Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία 
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18ο. Η Ενορία μας

1. Καθολικότης της ενορίας

Είπομεν ότι η Εκκλησία συγκροτείται και φανερώνεται με το γεγονός της θείας ευχαριστίας και της συμμετοχής μας εις αυτήν. Η θεία ευχαριστία είναι το μυστήριον το οποίον μεταβάλλει μίαν κοινότητα, όπως είναι η ενορία, εις Εκκλησίαν (Α’ Κορινθίους 10,16-17).

Εκεί όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι και η Καθολική Ορθόδοξος Εκκλησία, λέγει, καθώς είδομεν, ο άγιος Ιγνάτιος και διακηρύσσει, κατ’ αυτόν τον τρόπον, μίαν καθολικότητα εσωτερικήν και όχι εξωτερικήν (γεωγραφικήν), η οποία χαρακτηρίζει την ενορίαν. Τούτο, διότι εις την ενορίαν ευρίσκεται με την θείαν ευχαριστίαν ο Χριστός, η κεφαλή της Εκκλησίας, και η Εκκλησία ολόκληρος.

Η τοποθέτησις αυτή της ενορίας, βασίζεται πλήρως εις την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής. «Όταν, λοιπόν, συνέρχεσθε ως Εκκλησία (συνερχομένων υμών εν Εκκλησία), ακούω ότι υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις… Δεν έχετε σπίτια δια να τρώτε και να πίνετε; Η καταφρονείτε την Εκκλησίαν του Θεού;… Διότι εγώ παρέλαβον από τον Κύριον ό,τι και σας παρέδωσα.

Ότι ο Κύριος Ιησούς κατά την νύκτα κατά την οποίαν θα παρεδίδετο, έλαβε άρτον και αφού ευχαρίστησε, τον έκοψε και είπε: Λάβετε φάγετε… » (Α’ Κορινθίους 11,18-23).Εδώ, βλέπομεν να χρησιμοποιή ο Απόστολος τον όρον Εκκλησία με έννοιαν όχι στατικήν, αλλά δυναμικήν και να τον ταυτίζη με τας συνάξεις της Χριστιανικής κοινότητος της Κορίνθου προς τέλεσιν της θείας ευχαριστίας.

Με άλλα λόγια, κάθε φοράν κατά την οποίαν συνέρχονται οι Χριστιανοί μιας ενορίας προς τέλεσιν της θείας ευχαριστίας γίνονται Εκκλησία, ολόκληρος η Εκκλησία (Παράβαλλε Και Ρωμαίους 16,23).

Δι’ αυτό και ο Απόστολος καταδικάζει τόσον κατηγορηματικώς κάθε διαίρεσιν μέσα εις αυτάς τας συνάξεις και λέγει ότι κάθε τι το οποίον παρενοχλεί αυτήν την μυστηριακήν ενότητα αποτελεί προσβολήν κατά του σώματος του Χριστού και καταφρόνησιν ολοκλήρου της Εκκλησίας (Παράβαλλε Καία’ Κορινθίους 11,17-34. 1,13).

Το γεγονός ότι η ενορία εκφράζει την ζωήν ολοκλήρου της Εκκλησίας, φανερώνεται και από την εν γένει πνευματικήν ζωήν των ενοριτών, η οποία πραγματώνεται εις τα πλαίσια της ζωής της ενορίας.

Η ενορία έχει τους Ιερείς, οι οποίοι υπάγονται εις τον κανονικόν Ορθόδοξον επίσκοπον της περιοχής και εγγυώνται δια την παρουσίαν του Χριστού εις την λειτουργικήν ζωήν και δια την ενότητα μαζί Του. Εις την ενορίαν θα εύρωμεν το ιερόν βάπτισμα, το άγιον χρίσμα και όλα τα ιερά μυστήρια. Ακόμη, θα εύρωμεν και το μυστήριον των μυστηρίων, την θείαν ευχαριστίαν. Κάθε φοράν κατά την οποίαν συνέρχονται οι ενορίται δια να τελεσθή η θεία Λειτουργία, πρέπει να γνωρίζουν ότι συνέρχονται «εν Εκκλησία» (Α’ Κορινθίους 11,18), συγκροτούν την Εκκλησίαν ολόκληρον (Παράβαλλε Ρωμαίους 16,23). Κάθε μέλος μιας ενορίας ανήκει δια της ενορίας του εις την Καθολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν.

