Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία 
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο. Η ανόρθωσις

 1. Το Πρωτευαγγέλιον

Καθώς είδομεν, ως αποτέλεσμα της πτώσεως επήλθε διαφοροποίησις της ιδίας της φύσεως του ανθρώπου. Συνεπώς, βαρεία ήτο η κληρονομιά των απογόνων του πεσμένου Αδάμ. Η κληρονομιά μιας αρρωστημένης φύσεως, μιας παλαιάς, γηρασμένης ρίζης, της οποίας η μοίρα ήτο ο θάνατος και η φθορά.

Πώς, λοιπόν, ημπορούσε να σωθή ο απόγονος του Αδάμ, η ανθρωπότης ολόκληρος;

Δια να επιτύχη την σωτηρίαν εχρειάζετο νέα «ρίζα», την ρίζα ενός νέου Αδάμ, όχι εκείνην του παλαιού Αδάμ. Είχεν ανάγκην ενός νέου γενάρχου, ο οποίος θα επανέφερε την φύσιν του εις τον σύνδεσμον με τον Θεόν και θα έκαμνε και πάλιν τον άνθρωπον μέτοχον της ζωής του Θεού. Τούτο δεν ημπορούσεν ο άνθρωπος να το επιτύχη δια της καταγωγής του από την παλαιάν ρίζαν του Αδάμ, η οποία τον κατεδίκαζεν εις την φθοράν και τον θάνατον (Σοφ. Σολ. 2,23). Έπρεπε να θεραπευθή η ιδία η φύσις του ανθρώπου, ώστε δια της συμμετοχής εις την αναγεννημένην αυτήν φύσιν, να η μπόρεση να συνδεθή και πάλιν με την πηγήν της ζωής του, με τον Θεόν και να ζήση (Ιωάννης 3,36. 14,6. Α’ Ιωάννης 5,12. 20).

Αυτό δεν ημπορούσε ποτέ να το επιτύχη μόνος του ο άνθρωπος, οσονδήποτε και αν προσεπάθει. Το αποφασιστικόν βήμα έπρεπε να το κάμη ο ίδιος ο Θεός.Πραγματικώς, ο Θεός, ο οποίος αγάπησε τον λαόν του με «αγάπησιν αιώνιον» (Ιερεμ. 38,3. Εβραίους Κείμενον: 31,3), έδειξε την αγάπην αυτήν και κατ’ αυτήν ακόμη την ημέραν της πτώσεως:

«Θα θέσω δε έχθραν μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ του σπέρματος σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής, δηλαδή μεταξύ του απογόνου σου και του απογόνου αυτής. Αυτός θα σου σύντριψη την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την πτέρναν» (Γένεση 3,15).

Ο απόγονος της γυναικός ο οποίος θα σύντριψη τον Σατανάν και τα έργα του Σατανά, θα γίνη νέος γενάρχης. Τοιουτοτρόπως, οποίος κατάγεται από αυτόν, δεν θα ευρίσκεται κάτω από το βασίλειον της φθοράς και του θανάτου.

  2. Περίοδος προσδοκίας

Ολόκληρος η ιστορία του Ισραηλιτικού λαού είναι πρόγευσις και προεικόνισις του ερχομού του «σπέρματος» της γυναικός, δηλαδή του Χριστού και της νέας κοινωνίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων, δηλαδή της Εκκλησίας.

Ο Θεός συνάπτει Διαθήκην με τον Νώε και τους απογόνους του (Γένεση 9,8-17) και διαβεβαιώνει τον Αβραάμ ότι η στείρα γυναίκα του, η Σάρρα, θα γέννηση υιόν, τον οποίον ο Θεός θα ανάδειξη γενάρχην πολλών εθνών: «Θα την ευλογήσω και θα σου δώσω από αυτήν τέκνον και θα το ευλογήσω και θα σε αναδείξω γενάρχην εθνών… » (Γένεση 17,16).

Είναι χαρακτηριστικόν, ότι, αργότερον, όταν η Σάρρα εζήτησε να απομακρυνθή ο Υιός της δούλης, της Άγαρ, εφάνη ο λόγος αυτός εις τον Αβραάμ «σκληρός» (Γένεση 21,11). Τότε ο Θεός είπεν εις αυτόν:

«Μη σου φαίνεται σκληρός αυτός ο λόγος περί του παιδιού και περί της δούλης. Να ακούσης όλα όσα θα σου είπη η Σάρρα, διότι εν Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα» (Γένεση 21,12).

