«Ἡ ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ»[1] εἶναι ὁ τίτλος τοῦ κεφαλαίου πού θά ἀρχίσουμε νά ἐξετάζουμε σήμερα. Καί εἶναι ἕνα ἐκτενές κεφάλαιο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, τό γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, καί ἀφορᾶ στόν λογισμό καί πῶς ἐξελίσσεται καί γίνεται καί ἁμαρτία μέσα στόν ἄνθρωπο. Καί μετά, ἄν μπορέσει ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει συγκατατεθεῖ στήν ἁμαρτία, προχωρεῖ καί στό τελικό στάδιο, στήν ἔμπρακτη ἁμαρτία, πού τήν κάνει πλέον καί μέ τό σῶμα. Ἡ ρίζα ὅμως τῆς ἁμαρτίας εἶναι στόν λογισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει κάποια στάδια (ἡ ἁμαρτία μέσα μας). Τό πρωταρχικό στάδιο δέν εἶναι ἁμαρτία, εἶναι μία προσβολή. Ὅπως καί ὁ Κύριος εἶχε προσβολή πειρασμοῦ στήν ἔρημο ἀπό τόν διάβολο, ἀλλά βεβαίως δέν ὑπέκυψε καθόλου. Καί εἶναι ὁ τελείως ἀναμάρητος καί ὁ ἀπείρως καθαρός Κύριος! Ἀλλά μᾶς δίνει αὐτή τήν δυνατότητα καί σέ μᾶς, νά φυλᾶμε τόν νοῦ μας καθαρό.
 
Λέγει ὁ π. Σωφρόνιος: «Ἡ ἁμαρτία πραγματοποιεῖται περνώντας ἀπό τίς καθορισμένες φάσεις τῆς ἐσωτερικῆς της ἐξελίξεως. Πρώτη μορφή εἶναι μία πνευματική ἐπίδραση, πού προσεγγίζει ἀπό ἔξω τόν ἄνθρωπο καί πού ἀρχικά μπορεῖ νά εἶναι ἐντελῶς ἀσαφής καί ἀόριστη», κάτι τό ἀκαθόριστο ἡ πρώτη ἐπίδραση. «Τό πρωταρχικό στάδιο μορφοποιήσεως εἶναι ἡ ἐμφάνιση μιᾶς «εἰκόνας» στό ἐσωτερικό «ὀπτικό» πεδίο τοῦ ἀνθρώπου». «Εἰκόνα» ἡ λέξη σέ εἰσαγωγικά μέσα, ἕνα κάτι πού ἐμφανίζεται στό ἐσωτερικό «ὀπτικό» πεδίο τοῦ ἀνθρώπου. «Καί ἐφόσον αὐτό δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου, δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία»[2]. Δέν εἶναι ἁμαρτία αὐτό τό πράγμα.
 
«Οἱ εἰκόνες ἄλλοτε ἔχουν χαρακτήρα ἐποπτικό, ἄλλοτε κυρίως νοητικό καί συχνότερα μικτό. Ὅταν ὅμως οἱ ἐποπτικές εἰκόνες σέρνουν πίσω τους αὐτή ἤ ἐκείνη τήν σκέψη, τότε οἱ ἀσκητές ἀποκαλοῦν ὅλες τίς εἰκόνες «λογισμούς»», ὅταν δηλαδή ἡ εἰκόνα συνδέεται καί μέ μία σκέψη. «Στόν ἀπαθή ἄνθρωπο ὁ «κυρίαρχος» νοῦς», νοῦς ὁ ὁποῖος πλέον εἶναι ὁ κυβερνήτης στόν ἀπαθή ἄνθρωπο, κυβερνάει ὁ νοῦς, σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο λοιπόν, «μπορεῖ νά προσηλώσει τήν προσοχή του – ὁ νοῦς – στόν ἐπερχόμενο λογισμό ὡς γνωστική δύναμη τοῦ εἶναι, παραμένοντας τελείως ἐλεύθερος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ λογισμοῦ. Ἄν, ὅμως, ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο «τόπος», κατάλληλο ἔδαφος, εὔνοια πρός τό πνεῦμα πού περιέχει ὁ λογισμός, τότε ἡ ἐνέργεια τοῦ λογισμοῦ ἐπιδιώκει νά καταλάβει βιαίως τόν ψυχικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Καί τό κατορθώνει, προκαλώντας στήν ψυχή, πού ἔχει προδιάθεση γιά τό πάθος, ἕνα αἴσθημα ἡδονῆς, πού προσιδιάζει στό α΄ ἤ β΄ πάθος. Ἀκριβῶς σέ αὐτήν τήν ἡδονή συνίσταται ὁ «πειρασμός»». Ὁ διάβολος δηλαδή μᾶς φέρνει κάποιες ἡδονές, οἱ ὁποῖες προσιδιάζουν σ’ αὐτό τό πάθος πού ὑπάρχει μέσα μας, καί ἐκεῖ προσπαθεῖ νά καταλάβει ὅλη τήν ψυχή διαμέσου τῆς ἡδονῆς.