Τοιουτοτρόπως, η ενορία δεν αποτελεί μέρος της Εκκλησίας αλλά ολόκληρον την Εκκλησίαν, η καθολικότης της οποίας προσδιορίζεται, καθώς είδομεν, εσωτερικώς, με την παρουσίαν του Χριστού εις την θείαν ευχαριστίαν.

Κατά την θείαν Λειτουργίαν της ενορίας είναι παρών ο Επίσκοπος. Αυτήν την σημασίαν έχει, καθώς είπομεν, το γεγονός ότι μνημονεύεται το όνομα του από τον ιερέα. Είναι, ακόμη, παρόντες οι Πρεσβύτεροι της Εκκλησίας, οι Διάκονοι και ολόκληρος ο λαός του Θεού.

Παρόντες είναι και όλοι οι άγγελοι, μαζί με την υπεραγίαν Θεοτόκον και όλους τους Αγίους.

Είναι, ακόμη, παρών και ο Πατήρ, ο οποίος εξαποστέλλει το Πνεύμα το άγιον, δια να μεταβάλη τον άρτον και τον οίνον εις σώμα και αίμα Χριστού.

Παρούσα είναι και ολόκληρος η δημιουργία, η οποία προσλαμβάνεται εις την θείαν Λειτουργίαν και μεταμορφώνεται και γίνεται νέα δημιουργία «εν Χριστώ». Είναι ο άρτος και ο οίνος, τα οποία γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού, είναι τα κεράκια, αι άγιαι εικόνες, ο σταυρός και όλα τα υλικά αντικείμενα τα οποία λαμβάνουν μέρος εις την θείαν Λειτουργίαν. Είναι το νερό, το λάδι, το θυμίαμα, τα βάϊα, τα άνθη, ολόκληρος ο κόσμος του Θεού ενώνεται μέσα εις την θείαν λατρείαν και επανευρίσκει εκείνο το οποίον απώλεσε με την πτώσιν του ανθρώπου, δηλαδή την εσωτερικήν ενότητα, την ορθήν σχέσιν με τον Θεόν, η οποία είναι σχέσις ευχαριστιακή, σχέσις προσφοράς εκ μέρους του ανθρώπου (Παράβαλλε Α’ Παραλειπομένων 29,14-16).

Εις την θείαν ευχαριστίαν και εις την λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας μας τα πάντα αναφέρονται και προσφέρονται εις τον Θεόν, δια να γίνη και πάλιν Εκείνος το κέντρον του κόσμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπον η θεία Λειτουργία της ενορίας, όπως κάθε θεία Λειτουργία, γίνεται Παράδεισος, Βασιλεία του Θεού και όσοι μετέχουν πραγματικώς εις αυτήν γεύονται και από αυτήν, ακόμη, την ζωήν, την έναρξιν της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

2. Εν ειρήνη προέλθωμεν!

Το γεγονός αυτής της ενότητος καλούνται να ζήσουν όλα τα μέλη της ενορίας. Όλοι καλούμεθα να μεταβάλλωμεν την ζωήν της ενορίας μας εις μικρόν παράδεισον, όπου θα ζώμεν πάλιν την χαμένην ενότητα με τον Χριστόν, την κεφαλήν της Εκκλησίας, και με όλα τα μέλη της, με όλους τους αδελφούς μας.

Αυτό το οποίον με τόσον έντονον τρόπον οφείλομεν να ζώμεν εις την θείαν ευχαριστίαν, το γεγονός, δηλαδή, του ενός Σώματος (Α’ Κορινθίους 10,17), καλούμεθα να το ζήσωμεν και έξω από την θείαν Λειτουργίαν, εις την καθημερινήν ζωήν με τους αδελφούς, δια να γίνη τοιουτοτρόπως η ζωή μας ολόκληρος συνεχιζόμενη ευχαριστία.

Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον ο ιερεύς, εις το τέλος της θείας Λειτουργίας, μας λέγει ότι πρέπει να απέλθωμεν «εν ειρήνη», «εν ειρήνη προέλθωμεν!», λέγει. Αυτήν, δηλαδή, την αδελφωσύνην την οποίαν εζήσαμεν με την θείαν κοινωνίαν, καλούμεθα να την συνεχίσωμεν και εις την ζωήν μας την καθημερινήν, ολόκληρον την εβδομάδα. Αυτό θα είπη το «εν ειρήνη προέλθωμεν»!

Πρέπει, όμως, να ομολογήσωμεν, ότι τας περισσοτέρας φοράς δεν το αισθανόμεθα αυτό, ούτε κατά την θείαν Λειτουργίαν, ούτε και μετά από αυτήν, εις την καθημερινήν μας συναναστροφήν με τα άλλα μέλη της ενορίας μας. Δεν αισθανόμεθα την θείαν ευχαριστίαν ως μυστήριον της κοινωνίας με τον Χριστόν και με τους αδελφούς και δι’ αυτό δεν αισθανόμεθα τας συνεπείας τας οποίας έχει το γεγονός αυτό δια την καθημερινήν μας ζωήν. Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον δεν ημπορούμε να καταλάβωμεν πως είναι δυνατόν να προγευώμεθα εις την θείαν ευχαριστίαν την Βασιλείαν του Θεού.

Μας ενδιαφέρει η θεία κοινωνία με την σκέψιν ότι δι’ αυτού του τρόπου θα ενωθώμεν με τον Χριστόν και λησμονούμεν ότι δεν είναι δυνατόν να ενωθώμεν με την κεφαλήν ενός σώματος, εάν δεν ενωθώμεν ταυτοχρόνως και με όλα τα μέλη του Σώματος αυτού. «Ένα Σώμα υπάρχει και ένα Πνεύμα καθώς και μία είναι η ελπίς της κλήσεως σας, την οποίαν ελάβατε. Ένας Κύριος, μία πίστις, ένα βάπτισμα, ένας Θεός και Πατήρ όλων», υπογραμμίζει ο Απόστολος (Εφεσίους 4,4-6). Όποιος λησμονεί την βασικήν αυτήν αλήθειαν, δεν ημπορεί να ενωθή με τον Χριστόν.

 

3. Τα χαρίσματα εις την ζωήν της ενορίας μας

Όλα τα μέλη της ενορίας δεν έχουν την ιδίαν θερμήν πίστιν, ούτε την ιδίαν αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς. Είναι, λοιπόν, φυσικόν να μη παρουσιάζουν και τον ίδιον ζήλον δια την Εκκλησίαν.

Όμως, τα συνειδητά μέλη της ενορίας αποτελούν το πνευματικόν εκείνο προζύμι, το οποίον, αν και είναι ελάχιστον, έχει ως προορισμόν του να ζυμώση όλον το ζυμάρι (Ματθαίος 13,33. Α’ Κορινθίους 5,6). Λίγο είναι, επίσης, και το αλάτι, αλλά η δραστικότης του είναι μεγάλη, εφ’ όσον όμως, διατηρεί την αλατιστικήν του ικανότητα και δεν είναι «άναλον» (Μάρκος 9,50. Παράβαλλε Και Ματθαίος 5,13. Λουκάς 14,34). Αυτό σημαίνει ότι όλα τα χαρίσματα πρέπει να χρησιμοποιούνται «προς οικοδομήν της Εκκλησίας» (Α’ Κορινθίους 14,12). «Πάντα προς οικοδομήν γινέσθω» (Α’ Κορινθίους 14,26). Αυτό πρέπει να το έχη υπ’ όψιν του κάθε πιστός.

Ο κάθε πιστός έλαβε, καθώς αναφέραμεν, την σφραγίδα της Δωρεάς του Αγίου Πνεύματος (Εφεσίους 1,13-14. 4,30. Α’ Ιωάννης 2,20. 27). Έλαβε διάφορα χαρίσματα τα οποία πρέπει να ενεργοποιηθούν εις την λατρευτικήν ζωήν της ενορίας και εις ολόκληρον την δραστηριότητα της.

«Εις τον καθένα δίδεται η φανέρωσις του Πνεύματος δια το συμφέρον», λέγει ο Απόστολος. «Εις τον ένα δίδεται δια του Πνεύματος λόγος σοφίας, εις τον άλλον λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα… Όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα αλλά έχει πολλά μέλη, όλα δε τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά, αποτελούν ένα σώμα, ούτω και ο Χριστός. Διότι εις ένα Πνεύμα όλοι ημείς εβαπτίσθημεν και κατέστημεν ένα σώμα, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, και όλοι με ένα Πνεύμα εποτίσθημεν» (Α’ Κορινθίους 12,7-13).

