«Ἡ ὁδός τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι ὁ τίτλος τοῦ κεφαλαίου πού θά δοῦμε σήμερα ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό. ««Στήν Ἐκκλησία μας δόθηκε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἡ ἐπίγνωση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί Αὐτή (ἡ Ἐκκλησία δηλαδή) εἶναι ἰσχυρή μέ τήν ἅγια σκέψη της καί τήν ὑπὁμονή της». Τό μυστήριο τοϋ Θεοῦ πού γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ», ἑρμηνεύει τώρα ὁ π. Σωφρόνιος αὐτά τά λόγια προφανῶς τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. «Ἡ ἅγια σκέψη Της εἶναι «νά σωθοῦν οἱ πάντες»»[1]. Ἡ Ἐκκλησία, ξέρουμε, ὅτι εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός μας ἔχει ἕνα μόνο θέλημα. Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Θεός, ὁ Χριστός, «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[2]. Καί αὐτό τό ἴδιο εἶναι καί θέλημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά σωθοῦν οἱ πάντες. Γι’ αὐτό καί ἡ προοπτική της εἶναι ν’ ἀγκαλιάσει σύνολη τήν ἀνθρωπότητα. Γι’ αὐτό καί οἱ χριστιανοί, πού ἤδη εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά εἶναι μέ ἀνοιχτές τίς ἀγκάλες τους νά δεχθοῦν κάθε καινούριο πού θά θελήσει νά μπεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία. Θά πρέπει καί οἱ χριστιανοί, ὁ καθένας, νά ἔχει τήν ἐπιθυμία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς νά μποῦνε μέσα στήν Ἐκκλησία!
 
Σήμερα εἶναι λυπηρό τό φαινόμενο πού οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχει περίπου 500 ἑκατομμύρια, ἐνῶ ἡ γῆ ἔχει περίπου 7,5 δισεκατομμύρια. Ὅλοι αὐτοί λοιπόν πού εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα λυπηρό θά λέγαμε φαινόμενο καί γεγονός, πού θά πρέπει ὅλους νά μᾶς ἀνησυχεῖ, νά μᾶς προβληματίζει καί νά μᾶς κάνει νά προσευχόμαστε, ὥστε ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι δυνάμει θά λέγαμε εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία νά γίνουν καί ἐνεργεία. Γιατί ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία θέλουν ὅλοι νά σωθοῦν.
 
«Ἡ Ἐκκλησία κηρύττει στόν κόσμο τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί καλεῖ ὅλους στήν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν ἐννοοῦν αὐτό τό προσκλητήριο καί τό ἀπορρίπτουν. Καλώντας ὅλους νά τηροῦν τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν»[3], ἡ Ἐκκλησία στέκεται στή μέση ἀπό ὅλες τίς ἐχθρικές δυνάμεις. Ὁ διάβολος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καί σπορέας τοῦ μίσους. Γι’ αὐτό καί τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Χριστό τούς κρατάει σέ μιά κατάσταση χωρισμοῦ-διάσπασης»[4]. Ἄν προσέξει κανείς, καί ὁ σύγχρονος κόσμος ὅλος καί τά ἔθνη καί οἱ κοινωνίες καί οἱ οἰκογένειες καί ὅλες ἄς τό ποῦμε οἱ ἀνθρώπινες ἑνότητες ἤ συλλογικότητες ζοῦνε αὐτή τήν κατάσταση τῆς διάσπασης, τοῦ χωρισμοῦ, τοῦ μίσους καί τῆς ἔχθρας. Κι ἄν ὑπάρχει μιά φαινομενική ἠρεμία καί ἑνότητα, αὐτή εἶναι πάρα πολύ εὔθραυστη. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, πού κηρύττει αὐτή τήν κατάλυση τοῦ μίσους, κηρύττει τήν ἀγάπη στούς ἐχθρούς, δέν εἶναι ἀρεστή, στόν διάβολο πρωτίστως καί μετά σ’ ὅλους αὐτούς πού ὑπηρετοῦν τίς ἐντολές τοῦ διαβόλου.

 
«Εἶναι ἔτσι φυσικό, ὅταν οἱ ἐχθρικές δυνάμεις συναντοῦν τήν Ἐκκλησία, ἡ ὀργή μέ τήν ὁποία εἶναι γεμάτες, νά ὁρμᾶ ἐναντίον της καί ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέχεται τά βέλη ἀπ’ ὅλους. Ἡ Ἐκκλησία, πού πραγματοποιεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, δηλαδή τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δέχεται συνειδητά πάνω της τό βάρος τῆς γενικῆς ὀργῆς, ὅπως ὁ Χριστός σήκωσε πάνω Του τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου»[5]. Ὁ διάβολος φορτίζει τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Χριστό μέ ὀργή. Καί αὐτή ἡ ὀργή ξεσπάει στήν Ἐκκλησία.
 
«Καί ἄν ὁ Χριστός ὑπέστη διωγμό σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καί ὄφειλε νά πάθει -«παθητός ὁ Χριστός»[6]-, τότε καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀναπόφευκτα θά διωχθεῖ καί θά ὑποστεῖ τό μαρτύριο»[7]. Ὁ Χριστός βέβαια ὄφειλε νά πάθει μέ τήν ἔννοια ὅτι ἑκούσια δέχθηκε τό πάθος. Δέν εἶχε ἁμαρτήσει ὁ Ἴδιος οὔτε ὁ Ἴδιος θά λέγαμε εἶχε κάποια αἰτία γιά νά πάρει σάρκα καί νά πεθάνει, ἀλλά ἡ αἰτία -θά λέγαμε- ἦταν ἡ ἀγάπη Του. Καί ἀπό ἀγάπη ὁ Θεός πῆρε σάρκα καί πέθανε γιά τήν σωτηρία τή δική μας καί στήν θέση τή δική μας! Γιατί κανονικά ἐμεῖς ἔπρεπε νά πάθουμε καί νά πεθάνουμε καί νά σταυρωθοῦμε!
 
