Η αγία Αγάθη, η ένδοξη μάρτυρας του Χριστού, ήταν από τη Κατάνη της Σικελίας. Φημιζόταν δε για την ομορφιά της και το ψυχικό της πλούτο. Εκείνα τα χρόνια βασίλευε ο ασεβέστατος αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού κράτους Δέκιος, που θανάτωσε το Φίλιππο, τον προκάτοχο του, για να πάρει το θρόνο. Θέλοντας δε ο αξιόκριτος να αποδείξει οτι δεν σκότωσε το Φίλιππο επειδή ήθελε να βασιλεύσει, τον κατηγόρησε οτι πίστευε στο Χριστό, και έτσι κίνησε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών και έστειλε σ’ όλες τις πόλεις και χώρες άρχοντες και ηγέμονες προστάζοντας τους να ερευνούν καλά και να κάνουν το κάθε τι για να αφανίσουν εντελώς τ’ όνομα του Χριστού.
Μεταξύ δε των άλλων επάρχων που έστειλε, ήταν και κάποιος σκληρός κι απάνθρωπος, ο Κυντιανός, που ορίστηκε ηγέμονας σ’ όλη τη Σικελία. Ανάμεσα στις άλλες αισχρουργίες είχε κι αυτά τα τρία ελαττώματα: πρώτο ανήλθε εκεί στο αξίωμα με κακές πράξεις, δεύτερο ήταν βυθισμένος στο βόρβορο της σάρκας και τρίτο ήταν υπερβολικά φιλάργυρος.
Την εποχή λοιπόν εκείνη βρισκόταν στη Κατάνη η τόσο ωραία κοπέλα, η Αγάθη, παρθένα 15 χρονών, στολισμένη στη ψυχή και στο σώμα με διάφορες αρετές και καλές πράξεις, αγαθή στη γνώμη και στην καρδιά, όπως και η επωνυμία της. Το όνομα των γονέων της δεν βρίσκετε γραμμένο στις γραφές, γιατί πέθαναν στην ασέβεια· αυτή όμως η κοπέλλα διδάκτηκε το λόγο του Θεού και σεβώταν τον Εσταυρωμένο Χριστό και τον αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της, σύμφωνα με την θεία εντολή που λέει: ” Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου”.
Είχε δε τρία χαρίσματα επι πλέον από τις άλλες παρθένες: πρώτο, καταγόταν από τους ευγενέστερους άρχοντες, δεύτερο ήταν η πιό όμορφη απ’ όλα τα κορίτσια εκείνης της πόλης και αφιέρωσε στο Θεό την παρθενία της, που αποφάσισε να φυλάξει άφθορο· και τρίτο, ήταν πολύ πλούσια και είχε ακίνητη και κινητή περιουσία που τη διαμοίρασε η ίδια στους φτωχούς με πολλή ευσπλαχνία.
Όταν λοιπόν άκουσε ο Κυντιανός την καλή φήμη και τις αρετές και αγαθές πράξεις της Αγάθης, έβαλε στην καρδιά του πονηρά, και σκεφτόταν με τον εαυτό του τα εξής: ” Εάν καταφέρω και φέρω την Αγάθη στο θέλημα μου να την πάρω γυναίκα μου, κερδίζω τρία πράγματα· πρώτον μεν ικανοποιώ τη σαρκική μου επιθυμία, απολαμβάνοντας αυτή την ομορφιά και ωραιότητα, δεύτερο θα μετέχω της ευγένειας του αίματος της, όταν την κάνω γυναίκα μου, αφού τώρα είμαι απλοϊκός και χωρικός άνθρωπος και τρίτο παίρνω όλο τον πλούτο της στα χέρια μου και γίνομαι ο πιό πλούσιος απ’ όλους.
