Σαράντα ήμερες από την κατά σάρκα Γέννηση Του ό Χριστός προσφέρθηκε στον Ναό, σύμφωνα με τα καθιερωμένα από τον νόμο. Και επειδή εκεί στον Ναό του έγινε υποδοχή από πνευματοκίνητους ανθρώπους, και μάλιστα επειδή ό Συμεών τον πήρε στην αγκαλιά του, γι’ αυτό και λέγεται Υπαπαντή. Ή λέξη προέρχεται από το ρήμα υπαντάω και σημαίνει έρχομαι σε συνάντηση κάποιου.
Ή Εκκλησία καθόρισε ή μεγάλη αυτή Δεσποτικοθεομητορική εορτή να εορτάζεται την 2α Φεβρουαρίου, γιατί αυτή ή ήμερα είναι ή τεσσαρακοστή από την 25η Δεκεμβρίου, πού εορτάζεται ή Γέννηση του Χριστού κατά σάρκα. Με αυτόν τον τρόπο διαιρεί τον ετήσιο χρόνο με τους σταθμούς της θείας οικονομίας και τον ευλογεί. Ταυτόχρονα δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να μυηθή στο μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του θεού.
Το περιστατικό της προσφοράς του Χριστού στον Ναό, κατά την. τεσσαρακοστή ήμερα από την Γέννηση Του περιγράφεται μόνον από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. 6′, 22-39).
α’
Ό ίδιος ό Θεός, δηλαδή ό άσαρκος Λόγος του θεού, έδωσε την εντολή του καθαρισμού κατά την τεσσαρακοστή ήμερα στον Μωϋσή και είχε καθιερωθή για όλους τους Ισραηλίτας. Και μάλιστα ή εντολή αυτή δόθηκε στον Μωϋσή πριν ακόμη γίνη ή έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, δηλαδή πριν την διάβαση τους από την Ερυθρά θάλασσα.
Ή σχετική εντολή είναι ή εξής: «Είπε δε Κύριος προς Μωϋσήν λέγων αγίασόν μοι πάν πρωτότοκον πρωτογενές διανοϊγον πάσαν μήτραν εν τοις υιοίς Ισραήλ από ανθρώπου έως κτήνους, εμοί εστίν» (Εξ, ιγ’, 1-2). Αυτή ή εντολή αναφερόταν και στα πρωτότοκα αρσενικά των ζώων, τα όποια έπρεπε να ξεχωρίζωνται και να προσφέρωνται στον Θεό. Ή εντολή του Θεού ήταν σαφής: «και αφελείς πάν διανοίγον μήτραν, τα αρσενικά, τω Κυρίω» (Εξ. ιγ’, 12).
Αυτή ή αφιέρωση ήταν σημείο αναγνωρίσεως της ευεργεσίας του Θεού, και απόδειξη ότι ανήκουν σε Αυτόν. Είναι γνωστόν ότι ή εντολή της αφιερώσεως του πρωτοτόκου αρσενικού παιδιού δόθηκε στον Ισραηλιτικό λαό, δια του Μωϋσέως, αμέσως μετά την πάταξη των πρωτοτόκων παιδιών των Αιγυπτίων, οπότε ό Φαραώ αμέσως έδωσε την άδεια της εξόδου, και βέβαια πριν ακόμη περάσουν την Ερυθρά θάλασσα. Είναι χαρακτηριστική ή αιτιολογία της πράξεως αυτής: «εν γαρ χειρί κραταιά εξήγαγε σε Κύριος ό Θεός εξ Αιγύπτου» (Εξ. ιγ’, 9)
Σε άλλο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, στο Λευιτικό, φαίνεται ότι ό Θεός δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την τελετή της αφιερώσεως και της ευγνωμοσύνης. Ή γυναίκα πού θα γέννηση αρσενικό παιδί θα του κάνη την περιτομή την ογδόη ήμερα και κατά την τεσσαρακοστή ήμερα θα το προσφέρη στον Ναό. Και μαζί με την προσφορά του γεννηθέντος «προσοίσει αμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα, και νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου προς τον ιερέα» (Λευιτ. ιβ’, 1-6).
Αφού Αυτός ό ίδιος ό Λόγος του Θεού έδωσε τον νόμο στον Μωϋσή, όταν προσέλαβε την ανθρωπινή σάρκα έπρεπε να τον εφαρμόση, για να μη φανή παραβάτης του νόμου. Ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει ότι όταν βλέπη κανείς τον Χριστό να τηρή τον νόμο αυτόν δεν πρέπει να σκανδαλισθή, ούτε Αυτόν πού είναι ελεύθερος να τον θεώρηση δούλο, αλλά να εννοήση περισσότερο «της οικονομίας το βάθος».
