Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Η Εκκλησία, ως εμπνευστικός παράγοντας της πολιτικής ζωής
Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν ενθαρρύνει την ανάμειξη στον πολιτικό στίβο οργανωμένων χριστιανικών κομμάτων αλλά και μεμονωμένων εκκλησιαστικών προσώπων, καθώς θεωρεί ότι οι τυχόν συγκρούσεις και οι κατακρίσεις μεταξύ των πολιτικών φορέων δεν εκφράζουν τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και ενότητας.
Ωστόσο, δεν είναι αρνητική έναντι του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος ούτε αμφισβητεί πως οι Χριστιανοί είναι και πολιτικά όντα, που μπορούν, αν θέλουν, να πολιτεύονται, ενθυμούμενοι, όμως, ότι, ως πιστοί, εισερχόμενοι στον πολιτικό στίβο, δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τα όρια της εκκλησιαστικής τους συνείδησης.
Και τούτο, διότι τα μέλη της Εκκλησίας βρίσκονται μεν εντός του κόσμου και εντός της ιστορίας, αλλά δεν είναι σωστό να ταυτίζονται με τον κόσμο. Ως πιστοί, αν χρειαστεί, μπορούν να διακονούν το πολιτικό ή πολιτειακό τους έργο, ακολουθώντας όμως τη ζωή και τη διδασκαλία της Εκκλησία τους, η οποία θεωρεί ότι ο κύριος σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι το αιώνιο μέλλον του, η μεταϊστορική του πραγματικότητα.
Βέβαια, υπάρχουν μέλη της Εκκλησίας, τα οποία εκτιμούν ότι η απροθυμία άξιων και ικανών στελεχών να εμπλακούν στον πολιτικό στίβο, επιτρέπει στους μη άξιους ή προβληματικούς να εισέρχονται εκείνοι και να εμποδίζουν τη δημιουργική και γόνιμη διακυβέρνηση της χώρας, με αποτέλεσμα μια καθολική οπισθοδρόμηση σε βάρος του κοινού καλού.
Υπάρχουν, επίσης, άλλα μέλη που θεωρούν ότι οι άξιοι δεν πρέπει να αναμιγνύονται σε ένα προβληματικό πολιτικό γίγνεσθαι, εκτιμώντας ότι μια τέτοια συμμετοχή δεν μπορεί να επιδράσει αποτελεσματικά, αν δεν υπάρξει προηγουμένως γενική θεραπεία και εξυγίανση του πολιτικού τοπίου.
Παραπέμπουν, μάλιστα, στην προς Διόγνητον Επιστολή (2ος αι, μ.Χ.), η οποία αναφέρεται στη ζωή των πρώτων Χριστιανών, που ακολουθούσαν πιστά τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και γι’ αυτό απέφευγαν την ανάληψη πολιτικών θέσεων εξουσίας, θεωρώντας ότι το δικό τους πολίτευμα βρίσκεται στον ουρανό:
«Οι Χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους, ούτε ζουν με “περίεργο” τρόπο! Ζουν ο καθένας στην δική τους πατρίδα, αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα πάντα, όμως, αισθάνονται ως ξένοι. Η ξενιτιά είναι πατρίδα τους και η πατρίδα τους ξενιτιά. Διαβιούν στην γη, αλλά έχουν το πολίτευμά τους στον ουρανό».
Ανάμεσα σε αυτές τις τάσεις υπάρχει η μέση οδός, ως επικρατούσα εκκλησιαστική αντίληψη, η οποία δεν αρνείται την ανάληψη πολιτικών αξιωμάτων, εκ μέρους μελών της Εκκλησίας, με τη μορφή της διακονίας και της προσφοράς υπέρ του λαού, ιδιαίτερα μάλιστα σε έκτακτες περιπτώσεις και πάντοτε στο πλαίσιο της «κατ’ οικονομίαν» αρχής, με τη σημείωση, όμως, ότι χρειάζεται μεγάλη πνευματική εμπειρία και εγρήγορση, προκειμένου η ανάμειξη αυτή να μην εκτραπεί στο βαρύτατο πάθος της φιλοδοξίας.
Η Εκκλησία, γενικά, δεν αδιαφορεί για τα προβλήματα της κοινωνίας, του πολιτισμού ή των σχέσεων που αναφύονται εντός της πολιτειακής ζωής, καθώς, ως γνωστό, ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Πολιτεία, έχει υιοθετηθεί, εδώ και πολλά χρόνια, ένα πλαίσιο σχέσεων συναλληλίας, μέσω του οποίου επιλύονται, ειρηνικά και διαλογικά, όλα τα αναφυόμενα μεταξύ τους θέματα ή προβλήματα.
Στον δυτικό κόσμο καθιερώθηκε η κάθοδος χριστιανικών κομμάτων στον πολιτικό στίβο, γεγονός, όμως, που δεν βρήκε έδαφος στις κοινωνίες της ορθόδοξης Ανατολής.
Παρομοίως, η θρησκευτική ενσωμάτωση, με τη μορφή της «πολιτικής θεολογίας», που έχει εμφανιστεί σε χώρες του δυτικού κόσμου (Αμερική –Ευρώπη), δεν έχει γίνει αποδεκτή, ως δράση, στον χώρο της ορθόδοξης παράδοσης.
Στην ορθόδοξη Εκκλησία, τα κοινωνικά και πολιτισμικά θέματα, συνήθως, αντιμετωπίζονται και επιλύονται εντός των Ενοριών ή των Μητροπόλεων, στο πλαίσιο του πνεύματος της αγάπης και της φιλανθρωπίας της, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη αυτονομήσεώς τους ως κινημάτων.