2. Αντιμετώπιση με τον τύραννο
Αυτά μελετώντας στην καρδιά του ο τύραννος πρόσταξε να τη φέρουν μπροστά του και βλέποντας πόσο ωραία ήταν, στεκόταν πολλή ώρα άφωνος σαν εκστατικός, θαυμάζοντας τέτοιο κάλλος. Έπειτα την κολάκευσε με υποσχέσεις για να συμφωνήσει με τη γνώμη του, υποσχώμενος σ’ αυτή πολλές τιμές, μεγαλεία και αξιώματα. Αλλά η σοφή και τόσο καλή κόρη δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψη τις φλυαρίες του, αλλά του έδωσε τέτοια απάντηση με γνωστικούς λόγους ώστε τον έκανε να καταλάβη αμέσως από την αρχή το αμετάθετο της καρδίας της.
Βλέποντας λοιπόν ο Κυντιανός οτι δεν μπορούσε να πετύχει τίποτα με τις κολακείες και υποσχέσεις του, προσκάλεσε κάποια κακή και άσεμνη γυναίκα, που λεγόταν Φροντισία. Αυτή είχε εννιά κόρες, που ακολουθούσαν όλες την άσωτη ζωή της μητέρας τους, κυλιόμενες στο βόρβορο της σαρκικής αμαρτίας.
Λέει δε προς αυτές ο κακούργος:
” Πάρτε το κορίτσι αυτό στο σπίτι σας και κάνετε τα πάντα για να το φέρετε με τα νερά σας, και αν συγκατατεθεί στη σαρκική πράξη να κάμει το θέλημα μου, θα σας χαρίσω όσα θα χρειασθούν ώστε να ξεφύγετε από το καταφρονεμένο επάγγελμα σας”.
Πήραν εκείνες οι ξεδιάντροπες γυναίκες, την αθώα Αγάθη στο σπίτι τους και την βασάνιζαν για ένα ολόκληρο μήνα συνέχεια, υποσχόμενες σ’ αυτή μεγάλες δωρεές και χαρίσματα. Πολλές φορές τη φοβέριζαν, απειλώντας την με διάφορες τιμωρίες. Της έδιναν λίγο φαγητό και λίγο νερό, και δεν την άφηναν να ξεκουραστεί παρά μόνο για λίγο. Το περισσότερο διάστημα της νύκτας την ανάγκαζαν να μένει ξάγρυπνη, λέγοντας σ’ αυτήν όσα μπορούσαν για να την παρακινήσουν στη σαρκική απόλαυση και κοσμική ματαιότητα που δεν αρμόζει να γράψουμε.
Η δε Αγία έλεγε σ’ εκείνες τα παρακάτω:
” Ο νους μου είναι θεμελιωμένος και στερεωμένος στο Δεσπότη μου Ιησού Χριστό, τον ακρογωνιαίο λίθο, τα δε λόγια σας είναι άνεμος· οι υποσχέσεις και απειλές σας ποτάμια, που μπορούν μεν να κτυπήσουν το στερεώτατο πύργο του νου μου, δεν θα μπορέσουν όμως εντελώς να τον διασείσουν. Όσο δε τον πολεμήσετε δυνατότερα τόσο θα τον βρίσκετε στερεώτερον στην αγάπη του κτίστη μου”.
Αυτά έλεγε η Αγία κλαίοντας και παρακαλώντας το Θεό να της δώση χάρη, για να έλθη στη δόξα του μαρτυρίου το γρηγορότερο.
Μετά από 30 μέρες, αφού είδε η Φρόντισσα οτι όσο νουθετούσε την Αγία τόσο την έβρισκε στερεώτερη και αμετάτρεπτη, πήγε στον ηγέμονα και του λέει·
” Αλήθεια, πιό εύκολα μπορεί κανείς να μαλάξει το σίδερο και τους σκληρούς λίθους να τους κάμει πιό μαλακούς απ’ το νερό, παρά ν’ αλλάξει την καρδιά αυτής της κόρης από τη γνώμη της. Περισσότερο από τριάντα ημέρες την δίδασκα με τις κόρες μου και της λέγαμε ερωτικά και άσεμνα λόγια, της δίναμε τις υποσχέσεις σου, τη φοβερίζαμε με σκληρές τιμωρίες και πικρότατο θάνατο· αλλά μάταια κοπιάσαμε, γιατί νικηθήκαμε μάλλον παρά να νικήσουμε. Λοιπόν, κάνε οτι θέλεις”.