Και ή τήρηση του νόμου της προσφοράς στον Ναό υπάγεται στο μυστήριο της θείας κενώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Επίσης, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ό Χριστός δεν είχε ανάγκη καθαρισμού, αφού ό καθαρμός νομοθετήθηκε στην Παλαιά Διαθήκη και για τους γεννήτορας και για τα γεννώμενα, αλλά το έκανε χάριν υπακοής στον Νόμο πού Αυτός ό Ίδιος έδωσε. Δεν είχε ανάγκη καθαρμού ό Χριστός, γιατί συνελήφθη ασπόρως και γεννήθηκε αφθόρως. «Πάντως ουκ ην χρεία καθαρισμού, άλλ’ υπακοής ην έργον». Βέβαια, ή υπακοή έχει την έννοια της υπακοής στον νόμο του Θεού, αλλά και της υπακοής του νέου Αδάμ, εν αντιθέσει με την ανυπακοή του παλαιού Αδάμ. Και εάν ή ανυπακοή του πρώτου Αδάμ είχε συνέπεια την πτώση και την φθορά, ή υπακοή του νέου Αδάμ, του Χριστού, επανέφερε την παρακούσασα ανθρώπινη φύση στον Θεό και θεράπευσε τον άνθρωπο από την ευθύνη της παρακοής.
β’
Ή προσαγωγή των παιδιών στον Ναό την τεσσαρακοστή ήμερα ήταν εορτή καθαρισμού. Ή μητέρα και το παιδί έπρεπε να καθαρισθούν από τις συνέπειες της γεννήσεως.
Βεβαίως, ή γέννηση των παιδιών είναι ευλογία του Θεού, αλλά δεν πρέπει να αγνοήται ότι ό τρόπος με τον όποιο γεννάται ό άνθρωπος είναι καρπός και αποτέλεσμα της πτώσεως, είναι οι λεγόμενοι δερμάτινοι χιτώνες, πού φόρεσε ό Αδάμ μετά την πτώση και την απώλεια της Χάριτος του Θεού. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε το ψαλμικό: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με ή μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τελικά, ό Θεός ευλόγησε αυτόν τον τρόπο γεννήσεως του ανθρώπου, κατά παραχώρηση, αλλά όμως είναι καρπός της πτώσεως. Τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά πρέπει να ενθυμούνται αυτήν την πραγματικότητα. Μέσα στα θεολογικά αυτά πλαίσια πρέπει να ερμηνευθή ή τελετή του καθαρισμού.
Όταν σκεφθούμε αυτές τις θεολογικές αλήθειες μπορούμε να δούμε ότι ούτε ό Χριστός ούτε ή Παναγία είχαν ανάγκη καθαρισμού. Ή άσπορη σύλληψη και ή άφθορη γέννηση δεν συνιστούν ακαθαρσία.
γ΄
Ή εντολή του Θεού πού δόθηκε στον Μωϋσή έλεγε: «Γυνή, ήτις εάν σπερματισθή και τέκη άρσεν, και ακάθαρτος έσται επτά ημέρας» (Λεατ. ι6′, 2). Αυτό το χωρίο εμμέσως δείχνει την καθαρότητα της Παναγίας, γιατί ακάθαρτος είναι ή γυναίκα πού θα γέννηση αφού σπερματωθή από άνδρα. Ή Παναγία, όμως, συνέλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και όχι σπερματικώς, και γι’ αυτό δεν ήταν ακάθαρτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπαγόταν στην περίπτωση αυτή, αλλά πήγε στον Ναό για να τήρηση τον νόμο.
Ή εντολή του Θεού ήταν σαφής: «αγίασόν μοι πάν πρωτότοκον πρωτογενές διανοίγον πάσαν μήτραν» (Εξ. γι’, 2). Αυτή ή εντολή ταυτόχρονα είναι προφητεία, πού αναφέρεται στην σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και δεν έχει απόλυτη εφαρμογή σε κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί.