«Τώρα υπάρχουν πολλά μέλη αλλά ένα σώμα. Δεν ημπορεί το μάτι να είπη εις το χέρι: Δεν σε έχω ανάγκην ή το κεφάλι εις τα πόδια: Δεν σας έχω ανάγκην. Αντιθέτως, τα μέλη τα οποία φαίνονται ότι είναι ασθενέστερα είναι αναγκαία» (Α’ Κορινθίους 12,20-22). «Διότι όπως εις ένα σώμα έχομεν πολλά μέλη, αλλ’ όλα τα μέλη δεν έχουν την ιδίαν λειτουργίαν, ούτω εμείς οι πολλοί αποτελούμεν ένα σώμα εν Χριστώ και ο καθένας είμεθα μέλη ο ένας του άλλου» (Ρωμαίους 12,4-5).

«Ο Θεός συνέμιξε το σώμα και έδωσε μεγαλυτέραν τιμήν εις το μέλος το οποίον την στερείται, δια να μη υπάρχη διαίρεσις εις το σώμα αλλά να έχουν τα μέλη την ιδίαν φροντίδα το ένα δια το άλλο. Εάν το ένα μέλος πάσχη, συμπάσχουν όλα τα μέλη* εάν ένα μέλος τιμάται, χαίρουν μαζί όλα τα μέλη. Σεις είσθε σώμα Χριστού και ο καθένας είναι μέλος του Σώματος» (Α’ Κορινθίους 12,24-27).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι όλα τα μέλη της Εκκλησίας έχουν λάβει το δώρον του αληθινού φωτός, και εκείνοι οι οποίοι κατέχουν υψηλάς θέσεις μέσα εις το Σώμα της, και αυτοί οι οποίοι έχουν ως έργον των τας ταπεινοτέρας απασχολήσεις. Όλοι είναι ηνωμένοι μέσα εις το κοινόν Σώμα της Εκκλησίας και ο καθένας εξυπηρετεί με την διακονίαν του τους αδελφούς.

«Κανείς να μη πιστέψη», λέγει, «ότι κατέχει το δώρον του αληθινού φωτός ως ιδικόν του κτήμα μόνον…

Άλλα μέλη βοηθούν το σώμα να βλέπη το φως της ημέρας. Άλλα δεν χάνουν καθόλου την επαφήν των με την γην. Πράγματι, το μάτι είναι στραμμένον εις το φως και πρέπει να προφυλαχθή από την σκόνην δια να μη τυφλωθή. Όμως, το πόδι εκπληρώνει την Αποστολήν του όταν δεν φοβάται να λερωθή από την επαφήν του με το έδαφος. Και όλα αυτά τα μέλη του σώματος είναι ηνωμένα από αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι εξυπηρετούν αμοιβαίως το ένα το άλλο. Διότι το πόδι τρέχει δια το μάτι και το μάτι βλέπει δια να φωτίζη τον δρόμον εις το πόδι.

Το ίδιον, λοιπόν, συμβαίνει και με τα μέλη της Αγίας Εκκλησίας. Πρέπει να ξεχωρίζωνται από τον ρόλον των και να ενώνωνται δια της αγάπης, ώστε οι πλέον καλλιεργημένοι άνθρωποι να δείχνουν τον δρόμον εις αυτούς οι οποίοι παραμένουν περισσότερον εις τα πράγματα του κόσμου τούτου και το πόδι να καθοδηγήται από τα μάτια.

