Έθνος και Εθνικισμός

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.

Η αναίρεση του αληθινού εθνισμού


 Από όσα αναφέραμε προηγουμένως φάνηκε, νομίζω, ότι άλλο είναι ο εθνισμός και μάλιστα με την έννοια που επικράτησε σαν τρόπος ζωής κατά την ζωή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και άλλο είναι ο εθνικισμός, που ουσιαστικά αποτελεί αναίρεση του εθνισμού και αίρεση του πραγματικού ουμανισμού.

Το πρόβλημα του εθνικισμού νομίζω ότι εισάγεται με τρία συγκεκριμένα γεγονότα που αποτελούν ιδιαίτερες νοοτροπίες και επιλογές ζωής.

Το πρώτο είναι ότι στον δυτικό χώρο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδίως μετά την κυριαρχία των Φράγκων ευγενών και φυσικά την αποδέσμευση του δυτικού τμήματος από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η λέξη έθνος ταυτίστηκε με την φυλετική καταγωγή και κυρίως με το επακόλουθό του, δηλαδή τις κοινωνικές τάξεις.Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην Δύση αντίστοιχα με την λέξη έθνος ήταν τα ονόματα natio, από το ρήμα nascor που σημαίνει γεννώμαι, και gens από το ρήμα gigno που σημαίνει γεννώ. Κατά το Μεσαίωνα η λέξη nationes δηλώνει όχι την καταγωγή, αλλά την περιοχή προελεύσεως κάποιου. Από τον ΙΕ’ αιώνα χρησιμοποιείτο η λέξη natio – nationes για να δηλώση μια ορισμένη κοινωνική τάξη που είχε στα χέρια της την πολιτική οργάνωση του Κράτους. Ο Λούθηρος ονόμαζε Deutsche nation τους ευγενείς σε αντίθεση με τον λαό. Ακόμη και κατά τον ΙΖ’ και ΙΗ’ αιώνα η λέξη nation σήμαινε κυρίως το κοινωνικό στρώμα που διοικούσε το κράτος και όχι την λαϊκή ολότητα5.

Αυτό δεν είναι άσχετο από την υποδούλωση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στους Φράγκους και την ρατσιστική διαίρεση του λαού σε Φράγκους ευγενείς, που ήταν οι φεουδάρχες, και στον λαό. Επίσης δεν είναι άσχετο με τον όρο «αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους». Έτσι, ενώ στην ενωμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν υπήρχαν ρατσιστικές διακρίσεις, αφού πολλές λαότητες αποτελούσαν το ένα Γένος και το ένα έθνος, το έθνος των Ρωμαίων, στην Δύση με την επίδραση των Φράγκων το έθνος αποκτά φυλετική, ρατσιστική και κατά συνέπεια κοινωνική σημασία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θεωρητικός της Γαλλικής επαναστάσεως ο Abba Sieyes με το περίφημο πολιτικό του φυλλάδιο για την «τρίτη τάξη» διεκήρυττε ότι ο κύριος εκπρόσωπος της nation, δηλαδή του έθνους είναι η τρίτη τάξη. Γι’ αυτό έκτοτε «εγνωρίσθη το έθνος ως έννοια εκπροσωπούσα την ολότητα των εις την πολιτικήν κοινότητα συμβιούντων πολιτών, ως θεμέλιον της κρατικής οργανώσεως»6. Και αυτό πρέπει να το δούμε μέσα από την άποψη ότι η Γαλλική επανάσταση είναι επανάσταση των Ρωμηών εναντίον των Φράγκων ευγενών, που είχαν κατακυριεύσει τον λαό, είχαν μοιράσει τον δυτικό χώρο σε φέουδα με φοβερές κοινωνικές επιπτώσεις7. Το nation, το έθνος, ταυτίστηκε με την φυλετική και ρατσιστική νοοτροπία των Φράγκων.

Το δεύτερο γεγονός, που συνιστά την αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, αλλά και του αληθινού ουμανισμού, είναι η ταύτιση του έθνους με το γένος. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι είναι συνώνυμες λέξεις, αφού η σύγχυση αυτή επιτείνεται με την λατινική χρήση του όρου έθνος, αλλά νομίζω ότι υφίσταται διαφορά. Ήδη στην αρχαιότητα ο Ηρόδοτος χρησιμοποιούσε την λέξη γένος για να υποδηλώση την υποδιαίρεση του συνόλου, το οποίο σύνολο εκφραζόταν με το έθνος8. Δηλαδή το έθνος δήλωνε περισσότερο την κοινή πολιτιστική παράδοση, ενώ το γένος την ιδιαίτερη φυλή. «Έστι δε Μήδων τοδάδε γένεα». Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την απάντηση του Γεωργίου Γεμιστού –Πλήθωνος στον αυτοκράτορα Εμμανουήλ «Εσμέν γαρ ουν ών ηγείσθε τε και βασιλεύετε, Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»9.