 
«Ἐντούτοις καί αὐτή ἡ στιγμή τῆς ἡδονῆς, παρότι μαρτυρεῖ γιά τήν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου, δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία. Εἶναι ἁπλῶς ἡ «πρόταση» τῆς ἁμαρτίας». Ὁ ἄνθρωπος μέ τή θέλησή του δέν ἔχει ἀκόμα πεῖ τό ναί. «Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη τοῦ ἐφάμαρτου λογισμοῦ μπρορεῖ νά χαραχθεῖ σέ ἁδρές γραμμές ὡς ἑξῆς». Ἀπό ἐδῶ καί ἐμπρός τώρα ἀρχίζει ὁ ἐφάμαρτος λογισμός. «Ἡ προτεινόμενη ἐμπαθής ἡδονή προσελκύει τήν προσοχή τοῦ νοῦ». Ὁ νοῦς δηλαδή προσέχει αὐτή τήν ἡδονή πού τοῦ προτείνει ὁ διάβολος. Στήνει αὐτί στήν διαβολική πρόταση. «Αὐτή ἡ στιγμή εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρή καί ὑπεύθυνη, γιατί ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τόν λογισμό ἀποτελεῖ τήν εὐνοϊκή προϋπόθεση γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ τελευταίου»[3]. Ὅταν ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος μέ τόν νοῦ του νά προσέχει αὐτό πού τοῦ προτείνει ὁ διάβολος, τήν ἡδονή πού τοῦ προτείνει ὁ διάβολος, τότε εἶναι πολύ κρίσιμη ἡ κατάσταση. Καί ἄν τώρα καταφέρει ὁ διάβολος καί πετύχει ὥστε ὁ νοῦς νά ἑνωθεῖ μέ τόν λογισμό, τότε ὁ λογισμός αὐξάνεται, ἀναπτύσσεται.
 
«Ἐάν ὁ νοῦς δέν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν προτεινόμενη ἡδονή μέ μιά ἐσωτερική βουλητική πράξη (ἀπό τήν προτεινόμενη ἡδονή), ἀλλά παρατείνει μέ τήν προσοχή τήν παραμονή του σέ αὐτή», τήν ἡδονή δηλαδή, τήν προσέξει τήν ἡδονή καί παρατείνει τήν παραμονή του σέ αὐτή, «τότε ἐμφανίζεται ἡ συμπάθεια γι’ αὐτήν καί ἀρχίζει ἡ εὐνοϊκή συνομιλία μαζί της». Τότε ὁ νοῦς μας συνομιλεῖ μέ τήν ἡδονή. «Ἀκολουθεῖ μετά ὁ «συνδυασμός», πού μπορεῖ νά ἐξελιχθεῖ στήν πλήρη καί ἐνεργητική «συγκατάθεση»». Ἔχουμε λοιπόν προσοχή τοῦ νοῦ στήν ἡδονή καί ἄν ὁ νοῦς μέ μία βουλητική κίνηση δέν κοπεῖ ἀπ’ αὐτή τήν ἡδονή ἀμέσως, ἀρχίζει ἡ συνομιλία, ἡ ὁποία προχωράει καί γίνεται συνδυασμός καί τέλος συγκατάθεση. «Ἀκολούθως, ἡ συνεχῶς αὐξανομένη ἡδονή μπορεῖ πλέον νά κυριαρχήσει στόν νοῦ καί στήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό λέγεται «αἰχμαλωσία»»[4]. Βέβαια, σέ ὅλα αὐτά τά στάδια ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ, νά κόψει τήν ἁμαρτία ἔστω ἐκεῖ πού θά τήν προλάβει. Τό ἄριστο βέβαια εἶναι νά τήν προλάβει στό ἀρχικό στάδιο, πού ἀκόμα δέν ἔχει γίνει καμία κίνηση τοῦ νοῦ συγκατάθεσης, ἀποδοχῆς ἤ ἔστω προσοχῆς στήν ἡδονή. Ἀλλά καί στά ἑπόμενα στάδια, ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, τό σταματάει. Βέβαια ἐκεῖ δέν βγαίνει τελείως καθαρός. Καί μάλιστα ὅταν φτάσει στό τελευταῖο στάδιο, τότε φτάνει στό σημεῖο νά πεῖ ὅτι «δέν μπορῶ». Εἶναι πλέον αἰχμάλωτος. Γιατί εἶναι αἰχμάλωτος; Γιατί αὐτή ἡ ἡδονή πού τοῦ πρόσφερε ὁ διάβολος ἔχει κυριαρχήσει στόν νοῦ του, ἔχει γίνει ἕνα μέ τόν νοῦ του καί μέ τήν θέλησή του (ὄχι μόνο μέ τόν νοῦ του). Γι’ αὐτό λέει ὁ ἄνθρωπος δέν μπορῶ νά ἀπαλλαχτῶ, γιατί καί ἡ θέλησή του πλέον, ὄχι μόνο ὁ νοῦς του, τό λογιστικό, ἀλλά καί τό βουλητικό, τό θυμικό του, ἔχει ὑποταχθεῖ σ’ αὐτή τήν ἡδονή. Καί ἔτσι ἔχουμε αὐτό πού λέμε αἰχμαλωσία καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰχμάλωτος. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού λέει ὁ διάβολος, ἔλα σέ μένα καί θά εἶσαι ἐλεύθερος, θά κάνεις ὅ,τι θέλεις. Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο συμβαίνει, γίνεσαι αἰχμάλωτος. Καί ἡ θέλησή σου καί ὁ νοῦς σου αἰχμαλωτίζονται στά πάθη.
 