Και εκείνο, το οποίον πράττουν, χρησιμοποιούντες, από της ιδικής των καθαρώς πλευράς, την δραστηριότητα των, δια ν’ ασχοληθούν με γήινα πράγματα, να το πράττουν δια το καλόν εκείνων οι οποίοι προσφέρουν υψηλοτέρας υπηρεσίας, ώστε το πόδι να μη βαδίζη μόνον δια τον εαυτόν του, αλλά, επίσης, και δια το μάτι, το οποίον του δείχνει τον δρόμον…

Δεν λαμβάνουν μόνον το δώρον του φωτός εκείνοι οι οποίοι κατέχουν τας πρώτας θέσεις μέσα εις την Εκκλησίαν, αλλά, επίσης, και τα ταπεινότερα μέλη, τα οποία, παρ’ ότι με την επιθυμίαν τους αναβαίνουν και αυτά εις τας κορυφάς, εν τούτοις, παραμένουν εν μέσω των ταπεινών απασχολήσεων, εξ αιτίας της υπηρεσίας, την οποίαν ασκούν».

Δεν ημπορούμε, λοιπόν, να απομονωθώμεν από τους αδελφούς, ούτε να κρύψωμεν από τον Θεόν το τάλαντον το οποίον έχομεν λάβει και το οποίον μας εδόθη να το χρησιμοποιήσωμεν δια την οικοδομήν των αδελφών. Αν αυτά κάμωμεν, δεν θα είμεθα δούλοι αγαθοί αλλά δούλοι πονηροί» (Ματθαίος 24,45-51. 25,14-30. Λουκάς 12,43-46. Λουκάς 19,12-27).

Οφείλομεν να συμμετέχωμεν, ενεργώς και υπευθύνως εις την ζωήν και εις την δραστηριότητα της ενορίας μας, αναλόγως με το χάρισμα το οποίον έλαβεν ο καθένας μας. Δεν έχομεν δικαίωμα να αρνηθώμεν την υπηρεσίαν μας, όταν κληθώμεν. «Ο καθένας, αναλόγως του χαρίσματος το οποίον έχει λάβει, ας το χρησιμοποιή εις αμοιβαίαν αγάπην ως καλός διαχειριστής της ποικίλης χάριτος του Θεού. Όποιος ομιλεί, ας είναι όπως αρμόζει εις οποίον λέγει λόγια Θεού* εάν κανείς προσφέρη υπηρεσίαν, ας είναι ως τον υπηρετούντα με την δύναμιν την οποίαν παρέχει ο Θεός, δια να δοξάζεται εις όλα ο Θεός δια του Ιησού Χριστού» (Α’ Πέτρ. 4,10-11. Παράβαλλε Και Α’ Κορινθίους 14,16-19).

«Δεύτε, πιστοί,  επεργασώμεθα προθύμως τω δεσπότι. νέμει γαρ τοις δούλοις τον πλούτον και αναλόγως έκαστος πολυπλασιάσωμεν το της χάριτος τάλαντον ο μεν σοφίαν κοσμείτω δι’ έργων αγαθών, ο δε λειτουργίαν λαμπρότητος επιτελείσθω,  κοινωνήτω δε του λόγου πιστός τω αμυήτω,

και σκορπιζέτω τον πλούτον πένησιν άλλος’  ούτω γαρ το δάνειον πολυπλασιάσωμεν και ως οικονόμοι πιστοί της χάριτος δεσποτικής χαράς αξιωθώμεν.   Αυτής ημάς καταξίωσον, Χριστέ ο Θεός, ως φιλάνθρωπος»            (Τροπάριον της Μ. Τρίτης).

«Εμπρός, πιστοί, ας καλλιεργήσωμεν με προθυμίαν τα χαρίσματα από αγάπην προς τον Κύριον, όστις πλούσιος τα μοιράζει εις τους δούλους Του. Ο καθένας μας, ας προσπαθήσωμεν να πολλαπλασιάσωμεν τα τάλαντα τα οποία μας εχάρισεν. Ο ένας ας μεταδώση σοφίαν με τας ενάρετους πράξεις του. Ο άλλος ας προσφέρη εις το κοινωνικόν σύνολον λαμπράς υπηρεσίας. Όποιος εγνώρισε την πίστιν, ας την μεταδίδη με τον λόγον του εις εκείνον ο οποίος ευρίσκεται εις άγνοιαν και ο άλλος ας σκορπίζη τον πλούτον του εις τους πτωχούς. Με τον τρόπον αυτόν, θα πολλαπλασιάσωμεν αυτό το οποίον μας εδάνεισε ο Θεός και ως πιστοί διαχειρισταί των χαρισμάτων του Θεού, θα αξιωθώμεν της Δεσποτικής χαράς».

http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/18.htm