διότι κάποιοι δέν θέλουν νά σωθοῦν!
«Πάντα παρέμενε βαθιά στό πνεῦμα του ἡ συνείδηση τῆς δυνατότητας τοῦ αἰώνιου χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό». Ὑπάρχει πάντα αὐτή ἡ δυνατότητα στόν ἄνθρωπο, δυνάμει τοῦ αὐτεξουσίου, ἐπειδή ἔχει αὐτεξούσιο. Καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος αἰώνια νά χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό. Τραγικό, ἀλλά ὅμως δυνατό! «Καί αὐτό, γιατί στήν κατάσταση τῆς Χάρης ἀποκαλύπτεται στήν ψυχή τό μέτρο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀποκλείει κάθε ἰδέα ἑτεραρχίας»[37]. Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βιώνει τή Χάρη, καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔχει καί τήν ἐλευθερία, ἔχει καί τό αὐτεξούσιο καί δέν ὑπάρχει ἕτερη ἀρχή, ἄλλη ἀρχή πού νά τόν ὁρίζει ἔξω ἀπ’ αὐτόν. Βεβαίως ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀλλά ὁ Θεός δέν ἀσκεῖ μία καταπιεστική-ἐξουσιαστική ἐπιρροή στόν ἄνθρωπο, πού νά τόν ἀναγκάζει νά κάνει αὐτό πού θέλει. Ὄχι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος.
«Ἡ οὐσία τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας ἔγκειται στό ἑξῆς: ὁρίζει ἡ ἴδια σέ ὅλα τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς της, ἔξω ἀπό κάθε ἐξάρτηση, ἀναγκαιότητα, καί περιορισμό. Αὐτή εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ», ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία, πού κανονίζεις ἐσύ μόνος σου τόν τρόπο ὑπάρξεώς σου, ἔξω ἀπό κάθε ἐξάρτηση, ἀναγκαιότητα, καί περιορισμό. «Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τέτοια ἐλευθερία, γιατί δέν ἔχει τήν ἐξουσία τῆς δημιουργίας «ἐκ τοῦ μηδενός»»[38]. Δέν ἔφτιαξε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀπό τό τίποτα∙ ὁ Θεός μᾶς ἔφτιαξε ἀπό τό τίποτα καί ὁ Θεός εἶναι πού ὑπάρχει πάντα καί ὁ Θεός ἔχει τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα καί δέν ἔχει αὐτή τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ ἔσχατος πειρασμός γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου (καί γενικά τῶν ἐνυπόστατων πνευμάτων) εἶναι νά δημιουργήσει ἡ ἴδια τήν μορφή τῆς ὑπάρξεώς της, νά τήν καθορίσει ἡ ἴδια σέ ὅλες τίς λεπτομέρειές της, νά γίνει ἡ ἴδια «θεός» καί νά μή δέχεται μόνο ὅ,τι τῆς δίνεται καί πού τῆς δημιουργεῖ τό αἴσθημα τῆς ἐξάρτησης»[39]. Αὐτό εἶναι ὁ ἔσχατος πειρασμός, ἡ μεγαλύτερη, θά λέγαμε ἑωσφορική ὑπερηφάνεια εἶναι αὐτή. Καί τό λένε καί μερικοί ἄνθρωποι, γιατί -λέει- νά μήν κανονίζουμε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας, νά κάνω ἐγώ ὅ,τι θέλω.. νά κάνω τήν ἁμαρτία, νά πηγαίνω καί στόν παράδεισο! Δέν μπορεῖς, γιατί ἔχεις σχετική ἐλευθερία καί ὄχι ἀπόλυτη.
«Ὁ μακαριστός Γέροντας ἔλεγε, πώς κι αὐτός ὁ πειρασμός ὑπερνικᾶται μέ τήν πίστη στόν Θεό, ὅπως καί κάθε ἄλλος. Ἡ πίστη πώς ὁ Θεός εἶναι πιό πάνω ἀπό κάθε τελειότητα προσελκύει τήν Χάρη στήν ψυχή καί τότε δέν ὑπάρχει τό καταθλιπτικό αἴσθημα τῆς ἐξάρτησης, ἀλλά ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τόν Θεό σάν τόν πιό συγγενικό Πατέρα καί ζεῖ μέ Αὐτόν»[40]. Δηλαδή πιστεύοντας ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, βιώνει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί αἰσθάνεται μετά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί φεύγει αὐτό τό καταθλιπτικό αἴσθημα τῆς ἐξάρτησης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐλεύθερος, εἶναι ἐξαρτημένος. Φεύγει μέ τήν πίστη στόν Θεό.
«Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος ὀλιγογράμματος, ἀλλά ἡ ἔφεσή του νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια δέν ἦταν λιγότερο ἔντονη ἀπ’ ὅ,τι στούς ἄλλους. Ἡ ὁδός του, ὅμως, γιά τήν γνώση τῆς ζητούμενης ἀλήθειας δέν ἔμοιαζε μέ τίς μεθόδους τῆς θεωρητικῆς φιλοσοφίας»[41], ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια διά τῆς λογικῆς, μέ στοχασμούς, μέ διαλεκτικούς λογισμούς. Ἐνῶ ὁ ἀληθινός δρόμος γιά νά γνωρίσει κανείς τήν ἀλήθεια εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Τότε βλέπει τήν ἀλήθεια, δηλαδή τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»[42].
«Ξέροντας αὐτό, παρακολουθούσαμε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον πῶς προχωροῦσαν μέσα στόν νοῦ του σέ μιά ἰδιαίτερη ἀτμόσφαιρα καί μέ μιά ἰδιότυπη μορφή τά διάφορα θεολογικά προβλήματα καί ἔβρισκαν λύση στή συνείδησή του. Δέν μποροῦσε νά ἀναπτύξει διαλεκτικά ἕνα πρόβλημα καί νά τοῦ δώσει συστηματική ἔκφραση. Φοβόταν μήπως «σφάλλει στόν διανοητικό συλλογισμό». Ἀλλά οἱ θέσεις πού διατύπωνε εἶχαν τήν σφραγίδα ἑνός ἐξαιρετικοῦ βάθους καί ἀκουσίως ἔθεταν τό ἐρώτημα: «Πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη;»[43]»[44]. Μπορεῖ νά μήν μποροῦσε μέ φιλοσοφικούς ὅρους καί τρόπους νά διατυπώσει ὁ Ἅγιος Σιλουανός τήν σκέψη του, τήν ἐμπειρία του θά λέγαμε πιό σωστά, ἀλλά αὐτά πού ἔλεγε τά ἁπλά, εἴχανε ἕνα πολύ μεγάλο βάθος ἀλήθειας καί σοφίας. Καί μᾶς ἔκανε, λέει, ν’ ἀναρωτιόμαστε, ποῦ βρῆκε τόση σοφία αὐτός ὁ ἀγράμματος ἄνθρωπος! Ἦταν ἡ σοφία τοῦ Πνεύματος, ἡ σοφία τῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ.
«Ὅλο τό εἶναι τοῦ Γέροντα ἀποτελοῦσε μιά μαρτυρία γιά τό ὅτι ἡ γνώση τῶν ὕψιστων πνευματικῶν ἀληθειῶν βρίσκεται στήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ὄχι στήν θύραθεν παιδεία». Ἡ ἀλήθεια δηλαδή βρίσκεται-ἀνευρίσκεται ὅταν κανείς βιώνει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὅταν σκέφτεται, ἤ ὅταν ἔχει ἐπιστημονικές γνώσεις ἤ φιλοσοφικές γνώσεις, ὅταν ἔχει φιλοσοφική παιδεία ἤ ἐπιστημονική παιδεία. Ὄχι, τότε δέν βρίσκεις τήν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια ἀνευρίσκεται ὅταν τηρεῖς τίς ἐντολές, ὁπότε τί γίνεται; Καθαρίζεται ἡ καρδιά. Καί τότε ἡ καρδιά, ὁ καθαρός νοῦς, ὁ καθαρός ὀφθαλμός βλέπει τήν ἀλήθεια, τόν Θεό. «Ζοῦσε κοντά στόν Θεό καί ἔπαιρνε τόν φωτισμό ἄνωθεν καί ἔτσι ἡ γνώση του δέν ἦταν ἀφηρημένη κατανόηση, ἀλλά ὑπαρκτική, δηλαδη ἡ ἴδια ἡ ζωή»[45], ἤτανε γνώση ἐμπειρική.