Είναι φανερό ότι το γένος δηλώνει την φυλετική καταγωγή, τον λαό, ενώ το έθνος την κοινή πολιτιστική παράδοση, δηλαδή την γλώσσα, την παιδεία και την θρησκεία. Μέσα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που ήταν κατά βάση υπερεθνική, υπήρχαν πολλές λαότητες, που όμως είχαν κοινή πολιτιστική και πνευματική παράδοση. Υπήρχαν δηλαδή οι έλληνες κατά την καταγωγή, και άλλοι που δεν ήταν έλληνες την καταγωγή, αλλά ελληνιστές. Κοινή παράδοση όλων ήταν η ορθόδοξη πίστη, που αναιρούσε κάθε εθνικιστική έξαρση. Όταν, λοιπόν, ταυτίζεται το ελληνικό γένος με το έθνος των Ρωμαίων δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέπεται ότι όλη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν ελληνική από την άποψη της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά δεν ήταν ελληνική από την άποψη του φυλετισμού. Έτσι η ταύτιση του γένους με το έθνος αναιρεί τον γνήσιο και αληθινό εθνισμό.

Από αυτό που λέγεται εδώ εξαιρείται η περίπτωση που η λέξη γένος δηλώνει το ευρύτερο της λέξεως έθνος, όπως το ανθρώπινο γένος, σχετικά με την ιδιαίτερη εθνότητα του κάθε ανθρώπου.

Το τρίτο γεγονός που αναιρεί τον εθνισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δηλαδή το έθνος των Ρωμαίων και το ήθος του, είναι αυτή η ίδια η αίρεση ως προς την αλήθεια της αποκαλυπτικής εμπειρίας. Αυτό, βέβαια, μπορεί να φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά εκφράζει μια πραγματικότητα. Αναπτύσσοντας κάπως την σκέψη μου πάνω στο θέμα αυτό μπορεί να γίνη κατανοητότερο.

Η Ορθοδοξία ήταν ο κοινός συνεκτικός και συνδετικός κρίκος στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και όπως γνωρίζουμε η Ορθοδοξία, επειδή οδηγούσε τον άνθρωπο από την μερικότητα στην καθολικότητα, από τον σκοτασμό στον φωτισμό του νοός και την θέωση, ήταν άρνηση κάθε αποκλειστικότητος, κάθε φυλετισμού και εθνικισμού. Στην πραγματικότητα ο εθνικισμός ήταν και είναι το προβάδισμα και ο υπερτονισμός του φυλετισμού σε βάρος της αποκαλύψεως και της εκκλησιαστικής ζωής. Από την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας βλέπουμε ότι πάντοτε οι αιρετικοί θεολογούσαν χρησιμοποιώντας την ελληνική φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα υποτιμούσαν την αποκαλυπτική εμπειρία και υπερτιμούσαν την φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων ελλήνων. Αυτό, πιστεύω, δεν ήταν άσχετο από την αίσθηση της φυλετικής καταγωγής. Ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι αληθινά Ρωμηοί έδιναν προτεραιότητα στον Μωϋσή, τους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, τους Αποστόλους και τους αγίους, και είχαν ελληνιστική παιδεία και παράδοση, οι αιρετικοί προτιμούσαν περισσότερο τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και τους άλλους φιλοσόφους. Έτσι η αίρεση είναι στην πραγματικότητα η αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, δηλαδή της ζωής και του τρόπου σκέψεως του έθνους των Ρωμαίων. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «αγαπώ τους Ρωμαίους ως ομοπίστους, τους δε Γραικούς ως ομογλώσσους»10. Εδώ με τον όρο Γραικοί εννοούνται οι Έλληνες και με τον όρο Ρωμαίοι οι Ορθόδοξοι.

Αυτό το βλέπουμε και στην Δύση μετά την επικράτηση των Φράγκων. Η ταύτιση του έθνους με την φυλετική καταγωγή, και κυρίως τους Φράγκους, η σύνδεση του έθνους με τις κοινωνικές τάξεις, «η αρχή των εθνοτήτων» που δημιουργήθηκε τον ΙΘ’ αιώνα κλπ. δεν είναι άσχετα από την αποδέσμευση τους από την ορθόδοξη πίστη και την αύξηση της αγάπης προς τους αρχαίους έλληνας φιλοσόφους, και κυρίως τον Αριστοτέλη. Είναι δε γνωστό ότι οι Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο τους αρχαίους φιλοσόφους, τους καθάρισαν από τις πλάνες, τους διόρθωσαν και, μπορώ να πω, ότι έχοντας την αποκαλυπτική εμπειρία, συνέχισαν το ημιτελές έργο τους.

Με όσα είπαμε μέχρι τώρα φαίνεται ότι η Ρωμηοσύνη είναι υπέρβαση του εθνικισμού και φυλετισμού, όπως και κάθε μερικότητος και αποσπασματικότητος, ενώ η απώλεια της Ρωμηοσύνης κλείνει τον άνθρωπο σε ποικίλες διακρίσεις, αφού η αντιρωμηοσύνη είναι αναίρεση του υγιούς εθνισμού.

 


5. βλ. Κ. Γεωργούλη, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5 σελ. 358.

6. Κ. Γεωργούλη, ένθ. ανωτ. σελ. 358.

7. Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικό αμάρτημα, εκδ. Δόμος, 1989, σελ. κ’.

8. Κ. Γεωργούλη, ένθ. ανωτ. σελ. 357.

9. ένθ. ανωτ. σελ. 357.

10. PG 90, 128C.

http://www.oodegr.com/oode/biblia/ethnik1/A2.htm