Τότε θύμωσε πάρα πολύ ο τρισκατάρατος άρχοντας και διατάζει να φέρουν την Αγία μπροστά του. Όταν ήλθε τη ρώτησε για την καταγωγή και την όλη της κατάσταση.
Αυτή του είπε:
– Εγώ είμαι γυναίκα ελεύθερη, γεννημένη από τους ευγενικότερους άρχοντες αυτής της πόλης, όπως γνωρίζουν όλοι αυτοί οι συμπολίτες μου”.
Λέει ο ηγέμονας:
– Εάν είσαι ελεύθερη, όπως λες, γιατί κάνεις έτσι, σαν να είσαι δούλη κάποιου;
Απάντησε η Αγία με τα εξής:
– Γιατί είμαι δούλη του Δεσπότη Χριστού και κανενός άλλου.
– Λοιπόν, αν είσαι δούλη, δεν είσαι ελεύθερη.
– Ο τέλειος δούλος του Δεσπότη Χριστού είναι από όλα ελεύθερος και εάν κάποιος είναι αφέντης του εαυτού του, λέγεται φυσικά κύριος όλου του κόσμου ( δεν έχει την ανάγκη του κόσμου, δεν είναι δεμένος με πάθη και κτίσματα του κόσμου) και μ’ αυτό τον τρόπο είναι ελεύθερος από όλα τα κτίσματα.
– Ας μην επιμένουμε περισσότερο σε άκαιρα λόγια· ή θυσίασε στους θεούς μου, η θα σε αφανίσω με σκληρώτατες τιμωρίες.
– Παρακαλώ τον Κύριο μου, να γίνεις όμοιος του θεού σου.
Τα λόγια αυτά κατατάραξαν τον τύραννο και διατάζει τους υπηρέτες να χτυπήσουν σκληρά το στόμα της Αγίας, για να μην τολμήσει πλέον να υβρίσει το θεό του.
Όταν έγινε αυτό, λέει σ’ αυτόν η Αγία:
– Απορώ με σένα, ω ηγέμονα, που θεωρήσαι γνωστικός άνθρωπος, πως έδειξες σ’ αυτό τόση αφροσύνη; Εγώ για σένα παρακάλεσα να γίνεις όμοιος του θεού σου, και εσύ διέταξες να με δείρουν; Εάν οι θεοί σας είναι καλύτεροι από σας, έπρεπε να με ευχαριστείς, γιατί παρακάλεσα για το συμφέρον σου· εάν είναι χειρότεροι, ντραπείτε που είστε τυφλωμένοι και προσκυνάτε τέτοιους ανόητους θεούς”.
Τότε θύμωσε πιό πολύ ο τύραννος και λέει σ’ αυτή:
– Πως τολμάς, αναίσχυντη γυναίκα, και λες τέτοια μάταια και άμυαλα λόγια; Η θυσίασε στους θεούς μου τώρα, ή θα τιμωρηθείς σκληρά.