Κι ἄν ὁ Χριστός τό ἔπαθε αὐτό, καί ἡ Ἐκκλησία πού εἶναι τό σῶμα Του, ἀναπόφευκτα κι Αὐτή διώκεται. «Αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός νόμος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο μάλιστα μίλησε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καί oἱ Ἀπόστολοι. Ὁ θεσπέσιος Παῦλος μάλιστα τόν ἐξέφρασε κατηγορηματικά μέ αὐτά τά λόγια: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται»[8]»[9]. Κάνει ἐντύπωση αὐτό τό «πάντες». Δέν λέει ὅτι κάποιοι, ἀλλά ὅλοι ὅσοι θέλουνε νά ζήσουνε μέ εὐσέβεια, δηλαδή μέ σωστή πίστη καί σωστή ζωή, αὐτή εἶναι ἡ εὐσέβεια, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέσα στόν Χριστό, διωχθήσονται, θά ἔχουνε διωγμούς. Κι αὐτό γίνεται πάντα καί παντοῦ, σ’ ὅλο τόν κόσμο, ὅπου ζεῖ ἡ ἁμαρτία. Καί ὁ διωγμός μπορεῖ νά εἶναι αἱματηρός ἤ ἀναίμακτος. Ἀλλά πάντως θά ὑπάρχει πάντοτε. Καί δέν πρέπει νά μᾶς ἐκπλήσσει τό γεγονός ὅτι κι ἐμεῖς θά ἀντιμετωπίσουμε ἕναν μικρό διωγμό ἐνδεχομένως, πρῶτα-πρῶτα στό ἴδιο τό σπίτι μας, στήν ἴδια τήν οἰκογένειά μας, στήν ἐργασία μας καί σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη θά λέγαμε δραστηριότητά μας καί συλλογικότητα ἀνθρώπινη.
 
««Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί· ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται»[10]. Ἐδῶ ὁ Κύριος μᾶς λέει ὅτι αὐτοί πού κηρύσσουν τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἐξὁμοιώνονται μέ Αὐτόν, τόν Μονογενῆ Υἱό τοῦ Θεοῦ. Καί ἐξὁμοιώνονται σέ ὅλα, δηλαδή ὄχι μόνο στή δόξα καί στήν ἀνάσταση, ἀλλά καί στήν ἐξουθένωση καί στόν θάνατό Του»[11]. Ὁ χριστιανός εἶναι ὁ κήρυκας τῆς εἰρήνης καί μέ τά λόγια του ἀλλά κυρίως μέ τήν ὅλη του ζωή καί παρουσία, φέρνει εἰρήνη, ζεῖ εἰρηνικά, ἔχει εἰρήνη στό πρόσωπό του, στήν ὅλη του ὕπαρξη. Καί αὐτό βεβαίως δέν ἀρέσει στόν διάβολο καί στά ὄργανά του, ἀλλά αὐτό εἶναι ἀκριβῶς πού τόν καθιστᾶ μακάριο, σύμφωνα μέ τόν μακαρισμό τοῦ Κυρίου, καί τόν καθιστᾶ υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν κάνει ὅμοιο μέ τόν Θεό. Ὅμοιο κατά πάντα, καί στήν δόξα καί στήν ἐξουθένωση, καί στόν διωγμό καί στόν θάνατο.
 
«Γι’ αὐτό μιλοῦν σαφῶς οἱ Γραφές καί γι’ αὐτό: ὅσοι κηρύσσουν ἀληθινά τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά θυμοῦνται πάντα τόν Γολγοθά», δηλαδή πρέπει νά περιμένουνε σταυρό. «Ὅλα αὐτά ἔρχονται μόνο ἐξαιτίας τοῦ λόγου «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν»[12]»[13]. Ὁ χριστιανός, ὅπως καί ὁ Χριστός, κηρύττει τήν ἀγάπη στούς ἐχρθούς, καί αὐτό δέν ἀρέσει. Αὐτό διώκεται. Ὁ διάβολος δέν θέλει εἰρήνη, δέν θέλει ἀγάπη, δέν θέλει συμφιλίωση, δέν θέλει συμπόρευση, δέν θέλει ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλλά θέλει διάσπαση, χωρισμό, μόνωση καί τελικά θάνατο.
 
«Ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμός οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν»[14], λέγει ὁ Χριστός στούς Ἰουδαίους». Ζητᾶτε καί θέλετε νά μέ σκοτώσετε, γιά ποιόν λόγο; Γιατί ὁ λόγος Μου δέν χωράει μέσα σας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὁ λόγος τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης, ἀκόμα καί πρός τούς ἐχθρούς, δέν χωράει μέσα στούς ἀνθρώπους. Ὄχι γιατί δέν ὑπάρχει χῶρος ἐάν θέλουν, ἀλλά διότι δέν θέλουν. Καί τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ λόγος «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν»[15], δέν χωράει στόν κόσμο, δέν χωράει στούς ἀνθρώπους πού εἶναι ὑποταγμένοι στόν κόσμο, δηλαδή στά τρία βασικά πάθη, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας καί τῆς φιλαργυρίας. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος φυσικά δέν δέχεται τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, τόν λόγο τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης, καί προπάντων τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς. Τό θεωρεῖ ἀνοησία νά ἀγαπᾶς τόν ἐχθρό σου.
 
«Γι’ αὐτό σέ ὅλους τούς αἰῶνες ὁ κόσμος ἐδίωκε καί θά διώκει τήν ἀληθινή Ἐκκλησία, ἐφόνευε καί θά φονεύει τούς διακόνους της». Ἀκριβῶς γιατί κηρύττουν κάτι πού δέν χωράει μέσα τους, γιατί δέν θέλουν νά χωρέσει! «Κατά τήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν μακαριστό Γέροντα», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «ποτέ δέν εἴχαμε ἔστω καί τήν παραμικρή σκιά ἀμφιβολίας ὅτι τά λόγια του εἶναι «ρήματα ζωῆς αἰωνίου»[16] πού τά ἄκουσε ἄνωθεν»[17]. Ὡς θεόπτης ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ἄκουσε ἄρρητα ρήματα, ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅπως καί ὁποιοσδήποτε θεόπτης, βλέπει καί ἀκούει τόν Θεό καί δέν μπορεῖ νά πεῖ οὔτε τί εἶδε οὔτε νά διηγηθεῖ τί ἄκουσε. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἄρρητος, εἶναι ἀόρατος, εἶναι ἀκατάληπτος καί δέν ὑπάρχουν λέξεις κτιστές γιά νά περιγράψουν τό ἄκτιστο.
 