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται εις αυτάς τας προφητείας δια να υπογράμμιση ότι επραγματοποιήθησαν εις το πρόσωπον του Χριστού.

«Πραγματικοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται από τον Ισραήλ, ούτε επειδή είναι απόγονοι του Αβραάμ είναι όλοι πραγματικά παιδιά του, αλλά εν Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα, κατά το υπόδειγμα του Ισαάκ θα προέλθουν οι απόγονοι σου. Δηλαδή, παιδιά του Θεού δεν είναι τα τέκνα της σαρκός (όπως ο Υιός της δούλης Άγαρ), αλλά τα τέκνα της επαγγελίας, όσοι γεννώνται από την υπόσχεσιν του Θεού (όπως ο Υιός της στείρας Σάρρας), θεωρούνται απόγονοι» (Ρωμαίους 9,6-8. 4,1-25).

Παιδιά του Αβραάμ είναι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν εις το όνομα του Χριστού (Παράβαλλε Και Γαλ. 3,7-9). Αναφερόμενος δε ο Απόστολος εις την υπόσχεσιν του Θεού προς τον Αβραάμ, λέγει:

«Εις την περίπτωσιν του Αβραάμ αι υποσχέσεις εγένοντο εις αυτόν και εις τον απόγονόν του. Δεν λέγει και τοις σπέρμασιν, ως να επρόκειτο περί πολλών, αλλά περί ενός· και τω σπέρματί σου, ο οποίος είναι ο Χριστός» (Γαλ. 3,16. Παράβαλλε Γένεση 12,7. 13,15-16. 15,4-6. 17,7-8. 22,18).

Από την εποχήν, λοιπόν, του Αβραάμ η ανθρωπότης αναμένει αυτό το «σπέρμα», δια του οποίου θα ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης, δηλαδή τον Χριστόν (Γένεση 22,18. Πράξεις 3,25-26).

Την ιδίαν υπόσχεσιν την ανανεώνει ο Θεός εις τον Πατριάρχην Ισαάκ (Γένεση 26,4. 24) και εις τον Πατριάρχην Ιακώβ και, μάλιστα, με τρόπον πολύ δηλωτικόν δια το έργον του Κυρίου:

Όταν ο Ιακώβ έλαβε την ευλογίαν του πατρός του και την ευχήν να αναδειχθή γενάρχης πολλών εθνών (Γένεση 28,3-4), ανεχώρησε δια την Χαρράν της Μεσοποταμίας. Εις την περιοχήν της Βαιθήλ τον έφθασεν η νύκτα και έπεσε να κοιμηθή. Τότε είδεν εις το όνειρόν του μίαν κλίμακα (σκάλαν), στηριζομένην εις την γην και με την κορυφήν της εις τον ουρανόν. Άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτής. Εις το άνω μέρος της κλίμακος είδεν ο Ιακώβ τον Κύριον να στηρίζεται επάνω της και τον ήκουσε να του λέγη:

« Εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ. Μη φοβάσαι. Αυτήν την γην επάνω εις την οποίαν κοιμάσαι θα την δώσω εις εσέ και εις τους απογόνους σου. Και οι απόγονοι σου θα πληθυνθούν ως η άμμος της θαλάσσης και θα επεκταθούν προς Δυσμάς, προς Νότον, προς Βορράν και προς Ανατολάς και εν σοι και εν τω σπέρματί σου θα ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης. Και ιδού εγώ είμαι μαζί σου, θα σε προφυλάσσω εις τον δρόμον σου, οπουδήποτε και αν μεταβής, και θα σε επαναφέρω εις αυτήν την γην. Δεν θα σε εγκαταλείψω μέχρις ότου να πραγματοποιήσω όλα όσα σου είπον».

Τότε εξύπνησεν ο Ιακώβ και είπε:

« Ο Κύριος ευρίσκεται εις τον τόπον αυτόν και εγώ δεν το εγνώριζον».