Αποκρίθηκε η Αγία:
– Τις τιμωρίες σου και τα κολαστήρια δεν τα φοβούμε καθόλου, γιατί, αν με βάλεις σε θηρία ανήμερα, μόλις ακούσουν τ’ όνομα του Χριστού, γίνονται ταπεινά και ήμερα σαν πρόβατα. Αν με ρίψεις στη φλόγα για να με κάψεις, οι ουράνιοι άγγελοι θα έλθουν να δροσίσουν τη ζέστη και δριμύτητα της φωτιάς. Αν με ραβδίσεις και ξεσχίσεις τις σάρκες μου και αν με υποβάλεις σ’ όποιαν άλλη τιμωρία, έχω βοηθό τον Δεσπότη μου, τον οποίον όλα τα στοιχεία υπακούουν και με το λόγο του όλες οι ασθένειες θεραπεύονται, δαιμόνια διώχνονται, χωλοί περπατούν και άλλα θαυμαστά και τεράστια γίνονται με το νεύμα του μόνο και τη θεία του θέληση. Αυτός λοιπόν θα με ελευθερώσει από όλες τις επινοήσεις σου.
Τότε διέταξε ο ηγέμονας να οδηγήσουν την Αγία στη φυλακή ως την επομένη, για να του δοθεί καιρός να σκεφτή ποιά τιμωρία θα της επιβάλει. Πηγαίνοντας η Αγία στη φυλακή έχαιρε και είχε χαρούμενο πρόσωπο σαν να πήγαινε σε γάμο.
3. Τα διάφορα μαρτύρια της
Την επομένη, κάθισε ο Κυντιανός στο θρόνο σα λύκος άγριος. Αφού έφεραν την Αγία κοντά του λέει σ’ αυτή:
– Ας μη χάνουμε καιρό· αρνήσου τον Χριστό αμέσως και θυσίασε στους θεούς μου.
Αποκρίθηκε η Αγία:
– Να ξέρεις οτι ποτέ δεν θα έλθω σε τόση αναισθησία, να προσκηνήσω τους δαίμονες σου, έστω και αν με βάλεις στις φοβερότερες τιμωρίες, που ακούστηκαν ποτέ, αλλά πάντα ομολογώ το Θεό μου με την καρδιά και το στόμα. Λοιπόν, παίδευε, τιμώρα, ξέσχιζε τις σάρκες μου, παράδωσε με σε διάφορους θανάτους για να γνωρίσεις την αλήθεια.
Τότε πρόσταξε ο τύραννος να εκδύσουν εντελώς την Αγία, να της δέσουν πίσω τα χέρια της, να την κρεμμάσουν σε στύλο και να την δειρουν με βούνευρα και να κάψουν την κεφαλή, τα χέρια και τα πόδια της γύρω- γύρω.
Αφού τελείωσαν οι διαταγές του, είπε προς τον τύραννο η Αγία:
– Εσύ θαρρείς οτι μου δίνεις μεγάλη θλίψη, εγώ όμως χαίρομαι σ’ αυτές τις ασκήσεις, όπως όταν κάποιος ακούει καλές αγγελίες και βλέπει κάποιον ακριβό και αγαπημένο φίλο του, που είχε πολύ καιρό να τον δεί. Όπως το σιτάρι δεν το βάλλουν στην αποθήκη, αν δεν το καθαρίσουν πρώτα στο αλώνι και το ξεχωρίσουν από το άχυρο, έτσι και η ψυχή μου δεν μπορεί να μπει στη δόξα της ατέλειωτης μακαριώτητας χωρίς το στεφάνι του μαρτυρίου, αν δεν βασανίσεις πρώτα το σώμα μου με φοβερά κολαστήρια.
Τότε πρόσταξε τους υπηρέτες ο ασεβής να αποσπάσουν τους μαστούς της Αγίας με σίδερο, αν όμως δεν μπορέσουν ν’ αυτό τον τρόπο, τότε να τους κόψουν με μαχαίρι. Ξεσχίζοντας έτσι το στήθος της, έτρεξε τόσο αίμα, ώστε κοκκίνησε όλο το έδαφος. Ενώ η Αγία υπέφερε αυτά αγόγγυστα, έστεψε το πρόσωπο της προς τον ηγέμονα και είπε σ’ αυτόν:
– Ω, ασεβή και άσπλαχνε τύραννε, πως δεν ντράπηκες να κόψεις εκείνα τα μέλη από τα οποία και συ έπαιρνες την βρεφική σου τροφή; Αλλά εγώ γι’ αυτό καθόλου δεν ενδιαφέρομαι, γιατί έχω τον Δεσπότη μου Χριστό, που μπορεί να με γιατρέψει αν είναι προς το συμφέρον μου.