Τά λόγια τοῦ Γέροντα ἦταν καί εἶναι «ρήματα ζωῆς αἰωνίου» καί αὐτή τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυροῦσε ὅλη ἡ ζωή του, δέν τή διδάχτηκε «σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσας»[18]», ὅπως λέει στήν Β΄ καθολική του ἐπιστολή ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Δηλαδή, τά λόγια τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ δέν εἶναι λόγια πού πηγάζουνε ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία, ἀπό σεσοφισμένους μύθους, ἀλλά ἀπό τόν ἄκτιστο Θεό. «Πολλοί μιλοῦν μέ ἐλαφρότητα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τά ἔργα τους εἶναι σκάνδαλα γιά τόν κόσμο∙ γι’ αὐτό καί τά λόγια τους δέν ἔχουν τήν ζωοποιό δύναμη»[19]. Εἶναι αὐτή ἡ ἀντίφαση λόγων καί ἔργων, πού δυστυχῶς ὑπάρχει καί στίς μέρες μας πάρα πολύ διάχυτη καί πολλοί λεγόμενοι χριστιανοί, ἐνῶ μιλᾶνε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν πράξη ἀναιροῦν τό κήρυγμα πού κάνουν, ὁπότε καί ὁ λόγος τους δέν ἔχει ἀποτέλεσμα.
 
«Ἡ ζωή τοῦ Γέροντα, πού τήν εἴδαμε ἀπό κοντά ἐπί πολλά χρόνια καί ἀποτολμοῦμε τώρα νά τήν γράψουμε, ὑπῆρξε μεγάλος ἆθλος καί τόσο ἔξοχος, ὥστε δέν μποροῦμε νά βροῦμε ἀνθρώπινες λέξεις, γιά νά ἐκφράσουμε τόν θαυμασμό μας. Συγχρόνως ὅμως, ἦταν τόσο ἁπλή, τόσο φυσική καί ἀληθινά ταπεινή, ὥστε κάθε ἐξεζητημένη λέξη εἰσάγει ἕνα ξένο στοιχεῖο. Γι’ αὐτό εἶναι τόσο δύσκολο νά γράψουμε γι’ αὐτόν»[20]. Δηλαδή καί οἱ λέξεις ἀκόμα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἅγιος δέν εἶναι τυχαῖες. Αὐτό λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος. Καί ἐγώ, λέει, πού προσπαθῶ νά ἑρμηνεύσω αὐτά πού λέει, μᾶλλον τά χαλάω, μᾶλλον εἰσάγω κάτι ξένο παρά διευκρινίζω καί δίνω στόν ἀναγνώστη νά καταλάβει.
 
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν μποροῦν νά διακρίνουν στόν ἁπλοϊκό λόγο τό πραγματικό του περιεχόμενο∙ ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλοι πού τό αὐτί τους δέν ἀντέχει τούς παράξενους τόνους τῶν «στομφωδῶν» λόγων. Ἔτσι, ἀποφασίσαμε νά συνοδέψουμε ὡς ἕνα σημεῖο τόν ἅγιο καί καθαρό λόγο τοῦ Γέροντα, ἀπρόσιτο δυστυχῶς σέ πολλούς ἐξαιτίας ἀκριβῶς τῆς ἁπλότητάς του»[21], καί ἀποφασίσαμε λοιπόν νά τόν συνοδέψουμε τόν καθαρό λόγο τοῦ Γέροντα «μέ τόν δικό μας ξηρό καί βαρύ λόγο». Εἶναι μερικοί ἄνθρωποι πού ἀκριβῶς τήν ἁπλότητα δέν τήν ἀντέχουν. Θέλουν κάτι πιό -κατά τήν γνώμη τους- σοφό, περίτεχνο. Ἐνῶ μιά ἁπλή γριούλα τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία θά σοῦ πεῖ δυό κουβέντες ἁπλές, μπορεῖ νά κρύβει μέσα της τή σοφία τοῦ Θεοῦ! Ἔτσι κι ἐδῶ ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Καί ἀντίθετα, ὑπάρχουν κι ἄλλοι βέβαια, οἱ ὁποῖοι δέν ἀντέχουν τούς στομφώδεις λόγους. Γι’ αὐτό λέει ὁ π. Σωφρόνιος, προσπαθῶ κι ἐγώ νά βρῶ κατά κάποιο τρόπο τόν μέσο ὅρο καί νά ἱκανοποιήσω καί τούς μέν καί τούς δέ.
 
«Κι αὐτό γιατί ὑποθέτουμε, ἴσως λανθασμένα, πώς ἔτσι θά διευκολύναμε ἴσως μερικούς, συνηθισμένους σέ ἄλλον τρόπο ζωῆς καί ἐκφράσεως, νά τόν καταλάβουν». Πιό πολύ ἀπευθύνεται σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἴχανε συνηθίσει, καί ἔχουνε συνηθίσει, νά ἀκοῦνε κάτι περίτεχνο, κάτι σοφό ἀνθρώπινο. «Πᾶρτε σάν παράδειγμα τήν σύντομη διδαχή τοῦ Γέροντα. «Τί εἶναι ἀναγκαῖο γιά νά ἔχει κάποιος εἰρήνη στήν ψυχή καί στό σῶμα;»». Πῶς μπορεῖ νά ἔχεις εἰρήνη; Χρειάζεται κάτι. Τί εἶναι αὐτό τό κάτι; Καί ἀπαντᾶ: ««Γι’ αὐτό τόν σκοπό χρειάζεται νά ἀγαπᾶς τούς πάντες σάν τόν ἑαυτό σου καί νά εἶσαι κάθε ὥρα ἕτοιμος γιά τόν θάνατο»»[22]. Δυό ἁπλές προϋποθέσεις, ἀλλά εἶναι μεγαλειώδεις στό περιεχόμενό τους! Νά ἀγαπᾶς τούς πάντες σάν τόν ἑαυτό σου, καί δεύτερον, νά εἶσαι κάθε ὥρα ἕτοιμος γιά τόν θάνατο. Κάτι πολύ ἁπλοϊκό, θά ἔλεγε κανείς, ἀλλά θέλει πολλή ὥρα νά τό σκεφτεῖς, νά τό καταλάβεις, νά τό βιώσεις.
 
