Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης
Η ΑΛΩΣΗ, Η 25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ*

Στην ομιλία του αυτή ο π. Θεόδωρος Ζήσης, εξ αφορμής του διπλού χαρακτήρα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (θρησκευτικού και εθνικού), μας υπενθυμίζει τον ρόλο της Εκκλησίας στους αγώνες και συνάμα στην ιστορική πορεία του Γένους μας, εν γένει.

Ο ρόλος αυτός μπορεί να ειδωθεί σε δυο επίπεδα. Το πρώτο, ως πιο άμεσο, αφορά την σύγχρονη με τα γεγονότα ενεργό δράση της Εκκλησίας. Η Επανάσταση, η παλιγγενεσία, η σύσταση του Νέου Ελληνικού Κράτους, ξεκινά με την πρωτοβουλία και θυσιαστική συμμετοχή της Εκκλησίας. Το δεύτερο επίπεδο, μπορεί να χαρακτηριστεί έμμεσο, αφορά την διατήρηση της συλλογικής εθνικής ιστορικής μνήμης, και σ’ αυτόν τον τομέα  η προσφορά της Εκκλησίας είναι το ίδιο σημαντική. Η Εκκλησία διατηρεί την εθνική ιστορική Παράδοση με τον ίδιο ευλαβικό τρόπο που διατηρεί και την εκκλησιαστική Παράδοση.Ειδικά σε εποχές, κατά τις οποίες ισχυρές πολιτικές θέσεις επιδιώκουν την κατάργηση της εθνικής αυτοσυνειδησίας, η Εκκλησία γίνεται ο μοναδικός θεματοφύλακας της εθνικής ιδιαιτερότητας, ακόμη και της γλώσσας, ακόμη και όταν κάθε άλλος πνευματικός φορέας έχει συμβιβαστεί.

Όταν μικρά και ανίσχυρα έθνη βρίσκονται στην δίνη του κυκλώνα της εξωτερικής πολιτικής και των συμφερόντων υπερδυνάμεων, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι παρούσα, για να υπενθυμίζει ότι η Αλήθεια είναι ο Χριστός, και ότι αυτός είναι ο ακλόνητος βράχος, στον οποίο μπορεί να στηριχθεί κάθε έθνος. Είναι παρούσα και του χορηγεί το σθένος να πολεμήσει  αυτοκρατορίες, όπως συνέβη το 1821, όταν οι Έλληνες εναντιώθηκαν στην κραταιά Οθωμανική και στην πολιτική άλλων αυτοκρατοριών της εποχής με μόνο εφόδιο την ευλογία της Εκκλησίας. Ο αγώνας για την διατήρηση της Ιστορίας του Γένους δεν είναι αναιμικός. Αντίθετα μπορεί ν’ αποδειχθεί αιματηρός. Μπροστάρης σε αυτόν τον αγώνα αναδεικνύεται για άλλη μια φορά η Εκκλησία, καθώς επιμένει στην αλήθεια των γεγονότων, όταν υπάρχουν απόψεις, στρατευμένες ή επικρατούσες, που αντιτίθενται. Ο π. Θεόδωρος Ζήσης δείχνει ότι σε τόσο σημαντικές ιστορικές στιγμές, δεν επιτρέπονται ιστορικές ανακρίβειες, παρά μόνο ως εκφράσεις συγκεκριμένων συμφερόντων. Στην ομιλία του καταδεικνύει τα συμφέροντα αυτά και στιγματίζει τις δοσίλογες απόψεις.

Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε την αξία της Ορθοδοξίας στην ζωή κάθε έθνους, να θυμίσουμε τον σεβασμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο δικαίωμα στην διαφορετικότητα, που έχει κάθε έθνος. Για παράδειγμα, την εορτή αυτή εμείς οι Έλληνες μπορούμε να την συνεορτάσουμε μαζί με κάθε Ορθόδοξο λαό, έστω και αν πέρα από την θρησκευτική έχει και εθνική σημασία. Αυτό δεν ενοχλεί κανέναν αλλοεθνή Ορθόδοξο. Για την ακρίβεια, μέσω της Ορθοδοξίας κάθε λαός μαθαίνει να δέχεται και να σέβεται την ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα, γενικά την διαφορετική ταυτότητα κάθε άλλου, αποφεύγοντας την παγίδα του Εθνικισμού. Ας μας πουν, όμως οι Οικουμενιστές, οι σύγχρονοι Ενωτικοί, αν θα μπορούσαν να συνεορτάσουν σήμερα με τους Παπικούς ή για να είμαστε πιο δίκαιοι, αν θα μπορούσαν να συνεορτάσουν σήμερα οι Παπικοί μαζί μας. Αν θα ανέχονταν ο Πάπας, αυτός που επιδίωξε και πέτυχε να εξαλείψει στην Αίρεσή του, κάθε έκφραση εθνικής ή άλλης διαφοράς, επιβάλλοντας ιδεολογική και παρά φύσιν ομοιογένεια, αν θα ανέχονταν να εορτάσει την ιστορικής σημασίας εορτή του Ευαγγελισμού μαζί μας. Θα εκδήλωνε, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο την εκδήλωση του αγαπισμού του; Ή μήπως αυτός και οι Οικουμενιστές θεωρούν τους ήρωες της ελληνικής επαναστάσεως «ξυποληταρία»;