Ύστερα απ’ αυτά διατάζει ο τύραννος να τη ρίψουν σε μιά σκοτεινή φυλακή, χωρίς να της δώσουν άλλη τροφή, παρά μόνο λίγο ψωμί και νερό, τόσο ώστε να μην πεθάνει, για να τιμωρήσει και πάλι χειρότερα. Παρήγγειλε στους φύλακες να προσέχουν με ασφάλεια, να μη πάει κανένας γιατρός να τη θεραπεύσει, αλλά να την αφήσουν έτσι απεριποίητη, ώστε να βρωμίσουν οι πληγές της.
4. Της συμπαραστέκεται ο Απόστολος Πέτρος
Ο άσπλαχνος λοιπόν τύραννος σχεδίαζε μάταια, ο δε πάνσοφος γιατρός και πολυεύσπλαχνος βασιλιάς φρόντιζε για τη γιατρειά της δούλης του· και ιδού πως: Καθώς η Αγία κοιτόταν έτσι πληγωμένη στη σκοτεινή φυλακή, τα μεσάνυκτα έλαμψε ένα φώς λαμπρό κι εξαίσιο· τότε οι μεν πόρτες της φυλακής από θεία δύναμη άνοιξαν, οι δε φύλακες έφυγαν κατατρομαγμένοι. Μετά η Αγία βλέπει κάποιο γέροντα σεβάσμιο, ο οποίος κρατούσε ένα σκεύος στα χέρια του γεμάτο βότανα, μπροστά δε απ’ αυτόν προπορευόταν κάποιος νέος ωραίος που κρατούσε λαμπάδα πολύφωτη· αυτοί ήταν ο Απόστολος Πέτρος και ο Άγγελος φύλακας της ψυχής της.
Η Αγία όμως δεν τους γνώρισε. Τότε ήλθαν και μερικοί καλοί συμπολίτες της και γνώριμοι ανθρώποι και τη συμβούλεψαν να φύγει για να μη θανατωθεί άδικα. Η δε Αγία αποκρινόταν σ’ αυτούς:
– Δεν γίνεται να εγκαταλείψω τον αγώνα και το στεφάνι του μαρτυρίου, να γίνω δε και αιτία να τιμωρηθούν οι φύλακες.
Τότε λέει σ’ αυτήν ο Απόσολος:
– Γι’ αυτό ήλθα, κόρη, να γιατρεύσω τα πληγωμένα μέλη σου.
Η δε Αγία είπε σ’ αυτόν:
– Ποιός είσαι εσύ και φροντίζεις για την υγεία μου; Εγώ ποτέ δε θέλησα να ενδιαφερθώ για τη σωματική μου γιατρειά· έτσι είναι άπρεπο να κάνω τώρα, που βρίσκομαι κοντά στο θάνατο, εκείνο που δεν έκανα καμιά φορά.
Τότε ο μακάριος Πέτρος, θέλοντας να φανεί ακόμα περισσότερο η προθυμία της για το μαρτύριο, λέει σ’ αυτήν:
– Μη, ντρέπεσαι, κόρη, και άφησε με να σε γιατρέψω, γιατί είμαι δούλος του Δεσπότη Χριστού και για την αγάπη του ήλθα να σου κάμω αυτή τη χάρη.
Η δε Αγία αποκρίθηκε:
– Εγώ δεν έχω καμιά αιτία να ντραπώ άνθρωπο αυτού του κόσμου και μάλιστα εσένα, που είσαι γέρος, οι δε σάρκες μου είναι τόσο ξεσχισμένες ώστε νομίζω πως δεν είναι δυνατό κανείς να σκανδαλισθεί από μένα· γι’ αυτό κύριε μου, σ’ ευχαριστώ πολύ για την καλοσύνη αυτή που θέλησες αυτοπροαίρετα να μου δείξεις χωρίς εγώ να τη ζητήσω.