«Συνήθως ἡ σκέψη τοῦ θανάτου πού πλησιάζει ρίχνει τήν ψυχή σέ ταραχή καί φόβο, συχνά ἀκόμα καί σέ ἀπόγνωση τέτοια, πού ἀπό τήν θλίψη τῆς ψυχῆς ἀσθενεῖ καί τό σῶμα. Πῶς λοιπόν, λέει ὁ Γέροντας, ἡ ἑτοιμασία γιά τόν θάνατο κάθε στιγμή καί ἡ ἀγάπη γιά ὅλους γεμίζει μέ εἰρήνη ὄχι μόνο τήν ψυχή ἄλλα καί τό σῶμα; Παράξενη καί ἀκατανόητη διδαχή! Μιλώντας ἐδῶ γιά εἰρήνη ψυχική καί σωματική ὁ Γέροντας ἔχει ὑπόψη τήν κατάσταση στήν ὁποία μεταδίδεται αἰσθητῶς ἡ ἐπενέργεια τῆς Χάρης ὄχι μόνο στήν ψυχή ἀλλά καί στό σῶμα»[23]. Δηλαδή, ὁ Γέροντας ὅταν μιλάει γιά εἰρήνη δέν ἐννοεῖ αὐτό τό ἐξωτερικό, νά μήν ἔχει κανείς ἄγχος, νά μήν ἔχει ἀγωνίες κ.λ.π., ἀλλά τήν εἰρήνη πού εἶναι ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη..»[24]. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική εἰρήνη. Καί πῶς, λέει ὁ Γέροντας τώρα, θά ἔχουμε αὐτή τήν εἰρήνη; Ὄχι ἁπλῶς τό νά μήν ἔχουμε ἄγχος ἤ στενοχώρια ἐξωτερικά. Καί γιά νά ἔχεις αὐτό τό πράγμα, τήν ἀληθινή εἰρήνη, θά πρέπει νά ἔχεις τήν Χάρη ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὄχι μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα.
 
«Καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση μάλιστα μιλᾶ γιά βαθμό μικρότερο ἀπό ἐκεῖνον πού βίωσε τήν ὥρα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου», τότε πού εἶχε θεοπτία, πού εἶχε φτάσει στήν θέωση, στό τρίτο καί ψηλότερο σκαλοπάτι τῆς πνευματικῆς ζωῆς, στήν ἀνώτερη πνευματική ἐμπειρία. Δέν μιλάει γι’ αὐτή τήν κατάσταση, γιατί σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι συνέχεια∙ εἶναι ὅσο θά τοῦ δώσει ὁ Κύριος. Μετά πού θά ξαναγυρίσει στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, ἐκεῖ πῶς θά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φυλάξει αὐτή τήν αἴσθηση τῆς εἰρήνης, τῆς βαθιᾶς ἁγιοπνευματικῆς κατάστασης. «Τότε ἡ Χάρη καί στήν ψυχή καί στό σῶμα εἶχε τέτοια δύναμη, πού αἰσθάνθηκε καί τό σῶμα ἐμφανῶς τόν ἁγιασμό του καί ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφερε καί στό ἴδιο τό σῶμα τόσο ἰσχυρή ἀγάπη γιά τόν Χριστό, πού ἤθελε καί αὐτό νά μαρτυρήσει γιά τόν Κύριο»[25], ὅταν ἦταν σέ κατάσταση θεοπτίας. Ἀλλά ὅταν κανείς ἐπανέρχεται στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, χρειάζεται ἀκριβῶς αὐτά τά δύο πράγματα: νά ἀγαπάει ὅλους, καί ὅλους φυσικά ἐννοεῖ καί τούς ἐχθρούς, καί νά εἶναι ἕτοιμος κάθε ὥρα γιά νά πεθάνει.
 
Ἕνα ἀκόμα κεφάλαιο: Διαφορά χριστιανικῆς ἀγάπης καί ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. «Ἡ νομική ἀντίληψη γιά τήν δικαιοσύνη εἶναι ἴδιον τῶν ἀνθρώπων». εἶναι χαρακτηριστικό τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε μιά νομική ἀντίληψη γιά τήν δικαιοσύνη. «Ἀπορρίπτουμε ὡς ἀδικία ἀσύμφωνη μέ τήν νομική συνείδησή μας τήν ἀπόδοση σέ κάποιον εὐθύνης γιά τήν ἐνοχή ἑνός ἄλλου». Δηλαδή ἄν ξέρουμε ὅτι κάποιος φταίει γιά κάτι καί ἀποδοθεῖ κατηγορία σέ ἕναν τρίτο καί ὄχι σ’ ἐκεῖνον πού φταίει πραγματικά, αὐτό τό ὀνομάζουμε ἀδικία. Αὐτή εἶναι νομική ἀντίληψη. «Τό πνεῦμα ὅμως τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μιλάει διαφορετικά. Σύμφωνα μέ τό πνεῦμα αὐτῆς τῆς ἀγάπης ἡ συμμετοχή στήν εὐθύνη γιά τήν ἐνοχή ἐκείνου πού ἀγαπᾶμε, ἀκόμα καί ἡ πλήρης ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ὄχι μόνο δέν εἰναι κάτι παράξενο, ἀλλά εἶναι κάτι τό τελείως φυσικό»[26]. Εἶναι αὐτό πού ἔκανε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός δέν ἔφταιγε. Ἐμεῖς φταίγαμε. Κι ὅμως ἔρχεται ὁ Χριστός καί ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη μας καί πεθαίνει γιά μᾶς! Αὐτό γιά τήν δικανική ἀντίληψη τήν δική μας εἶναι ἀκατανόητο, γιά τήν νομική ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ δέν φταίει ὁ Χριστός, γιατί νά πάρει Αὐτός τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας; Ἀκριβῶς ὅμως αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτή εἶναι καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή τελικά ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀγάπη.
 