Και εφοβήθη και είπε:

« Πόσον φοβερός είναι ο τόπος αυτός, βεβαίως, είναι οίκος Θεού και αυτή είναι η πύλη του ουρανού!» (Γένεση 28,12-17).

Το «σπέρμα» λοιπόν, της γυναικός, το οποίον θα σύντριψη την κεφαλήν του όφεως, θα είναι ταυτοχρόνως και «σπέρμα» του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Αυτός ο απόγονος θα αποτελέση αφετηρίαν ευλογίας ολοκλήρου του κόσμου και, ως κλίμαξ μοναδική, θα ένωση την γην με τον ουρανόν, τον άνθρωπον με τον ίδιον τον Θεόν, ο οποίος ευρίσκετο εις την κορυφήν της κλίμακος και «εστηρίζετο» εις αυτήν και εβεβαίωνε με τον τρόπον αυτόν τον Ιακώβ δια την δικαίωσιν της προσδοκίας.

Ο τόπος εκείνος, μέσα εις τον οποίον ενεργεί ο Θεός και επάνω εις τον οποίον ανεκλήθη ο Ιακώβ, χαρακτηρίζεται ιερός. Αποτελεί προεικόνισιν της Εκκλησίας, της αληθινής πατρίδος του ανθρώπου, εις την οποίαν ο Χριστός τον επανέφερε. Είναι «ο οίκος του Θεού και η πύλη του ουρανού», καθώς αναφωνεί ο ίδιος ο Ιακώβ.

Πράγματι, ο Κύριος βεβαιώνει, ότι «δεν θα λείψη άρχων από την φυλήν Ιούδα, και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθη Εκείνος, εις τον οποίον ανήκει πάσα εξουσία και αυτός είναι η προσδοκία των εθνών» (Γένεση 49,10).

Περισσότερον συγκεκριμένως ομιλεί ο προφήτης Ησαΐας, ο οποίος αναφέρεται εις τον Ιεσσαί, τον απόγονον του Ιακώβ:

«Από την ρίζαν του Ιεσσαί θα φυτρώση κλωνάρι και θα αναβλαστήση από αυτήν την ρίζαν άνθος. Και θα επαναπαυθή εις αυτόν το Πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, πνεύμα θελήσεως και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσέβειας» (Ησαΐας 11,1-2).

«Κατά την ημέραν εκείνην θα έλθη η ρίζα του Ιεσσαί και εκείνος ο οποίος θα εμφανισθή δια να γίνη άρχων εθνών. Εις αυτόν θα ελπίσουν τα έθνη και η διαμονή του θα είναι δοξασμένη» (Ησαΐας 11,10).

Ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος αναφέρεται εις την προφητείαν αυτήν, λέγει ότι επραγματοποιήθη εις το πρόσωπον του Χριστού (Ρωμαίους 15,8-12).

Ο ίδιος προφήτης προλέγει ότι «θα γεννηθή δι’ ημάς παιδίον, θα δοθή εις ημάς Υιός, του οποίου η εξουσία υπάρχει επάνω εις τους ώμους του και θα καλήται το όνομα αυτού Άγγελος μεγάλης βουλής, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, αρχηγός ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησαΐας 9,6).

Δεν παραλείπει ο προφήτης να περιγράψη το απολυτρωτικόν έργον του Σωτήρος και την λύτρωσιν του ανθρώπου δια του αίματος αυτού, το οποίον με την θέλησίν του προσφέρει χάριν ημών:

«Αυτός σηκώνει τας αμαρτίας μας και πονάει δι’ ημάς…  Αυτός ετραυματίσθη δια τας αμαρτίας μας και εταλαιπωρήθη δια τας ανομίας μας.  Παιδευτική τιμωρία έπεσεν επάνω του δια την ιδικήν μας  ειρήνην.   Χάρις εις την ιδικήν του πληγήν ημείς εθεραπεύθημεν…   Και αυτός παρ’ όλας τας  κακώσεις δεν ήνοιξε το στόμα του.   Ωσάν πρόβατον ωδηγήθη εις την σφαγήν.   Ως αμνός άφωνος ενώπιον εκείνου που τον κουρεύει, ούτω δεν ανοίγει το στόμα του…  Ωδηγήθη εις θάνατον ένεκα των αμαρτιών του λαού…  διότι δεν διέπραξε καμμίαν ανομίαν, ούτε ευρέθη δόλος εις το στόμα του.