Συνεπαρμένοι από την ιστορικοθρησκευτική αξία της σημερινής ημέρας, αναγγέλλουμε ότι η ιστοσελίδα μας θα συνεχίσει να παρουσιάζει θέματα που αφορούν την Ιστορία του Γένους, συντονισμένη και σύμφωνη με τον ρόλο της Εκκλησίας προς αυτήν την κατεύθυνση, ενάντια σε κάθε μειοδοτικό ιστορικό πνεύμα της σύγχρονης ή «νέας» εποχής.

Ιερά Μονή Παντοκράτορος

****

Η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα την μεγάλην εορτήν, θεομητορικήν εορτήν, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το κοσμοσωτήριο νόημα αυτής της μεγάλης εορτής μας το έδωσε και μας το δίνει κάθε χρόνο το δοξαστικό του Όρθρου, το οποίο προηγουμένως ακούσαμεν. «Το απ’ αιώνος μυστήριον ανακαλύπτεται σήμερον». Αυτό το μυστήριο, το οποίο ο Θεός είχε συλλάβει από αιώνων «το απ’ αιώνων μυστήριον», της σωτηρίας των ανθρώπων, το οποίο εκείνος μόνον εγνώριζεν, αποκαλύπτεται σήμερον, με τον Ευαγγελισμόν, με αυτά που είπε ο άγγελος προς την Παναγίαν, αυτά που προηγουμένως ακούσαμε. «Και ο Υιός του Θεού, υιός ανθρώπου γίνεται, ο Υιός του Θεού, ο ίδιος ο Θεός, γίνεται υιός του ανθρώπου. «Ίνα του χείρονος μεταλαβών, μεταδώ υμίν του κρείττονος», για να πάρει την δική μας, την πεσμένη ανθρώπινη φύση και να μας μεταδώσει την δική του την θεϊκή φύση και Xάρη. Και μας υπενθυμίζει ότι εψεύσθη πάλι Αδάμ, ότι διεψεύσθη πάλι ο Αδάμ, διότι επιχείρησε να γίνει Θεός μόνος του και δεν τα κατάφερε. Κι έρχεται τώρα ο Χριστός, και αυτό είναι το νόημα, η καλή αγγελία, ο Ευαγγελισμός, και έρχεται τώρα ο Θεός «ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσεται» για να κάνει τον Αδάμ Θεό, να μας βοηθήσει όλους για να γίνουμε Θεοί κατά χάριν.

Δεν πρόκειται, όμως σήμερα, αγαπητοί μου, ν’ ασχοληθούμε με την μεγάλη εκκλησιαστική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, τα αναλύσαμε αυτά πολλές φορές. Θα κάνω σήμερα μία εξαίρεση και θ’ ασχοληθώ κι εγώ με το δεύτερο σκέλος της σημερινής εορτής, της εθνικής εορτής, της παλιγγενεσίας, λόγω της συγκυρίας, η οποία υπάρχει, της συγκυρίας της κακοποιήσεως της ιστορίας μας, η οποία, δόξα τω Θεώ, έχει ξεσηκώσει όλους και αντιδρούν. Επιτέλους!