«Ἐπιπλέον, στήν ἀνάληψη αὐτῆς τῆς ἐνοχῆς τοῦ πλησίον ἐκδηλώνεται ἡ γνησιότητα τῆς ἀγάπης καί ἐπιτυγχάνεται ἡ αὐτοσυνειδησία της. Ὅταν δέν ἐπωφελεῖται κανείς μόνο ἀπό τήν εὐχάριστη πλευρά τῆς ἀγάπης, ἀλλά ἀναλαμβάνει ἐλεύθερα καί συνειδητά τήν ἐνοχή καί τούς πόνους τοῦ ἀγαπημένου, τότε ἡ ἀγάπη φτάνει στήν ὁλομερή τελειότητά της»[27]. Δηλαδή ἡ ἀγάπη δέν εἶναι μόνο νά χαίρεσαι μέ τήν ἀγάπη πού ἔχεις στόν ἄλλον, κι αὐτό φυσικά φέρνει ἀγάπη καί δέχεσαι καί ἀπό τόν ἄλλον ἀγάπη, ἀλλά φαίνεται καί ὅταν ἀναλαμβάνεις τήν εὐθύνη τοῦ ἄλλου καί τήν ἐνοχή τοῦ ἄλλου καί συμμετέχεις στίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς τοῦ ἄλλου, χωρίς νά κάνεις ἐσύ ἁμαρτία.
 
«Πολλοί δέν μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά δεχτοῦν καί νά σηκώσουν καλοπροαίρετα τά ἀποτελέσματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Ἀδάμ. Λένε: «Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἔφαγαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἐγώ τί φταίω; Εἶμαι ἕτοιμος νά ἀναλάβω τήν εὐθύνη γιά τά ἁμαρτήματά μου, ἀλλά μόνο γιά τά δικά μου καί ὄχι γιά τά ξένα». Καί δέν καταλαβαίνει αὐτός ὁ ἄνθρωπος πώς μέ αὐτή τήν στάση τῆς καρδιᾶς του ἐπαναλαμβάνει μέσα του τό ἁμάρτημα τοῦ Προπάτορα καί τό ἀφομοιώνει ὡς προσωπικό του ἁμάρτημα καί πτώση». Κάνει τό ἴδιο λάθος πού ἔκανε καί ὁ Ἀδάμ. Ὁ Ἀδάμ τί ἔκανε; «Ἀρνήθηκε τήν εὐθύνη ρίχνοντας τήν ἐνοχή στήν Εὔα καί στόν Θεό» τελικά, γιατί εἶπε «ἡ γυναίκαι πού μοῦ ἔδωσες, αὐτή μέ παρέσυρε». Ἔτσι λοιπόν ὁ Ἀδάμ ἀρνεῖται τήν εὐθύνη, δικαιολογεῖται καί ρίχνει τήν ἐνοχή στήν Εὔα καί στόν Θεό. Καί ἔτσι τί κάνει; «Διασπᾶ τήν ἑνότητα τοῦ Ἀνθρώπου καί τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό»[28]. Διασπᾶ τήν ἀγάπη του μέ τήν Εὔα, ἀφοῦ κατηγορεῖ τήν Εὔα. Χωρίζεται ἀπό τήν Εὔα. Μετά διασπᾶ καί τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό, ἀφοῦ κατηγορεῖ καί τόν Θεό, «ἡ γυναίκαι πού μοῦ ἔδωσες»!
 
«Τό ἴδιο κάθε φορά πού ἀρνούμαστε νά ἀνάλάβουμε τήν εὐθύνη μας γιά τό κοινό κακό, γιά τά ἔργα τῶν πλησίον μας, ἐπαναλαμβάνουμε τήν ἴδια ἁμαρτία καί διασποῦμε ἐπίσης τήν ἑνότητα τοῦ Ἀνθρώπου»[29], δηλαδή τῆς ἀνθωπότητας ὅλης. Γιατί, ποιός εἶναι ὁ χριστιανός; Αὐτός πού βιώνει τήν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητας καί ζεῖ τό «ἵνα ὤσιν ἕν»[30] καί καταλαβαίνει ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα καί ζεῖ αὐτό τό ἕνα. Αὐτό κατεξοχήν βεβαίως γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἕνα μέ ὅλους διά τῆς ἀγάπης, τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Ὅταν λοιπόν ἐσύ δέν ἀποδέχεσαι τήν εὐθύνη σου γιά τό κοινό κακό, διασπᾶς αὐτή τήν ἀγάπη. Χωρίζεσαι δηλαδή ἀπό τούς ἄλλους καί βεβαίως αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Διασπᾶς τήν ἑνότητα μέ τόν Ἄνθρωπο καί φυσικά καί τήν ἕνωση μέ τόν Θεό πού θέλει νά εἴμαστε ὅλοι ἕνα. Ἕνας σύγχρονος ἁγιασμένος ἄνθρωπος μοῦ ἔλεγε αὐτό τό πράγμα, ὅτι ἐγώ φταίω καί γιά τούς τζιχαντιστές καί γιά ὅλους αὐτούς πού κάνουν τό κακό σήμερα, γιατί, λέει, ἡ δική μου ἡ κακία ἀκτινοβολεῖ καί ἐπηρεάζει καί αὐτούς! Βιώνει αὐτός ὁ ἄνθρωπος αὐτό πού λέει ἐδῶ, τήν εὐθύνη γιά τό κοινό κακό, γιά τό κακό τῆς ἀνθρωπότητας. Δέν εἶναι παραδοξολόγημα αὐτό πού λέει. Εἶναι τό ὀρθόδοξο βίωμα, μετέχει γιά τήν εὐθύνη γιά τό κοινό κακό. Σήμερα βλέπετε, ὅλοι τί λένε; Φταίει ἡ Ἐκκλησία, φταῖνε οἱ πολιτικοί, φταίει τό κράτος, φταῖνε οἱ παπάδες, φταῖνε οἱ δεσποτάδες.. ὅλοι ἐκτός ἀπό μένα! Λέγοντας αὐτό, τί λένε οὐσιαστικά; Ὅτι εἶμαι χωρισμένος ἀπ’ ὅλους, ὅτι δέν ἀγαπάω κανέναν, δέν συμμετέχω καθόλου στήν κοινή εὐθύνη στό κοινό κακό. Ἄρα τί ἔχει κάνει; Ἔχει κάνει μιά διάσπαση καί μέ τούς ἄλλους καί μέ τόν Θεό. Εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Ἀδάμ, «δέν φταίω ἐγώ, ἡ Εὔα.. Ἐσύ Θεέ!».
 