«Μετά ἀπό αὐτό», ἀπό τήν αἰχμαλωσία, «ὅλες οἱ δυνάμεις αὐτοῦ πού αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τό πάθος κατευθύνονται πρός τήν ἀποφασιστική λίγο-πολύ ἐνεργό πραγματοποίηση τῆς ἁμαρτίας» καί λέει ὁ ἄνθρωπος μετά, δέν μπορῶ, δέν γίνεται, θά κάνω ἁμαρτία.. «ἄν δέν ὑπάρχουν ἐξωτερικά ἐμπόδια». Ἄν ὅμως ὑπάρχουν ἐμπόδια, θά ἀναζητήσει δυνατότητα γιά νά τήν πραγματοποιήσει». Μπορεῖ νά μήν μπορέσει ἀμέσως, ἀλλά θά ψάξει τρόπους γιά νά τήν πραγματοποιήσει. «Μιά παρόμοια αἰχμαλωσία μπορεῖ νά μείνει μεμονωμένη», μία φορά νά γίνει, «καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ, ἄν ἦταν ἁπλῶς ἀποτέλεσμα ἀπειρίας τοῦ ἀγωνιστῆ» μοναχοῦ καί χριστιανοῦ γενικότερα. Ἐπειδή εἶναι ἄπειρος, ὁ διάβολος τόν ἐξαπάτησε, τόν ξεγέλασε καί αἰχμαλωτίστηκε. «Ἄν ὅμως ἐπαναλαμβάνονται οἱ αἰχμαλωσίες, ὁδηγοῦν πλέον στήν «ἕξη» τοῦ πάθους, ὁπότε ὅλες οἱ φυσικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν νά δουλεύουν σ’ αὐτό τό πάθος»[5]. Ἄς ποῦμε ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκριση εἶναι ἕνα πάθος. Ὁ διάβολος ἐμφανίζεται στό ὀπτικό πεδίο, στό ἐσωτερικό ὀπτικό πεδίο καί κάνει τήν πρόταση, «πές τώρα αὐτό.. κατάκρινε». Ἐάν ὁ ἄνθρωπος τό πετάξει ἀμέσως, δέν ἁμάρτησε, δέν εἶναι ἁμαρτία αὐτό. Ἐάν ὅμως δέν τό πετάξει καί αὐτή τήν ἡδονή πού ἔχει μέσα ἡ καταλαλιά, τήν δαιμονική ἡδονή, ἀρχίζει νά τήν προσέχει καί νά λέει «καλά δέν θά ’ναι νά τό πῶ;..», νά νιώθει μία ἕλξη, νά προσέχει αὐτή τήν ἡδονή πού τοῦ προτείνει ὁ διάβολος μέσω τῆς καταλαλιᾶς, τῆς κατάκρισης, μετά προχωράει καί στήν συνομιλία τήν ἐκτενέστερη, στόν συνδυασμό καί στήν συγκατάθεση. Καί μετά τό κάνει καί πράξη. Ὅλα αὐτά τά στάδια βέβαια γίνονται πολύ γρήγορα. Μπορεῖ νά γίνει καί πολύ γρήγορα.. ἐμεῖς τά λέμε ἔτσι ἀναλυτικά. Κι ἄν τό κάνει καί δεύτερη φορά καί τρίτη καί εἰκοστή καί μετά.. πλέον γίνεται ἕξη, γιατί αἰχμαλωτίστηκε πολλές φορές ἀπό αὐτό τό πάθος καί ἀποκτάει τήν ἕξη τοῦ πάθους καί ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου πλέον δουλεύουν σ’ αὐτό τό πάθος καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται καταλάλος, κουτσομπόλης, ἄνθρωπος πού κατακρίνει, ἔχει τό πάθος τῆς κατάκρισης. Ἔτσι γίνεται μέ ὅλα τά πάθη.
 
«Ὁ πόλεμος πού μπορεῖ νά συνεχιστεῖ σέ ὅλες τίς φάσεις τοῦ ἁμαρτωλοῦ λογισμοῦ πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό τήν ἀρχική ἐμφάνιση τῆς ἐνέργειας τοῦ πάθους», ἐννοεῖ ὁ πόλεμος πού πρέπει νά κάνουμε ἐμεῖς. Ἡ ἀντίσταση «πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό τήν ἀρχική ἐμφάνιση τῆς ἐνέργειας τοῦ πάθους πού περιέχει ἡδονή, ἀπό αὐτό πού ὀνομάσαμε παραπάνω «πρόταση». Ἀπό τήν στιγμή πού σοῦ γίνεται πρόταση, πρέπει ν΄ ἀρχίσεις πόλεμο. «Ὁ ἀσκητής μπορεῖ νά νικήσει σέ ὁποιαδήποτε μεταγενέστερη φάση καί ἔτσι νά μήν ἀποτελειωθεῖ ἔμπρακατα ἡ ἁμαρτία.
 
Πάντως, ἀπό τή στιγμή πού ἀμφιταλαντεύεται ἡ θέληση, ὑφίσταται τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας καί χρειάζεται μετάνοια, γιά νά μή χαθεῖ σταδιακά ἡ Χάρις»[6]. Βλέπετε πότε ἀρχίζει ἡ ἁμαρτία; Ὅταν ἡ θέλησις ἀμφιταλαντεύεται καί λέει, τώρα νά τό κάνω ἤ νά μήν τό κάνω;.. καί τό θέλω καί δέν τό θέλω.. ἀμφιταλαντεύεται. Ἀπό τήν στιγμή αὐτή καί μετά, θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά προσέξει πάρα πολύ καί νά ἐξομολογηθεῖ, γιατί ἤδη ἔχει μπεῖ στόν χῶρο τῆς ἁμαρτίας, γιά νά μή χάσει τήν Χάρη.
 