Όμως, ο Κύριος θέλει να τον καθαρίση από την πληγήν.  Εάν προσφέρετε αυτόν ως εξιλαστήριον θυσίαν δια τας αμαρτίας σας, η ψυχή σας θα ίδη την αθάνατην γενεάν του.  Ο Κύριος θέλει να αφαίρεση τον πόνον της ψυχής του· να δείξη εις αυτόν φως και να ανάπλαση με την σύνεσίν του

(το ανθρώπινον γένος). να δικαίωση αυτόν τον δίκαιον, που υπηρετεί πολλούς που θα αναλάβη τας αμαρτίας των» (Ησαΐας 53,4-11).

Αυτήν την προφητείαν δεν ημπορούσε να την κατανόηση ο Αιθίοψ. Ο Φίλιππος, όμως, ο οποίος επήγε προς συνάντησίν του κατ’ εντολήν του Θεού, του εξήγησεν ότι αναφέρεται εις το πρόσωπον του Χριστού (Πράξεις 8,31-35).

Αλλά δεν είναι μόνον ο Ησαΐας. Όλοι, σχεδόν, οι Προφήται ομιλούν δια τον Θεάνθρωπον Ιησούν και λαχταρούν την έλευσίν του.

Εις τους ψαλμούς του Δαυίδ αναφέρεται:

«Θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας, αλλά μου ετοίμασες σώμα.  Ολοκαύτωμα και θυσίας δι’ αμαρτίαν δεν εζήτησες.  Τότε είπον, ιδού ήλθον, όπως είναι γραμμένον δι’ εμέ εις τον κύλινδρον του βιβλίου, δια να κάμω, ω Θεέ μου, το θέλημα σου»    (Ψαλμοί 39,7-9)

Ποία είναι η σημασία των προφητικών αυτών λόγων; Το άγιον Πνεύμα μας πληροφορεί δια της Καινής Διαθήκης, ότι δια στόματος του Δαυίδ ομιλεί ο Υιός προς τον Πατέρα και αναφέρεται εις την θείαν Του ενσάρκωσιν, «σώμα δε κατηρτίσω μοι», και εις την «προσφοράν του Σώματος του Ιησού Χριστού εφάπαξ», προς αγιασμόν και σωτηρίαν του ανθρώπου (Εβραίους 10,5-10).

Την ιδίαν επίσης ερμηνείαν δίδει ο Απόστολος και εις το χωρίον Ησαΐας 8,18: «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». «Επειδή, λοιπόν», λέγει, «τα παιδιά έχουν αίμα και σάρκα», δια τούτο και αυτός κατά παρόμοιον τρόπον «μετέσχε των αυτών», έγινε μέτοχος των ιδίων, δια να κατάργηση δια του θανάτου εκείνον ο οποίος έχει την δύναμιν του θανάτου, δηλαδή τον διάβολον, και να ελευθέρωση εκείνους οι οποίοι, από τον φόβον του θανάτου, ήσαν υποδουλωμένοι καθ’ όλην την ζωήν των. Διότι, βεβαίως, δεν έρχεται να βοηθήση αγγέλους, αλλά έρχεται να βοηθήση απογόνους του Αβραάμ. Δια τούτο έπρεπε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, να γίνη καθ’ όλα όμοιος με τους αδελφούς του» (Εβραίους 2,13-17).

Επίσης, ο Προφήτης Μιχαίας προλέγει ότι ο αναμενόμενος Χριστός θα γεννηθή εις την Βηθλεέμ και ότι η καταγωγή του και η αρχή του θα ανάγεται πριν από τας ημέρας της δημιουργίας, θα είναι, δηλαδή, η αρχή του αιώνιος (Μιχ. 5,1). Εις την Καινήν Διαθήκην αναφέρεται ότι η προφητεία αυτή επηλήθευσεν εις το πρόσωπον του Κυρίου (Ματθαίος 2, 6).