«Ὁ Κύριος ρώτησε τόν Ἀδάμ πρίν ἀπό τήν Εὔα. Καί πρέπει νά καταλάβουμε πώς ἄν ὁ Ἀδάμ δέν ἐδικαιολογεῖτο, ἀλλά ἔπαιρνε πάνω του τήν εὐθύνη γιά τήν κοινή τους ἁμαρτία, τότε θά ἤτανε ἄλλη ἡ τύχη τοῦ κόσμου»[31]. Ἄν ἔλεγε ὁ Ἀδάμ δηλαδή, ναί Κύριε, ἁμάρτησα, ἐγώ φταίω, δέν φταίει ἡ Εὔα οὔτε Ἐσύ φταῖς, οὔτε τό φίδι φταίει, ἐγώ φταίω, συγχώρεσέ με.. τότε θά ἤτανε ἄλλη ἡ τύχη τοῦ κόσμου!
 
«Τό ἴδιο θά γίνει διαφορετική, ἄν ἀναλάβουμε κι ἐμεῖς τό βάρος τῆς ἐνοχῆς τῶν πλησίον»[32], αὐτό πού ἔκανε αὐτός ὁ σύγχρονος ἅγιος πού σᾶς λέω, πού λέει ὅτι ἐγώ φταίω γιά ὅλους τούς φόνους καί τά κακά πού γίνονται σήμερα στήν ἀνθρωπότητα, γιατί ἡ κακία μου ἐπηρεάζει ὅλους. Ὁπότε βγαίνει καί αὐτόματα τό συμπέρασμα: Θέλεις νά χτυπήσεις τό κακό στόν κόσμο, νά σταματήσεις τό κακό πού ὑπάρχει στόν κόσμο; Χτύπα το στόν ἑαυτό σου. Ἀπό ἐκεῖ θά ξεκινήσεις. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού λέει, φταίει ὁ τάδε, ὁ τάδε, ὁ τάδε, ποτέ δέν πολεμάει τό κακό στόν ἑαυτό του. Καί νομίζει ὅτι οἱ ἐχθροί εἶναι ἀπ’ ἔξω, ἐνῶ ὁ ἐχθρός εἶναι μέσα του.
 
«Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά πεῖ πολλά γιά νά δικαιολογηθεῖ. Ἄν δεῖ ὅμως προσεκτικά μέσα στήν καρδιά του, θά ἀντιληφθεῖ πώς μέ τίς δικαιολογίες δέν ἀποφεύγει τήν πονηρία. Δικαιολογεῖται ὁ ἄνθρωπος πρῶτα-πρῶτα, γιατί δέν θέλει νά παραδεχθεῖ ἔστω καί λίγο πώς εἶναι ἔνοχος καί ὁ ἴδιος γιά τό κακό πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Δικαιολογεῖται, γιατί δέν ξέρει πώς εἶναι προικισμένος μέ ἐλευθερία κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλά νομίζει πώς εἶναι ἁπλά ἕνα φαινόμενο αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί συνεπῶς ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν»[33]. Ἐνῶ τό ἀντίστροφο συμβαίνει, ὁ κόσμος ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἄνθρωπο! Γιατί ὁ κόσμος ὅλος, ἡ κτίση ὅλη πλάστηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά ὑπηρετήσει τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, ἔπεσε, ἔγινε ἀντάρτης ἀπέναντι στόν Θεό καί ἔπεσε στήν ὀδύνη, στήν φθορά καί στόν θάνατο, καί ἡ κτίση ὅλη συμπαρεσύρθη στήν φθορά καί «συστενάζει καί συνωδίνει»[34].
 
Ἔτσι λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δικαιολογεῖται, γιατί δέν ξέρει πώς εἶναι προικισμένος μέ ἐλευθερία, μέ αὐτεξούσιο, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καί νομίζει πώς ἁπλῶς εἶναι ἕνα φαινόμενο αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό τόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος. «Μιά τέτοια συνείδηση εἶναι μᾶλλον δουλοπρεπής καί γι’ αὐτό oἱ δικαιολογίες εἶναι ἔργο δούλων καί ὄχι τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ»[35]. Ἕνας πού δικαιολογεῖται δηλαδή μπαίνει στήν κατάσταση τῶν δούλων. Ἀρνεῖται οὐσιαστικά τό αὐτεξούσιό του, τήν ὑπευθυνότητά του, τήν εὐθύνη του, τήν ἐνοχή του.
 
«Δέν εἴδαμε στόν μακαριστό Γέροντα κλίση γιά δικαιολογία. Εἶναι, ὅμως, παράδοξο τό πῶς μιά παρόμοια διαγωγή, δηλαδή ἡ ἀνάληψη τῆς ἐνοχῆς καί ἡ αἴτηση συγγνώμης, παρουσιάζεται στά μάτια τῶν πολλῶν σάν κατι τό δουλικό»[36]. Βλέπετε; Ἡ ἀντιστροφή τώρα πού κάνει ὁ διάβολος στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Σοῦ λέει «τί θά ζητήσεις συγγνώμη;.. καί μάλιστα γιά κάτι πού δέν φταῖς;.. Αὐτό εἶναι δουλοπρεπές, αὐτό εἶναι δουλικό, αὐτό εἶναι δουλοπρέπεια!».
 
«Τόσο διαφέρουν οἱ ἀντιλήψεις τῶν υἱῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς ἀντιλήψεις τῶν μή πνευματικῶν ἀνθρώπων». Γι’ αὐτό ὁ κοσμικός ἄνθρωπος, πού οὐσιαστικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ὑποδουλωμένος στό πονηρό πνεῦμα τά βλέπει ὅλα ἀντίστροφα, τό καλό ὡς κακό, τό μαῦρο ὡς ἄσπρο, τήν ἀρετή ὡς κακία. «Στόν μή πνευματικό ἄνθρωπο φαίνεται ἀπίθανο πῶς μπορεῖ κανείς νά αἰσθανθεῖ ὅλο τόν ἀνθρώπινο κόσμο σάν μιά καθολική ὕπαρξη πού ἐμπεριέχεται στήν προσωπική-ὑποστατική ὕπαρξή του, χωρίς βέβαια νά μειωθεῖ ἡ ὕπαρξη ὅλων τῶν ἄλλων ὑποστάσεων»[37]. Τί λέει ἐδῶ τώρα ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πού δέν ζεῖ πνευματικά, πού εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ποτέ δέν μπορεῖ νά καταλάβει πῶς μέσα του ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά χωρέσει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί νά γίνει ἕνα μέ ὅλους καί νά πάσχει γιά ὅλους καί νά συμμετέχει στήν ὀδύνη ὅλων!
 