Λέει πάλι σ’ αυτήν ο Απόστολος:
– Γιατί λοιπόν δε θέλεις να σε γιατρέψω;
Εκείνη του είπε:
– Γιατί έχω το Δεσπότη μου Ιησού Χριστό, που με το νεύμα και μόνο κυβερνά όλο τον κόσμο και με το λόγο του θεραπεύει κάθε αρρώστια αγιάτρευτη. Εάν λοιπόν είναι ευάρεστο σ’ Αυτόν η θεραπεία του σώματος μου προς το συμφέρον μου, θα μου τη δώσει η χάρη του, με ένα λόγο μόνο ή με ένα μικρότατο νεύμα Του.
Αφού άκουσε αυτά ο Απόστολος, χαμογέλασε λίγο και είπε σ’ αυτήν:
– Γνώριζε, κόρη, οτι εγώ είμαι ο Απόστολος Πέτρος και ιδού θεραπεύτηκες με τη χάρη του Χριστού.
Και αυτά λέγοντας ο Απόστολος έγινε άφαντος, η δε Αγία βρέθηκε υγιής, με ανακαινισμένα όλα τα μέλη της χωρίς το παραμικρό σημάδι. Τότε έπεσε κατά γης και προσευχόταν με ευχαριστίες στον Κύριο λέγοντας:
” Ευλογητός ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, που διά του Αποστόλου Σου Πέτρου μου θεράπευσες τους μαστούς και τα υπόλοιπα τραυματισμένα μέλη του σώματος μου.
5. Και πάλι ενώπιον του τυράννου
Την επόμενη ημέρα έφεραν πάλι την Αγία στο παλάτι και της λεέι ο άρχοντας:
– Προσκύνησε διεστραμμένη τους θεούς μου, διαφορετικά θα πάρεις πολύ χειρότερα βασανιστήρια από τα προηγούμενα.
Αυτή του είπε:
– Ω, ματαιόδοξε πως θέλεις να απαρνηθώ το Δεσπότη μου, που μου θεράπευσε τις πληγές και να προσκυνήσω τις πέτρες;
– Ποιός σε θεράπευσε;
– Ο Δεσπότης μου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζωντανού, που θέλω πάντοτε να ομολογώ με το στόμα και μ’ όλη μου την καρδιά.
– Τώρα θέλω να σε δοκιμάσω, άν μπορεί ο Χριστός σου να σε βοηθήσει.
Και διατάζει ν’ ανάψουν μεγάλη φωτιά από κάρβουνα εκεί στο παλάτι και πάνω στ’ αναμμένα κάρβουνα να ρίξουν κομμάτια πίσσας, κεραμιδιών και σιδερένια αγκάθια για να μπούν στις σάρκες της Αγίας. Μετά τη ξέντυσαν και δένοντας τα χέρια και τα πόδια της με σιδερένιες αλυσίδες την έρριψαν σ’ εκείνα τα φλογερά κάρβουνα.
Την ώρα δε που δινόταν ένα τόσο τρομερό βάσανο στην ευλογημένη Αγάθη, ενώ εκείνη προσευχόταν θερμά στον Κύριο, εκείνος που δρόσισε τα Τρία Παιδιά στο καμίνι, έστειλε αμέσως βοήθεια. Γίνεται σεισμός φοβερός, ώστε όλοι νόμιζαν οτι επρόκειτο να καταποντιστεί η χώρα τους. Γιατί γκρεμίστηκαν πολλά σπίτια και πολλοί ανθρώποι σκοτώθηκαν, μάλιστα δε και το παλάτι του Κυντιανού γκρεμίστηκε και θανάτωσε δύο συμβούλους του.