Όταν το 1453 έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, πολλοί ενόμισαν ότι πρόκειται για το τέλος της Ρωμηοσύνης, του Ελληνισμού. Πολλοί «φίλοι» και «ομόθρησκοι» εχάρησαν χαράν μεγάλην. Ο πάπας και οι Δυτικοί. Αυτό που είχαν αρχίσει αυτοί με τις ψευδώνυμες σταυροφορίες τους το τελείωσε ο ιερός πόλεμος των αλλοθρήσκων μωαμεθανών. Ο αφανισμός των Ελλήνων Ορθοδόξων, που αποτελεί και σήμερα στόχο των σχεδιαστών της νέας τάξης πραγμάτων, με άλλες βέβαια μεθόδους, ήπιες και ειρηνικές, θα είχε πραγματοποιηθεί από τότε, αν πάνω από όλους τους ισχυρούς της γης και πλανητάρχες, τους τότε και τους τώρα, πολιτικούς και θρησκευτικούς, δεν στεκόταν ο Παντοκράτωρ Κύριος, που κατευθύνει εν κραταιά χειρί και ισχυρώ βραχίονι, που κατευθύνει την πορεία της ιστορίας και του κόσμου. Ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει για να συνέλθουμε και ν’ αφυπνισθούμε πνευματικά, για το καλό μας, όπως εδίδασκε πειστικά και ρεαλιστικά ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Έψαξα χθες τις διδαχές του και βρήκα αυτό το πολύ ωραίο κομμάτι. Λέει: «Όταν επέρασαν τριακόσιοι χρόνοι ύστερα από την Σταύρωση του Χριστού μας, έστειλεν ο Άγιος Θεός τον Μέγαν Κωνσταντίνον κι εστερέωσεν βασίλειον χριστιανικόν. Και είχαν το βασίλειον οι Χριστιανοί 1150 χρόνους. Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους Χριστιανούς και ήφερεν τον Τούρκον μέσα από την ανατολήν και του το έδωκεν δια τον εδικόν μας καλόν. Και το έχει το βασίλειον ο Τούρκος χρόνους τριακοσίους είκοσι οκτώ» την εποχή που ζούσε ο Άγιος Κοσμάς, «και τι, άξιον ήτο ο Τούρκος να έχει βασίλειον; Αλλά ο Θεός το έδωκεν δια το καλό μας. Και διατί δεν ήφερε ο Θεός άλλον βασιλέα, όπου ήταν τόσα ρηγάτα εδώ κοντά δια να τους το δώσει;» δεν έφερε τους Ερωπαίους, τους Φράγκους, «μόνον ήφερεν τον Τούρκον μέσα από την Κόκκινην Μηλιάν και του το χάρισεν; Διότι ήξευρεν ο Θεός ότι τα άλλα ρηγάτα», οι Ευρωπαίοι, «μας βλάπτουν εις την Πίστην. Και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα δώς του και καβαλίκεψέ τον από το κεφάλι. Και δια να μην κολασθούμεν», να μην χάσουμε την Πίστη μας, να μην γίνουμε Παπικοί, «και δια να μην κολασθούμεν, το έδωκε του Τούρκου. Και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον, ωσάν σκύλον δια να μας φυλάει».

Ενώ, λοιπόν ήταν θέλημα Θεού η Πόλις να τουρκέψει, όπως λέει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, δεν ήταν θέλημα Θεού να αφανισθούν, ο Ελληνισμός το Βυζάντιον, γι’ αυτό μέσα από τα συντρίμμια και τα χαλάσματα, μέσα από το βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς και της απόγνωσης, ανέστησε τον νέο προφήτη του Γένους κατά τις ιστορικές πηγές, τον πρώτο εθνάρχη, τον Πατριάρχη Γεννάδιο Β’ Σχολάριο, ο οποίος ανέλαβε ως νέος Μωυσής,  ο οποίος ανέλαβε κάτω από δύσκολες συνθήκες να συντηρήσει το γένος και ν’ ανοίξει τον δρόμο προς την ελευθερία. Ήταν συγκλονιστική η εντύπωση που προκλήθηκε στον τότε γνωστό κόσμο από την άλωση της Πόλης, και απερίγραπτη η οδύνη των Ελλήνων Ορθοδόξων. Όχι μόνο γιατί υποδουλώνονταν σε σκληρό κατακτητή, αλλά γιατί έχαναν την υπερήφανη, την ξακουσμένη πατρίδα τους. Πλήθος θρήνων, λογίων και λαϊκών διαζωγραφούν αυτήν την οδύνην. Θα επιβίωνε άραγε το πνεύμα του μεγαλειώδους ελληνορθοδόξου πολιτισμού, που επί χίλια και πλέον χρόνια μεσουράνησε κι επέδρασε αποφασιστικά στην ιστορία άλλων εθνών ή μαζί με τον εθνικό του φορέα θα οδηγήτο και αυτό στην καταστροφή;