«Σύμφωνα μέ τό νόημα τῆς δεύτερης ἐντολῆς, «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[38], πρέπει καί εἶναι δυνατόν νά περιλάβει ὁ ἄνθρωπος στήν ὑποστατική του ὕπαρξη ὅλο τό σύνολο τῆς πανανθρώπινης ὑπάρξεως». Ὅταν μᾶς λέει ὁ Χριστός μας, μᾶς δίνει αὐτή τήν ἐντολή, νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, σάν τόν ἑαυτό σου, ἐννοεῖ ἀκριβῶς αὐτό, νά βάλεις μέσα σου ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. «Τότε κάθε κακό πού ἔρχεται στόν κόσμο, θά γίνεται δεκτό ὄχι σάν ξένο, ἀλλά καί σάν προσωπικό. Ἄν κάθε ἀνθρώπινη ὑπόσταση πλασμένη κατ’ εἰκόνα τῶν ἀπόλυτων Θείων Ὑποστάσεων», κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, «εἶναι ἱκανή νά χωρέσει μέσα της τό σύνολο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ὅπως κάθε μιά ἀπό τίς θεῖες Ὑποστάσεις εἶναι φορέας τοῦ ἀπόλυτου πληρώματος τοῦ Θείου Εἶναι -καί ἄν αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή διάσταση τῆς δεύτερης ἐντολῆς-, τότε καθένας θά ἀναλάβει τόν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ κοσμικοῦ κακοῦ ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό του»[39].
 
Γιατί ὑπάρχει τό κακό στόν κόσμο; Γιατί ἐγώ φταίω! Θά χτυπήσεις τό κακό στόν ἑαυτό σου. Τότε πραγματώνεις τήν δεύτερη ἐντολή, πού λέει ν’ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου.
 
«Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας…», λέει Γέροντας ἐνῶ εἶναι Ἅγιος Σιλουανός, γιατί ὅταν ἀκόμα γραφόταν τό βιβλίο καί κυκλοφοροῦσε, δέν εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ἐπίσημα ἅγιος, γι’ αὐτό λέει Γέροντας. Ἐμεῖς θά ἀκοῦμε καί θά λέμε ὁ Ἅγιος μέσα μας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος λοιπόν, «μιλοῦσε μόνο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ποτέ γιά τήν δικαιοσύνη. Ἐμεῖς, ὅμως, τόν προκαλούσαμε ἐπίτηδες νά μιλήσει γι΄ αὐτό. Ἔλεγε περίπου τά ἑξῆς». Προκαλοῦσαν τόν Ἅγιο Σιλουανό νά μιλήσει γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι δικαιοσύνη; Ἔλεγε: «Δέν μποροῦμε νά ποῦμε γιά τόν Θεό πώς εἶναι ἄδικος, δηλαδή πώς ὑπάρχει ἀδικία σέ Αὐτόν, ἀλλά καί δέν μποροῦμε νά ποῦμε πώς εἶναι δίκαιος, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε ἐμεῖς τήν δικαιοσύνη»[40]. Εἴπαμε ἐμεῖς πῶς τήν ἀντιλαμβανόμαστε, δικανικά, νομικίστικα.
 
«Ό Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέει: “Μήν ἀποκαλέσεις τόν Θεό δίκαιο, γιατί ἡ δικαιοσύνη Του δέν γνωρίζεται μέ τά κριτήριά σου”». Μέ τά δικά μας κριτήρια δέν μποροῦμε νά ποῦμε τόν Θεό ὅτι εἶναι δίκαιος, γιατί δέν ἐφαρμόζει τά δικά μας κριτήρια ὁ Θεός. Ἄν ἐφάρμοζε τά δικά μας κριτήρια, θά ἔπρεπε ἐμεῖς πού ἁμαρτήσαμε, ἐμεῖς καί νά σταυρωθοῦμε. «”Ποῦ βρίσκεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Στό ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὁ Χριστός ἀπέθανε γιά μᾶς;”. Εἶναι δικαιοσύνη αὐτή; Κατά τήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη δέν εἶναι δικαιοσύνη. «Καί μποροῦμε νά προσθέσουμε στά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ», λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «Ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε καί ὁ Θεός ἔκανε διακόνους τῆς σωτηρίας μας τούς Ἁγίους Ἀγγέλους»[41], οἱ ὁποῖοι εἶναι κι αὐτοί ἐλεύθερα ὄντα, δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοξολογοῦν τόν Θεό. Καί ὁ Θεός παίρνει αὐτά τά ὄντα καί τά βάζει στήν ὑπηρεσία τή δική μας, πού Τόν στενοχωρήσαμε, πού Τόν περιφρονήσαμε, πού ἁμαρτήσαμε!
 
«Οἱ Ἄγγελοι, ὅμως, ὄντας γεμάτοι ἀγάπη, ἐπιθυμοῦν καί οἱ ἴδιοι νά μᾶς ὑπηρετοῦν καί αὐτή τους ἡ διακονία τούς κάνει νά ὑποφέρουν πολλή θλίψη. Νά, ὅμως, πού ὁ Θεός παρέδωσε τά ἄλογα ζῶα καί τήν ἄλλη κτίση στόν νόμο τῆς φθορᾶς, γιατί δέν ἅρμοζε νά τήν ἀπαλλάξει ἀπό αὐτό τόν νόμο, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος, πού γιά χάρη του δημιουργήθηκε, ἔγινε δοῦλος τῆς φθορᾶς ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας του. Ἔτσι, ἄλλοτε θέλοντας καί ἄλλοτε μή θέλοντας, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν»[42], κατά τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου, συμπάσχοντας μέ τόν ἄνθρωπο. Καί αὐτό δέν εἶναι νόμος δικαιοσύνης, ἀλλά νόμος ἀγάπης»[43]. Λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Σιλουανός, βλέπετε, τρία πράγματα οὐσιαστικά μέ τά ὁποῖα καταλύεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀντίληψη γιά τήν δικαιοσύνη πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι στόν Θεό καταλύεται. Ὁ Θεός πεθαίνει, ἐνῶ δέν φταίει. Μετά, δεύτερο, ὁ Θεός ὑποτάσσει τούς Ἀγγέλους σέ μᾶς πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί τούς κάνει ὑπηρέτες μας γιά τήν σωτηρία μας. Καί τρίτον, ὑποτάσσει καί τήν κτίση στήν φθορά, στήν ὁποία μπήκαμε ἐμεῖς λόγω τῆς ἁμαρτίας μας, ἐπειδή καί ἡ κτίση φτιάχτηκε γιά μᾶς. Καί ὅλα αὐτά δέν εἶναι νόμος δικαιοσύνης βέβαια μέ τήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη ἀλλά νόμος ἀγάπης. Γι’ αὐτό λέμε, ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ τελικά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
 