Ο προφήτης Δανιήλ προχωρεί ακόμη περισσότερον και δίδει εις αυτόν την περιγραφήν του Θεανθρώπου:

«Και ιδού, μετά των νεφελών του ουρανού ήλθε τις όμοιος με υιόν ανθρώπου, ο οποίος επροχώρησε προς τον Παλαιάν των ημερών και ωδηγήθη πλησίον αυτού. Και εδόθη εις αυτόν η εξουσία και η δόξα και η βασιλεία και πάντες οι λαοί, αι φυλαί και αι γλώσσαι θα υπηρετήσουν αυτόν. Η εξουσία Του θα είναι εξουσία αιώνιος, η οποία δεν θα παρέλθη και η βασιλεία αυτού δεν θα φθαρή» (Δανιήλ 7,13-14).

Το «σπέρμα», λοιπόν, της γυναικός δεν θα είναι κοινός άνθρωπος, ούτε, απλώς, εκλεκτός του Θεού, προφήτης η εθνικός ήρως. Θα είναι «Θεός ισχυρός» (Ησαΐας 9,6) και «ως Υιός ανθρώπου» (Δανιήλ 7,13), δηλαδή ο Θεάνθρωπος Ιησούς.

 

3. Σήμερον πεπλήρωται η γραφή αύτη

Όλαι αι προφητείαι της Παλαιάς Διαθήκης, μαρτυρούν δια τον Χριστόν (Ιωάννης 5,39). Όμως, ευρίσκονται μέσα εις «σκιάν» (Εβραίους 10,1), εντός «καλύμματος», το οποίον «μένει κατά την ανάγνωσιν της Παλαιάς Διαθήκης και δεν αφαιρείται, διότι δια του Χριστού καταργείται» (Β΄ Κορινθίους 3,14).

Δι’ αυτόν τον λόγον η Εκκλησία μας ψάλλει την παραμονήν των Χριστουγέννων, κατά την ακολουθίαν της πρώτης ώρας:

«Βηθλεέμ, ετοιμάζον ευτρεπιζέσθω η φάτνη»,

«Βηθλεέμ ετοιμάσου Φάτνη ευπρεπίσου, σπήλαιον υποδέξου.  Ήλθεν η αλήθεια, προσπέρασεν η  σκιά. Και ο Θεός εφανερώθη εις τους ανθρώπους εκ της Παρθένου.   Έλαβε την ιδικήν μας μορφή

και εθέωσε το πρόσλημμα (δηλαδή ολόκληρον τον άνθρωπον).

Δι αυτό ανακαινίζεται ο Αδάμ και η Εύα κράζοντες: Η ευδοκία (ο Χριστός) εφανερώθη εις την γην να σώση το γένος μας».

Το «σπέρμα», λοιπόν, της γυναικός, η «ρίζα του Ιεσσαί», ο Σωτήρ του κόσμου, είναι ο Χριστός (Ματθαίος 1,2-16. Λουκάς 3,23-38). Όλαι αι προφητείαι της Παλαιάς Διαθήκης, αι οποίαι αναφέρονται εις τον αναμενόμενον λυτρωτήν, εξεπληρώθησαν εις το πρόσωπον του Χριστού.

Ο προφήτης Ησαΐας προαναγγέλλει τα θαυματουργικά γεγονότα του αναμενόμενου Σωτήρος:

«Ιδού ο Θεός μας ανταποδίδει το δίκαιον και θα το ανταποδώση.  Αυτός θα έλθη και θα μας σώση.  Τότε τα μάτια των τυφλών θα ανοιχθούν και τα αυτιά των κωφών θα ακούσουν.  Τότε ο χωλός θα πηδά ως το ελάφι και η γλώσσα των βωβών θα είναι μεγαλόφωνος.  Διότι εις την έρημον ανέβλυσε νερό.  Και φαράγγι εις την διψασμένην γην.  Θα μεταβληθή η άνυδρος γη εις λίμνην και θα ανάβλυση εις την διψασμένην γην πηγή ύδατος.  Εκεί θα είναι η χαρά των πτηνών, εκτάσεις καλάμων και λίμναι.  Εκεί θα υπάρχη οδός καθαρά και οδός που θα ονομασθή αγία.  Κανείς ακάθαρτος δεν θα περάση από εκεί, ούτε θα υπάρχη εις την περιοχήν δρόμος ακάθαρτος.  Εις αυτήν θα βαδίσουν οι διασκορπισμένοι και δεν θα πλανηθούν.  Εκεί δεν θα υπάρχη λέων και δεν θα αναβή ούτε θα ευρέθη θηρίον κακό.  Εις αυτήν θα βαδίσουν λυτρωμένοι και οι συνηθροισμένοι δια τον Κύριον.  Θα επιστρέψουν και θα έλθουν εις την Σιών με ευφροσύνην, ευφροσύνη αιώνιος θα στεφάνωση τας κεφάλας των.  Διότι επί της κεφαλής των θα υπάρχη αίνεσις και αγαλλίασις και ευφροσύνη.  Θα έχη φύγει η λύπη, ο πόνος και ο στεναγμός» (Ησαΐας 35,4-10).