Η Εκκλησία, γενικά, ενδιαφέρεται πάντοτε και παρεμβαίνει, με τον δικό της ειρηνικό και πνευματικό τρόπο, τόσο ως προς τη διατήρηση ομαλών πολιτισμικών και περιβαλλοντικών συνθηκών ζωής στις ανθρώπινες κοινωνίες όσο και ως προς την ύπαρξη και βελτίωση συστημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης, συνοχής, ενότητας και ειρήνης ανάμεσα στους ανθρώπους και τους λαούς.
Όμως, ακόμη και όταν δεν συμμετέχει η Εκκλησία σε δράσεις πολιτικές, κοινωνικές ή πολιτισμικές, ενδιαφέρεται και επηρεάζει θετικά, με την πνευματική της παρουσία και δύναμη τις ανθρώπινες κοινωνίες. Διότι αναμφισβήτητα, το ήθος και το φρόνημα που βιώνεται στις ορθόδοξες κοινωνίες, μέσα από το Πνεύμα της ζώσας Εκκλησίας, δημιουργεί ή καλλιεργεί τα πρότυπα και τις αρετές, που έρχονται άνωθεν και στοχεύουν στην ψυχοσωματική ευημερία και πρόοδο των ανθρώπων.
Άλλωστε, χριστιανοί, που αρδεύονται πνευματικά, από την περίοδο της νηπιακής τους ηλικίας, με τα νάματα του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, ακόμη και αν δεν είναι τακτικά μέλη της λατρευτικής και εκκλησιαστικής ζωής, είναι αναπτυγμένοι, συνειδησιακά, εντός ενός τρόπου ζωής πολύ πλούσιου σε αρετές αγάπης και αλληλεγγύης και έχουν κοινωνικοποιηθεί εντός του ορθόδοξου ήθους και της ενάρετης ζωής, γεγονός που τους επηρεάζει, μετέπειτα, στην άσκηση των ρόλων που αναλαμβάνουν εντός της πολιτείας.
Επιπρόσθετα, όμως, τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην πολιτική ζωή της χώρας έχουν διδαχθεί στη μαθητική τους ζωή, στο μάθημα των Θρησκευτικών, τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής παραδόσεως και έχουν βιώσει, εμπειρικά, τη χριστιανική αγάπη, ως την πιο σημαντική ανθρώπινη αρετή.
Έτσι, αυτός/ή που θέλει να προσφέρει στους συνανθρώπους του, μέσω της πολιτικής, έχει, γενικά, τις προϋποθέσεις να ασκεί λίγο ή πολύ, διακονικά και όχι κατεξουσιαστικά, το έργο που του ανατίθεται, έχοντας μέσα στην ψυχή του τις αρχές της αγάπης, της ειρήνης, της αλήθειας και της δικαιοσύνης που διδάχτηκε από την Εκκλησία ή το σχολείο του/της.
Το έργο της Εκκλησίας, συνεπώς, είναι, πρωτίστως, πνευματικό και απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Έτσι, η Εκκλησία διατηρείται στις συνειδήσεις, ως ένας εμπνευστικός παράγοντας που ανανεώνει και ανακαινίζει την πολιτική, την κοινωνική και την πολιτισμική ζωή των ανθρώπων που υπηρετούν σε οποιαδήποτε υπηρεσία του τόπου τους.
Τα μέλη της Εκκλησίας, επίσης, έχουν μάθει να ασκούν την όποια υπηρεσία τους για την πατρίδα, ως αποστολή να ομολογούν τον Χριστό ενώπιον των ανθρώπων. Όταν ο Χριστός προέτρεπε τους μαθητές του και δι’ αυτών όλους τους πιστούς, να πορεύονται και να μαθητεύουν πάντα τα έθνη, εννοούσε ότι δεν δικαιολογεί τη ραθυμία, την αδιαφορία, την αδράνεια, την απραξία έναντι των «άλλων».
Με άλλα λόγια, ο Χριστός παροτρύνει και αναμένει την εγρήγορση των πιστών, έτσι ώστε να παρατείνεται ο Χριστός και το έργο της σωτηρίας Του σε όλες τις περιοχές της ζωής, όπου υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη αγάπης και λύτρωσης.
Είναι ένα τάλαντο πίστεως, που δίδεται σε όλους τους Χριστιανούς, που δεν πρέπει να κρύπτεται, αλλά να ενεργοποιείται, καθώς ο μη ομολογών τον Χριστόν ενώπιον των ανθρώπων, είναι ελλιπής ως προς την αποστολή του οι δε μακάριοι δούλοι του Χριστού δεν είναι οι ραθυμούντες, αλλά οι γρηγορούντες: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυνκτός και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Υπάρχουν πολλοί δρόμοι προσφοράς και αγάπης στη ζωή των ανθρώπων.
Ο Απ. Παύλος παραγγέλλει στον κάθε άνθρωπο να ακολουθεί τον δρόμο που επέλεξε γι αυτόν ο Θεός, τηρώντας όμως τις αρχές της πίστεώς του και χωρίς να χάνει την εντός του Πνεύματος του Θεού πορεία και πυξίδα του προς την αιωνιότητα: «έκαστον ως κέκληκεν ο Κύριος, ούτω περιπατείτω… και έκαστος εν ώ εκλήθη, εν τούτω μενέτω» (Α΄ Κορ. 7, 17 και 24).
Οι Χριστιανοί, συνεπώς, οφείλουν να νοηματοδοτούν τη ζωή τους με τον Χριστό, ως χορηγό της αιώνιας ζωής, της Αθανασίας και της Ανάστασης και να διατηρούν μέσα τους, σταθερά ως προσανατολισμό και κεντρικό άξονα, τη μία και μοναδική προτεραιότητα, που ορίζει ο ευαγγελικός Του Λόγος: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 32).
http://aktines.blogspot.com/2023/05/blog-post_92.html