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεία δύναμη καί δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Ἑνός πού ἐνεργεῖ σέ ὅλα, σύνδέει ὀντολογικά σέ ἕνα. Ἡ ἀγάπη ἀφομοιώνει τή ζωή τοῦ ἀγαπημένου. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό περικλείεται στήν ζωή τῆς Θεότητας. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, περικλείει στήν ὑποστατική του ὕπαρξη τή ζωή τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅποιος ἀγαπᾶ ὅλον τόν κόσμο, ἀγκαλιάζει πνευματικά ὅλο τόν κόσμο»[44]. Νά γιατί οἱ Ἅγιοι, ἀκόμα καί ὅταν εἶναι μόνοι τους ἀνθρώπινα, στήν ἔρημο, σέ μιά σπηλιά, δέν εἶναι ποτέ μόνοι τους. Ἔχουνε μέσα στήν ψυχή τους, μέσα στήν καρδιά τους, ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
 
«Ἐκείνη ἡ μεγάλη προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο -καί μέ αὐτό τελειώνουμε- πού προσευχόταν ὁ μακάριος Γέροντας Σιλουανός, ὁδηγεῖ ἀκριβῶς σέ μιά τέτοια ἀντίληψη, ἤ καλύτερα στήν συναίσθηση τῆς ὀντολογικῆς κοινότητας τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν πανανθρώπινη ὕπαρξη»[45]. Δηλαδή, μέ τήν προσευχή πού ἔκανε ὁ Ἅγιος Σιλουανός γιά ὅλο τόν κόσμο φανέρωνε ἀκριβῶς αὐτή τήν δυνατότητα πού ἔχει ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, νά εἶναι εἶναι ἕνα ὀντολογικά καί νά βιώνει αὐτό τό ἕνα μέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀντολογικά, δηλαδή οὐσιαστικά, εἴμαστε ἕνα, ἀφοῦ ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία. Ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι. Καί βεβαίως μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε καί ἕνα καί ὡς πρός τήν βούληση, ὡς πρός τήν θέληση καί αὐτό εἶναι ἀκόμα μεγαλειωδέστερο! Καί βέβαια αὐτό γίνεται ὅταν ἀποκτήσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅλοι.
 
«Μερικοί σύγχρονοι φιλόσοφοι λένε πώς ἡ αἰσθητική ἀντίληψη ὁποιουδήποτε ἀντικειμένου δέν εἶναι μόνο μιά ὑποκειμενική ψυχική ἐνέργεια ξεχωριστή ἀπό τήν ἀντικειμενική ὕπαρξη τοῦ ἴδιου τοῦ πράγματος, ἀλλά εἶναι τό ἴδιο τό πράγμα πού εἰσέρχεται στήν συνείδησή μας μέ τίς ἐνέργειές του καί δημιουργεῖ τήν κοινωνία ὑπάρξεως». Ὁ π. Σωφρόνιος ἦταν καί καλλιτέχνης, ἦταν ζωγράφος, ὁπότε μᾶς λέγει μέ τέτοια σχετικά! «Ἔτσι κι ἐμεῖς, στό μέτρο πού μποροῦμε νά ἐκφρασθοῦμε ἀκολουθώντας τήν ἴδια λογική, πολύ περισσότερο ἁρμόζει νά μιλοῦμε γιά κοινότητα ὑπάρξεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνεργεῖ ἡ μία Θεία Χάρη τοῦ Παντοκράτορος Ἁγίου Πνεύματος πού διαπερνᾶ τά πάντα»[46]. Μέ ἁπλά λόγια, τότε γινόμαστε ἕνα καί ζοῦμε αὐτή τήν κοινότητα, τήν ἀλληλοπεριχώρηση, ὅταν ἐνεργούμαστε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό τή Θεία Χάρη. Κι αὐτό εἶναι τό μυστικό τῆς ἑνότητας -ὅπως τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές- καί μέσα στήν οἰκογένεια καί μέσα στήν ἐνορία καί μέσα στό μοναστήρι καί μέσα στό ἔθνος καί σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἄν ὅλοι μετέχουμε σ’ αὐτή τήν ἑνότητα, σ’ αὐτή τήν Θεία Χάρη, τότε γινόμαστε ἕνα καί μεταξύ μας. Καί κάθε ἕνας πού μετέχει στήν Θεία Χάρη, ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἄλλους καί ἀγαπάει ὅλους καί ἔτσι οὐσιαστικά εὐαρεστεῖ στόν Θεό.
 
Τῷ δέ Θεῷ δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
 
[2] Α΄Τιμ. 2, 4.
 
[3] Ματθ. 5, 44.
 
[4] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[5] Ὅ.π.
 
[6] Πράξ. 26, 23.
 
[7] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[8] Β΄Τιμ. 3, 12.
 
[9] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[10] Ματθ. 5, 9.
 
[11] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[12] Ματθ. 5, 44.
[13] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[14] Ἰωάν. 8, 37.
 
[15] Ματθ. 5, 44.
 
[16] Ἰωάν. 6, 68.
 
[17] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[18] Β΄Πέτρ. 1, 16.
 
[19] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[20] Ὅ.π.
 
[21] Ὅ.π.
 
[22] Ὅ.π.
 
[23] Ὅ.π.
 
[24] Γαλ. 5, 22.
 
[25] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[26] Ὅ.π.
[27] Ὅ.π.
 
[28] Ὅ.π.
 
[29] Ὅ.π.
 
[30] Ἰωάν. 17, 11.
 
[31] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[32] Ὅ.π.
 
[33] Ὅ.π.
[34] Ρωμ. 8, 22.
 
[35] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[36] Ὅ.π.
 
[37] Ὅ.π.
 
[38] Ματθ. 22, 39.
 
[39] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[40] Ὅ.π.
 
[41] Ὅ.π.
 
[42] Ρωμ. 8, 22.
 
[43] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[44] Ὅ.π.
[45] Ὅ.π.
 
[46] Ὅ.π.