Ο Χριστός μας βεβαιώνει δια του λόγου Του, ότι αυτά πραγματοποιούνται εις το πρόσωπον Του και εις την συναγωγήν, καθώς θα ίδωμεν, της Εκκλησίας «εν Χριστώ».

Αναφερόμενος εις τα έργα Του έλεγε: «Αυτά τα έργα τα οποία εκτελώ, μαρτυρούν δι’ εμέ» (Ιωάννης 5,36). Εις τους μαθητάς του Ιωάννου, οι οποίοι τον ηρώτησαν εκ μέρους του διδασκάλου των, αν ο ίδιος είναι εκείνος, ο οποίος πρόκειται να έλθη η εάν έπρεπε να περιμένουν άλλον απήντησε:

« Πηγαίνετε να είπητε εις τον Ιωάννην εκείνα τα οποία ακούετε και βλέπετε: Τυφλοί ξαναβλέπουν και κουτσοί περιπατούν, λεπροί καθαρίζονται και κουφοί ακούουν, νεκροί ανασταίνονται και πτωχοί ακούουν το χαρμόσυνον άγγελμα» (Ματθαίος 11,4-5).

Αναφερόμενος εις τον προφήτην Ησαΐαν έλεγε: «Σήμερα έχει εκπληρωθή εις τα αυτιά σας η γραφή αυτή» (Λουκάς 4,18-21· Παράβαλλε Ησαΐας 61,1-2).

Την εκπλήρωσιν των υποσχέσεων του Θεού εις το πρόσωπον του Κυρίου εβεβαίωσεν επίσης ο γέρων προφήτης Συμεών, εις τον οποίον είχε αποκαλυφθή από το άγιον Πνεύμα, ότι δεν θα γνωρίση θάνατον πριν ίδη τον Χριστόν του Κυρίου.

Όταν, λοιπόν, έφεραν το θείον βρέφος εις τον ναόν, ήλθεν ο δίκαιος αυτός άνθρωπος, κατ’ έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος, εδέχθη το παιδίον εις την αγκαλιάν του, εδοξολόγησε τον Θεόν και είπε:

«Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη», «διότι είδον με τα μάτια μου την σωτηρίαν σου την οποίαν ητοιμασες δι’ όλους τους λαούς, ένα φως το οποίον θα είναι αποκάλυψις δια τους εθνικούς και δόξα δια τον λαόν σου τον Ισραήλ» (Λουκάς 2,29-32).

Τίθεται όμως, το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να γίνη άνθρωπος; Ο «αχώρητος» να χωρέση εις την κοιλίαν μητρός;

Τούτο αποτελεί άρρητον μυστήριον, το οποίον καλούμεθα να πιστεύσωμεν και να προσκυνήσωμεν, μαζί με την παρθένον Μαρίαν, με τον δίκαιον Ιωσήφ, με τους ποιμένας και τους Μάγους της Ανατολής. Δι’ αυτό και η Εκκλησία μας εκφράζει το μυστήριον αυτό εις τον όρθρον των Χριστουγέννων με αυτά τα λόγια:

«Αυτός ο οποίος δεν χωρεί εις ολόκληρον το σύμπαν, πως εχώρεσε μέσα εις την κοιλίαν;  Βεβαίως, όπως εκείνος ξέρει,  όπως αυτός ηθέλησε και ηυδόκησε.  Διότι ενώ ήτο άσαρκος, ενσαρκώθη εκουσίως  Και ο Ων έγινε προς χάριν μας αυτό το οποίον δεν ήτο χωρίς να ξεφύγη από την φύσιν Τον την θείαν, έλαβε το ιδικόν μας φύραμα.  Διπλούς εγεννήθης, Χριστέ, Τον άνω κόσμον ηθέλησες να αναπλήρωσης».