«Ὁ πνευματικά ἀδόκιμος συναντᾶται συνήθως μέ τόν ἁμαρτωλό λογισμό, ὅταν ὁ τελευταῖος περάσει ἀπαρατήρητα τίς πρῶτες φάσεις τῆς ἐξελίξεώς του καί ἔχει κιόλας ἀποκτήσει μιά κάποια δύναμη καί ἀκόμη περισσότερο, ὅταν προσεγγίζει ὁ κίνδυνος νά τελεσθεῖ ἐμπράκτως ἡ ἁμαρτία»[7]. Τί λέει ἐδῶ τώρα ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι σ’ αὐτούς πού δέν ἔχουνε πείρα πνευματική, εἶναι ἀδόκιμοι πνευματικά, δέν γίνεται ἀντιληπτός ὁ λογισμός, τά ἀρχικά στάδια, ἀλλά τό καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅταν κοντεύει ν’ ἁμαρτήσει. Τότε πιάνει ὅτι ὤπ.. τώρα μπῆκε αὐτό τό πράγμα μέσα μου! Ἔχει περάσει τά ἀρχικά στάδια ὁ λογισμός, τήν πρόταση δηλαδή, τήν συνομιλία, συνομίλησε μαζί του, τόν συνδυασμό, καί ἔχει φτάσει σχεδόν στήν συγκατάθεση καί στήν αἰχμαλωσία.
 
«Ἔτσι, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἁμαρτία, εἶναι ἀνάγκη νά ἐγκατασταθεῖ ὁ νοῦς μέ προσευχή μέσα στήν καρδιά»[8]. Ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος δηλαδή νά προλαβαίνει καί νά μήν ἁμαρτάνει, θά πρέπει ὁ νοῦς νά μπεῖ μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ νά προσεύχεται. Ὁπότε λειτουργεῖ ὡς ἕνας φρουρός καί δέν ἐπιτρέπει στίς προτάσεις τοῦ πονηροῦ νά μποῦν καί νά ἐξελιχθοῦν μέσα στήν καρδιά. Νά τί σπουδαῖο ρόλο παίζει ἡ καρδιακή προσευχή! Ἡ νοερά προσευχή φυλάει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία.
 
«Ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, μέ μιά τέτοια ἐσωτερική στάση τοῦ νοῦ ἡ ἁμαρτία ἀναχαιτίζεται στήν ἴδια τήν σύλληψή της». Ἐκεῖ πού πάει δηλαδή νά συλληφθεῖ ἡ ἁμαρτία, στήν καρδιά, ἐκεῖ ἀναχαιτίζεται, ὅταν ὑπάρχει ἡ προσευχή, ὅταν ὑπάρχει ὁ νοῦς μέσα στήν καρδιά προσευχόμενος. Ἐδῶ ταιριάζει νά θυμηθοῦμε τά λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ, στόν 136 ψαλμό, 8ο καί 9ο στίχο: ««Θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, … μακάριος ὅς κρατήσει καί ἐδαφιεῖ τά νήπιά σου πρός τήν πέτραν»[9] τοῦ Ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ»[10]. Ἡ πέτρα εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τά νήπια εἶναι οἱ νηπιώδεις, ο ἀρχικοί λογισμοί, πού εἶναι ἡ ἀρχική φάση κι ἄν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, θά ἐξελιχθεῖ σέ ἁμαρτία. Εἶναι ἡ πρόταση πού κάνει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο. Μακάριος λοιπόν, λέει, αὐτός ὁ ὁποῖος θά κρατήσει αὐτά τά νήπια καί θά τά ἐδαφιεῖ, θά τά σκοτώσει ἐπάνω στήν πέτρα τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, ὅταν τό ἐπικαλεῖται ὁ ἄνθρωπος στήν καρδιά του, φονεύονται οἱ λογισμοί στήν ἀρχική τους μορφή, ὅταν εἶναι στήν νηπιακή τους ἡλικία καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει.
 