Τότε όλος ο λαός της Κατάνης πήγε αρματωμένος στο παλάτι φωνάζοντας προς τον άρχοντα:
” Για τις πικρές τιμωρίες που δίνεις στην αξιοθαύμαστη Αγάθη, ώ ηγέμονα, κινδυνεύουμε όλοι να χάσουμε τη ζωή και τα πράγματα μας· γι’ αυτό ή άφησε την και μην την βασανίζεις πλέον ή σε καίουμε μ’ όλο σου το βιός”.
Τότε ο Κυντιανός φοβήθηκε την οργή του λαού και το σεισμό και προστάζει να βγάλουν την Αγία από τα κάρβουνα και έτσι μισοκαμένη να τη ρίψουν στη φυλακή μέχρι άλλη διαταγή του.
6. Η τελευταία προσευχή της
Εκεί λοιπόν στη φυλακή που βρισκόταν έκλινε τα γόνατα η Αγία και έκανε τη προσευχή της προς το Δεσπότη Χριστό λέγοντας:
” Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, που με έπλασες από το τίποτα σε τούτο τον κόσμο, που φύλαξες το σώμα μου άφθορο και αμέτοχο από κάθε σαρκική απόλαυση και με δυνάμωσες να νικήσω τις τιμωρίες των ασεβών τυράννων, χαρίζοντας μου τη δύναμη της υπομονής, λόγο της μεγάλης Σου ευσπλαχνίας, σε παρακαλώ και ικετεύω την αγαθότητα Σου να με δεχτείς σήμερα στη δόξα Σου, για να αξιωθώ να δω με τα ψυχικά μου μάτια το πρόσωπο Σου το Άγιο”.
7. Ο ένδοξος θάνατος της
Μόλις η Αγία τελείωσε την προσευχή της κοιμήθηκε, η δε αγία ψυχή της πήγε στα χέρια του ουράνιου Νυμφίου της για να αγάλλεται μαζί μ’ Αυτόν σ’ εκείνη την ανέκφραστη ευφροσύνη και παντοτινή δόξα.
Όταν άκουσαν οι συμπολίτες της, οτι κοιμήθηκε η Αγία, πήγαν με δάκρυα και άπειρη ευλάβεια και παίρνοντας το άγιο εκείνο σώμα, έβαλαν σ’ αυτό σμύρνα και άλλα αρώματα και αφού το τύλιξαν σε καθαρό σεντόνι, το απόθεσαν ευλαβικά σε μαρμάρινο πορφυρένιο τάφο.
Την ώρα δε που ενταφίαζαν την Αγία, μπήκε στην πόλη κάποιος ωραιότατος και θαυμαστός νέος που έλαμπε κρατώντας στα χέρια του μιά μαρμάρινη πλάκα. Μπροστά στο νέο προπορεύονταν άλλοι εκατό νέοι σε σειρά ανά δύο, ντυμένοι στ’ άσπρα σαν χιόνι και υπερβολικά ωραίοι. Όταν δε αυτοί έφτασαν στον τάφο της Αγίας, ο προεστώς εκείνος των νέων έβαλε πάνω στον τάφο τη μαρμάρινη πλάκα που κρατούσε κι έγινε άφαντος με τη συνοδεία του όλη. Αυτοί οι νέοι ήσαν Άγιοι Άγγελοι, εκείνος δε που κρατούσε την πλάκα ήταν ο Άγγελος φύλακας της ψυχής της.
Σ’ εκείνο δε το μάρμαρο ήταν γραμμένα τα εξής:
” Νους όσιος αυτοπροαίρετος, τιμή εκ Θεού και πατρίδος λύτρωσις”.
Αυτά φανέρωναν ότι η Αγία Αγάθη είχε νου όσιο, αγιότατο, αυτοπροαίρετο, γιατί από μόνη της ήλθε σε ευλάβεια, έδωσε πολλή τιμή στο Θεό με το μαρτύριο της, θα είναι δε και αιτία ελευθέρωσης της πατρίδας της από την ασέβεια κι επιστροφής στην Ορθόδοξη πίστη μας.