 

4. Ο έσχατος Αδάμ

Ο Χριστός είναι, καθώς ελέχθη, το πρόσωπον εις το οποίον εκπληρούνται αι υποσχέσεις (Γένεση 12,7), ο γενάρχης του νέου Ισραήλ (Ρωμαίους 4,1-25. 9,6-8. Γαλ. 3,16. Πράξεις 3,25), ο Σωτήρ του κόσμου (Λουκάς 2,11). Δι’ αυτόν τον λόγον χαρακτηρίζεται εις την Αγίαν Γραφήν ως «πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών» (Ρωμαίους 8,29. Παράβαλλε Εβραίους 2,11), ως «έσχατος Αδάμ» (Α’ Κορινθίους 15,45).

«Ο πρώτος άνθρωπος επλάσθη από την γην, γήινος, ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι από τον ουρανόν. Όπως είναι ο γήινος άνθρωπος, τέτοιοι είναι οι γήινοι, και όπως είναι ο επουράνιος, τέτοιοι είναι και οι επουράνιοι, και όπως εφορέσαμεν την εικόνα του γήινου, θα φορέσωμεν και την εικόνα του επουρανίου. Σας λέγω τούτο, αδελφοί. Ότι σαρξ και αίμα δεν δύνανται να κληρονομήσουν την Βασιλείαν του Θεού, ούτε η φθορά κληρονομεί την αφθαρσίαν» (Α’ Κορινθίους 15,47-50).

Από το χωρίον αυτό φαίνεται καθαρώς, ότι εκείνο το οποίον σώζει τον άνθρωπον είναι η καταγωγή του από τον «νέον Αδάμ», δηλαδή από τον Χριστόν. Αυτή είναι η κεντρική αλήθεια, την οποίαν η Αγία Γραφή επαναλαμβάνει πολλάς φοράς. «Εάν λόγω του αμαρτήματος του ενός απέθανον οι πολλοί, η χάρις του Θεού και η δωρεά η οποία ήλθεν δια της χάριτος του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού ήτο πλέον η αρκετή δια τους πολλούς» (Ρωμαίους 5,15. Παράβαλλε Και Ιωάννης 3,6. Α’ Ιωάννης 1,2-3. Εφεσίους 2,14-18).

Μέσω του πρώτου Αδάμ ήλθεν ο θάνατος εις τον κόσμον, μέσω, όμως του δευτέρου, δηλαδή του Χριστού, ήλθεν η ανάστασις. «Καθώς εν τω Αδάμ όλοι αποθνήσκουν, τοιουτοτρόπως και εν τω Χριστώ, όλοι θα ζωοποιηθούν… Η αρχή είναι ο Χριστός, έπειτα, κατά την παρουσίαν του, όσοι είναι του Χριστού» (Α’ Κορινθίους 15,22-23).

Λέγοντες ότι τον άνθρωπον τον σώζει η καταγωγή του από τον νέον Αδάμ, τον Χριστόν, εννοούμεν ότι ο Κύριος είναι ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού. Εκείνος ο οποίος ημπορούσε να σύνδεση και πάλιν τον άνθρωπον με την ζωήν του Θεού. Η πίστις, λοιπόν, εις τον Ιησούν Χριστόν, «τον υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, τον σταυρωθέντα, παθόντα και ταφέντα, αναστάντα, ανελθόντα εις τους ουρανούς και πάλιν ερχόμενον», είναι απαραίτητος και βασική δια την σωτηρίαν μας. (Ιδέ π. Χ. Α’ Κορινθίους 15,14. Εβραίους 2,9-18. Εφεσίους 2,14-22).

«Και αυτός είναι η κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η αρχή, ο πρωτότοκος εκ των νεκρών, δια να γίνη αυτός ο πρώτος εις όλα, διότι εις αυτόν ευηρεστήθη να κατοίκηση όλον το πλήρωμα (του Θεού) και δι’ αυτού να συμφιλίωση (αποκαταλλάξαι) μετά του εαυτού του τα πάντα, τόσον τα επίγεια, όσον και τα επουράνια, αφού έφερε την ειρήνην με το αίμα του Σταυρού Του» (Κολοσσαείς 1,18-20).