«Ἀγωνιζόμενος γιά τήν ἐλευθερία του ὁ ἀσκητής διεξάγει πόλεμο κατά τοῦ λογισμοῦ τόσο ἔντονο, πού οὔτε κἄν νά τόν φαντασθεῖ μπορεῖ ὅποιος δέν τόν ξέρει ἐκ πείρας. Σ’ αὐτό τόν ἐσωτερικό πόλεμο κατά τοῦ λογισμοῦ, σ’ αὐτή τήν κατευθείαν ἀντίσταση ἐναντίον του, ἡ ψυχή τοῦ ἀρχαρίου ὑφίσταται πολλές φορές μία μερική ἧττα∙ καμιά φορά ὅμως νικᾶ κιόλας. Ἔτσι, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ ἀσκητής μπορεῖ νά μελετήσει τόν χαρακτήρα κάθε λογισμοῦ μέχρι τίς λεπτομέρειές του τόσο, ὥστε, καί ἄν δέν διαπράττει τήν ἀντίστοιχη ἁμαρτία ἐμπράκτως, μαθαίνει ὅμως τήν ἐνέργεια κάθε πάθους πολύ βαθύτερα καί λεπτομερέστερα ἀπό ἐκεῖνον πού κατέχεται ἀπό αὐτό. Αὐτός ὁ τελευταῖος μπορεῖ νά παρατηρεῖ στόν ἑαυτό του καί σέ ἄλλους τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἐνέργειας τοῦ α΄ ἤ β΄ πάθους, ἀλλά, γιά νά φτάσει στήν βαθύτερη γνώση του, εἶναι ἀπαραίτητο νά φθάσει ὡς τόν πνευματικό τόπο, ὅπου διαμένει ὁ προσευχόμενος κατά τόν τρίτο τρόπο, ἔτσι βλέπει κάθε πάθος στήν ἐμβρυακή του κατάσταση»[11]. Τί λέει ἐδῶ τώρα ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἐμπαθής, πού ὑποκύπτει στά πάθη, μπορεῖ νά βλέπει μέσα του τίς ἐνέργειες τοῦ α΄ ἤ β΄ πάθους ἀπό τό ὁποῖο κατέχεται, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τό πάθος του σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἐξελίξεως, ἄν δέν φθάσει στό τρίτο στάδιο τῆς προσευχῆς, στόν τρίτο τρόπο τῆς προσευχῆς, στόν ὁποῖο βρίσκεται ὁ ἀσκητής ὅταν εἶναι ἀληθινά ἀσκητής. Καί ποιός εἶναι αὐτός ὁ τρίτος τρόπος; Τό εἴχαμε πεῖ τήν προηγούμενη φορά, ὅταν ὁ νοῦς εἶναι ἑνωμένος μέ τήν καρδιά καί προσεύχεται. Τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει ὅλες τίς φάσεις ἐξέλιξης τοῦ λογισμοῦ καί πῶς φτάνει ὁ ἄνθρωπος καί νά ἁμαρτήσει, χωρίς ὁ ἴδιος ν’ ἁμαρτάνει βεβαίως. Ἐνῶ ὁ ἄλλος ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει, δέν τά βλέπει ὅλα αὐτά τά στάδια, γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχει τόν νοῦ του στήν καρδιά του. Δέν ἔχει τό τηλεσκόπιο, θά λέγαμε, γιά νά δεῖ.
 
«Ὁ ἀσκητής κλείνει τίς εἰσόδους τῆς καρδιᾶς, τοποθετώντας ἐκεῖ ὡς φρουρό τόν νοῦ πού ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό φαντασίες καί διαλογισμούς καί εἶναι ὁπλισμένος μέ τήν προσευχή καί τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μπαίνει στόν ἀγώνα ἐναντίον κάθε ἐπιδράσεως πού προέρχεται ἀπό ἔξω, ἀπό τήν κοσμική σφαίρα. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ οὐσία τῆς νοερᾶς νήψεως, πού ἔχει ὡς σκοπό τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπάθεια»[12]. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ νῆψις, ἡ ἐγρήγορσις. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, νήψατε, γρηγορήσατε, «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε»[13]. Ἑπομένως αὐτά πού λέμε ἐδῶ, ὁ π. Σωφρόνιος γράφει ἔτσι, ἀσκητής, ἀσκητής.. ἀλλά εἶναι γιά ὅλους μας. Ἡ νῆψις καί ἡ ἐγρήγορσις εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γιατί «τό πνεῦμα πρόθυμο, ἡ σάρξ ἀσθενής»[14]. Καί ὁ σαρκικός ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ἄν δέν ἐγκαταστήσει μέσα στήν καρδιά του τόν νοῦ του, δέν μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στήν ἁμαρτία, στόν ὕπνο πού φέρνει ὁ διάβολος. Ὅπως οἱ Μαθηταί στήν Γεθσημανῆ, τούς εἶπε ὁ Κύριος, γρηγορήσατε, μείνετε λίγο μαζί Μου.. δέν μπόρεσαν! Ἐνῶ προηγουμένως λέγανε, θά πεθάνουμε γιά Σένα, τώρα δέν μπορούσανε νά κρατήσουν οὔτε τά μάτια τους ἀνοιχτά!
 
Ἡ οὐσία λοιπόν τῆς νήψεως βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, στό νά τεθεῖ ὁ νοῦς μέσα στήν καρδιά προσευχόμενος ὡς φρουρός καί νά μήν ἐπιτρέπει, διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού ἐπικαλεῖται, νά εἰσέρχεται κανένας λογισμός, καμία πρόταση τοῦ διαβόλου. «Ἡ προφύλαξη τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς ἀπό κάθε λογισμό ἀπαιτεῖ μακροχρόνιο ἀγώνα, ἐξαιρετικά δύσκολο καί λεπτό. Ὁ ἄνθρωπος ζώντας μέσα σ’ ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀπό τίς πιό ποικιλόμορφες ἐντυπώσεις καί ἐπιδράσεις, δέν κατανοεῖ ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ πλήθους καί τῆς συνεχοῦς ἀλλαγῆς τους οὔτε τό εἶδος τους οὔτε τή δύναμή τους. Ὁ ἀσκητής ὅμως, ἐργάτης τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, ἀφοῦ ἔχει ἀπαρνηθεῖ καθετί ἐξωτερικό, συγκεντρώνεται μέ ὅλη του τή δύναμη στό ἐσωτερικό τοῦ εἶναι του καί ἐκεῖ ἀρχίζει τήν μονομαχία μέ τόν λογισμό τοῦ κυριότερου πάθους του. Μόνο κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες μπορεῖ νά γνωρίσει κανείς τό εἶδος καί τήν κολοσσιαία δύναμή του. Ὅποιος δέν εἶναι ἀρκετά προσεκτικός ἐσωτερικά, πέφτει πολύ εὔκολα μέ τήν ἐπίδραση τοῦ λογισμοῦ καί καταντᾶ δοῦλος του»[15].
 