Το πνεύμα αυτό εκράτησε, εσυντήρησε και ανέστησε η εθναρχούσα Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Την επί αιώνες συγκεντρωμένη αυτή δύναμη και εμπειρία του πολιτισμού αυτού έκρυβε μέσα του ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο Πατριάρχης. Η ψυχή ενός ολόκληρου πολιτισμού είχε εγκαταβιώσει σε έναν ηγέτη. Κι όχι μόνον δεν άφησε τους εκούσιους εξισλαμισμούς να γίνουν ποτάμι και να παρασύρουν τα λείψανα του Γένους, αλλά αυτός και οι διάδοχοί του Πατριάρχες με σοφία και με σύνεση μέσα στην νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία, ξαναέκτισαν την παλαιά αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, ώστε σωστά να χαρακτηρίζεται από γνωστούς ιστορικούς, όπως ο Ρουμάνος ιστορικός Iorga, η περίοδος της Τουρκοκρατίας, ως Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Μπορεί να κατέβηκε ο Σταυρός από τον τρούλο της Αγιασοφιάς και ν’ ανέβηκε η ημισέληνος, εγκαθιδρύθηκε, όμως ο Σταυρός περισσότερο μέσα στις καρδιές των Ελλήνων, και όταν ήρθε η ευλογημένη ώρα της παλιγγενεσίας τοποθετήθηκε πάλι πάνω σε όλα τα λάβαρα και της σημαίες των αγώνων του 1821 και των αγωνιστών, οι οποίοι γνωρίζοντας από τα κρυφά και από τα φανερά σχολεία το «εν τούτω νίκα» του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ψάλλοντας το «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου» και το «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια», με μπροστάρηδες τους Αρχιερείς και Ιερείς και Μοναχούς,  από το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας σαν σήμερα, εκήρυξαν την επανάσταση εναντίον του Τούρκου κι έφεραν την ελευθερία σε ένα τμήμα έστω, του δούλου Γένους.