«Και σεις κάποτε ήσθε αποξενωμένοι (απηλλοτριωμένοι) και εχθρικής διαθέσεως και τα έργα σας ήσαν πονηρά, αλλά τώρα με το σάρκινον σώμα Του σας συνεφιλίωσε δια του θανάτου Του, δια να σας παρουσίαση ενώπιον Του Αγίους, χωρίς καμμίαν κηλίδα και κατηγορίαν. Αρκεί να εξακολουθήσετε να μένετε εις την πίστιν θεμελιωμένοι και σταθεροί» (Κολοσσαείς 1,21-21).

«Αλλά τώρα δια του Ιησού Χριστού, σεις, οι οποίοι άλλοτε ήσθε μακράν, ήλθατε πλησίον εν τω αίματι του Χριστού. Διότι αυτός είναι η ειρήνη μας, ο οποίος συνήνωσε τα δύο μέρη (ο ποιήσας τα αμφότερα εν) και κατέρριψε τον μεσότοιχον του φραγμού, δηλαδή την έχθραν, καταργήσας δια της σαρκός Του τον νόμον των εντολών, ο οποίος συνίστατο εις διαταγάς, δια να δημιουργήση εις τον εαυτόν Του από τα δύο μέρη ένα νέον άνθρωπον (καινόν άνθρωπον) και να φέρη ειρήνην και να συμφιλίωση (αποκαταλλάξη) με τον Θεόν και τα δύο μέρη εις ένα σώμα δια του σταυρού, δια του οποίου εθανάτωσε την έχθραν. Και όταν ήλθεν, εκήρυξε το χαρμόσυνον άγγελμα της ειρήνης προς σας οι οποίοι ήσθε μακράν και εις τους πλησίον, διότι δι’ αυτού έχομεν και οι δύο είσοδον προς τον πατέρα εν ενί Πνεύματι.

Ώστε, λοιπόν, δεν είσθε πλέον ξένοι και παρεπίδημοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού, διότι έχετε οικοδομηθή επάνω εις το θεμέλιον των Αποστόλων και των Προφητών, του οποίου ο Ιησούς Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, επάνω εις τον οποίον η όλη οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνει εις ναόν άγιον εν Κυρίω. Εν αυτώ και σεις συνοικοδομείσθε, ώστε να γίνετε τόπος κατοικίας του Θεού δια του Πνεύματος» (Εφεσίους 2,13-22).

Με τον τρόπον αυτόν γινόμεθα «καινή κτίσις» καινούργια εν Χριστώ δημιουργία, «καινός άνθρωπος» (Β΄ Κορινθίους 5,17. Γαλ. 6,15).

Αυτή είναι η καλή αγγελία, το ευαγγέλιον, το οποίον έφερεν ο Χριστός εις τον κόσμον. Δι’ αυτό και οι Απόστολοι, οι οποίοι ανέλαβον να διαδώσουν το ευαγγέλιον αυτό, ωνομάσθησαν «Διάκονοι καταλλαγής», Διάκονοι, δηλαδή, συμφιλιώσεως.

«Ώστε εάν είναι κανείς εν Χριστώ, αυτός είναι καινούργιο δημιούργημα (καινή κτίσις). Τα αρχαία επέρασαν έχουν γίνει όλα νέα. Όλα δε προέρχονται από τον Θεόν, ο οποίος μας συνεφιλίωσε με τον εαυτόν Του δια του Ιησού Χριστού και μας ανέθεσε την υπηρεσίαν της συμφιλιώσεως (διακονία καταλλαγής). Δηλαδή, ο Θεός εν Χριστώ συνεφιλίωσε τον κόσμον με τον εαυτόν του χωρίς να τους καταλογίζη τα αμαρτήματα των και ανέθεσεν εις ημάς το άγγελμα της συμφιλιώσεως (τον λόγον της καταλλαγής). Είμεθα, λοιπόν, πρεσβευταί του Χριστού. Είναι ως να σάς προέτρεπεν ο Θεός δια μέσου ημών. Σας παρακαλούμεν εις το όνομα του Χριστού, συμφιλιωθήτε με τον Θεόν… » (Β΄ Κορινθίους 5,17-20).

 http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/8.htm