Καί σήμερα βλέπουμε τούς ἀνθρώπους πόσο ὑποφέρουν ἀπό τούς λογισμούς, ἀπό τίς λεγόμενες ἔμμονες ἰδέες, ἀπό τήν αἰχμαλωσία σ’ ἕναν λογισμό. Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ἀκριβῶς, ὅτι καί ἡ κατάθλιψη, πού εἶναι τόσο διαδεδομένη σήμερα, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ αἰχμαλωσία σ’ ἕναν λογισμό, διαβολικό λογισμό. Ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν ἀσκήσει αὐτή τήν νοερά ἐργασία, γιατί ξαναλέω, αὐτό δέν εἶναι μόνο γιά τούς ἀσκητές, γιά ὅλους εἶναι, νά ἔχει δηλαδή ἐγρήγορση μέσα στήν καρδιά του, νά ἔχει τόν νοῦ του μέσα στήν καρδιά του καί νά προσεύχεται, ὅπως πολλοί ἄνθρωποι πού ζοῦνε στόν κόσμο, λαϊκοί -καί ἐγώ ἔχω γνωρίσει τέτοιους ἀνθρώπους- κάνουν αὐτό τό πράγμα, ἔχουνε τόν νοῦ τους στήν καρδιά τους καί προσεύχονται. Ἄν δέν τό κάνει αὐτό ὁ ἄνθρωπος, νικιέται, ἡττᾶται πολύ εὔκολα ἀπό τούς λογισμούς καί αἰχμαλωτίζεται καί εἶναι ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Καί βέβαια οὔτε τά ψυχοφάρμακα οὔτε τίποτα δέν βοηθάει οὐσιαστικά αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἄν δέν ἐπικαλεστεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί δέν μπεῖ σέ ὅλη τήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς ὁποίας βέβαια ἕνα, θά λέγαμε, βασικό στοιχεῖο εἶναι αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα στήν καρδιά.
 
«Ὅταν τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου ὑποχωρήσει στόν λογισμό, ὁ ἄνθρωπος ἐξομοιώνεται πνευματικά καί φτάνει ἀκόμα καί ὡς τήν ταύτιση μέ τό πνεῦμα ἐκεῖνο, πού ἡ ἐνέργειά του ἐμπερικλείεται στόν λογισμό. Ἔτσι, ὅταν δεχθεῖ στήν ψυχή του ἐμπαθή λογισμό, πού συνήθως εἶναι ἀποτέλεσμα δαιμονικῆς ἐπιδράσεως, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὄργανο δαιμονικῆς ἐνέργειας»[16]. Καί αὐτό βγαίνει καί στό πρόσωπό του. Δέν λέμε πολλές φορές, αὐτός εἶναι σάν διάβολος; Ἔγινε σάν διάβολος.. Ὄντως, γιατί ταυτίστηκε τό πνεῦμα του μέ τό πνεῦμα τοῦ λογισμοῦ πού τοῦ ἔφερε ὁ διάβολος, τό δαιμονικό πνεῦμα δηλαδή. Καί ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πού ταυτίζεται μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γίνεται σάν Ἄγγελος. Ὅπως ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐκεῖ μέσα στά δικαστήρια τόν εἴδανε καί εἶχε, λέει, τό πρόσωπό του σάν πρόσωπο Ἀγγέλου! Τό πνεῦμα του εἶχε ταυτιστεῖ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
 
«Ὁ νοῦς πού προσεύχεται βαθιά, αἰσθάνεται μερικές φορές νά τόν προσεγγίζει κάποιο πνεῦμα προερχόμενο ἀπό ἔξω. Ἄν ὅμως δέν διαταραχθεῖ ἡ προσοχή τῆς προσευχῆς, τότε τό πνεῦμα ἐξαφανίζεται ἄπραγο, καί ἔτσι μετά τήν προσευχή δέν μπορεῖ νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος ποιός, γιατί καί μέ ποιό τρόπο ἦρθε. Καμιά φορά συμβαίνει στή βαθειά προσευχή κάτι πού δύσκολα ἐξηγεῖται. Περνοῦν κοντά ἀπό τόν νοῦ φωτοφόρες ἐμφανίσεις πού προσπαθοῦν νά προσελκύσουν πάνω τους τήν προσοχή του. Ἄν ὁ νοῦς δέν τούς δώσει προσοχή, ἐπιμένουν, σάν νά λέγουν: «θά σοῦ φέρω σοφία καί φρόνηση καί, ἄν δέν μέ ἀποδεχθεῖς, τότε δέν θά μέ δεῖς ἴσως ποτέ πιά». Ὁ ἔμπειρος νοῦς ὅμως δέν τίς προσέχει καθόλου καί αὐτές φεύγουν ὄχι μόνο χωρίς νά γίνουν δεκτές, ἀλλά καί ἄγνωστες»[17]. Δέν τίς ἐξιχνιάζει οὔτε τίς προσέχει. Αὐτό εἶναι πάγια συμβουλή τῶν Ἁγίων Πατέρων: στήν προσευχή νά μήν προσέχεις τίποτε ἀπό αὐτά πού ἐνδεχομένως θά σχηματιστοῦνε. Μπορεῖ νά δεῖς κάτι, ὅπως λέει ἐδῶ, φωτοφόρο, μιά φωτοφόρα ἐμφάνιση.. Δέν δίνεις καμία σημασία!
 