Την αποφασιστική συμβολή της Εκκλησίας στην παλιγγενεσία είχε προφητέψει από τότε ο Γεννάδιος Σχολάριος με τα εξής λόγια: «όθεν εί μέλλει ποτέ το δείλαιον ημών γένος τον ήλιον ευτυχέστερον οράν αυτοίς επιλάμποντα, εξ ημών αύθις των ιερωμένων και μοναχών ανατείλαι δειν και της πνευματικής υγείας αρχείν. Ερρωμένως και μετά σπουδής την τοιαύτην αναλαβομένων προαίρεσιν και πολύ ελπίς εστιν επί την θείαν φιλανθρωπίαν το γένος ημών άπαν αναρρωστήσασθαι». Λέει το κομμάτι αυτό, αν πρόκειται κάποτε το ταλαίπωρο γένος μας να δει τον ήλιο να λάμπει ευτυχέστερα, από μας πάλι του ιερωμένους και μοναχούς πρέπει ν’ ανατείλει η πνευματική υγεία, για ν’ αναλάβουμε με δύναμη και με σπουδή αυτή την προαίρεση. Και υπάρχει μεγάλη ελπίδα και με την φιλανθρωπία του Θεού ότι το γένος μας θα ξαναποκτήσει και πάλι την υγεία του. Και αυτήν την συμβολή και την συμμετοχή της Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει σοβαρός και αντικειμενικός ιστορικός ερευνητής που να μην την αναγνωρίζει. Με ελάχιστες εξαιρέσεις στρατευμένων μαρξιστών ιστορικών, οι οποίοι για ιδεολογικούς λόγους, ως άθεοι και εκκλησιομάχοι, επεδιώκαν και επιδιώκουν να συκοφαντήσουν την Εκκλησία, να την θέσουν στο περιθώριο των πνευματικών εξελίξεων. Τώρα μάλιστα, δεν αντιλαμβάνονται ότι γίνονται σύμμαχοι της «νέας» τάξης πραγμάτων, που καθοδηγεί η υπερατλαντική δύναμη, και η οποία στοχεύει στην κατάργηση των συνόρων και των πατρίδων, στην συρρίκνωση της ιστορικής μνήμης και αυτοσυνειδησίας των λαών, ώστε χωρίς αντιστάσεις να επικρατήσει η παγκοσμιοποίηση, η Pax Americana, και να μεταβληθούν οι πολίτες όλου του κόσμου από σκεπτόμενα και σοβαρά πρόσωπα, που κουβαλούν την εθνική τους ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, σε μονάδες καταναλώσεως υλικών αγαθών και προϊόντων, για ν’ αυξάνουν τα κέρδη τους οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, για να υποταγεί η ανθρωπότητα στον πειρασμό που απέφυγε ο Χριστός, να ζουν δηλαδή οι άνθρωποι μόνο «επ’ άρτω» ως υλικά μόνον όντα, χωρίς πνευματικές αναζητήσεις και θέσεις. Ξεχωριστός, μάλιστα, στόχος αυτής της «νέας» τάξεως είμαστε οι Έλληνες. Γιατί τα πνευματικά μας αποθέματα και αντισώματα, τα πολιτιστικά μας κύτταρα, μας καθιστούν ακατάλληλο υλικό, δυσκολοχώνευτο, από την μηχανή της παγκοσμιοποίησης, γι’ αυτό και πρέπει πάση θυσία ν’ αφανιστούμε, σύμφωνα με την γνωστή διαπίστωση του διαβόητου πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Αμερικής, του Κίσσιγκερ, του οποίου συνεργάτες καθίστανται οι νέοι ιστοριογράφοι μας. Είπε τα εξής φοβερά λόγια τον Σεπτέμβριο του 1994, αυτός ο καταστροφεύς της Κύπρου και σύμμαχος του Αττίλα: «Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος, και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε, ίσως να συνετιστεί. Εννοώ να πλήξουμε την γλώσσα, την θρησκεία, τα πολιτιστικά και πνευματικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μην μας παρενοχλεί στην ανατολική Μεσόγειο, στην Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή την νευραλγική περιοχή, μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής». Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτά ελέχθησαν σε ομιλία του κατά τη βράβευσή του από προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου, των Η. Π. Α. στην Ουάσιγκτον. Είχαμε επισημάνει πολλοί, αυτές τις προσπάθειες, αυτής της αδίστακτης μειοψηφίας των διανοητών και πολιτικών μας, οι οποίοι περιέργως και ανεξηγήτως απολαμβάνουν ένα είδος ασυλίας οποιοδήποτε κόμμα και αν κυβερνά. Και είχαμε κρούσει παλαιότερα τον κώδωνα του κινδύνου, όταν διαπιστώναμε την σχεδιαζόμενη παραχάραξη της ιστορίας, ιδιαίτερα ως προς την συμβολή της Εκκλησίας στους αγώνες του Γένους. Τώρα , δυστυχώς, η παραχάραξη αυτή δεν είναι ελεύθερος στοχασμός και προσωπική εκτίμηση. Προβαλλόμενη πολλαπλάσια, ισχυρά και σχεδόν μοναδικά από τα συμφωνούντα μέσα μαζικής ενημέρωσης και από πάμπολλα έντυπα, βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες. Τώρα πέρασε, όπως αυτές τις ημέρες παρακολουθούμε, επίσημα και στα σχολικά μας βιβλία˙ στο βιβλίο της ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, το οποίο δικαιολογημένα συναντά αυτές τις αντιδράσεις. Δεν πρόκειται βέβαια ν’ ασχοληθούμε με το πλήθος των παραχαράξεων και ιστορικών αλλοιώσεων που έχουν ήδη επισημανθεί. Υπενθυμίζουμε απλώς, ότι αυτά που είχαν περάσει στην ιστορική μνήμη όλων μας, στην αυτοσυνειδησία όλων των γενεών μετά το 1821, για την έναρξη της Επαναστάσεως στις 25 Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού σαν σήμερα, για την ευλογία του λαβάρου και των αγωνιστών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, για τον απαγχονισμό και το μαρτύριο του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’, για τον καλόγερο Σαμουήλ στο Κούγκι, και τον ηγούμενο Γαβριήλ στο Αρκάδι, για τις γενναίες Σουλιώτισσες στον χορό του Ζαλόγγου, στην Αραπίτσα της Νάουσας και αλλού. Και πολλά άλλα αποσιωπώνται και αποκρύπτονται παντελώς. Ούτε λέξη για όλα αυτά. Και από αυτά προκύπτει ότι η αληθινή άλωση δεν έγινε το 1453, διασωθήκαμε τότε, αλλά γίνεται σταδιακά σε συνθήκες ελεύθερου πολιτικού βίου με την συνεργούσα σιωπή και ανοχή μας. Θα επιτρέψουμε αυτούς τους διαστροφείς, τους καταστροφείς της ιστορίας μας, αυτούς τους γενοκτόνους της ιστορικής μας μνήμης που προσπαθούν να κάνουν, όπως ευφυώς ελέχθη, νέους γενιτσάρους στο καταστροφικό τους έργο; Εμείς όλοι μαζί με τη λειτουργία στο επουράνιο θυσιαστήριο πρέπει να φροντίσουμε να διαφυλάξουμε τα ιερά και τα όσια του γένους μας. Αμήν.

*Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ., που εκφωνήθηκε την 25η Μαρτίου του 2007 στον Ι. Ναό Αγ. Αντωνίου Θεσ/νίκης.

 

 http://www.impantokratoros.gr/alosi-paligenesia.el.aspx