8. Το τραγικό τέλος του τυράννου
Όταν έμαθε ο καταραμένος τύραννος, οτι πέθανε η Αγάθη, βγήκε έφιππος ( πάνω σε άλογο) από την πόλη με τους στρατιώτες του, για να πάει να δει τα κτήματα της Αγίας και να γίνει εξουσιαστής και κύριος αυτών. Αλλά ο Πανάγαθος Θεός δεν τον άφησε να τελειώσει την κακή επιθυμία του, αλλά του ανταπόδωσε την αμοιβή για τις τιμωρίες που προξένησε αυτός στην ευλογημένη Αγάθη.
Ενώ λοιπόν περνούσε κάποιο ποταμό ο Κυντιανός έφιππος, μεταξύ δύο στρατιωτών σηκώθηκαν όρθια τα άλογα των στρατιωτών του και το ένα δάγκασε με το στόμα του τον τύραννο από το στήθος και τον έρριψε στον ποταμό, και το άλλο πήδηξε πάνω του και τον καταπάτησε τόσο, ώστε τον θανάτωσε.
Το κορμί του το παράσυρε το ποταμός και δεν μπόρεσαν να το βρούν παρ’ όλο που έψαξαν πολύ. Ασφαλώς θα τον έβαλε ο αφέντης του ο διάβολος στην κόλαση για να τον τιμωρεί αιώνια στη ψυχή και στο σώμα.
9. Ένα θαύμα της Αγίας
Στο νησί της Σικελίας και σε απόσταση λίγα χιλιόμετρα από την Κατάνη, βρίσκεται ένα βουνό που λέγεται Αίτνα. Αυτό είναι αρκετά μεγάλο , έχει δε στην κορυφή του κρατήρα σαν στόμα, από το οποίο βγαίνει μαύρος καπνός και φωτιά. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος λέει οτι αυτό κυριολεκτικά είναι ένα στόμα του Άδη.
Το βουνό αυτό, ένα χρόνο μετά το θάνατο της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης, άνοιξε το στόμα του και έρριψε λάβα σαν ποταμός προς την πόλη της Κατάνης καταίκαιε και αφάνιζε οτι βρισκόταν μπροστά του, όχι μόνο φυτά και ξύλα, αλλά και κάθε άλλο πράγμα. Οι ανθρώποι λοιπόν της πόλης, άνδρες και γυναίκες, χριστιανοί και Έλληνες, επειδή τρομοκρατήθηκαν τρέχοντας μακριά απ’ εκείνη τη φωτιά, πήγαν στον τάφο της Αγίας Αγάθης, πήραν το μεταξωτό πέπλο με το οποίο είχαν σκεπασμένο τον τάφο της, τον έβαλαν πάνω σ’ ένα κοντάρι και βγήκαν όλοι σε λιτανεία.
Σε λίγο, ω του θαύματος, η λάβα εκείνη, που προηγουμένως προξενούσε τόση ζημιά, σεβόμενη τη σκέπη εκείνη της Αγίας, σαν να είχε αίσθηση στράφηκε πίσω και κλείσθηκε στο φλεγόμενο βουνό και από εκείνη την ώρα δεν ξαναβγήκε να κάνει άλλη ζημιά.
Απ’ αυτό το θαύμα σεβάστηκαν όλοι πιό πολύ την Αγία, όχι μόνο οι χριστιανοί, αλλά και οι άπιστοι που βρισκόντουσαν σ’ αυτή την πόλη και αφού προσήλθαν στην αληθινή πίστη βαπτίσθηκαν στ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση αιωνίος. Αμήν.
Τη μνήμη της Αγίας Παρθενομάρτυρος Αγάθης η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 5 Φεβρουαρίου.
http://1myblog.pblogs.gr/tags/agia-agathi-gr.html