«Ὁ νοῦς δέν γνώριζει κἄν μέ σιγουριά ἄν ἦταν πονηρός ἐχθρός ἤ καλός Ἄγγελος. Γνωρίζει ὅμως ἀπό τήν πείρα του, πώς ἄν προσηλώσει τήν προσοχή του στήν προτεινόμενη φωτοφόρο σκέψη, χάνει τήν προσευχή καί ὕστερα τήν ἀναζητεῖ μέ μεγάλο κόπο»[18]. Μπορεῖ νά εἶναι μιά καλή σκέψη, ἀλλά ἡ ὁποία ὅμως καί αὐτή δέν πρέπει νά προσεχθεῖ ἐκείνη τήν ὥρα, γιατί ἡ προσευχή εἶναι τό ἀνώτερο, ἡ καθαρά προσευχή, πού μπορεῖ νά πετύχει ὁ ἄνθρωπος. Καί μιά καλή σκέψη μολύνει τήν προσευχή ἐκείνη τήν ὥρα.
 
«Ἡ πράξη ἔδειξε ὅτι κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἀπαιτεῖται τέλεια ἐγκράτεια, ἀκόμη καί ἀπό καλές σκέψεις, γιατί ἀλλιῶς ὁ νοῦς συναντᾶται μέ τήν ἀτελείωτη ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ καί, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Σιλουανός, «δέν βγαίνει καθαρός».
 
Ἡ ἀπώλεια τῆς καθαρῆς προσευχῆς εἶναι ζημιά πού δέν ἀντισταθμίζεται μέ τίποτα. Ἡ θαυμάσια αὐτή ἐργασία (ἀκατανόητη ἀπό τήν ὀκνηρή πλειοψηφία) κατορθώνεται ἀπό λίγους καί μέ μεγάλο κόπο»[19], ἡ νοερά αὐτή προσευχή. Καί βέβαια αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μας καί μακάρι νά μποῦμε σ’ αὐτό τό θησαυροφυλάκιο καί νά πάρουμε αὐτό τόν πλοῦτο, ὅσο μπορέσει περισσότερο ὁ καθένας. Ἐξαρτᾶται, ὅπως καταλαβαίνουμε, ἀπό τήν αὐταπάρνηση τοῦ καθενός, ἀπό τήν γενναιότητα πού ἔχει καί τήν ἀποβολή τῆς ραθυμίας. Γιατί δυστυχῶς οἱ περισσότεροι, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, εἴμασε ὀκνηρή πλειοψηφία, ἡ ὀκνηρή πλειοψηφία! Καί ὁ Κύριος πάλι, βλέπετε, λέει: λίγοι εἶναι αὐτοί πού βρίσκουνε τήν τεθλιμμένη, τήν στενή πύλη καί «λίγοι εἶναι αὐτοί πού βαδίζουν τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό»[20], γιατί οἱ πολλοί, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι ράθυμοι.
 
Εἶναι εὐκαιρία λοιπόν, τώρα πού ἔχουμε καί ἐξωτερικές δυσκολίες καί ἀναταράξεις καί ἀβεβαιότητα, νά μποῦμε μέσα στήν καρδιά μας καί ν΄ ἀσκήσουμε αὐτή τήν ἐργασία, ἡ ὁποία θά μᾶς φυλάξει ἀπό κάθε λογισμό καί ἀπό κάθε ταραχή. Γιατί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἐξωτερικές συνθῆκες ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Βεβαίως εὐχόμαστε νά ἔχουμε ἤρεμο καί ἡσύχιο ἐξωτερική κατάσταση καί ὄχι πολέμους καί ταραχές κ.λ.π. γιά νά μποροῦμε καί νά λατρεύουμε τόν Θεό, καί στίς ἐκκλησίες μας καί μέ τίς Θεῖες Λειτουργίες μας κ.λ.π., ἀλλά πρωτίστως ἡ εἰρήνη εἶναι ὑπόθεση ἐσωτερική. Καί μπορεῖ ἐξωτερικά νά εἴμαστε σ’ ἕνα περιβάλλον ταραχῶδες, ταραγμένο, καί μέσα μας νά ἔχουμε ἄπλετη, βαθιά ἐσωτερική εἰρήνη πού ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτή τήν νίκη κατά τῶν λογισμῶν. Καί ξέρετε, ἕνας βασικός λογισμός, ὁ ὁποῖος ταλαιπωρεῖ τόν ἄνθρωπο, εἶναι ὁ λογισμός τοῦ θανάτου, ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος σπρώχνει τόν ἄνθρωπο νά κάνει πάρα πολλές ἁμαρτίες, νά μήν ποῦμε ὅλες τίς ἁμαρτίες! Γι’ αὐτό ὀνομάζεται καί στήν Ἁγία Γραφή «τό κεντρί τοῦ διαβόλου»[21], εἶναι ὁ θάνατος. Ἀλλά γιά μᾶς τούς χριστιανούς δέν πρέπει νά ὑπάρχει αὐτός ὁ φόβος, ἀφοῦ ἤδη ἔχουμε πεθάνει. Πῶς ἔχουμε πεθάνει; Ἔχουμε πεθάνει μυστηριακά, ὅταν βαφτιστήκαμε. Βαφτιστήκαμε στόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μπήκαμε στήν Ἁγία Κολυμβήθρα, στό ἅγιο νερό τῆς Ἁγίας Κολυμβήθρας εἰκονίσαμε τόν θάνατο καί τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ. Καί βεβαίως ἐμεῖς κανονικά ἔπρεπε νά σταυρωθοῦμε, ἀλλά τήν πῆρε τήν θέση μας ὁ Χριστός. Καί ἐμεῖς τό ἐπαναλαμβάνουμε αὐτό, τόν θάνατό μας δηλαδή καί τήν σταύρωσή μας, μυστηριακά στήν βάφτισή μας. Καί συγχρόνως δέν μένουμε πεθαμένοι, νεκρωμένοι μέσα στό νερό, στόν τάφο, ἀλλά ἀνιστάμεθα μαζί μέ τόν Χριστό. Ὁπότε εἴμαστε καί ἀναστημένοι. Οὐσιαστικά δηλαδή ζοῦμε ἀναστημένοι, πρέπει νά ζοῦμε.
 