«Στήν ἀρχή τοῦ παρόντος κεφαλαίου βάλαμε ὡς προϋπόθεση», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «πώς θά ἀφηγηθοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντα. Στήν πορεία τῆς ἐργασίας ὅμως κρίναμε, πώς θά πετυχαίναμε ἴσως καλύτερα τόν σκοπό μας, ἄν προσφέραμε, ὅσο εἶναι ἐφικτό, τήν πνευματική του πεῖρα. Γιατί αὐτή του ἡ πεῖρα, ὄντας ἐνέργεια τοῦ Μεγάλου Θεοῦ, ἔχει σέ κάθε συγκεκριμένη ἰστορική της ἐμφάνιση κάτι καινούργιο νά προσφέρει· καί ἀπό τήν ἄλλη πάλι, ὅλες του οἱ σκέψεις, πού ἀφοροῦν τά πιό βαθειά πνευματικά προβλήματα, εἶναι ἀποτελέσματα ἑνός ἄθλου προσευχῆς καί τῶν θείων ἐπισκέψεων»[46]. Οἱ σκέψεις τοῦ Γέροντα δέν εἶναι προϊόντα συλλογισμῶν, ἀλλά προϊόντα ἐμπειρίας, θείας ἐπίσκεψης καί προσευχῆς. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς μίλησαν γιά τήν ἀληθινή θεολογία καί εἶπαν, ὅτι ἡ ἀληθινή θεολογία εἶναι ἡ ἀληθινή προσευχή. Κι αὐτός εἶναι ἀληθινός θεολόγος, αὐτός πού ξέρει νά προσεύχεται ἀληθινά. Κι αὐτός πού προσεύχεται ἀληθινά, αὐτός εἶναι καί ἀληθινός θεολόγος. Καί ὁ τρόπος γιά νά βρεῖς τήν ἀληθινή θεολογία εἶναι ἡ πρᾶξις, ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν. Καί μέσα στίς ἐντολές βέβαια εἶναι καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Γι’ αὐτό καί εἶπαν ὅτι: «εἶναι δαιμόνων θεολογία ἡ δίχα πράξεως γνῶσις». Ἡ γνώση πού προέρχεται ὄχι ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν, ἀλλά ἀπό τούς συλλογισμούς καί τήν φιλοσοφία, αὐτή εἶναι δαιμόνων θεολογία, δαιμονική θεολογία! Κι ἀπ’ αὐτή δυστυχῶς ἔχουμε πολλή καί στίς μέρες μας..
«Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι «φιλοσοφία» ἤ «διδασκαλία», ἀλλά ζωή. Καί οἱ συνομιλίες καί τά γραπτά τοῦ Γέροντα στό σύνολό τους ἀποτελοῦν μαρτυρία «περί τῆς ζωῆς ταύτης»[47]»[48], περί τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2]Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ἰωάν. 14, 6.
[14]Β΄Κορ. 3, 17.
[15] Ἰωάν. 8, 34.
[16] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[17] Ἰωάν. 8, 34-36.
[18] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[19] Ἰωάν. 20, 29.
[20] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[21] Ἰωάν. 20, 29.
[22] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[23] Ὅ.π.
[24] Ὅ.π.
[25] Ὅ.π.
[26] Ματθ. 23, 37.
[27] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[28] Ἰωάν. 17, 21.
[29] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[30] Ὅ.π.
[31] Ἰωάν. 12, 32.
[32] Ὅ.π.
[33] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[34] Ὅ.π.
[35] Ὅ.π.
[36] Ὅ.π.
[37] Ὅ.π.
[38] Ὅ.π.
[39] Ὅ.π.
[40] Ὅ.π.
[41] Ὅ.π.
[42] Ματθ. 5, 8.
[43] Ματθ. 13, 54.
[44] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[45] Ὅ.π.
[46] Ὅ.π.
[47] Πράξ. 5, 20.
[48] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.