Το χωρίο αυτό δεν έχει απόλυτη σχέση με τις γεννήσεις των άλλων πρωτοτόκων, γιατί κανείς άνθρωπος, ούτε ό πρωτότοκος, ανοίγει την μήτρα της μητέρας του. Ό Μ. Αθανάσιος σε σχετική ομιλία του λέγει ότι δεν ανοίγουν τα βρέφη την μήτρα της μητέρας τους, «άλλ’ ή του ανδρός προς την γυναίκα συνέλευσις». Ή μήτρα ανοίγει κατά την συνέλευση του ανδρογύνου και την σύλληψη του παιδιού. Μόνον ό Χριστός άνοιξε την μήτρα της μητέρας Του, χωρίς βεβαίως να καταστρέψη την παρθενία, αφού την άφησε και πάλιν κεκλεισμένη. «Όταν μηδενός έξωθεν κρούσαντος, αυτό το βρέφος έσωθεν διανοίγει».
Ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης, αφού αναφέρει ότι αυτό πού γινόταν στην Παλαιά Διαθήκη ήταν τύπος της Γεννήσεως του Χριστού, στην συνέχεια λέγει ότι μόνο ό Χριστός άνοιξε την παρθενική μήτρα «θεοπρεπώς και υπέρ κατάληψιν ανοίξας γαρ αυτήν εν τω γεννάσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ώσπερ ην προ του συλληφθήναι και γεννήσαι».
Ό Χριστός είναι πρωτότοκος, και έτσι χαρακτηρίζεται στην Αγία Γραφή. Βέβαια, αυτός ό χαρακτηρισμός δεν δηλώνει ότι υπάρχει και δευτερότοκος και τριτότοκος, αλλά ότι γεννήθηκε πρώτος, ανεξάρτητα αν υπάρχη δεύτερος ή τρίτος. Ό ορός «πρωτότοκος» πρέπει να συνδεθή με το «μονογενής», όπως και πάλι χαρακτηρίζεται ό Χριστός στην Αγία Γραφή.
Ό όρος πρωτότοκος αναφέρεται και στις δύο γεννήσεις του Χριστού, δηλαδή στην προαιώνια από Παρθένο Πατέρα, χωρίς μητέρα, και την εν χρόνω γέννηση από Παρθένο Μητέρα, χωρίς πατέρα (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ό Χριστός λέγεται πρωτότοκος κατά τρεις τρόπους. Πρώτον, γιατί γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Ό “Απόστολος Παύλος λέγει: «ος εστίν εικών του θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α’, 15). Και όπως είδαμε προηγουμένως το «πρωτότοκος» ταυτίζεται με το «μονογενής». Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατά την ανθρώπινη γέννηση, και ανεξάρτητα αν γεννήθηκε άλλος από την Παναγία. «Και έτεκεν τον Υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Λουκ. β’, 7). Και τρίτον, λέγεται πρωτότοκος εκ των νεκρών, γιατί πρώτος Αυτός αναστήθηκε, και έτσι έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να αναστηθή στον κατάλληλο καιρό. Ό χαρακτηρισμός «γέννηση» λέγεται και για την ανάσταση, γιατί ή ανάσταση θεωρείται γέννηση. Ό “Απόστολος Παύλος λέγει: «ος εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α’, 18). Ή πρώτη έννοια του πρωτότοκου συνδέεται με την κατά φύση του Υιού του Θεού γέννηση, ό όρος, δηλαδή, αναφέρεται στην θεολογία, και οι άλλες δύο συνδέονται με την ενανθρώπηση του Λόγου και αναφέρονται στην οικονομία.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ό Χριστός για να ζωοποιήση την δική μας ανθρώπινη φύση έγινε πρωτότοκος κατά τρεις τρόπους. Φυσικά, με αυτό πού λέγει, δεν εννοεί την προ πάντων των αιώνων γέννηση Του από τον Πατέρα. Έτσι, όπως ή δική μας ανθρώπινη φύση ζωοποιειται με τρεις γεννήσεις, ήτοι την από την μητέρα μας, την από του Βαπτίσματος και την από τους νεκρούς πού ελπίζουμε να γίνη στο μέλλον, το ίδιο και ό Χριστός έγινε πρωτότοκος για μας με τρεις τρόπους, ώστε να ζωοποιηθή και να θεοποιηθή ή δική μας ανθρώπινη φύση. Διότι, εκτός από την σωματική γέννηση πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήση και ή πνευματική.
δ’
Είναι συγκινητική ή σκηνή πού ό Χριστός προσφέρεται ως νήπιο, ως βρέφος στον Ναό. Ό προαιώνιος Θεός, πού ταυτόχρονα ως Λόγος του Θεού ήταν πάντοτε ενωμένος με τον Πατέρα Του και το Άγιον Πνεύμα, και διηύθυνε τον κόσμο, όλα τα σύμπαντα, παρουσιάζεται ως δρέφος στον Ναό, ευρισκόμενος στην αγκαλιά της μητέρας Του.