Ὁπότε δέν ἔχει δύναμη σέ μᾶς ὁ θάνατος οὔτε ὁ λογισμός τοῦ θανάτου. Δέν ὑπάρχει θάνατος. Αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: γιά τόν χριστιανό δέν ὑπάρχει θάνατος! Ἔχει ὑπερβαθεῖ ὁ θάνατος, γιατί ἤδη ἔχουμε πεθάνει καί ἔχουμε ἀναστηθεῖ. Δέν περιμένουμε θάνατο. Ζοῦμε τήν αἰώνια ζωή ἀπό τώρα! Θά μοῦ πεῖτε ὅμως, πάλι ἁμαρτήσαμε καί πάλι πεθάναμε.. Ὄντως! Ἀλλά καί πάλι ἀναστηθήκαμε μέ τήν μετάνοια. Ὁπότε πάλι δέν πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ βιολογικός θάνατος δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἕνα ἐπεισόδιο πού θά μᾶς περάσει σέ μία ἐπί τό ἐκτυπώτερον θέα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή καθαρότερα θά δοῦμε τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί εἶναι εὐκταῖος, τόν ποθοῦμε δηλαδή, δέν τόν ἀποστρεφόμαστε.. ὅσοι εἶναι χριστιανοί πραγματικοί. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς, βλέπετε, δέν ἔχουμε βιώσει αὐτά τά πράγματα μέσα στήν Ἐκκλησίας μας, φοβόμαστε τόν βιολογικό θάνατο καί δέν φοβόμαστε τόν πνευματικό θάνατο! Γιατί ἴσως ζοῦμε μέσα στόν πνευματικό θάνατο, δέν ἔχουμε μετανοήσει πραγματικά. Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ πραγματικά, βιώνει αὐτή τήν ἀνάσταση, τήν ὑπαρξιακή ἀνάσταση, καί δέν φοβᾶται τόν βιολογικό θάνατο. Ὅπως δέν τόν φοβόντουσαν οἱ μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι χαιρόντουσαν καί ἀγαποῦσαν πάρα πολύ τούς δημίους τους, αὐτούς πού ἐπρόκειτο νά τούς σφάξουν! Καί προσηύχοντο γι’ αὐτούς καί τούς ηὔχοντο τά καλύτερα καί τούς εὐεργετοῦσαν κιόλας! Καί ἔχουμε πολλά τέτοια ὡραῖα περιστατικά.
 
Λοιπόν, ἅμα ἔτσι τοποθετηθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπέναντι στόν θάνατο, πού θά λέγαμε εἶναι τό χειρότερο «κακό» πού μπορεῖ νά μᾶς βρεῖ, ἔτσι δέν εἶναι; Ἔτσι πιστεύει ὁ κόσμος. Ἐνῶ δέν εἶναι τό χειρότερο κακό. Τό χειρότερο κακό εἶναι νά χωριστεῖς ἀπό τόν Χριστό. Ἄν λοιπόν ἔτσι τοποθετηθοῦμε, δέν θά ἀνησυχοῦμε γιά ὅλα αὐτά πού γίνονται, καί στίς μέρες μας τώρα, καί τά ξέρετε καί τά ἀκοῦτε καί τά παρακολουθεῖτε ἐνδεχομένως. Καί ὁ σκοπός τοῦ διαβόλου εἶναι μέσα ἀπό τά ΜΜΕ νά μᾶς γεμίζει μέ ἄγχος καί ἀγωνίες καί ταραχές καί νά μᾶς κολλάει σ’ αὐτά. Ἐνῶ δέν εἶναι αὐτά τό σημαντικό. Τό σημαντικό εἶναι νά νικήσουμε τόν διάβολο καί τά μέσα τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ, καί τούς λογισμούς πού εἴπαμε σήμερα, καί νά ἔχουμε καθαρή προσευχή καί νά ζοῦμε τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐδῶ καί τώρα, ἀνεπηρέαστοι ἀπό ὁτιδήποτε δαιμονικό ἐξωτερικό.
 
Τῷ δέ Θεῷ δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
 
[2] Ὅ.π.
 
[3] Ὅ.π.
 
[4] Ὅ.π.
 
[5] Ὅ.π.
 
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
 
[8] Ὅ.π.
 
[9] Ψαλμ. 136, 8-9.
 
[10] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
 
[11] Ὅ.π.
 
[12] Ὅ.π.
 
[13] Ματθ. 26, 41.
 
[14] Ὅ.π.
 
[15] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[16] Ὅ.π.
 
[17] Ὅ.π.
 
[18] Ὅ.π.
 
[19] Ὅ.π.
[20] Ματθ. 7, 14.
 
[21] Πρβλ. Α΄Κορ. 15, 55.