Καιτοι ό Χριστός ήταν νήπιο, ταυτόχρονα ήταν «προ αιώνων Θεός», και γι’ αυτό ήταν σοφώτερος από κάθε άλλον. Γνωρίζουμε ότι από την ένωση θείας και ανθρωπινής φύσεως στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου, ή ανθρώπινη φύση θεώθηκε, και γι’ αυτό ή ψυχή του Χριστού ήταν πλουτισμένη με το πλήρωμα της σοφίας και της γνώσεως. Μόνο πού ή σοφία αυτή εκφραζόταν ανάλογα με την ηλικία Του, γιατί αν γινόταν διαφορετικά θα φαινόταν ότι ήταν τέρας (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Πάντως, καιτοι ό Χριστός ήταν νήπιος, εν τούτοις ήταν Θεός, έχοντας όλο το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και όλη την ανθρώπινη σοφία και γνώση, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπινής φύσεως.
Με την νηπιότητα αυτή θεράπευσε το «νηπιώδες φρόνημα» του Αδάμ. Όταν ό Θεός έπλασε τον Αδάμ στον Παράδεισο, ό Αδάμ ήταν νήπιος ως προς την Χάρη και τον αγιασμό. Είχε, βέβαια, φωτισμό νοός, αλλά έπρεπε να δοκιμαοθή και να φθάση στην θέωση. Επειδή ήταν άπλαστος και νήπιος πνευματικά, επειδή είχε νηπιώδες φρόνημα, γι’ αυτό εύκολα απατήθηκε από τον πονηρό δαίμονα, πού εγήρασε στην αμαρτία και την πονηρία. Γι’ αυτό ό Χριστός, έχοντας την σωματική νηπιακή ηλικία, θεράπευσε όχι μόνον το νηπιώδες φρόνημα του Αδάμ, αλλά και την ανθρωπινή φύση, και έκανε αυτό πού δεν κατόρθωσε να κάνη ό πρώτος Αδάμ. Έτσι, με την ενανθρώπηση του Υιού Του, ό Θεός Πατήρ έκανε πιο σίγουρη και αποτελεσματική την θέωση του ανθρώπου. Δεν μπορούσε πια ό διάβολος να πλανήση την εν Χριστώ ανθρώπινη φύση, όπως το έκανε με ευχέρεια στον πρώτο Αδάμ.
Ή κένωση του Υιού και Λόγου του Θεοί, όπως φαίνεται και στην περίπτωση της προσφοράς Του στον Ναό, υπερέβη και την αντίληψη των αγγέλων, αφού και αυτοί εξεπλάγησαν από την άπειρη συγκατάβαση του Θεού. Ό Προφήτης Άββακούμ προφητεύει την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού: «ό Θεός από Θαιμάν ήξει, και ό άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος. εκάλυψεν ουρανούς ή αρετή αυτού, και αινέσεως αυτού πλήρης ή γη» (Άββακ. γ’, 3). Με την λέξη αρετή εννοείται ή ενανθρώπηση και ή θεία κένωση του Λόγου του Θεού. Το «εκάλυψε τους ουρανούς» δηλώνει ότι εκάλυψε, σκέπασε και το ύψος των αγγέλων, αφού και οι άγγελοι εξεπλάγησαν, βλέποντας την άπειρη και ανέκφραστη συγκατάβαση του Λόγου του Θεού.
ε΄
Ό Θεός είχε καθορίσει ώστε ή προσφορά του αρσενικού πρωτοτόκου να συνοδεύεται με προσφορά αμνού άμωμου ή ζεύγους τρυγόνων ή δύο νεοσσών περιστερών. Στο Λευιτικό γράφεται: «προσοίσει άμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα και νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου προς τον ιερέα» (Λευτ. ιβ’, 1-6). Ό Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει ότι οι γονείς του Χριστού τον οδήγησαν στον Ναό «του δούναι θυσίαν κατά το ειρημένον εν νόμω Κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών» (Λουκ. β’, 24).
Οι γονείς του Χριστού δεν πρόσφεραν αμνό, όπως έδινε την δυνατότητα ό νόμος, επειδή ήταν πτωχοί. ΟΊ πλούσιες τάξεις προσέφεραν αμνό ενιαύσιο και άμωμο, ενώ οι πτωχότερες τάξεις ένα ζευγάρι τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών (Προκόπιος). Πραγματικά, ό Χριστός γεννήθηκε σε πτωχική οικογένεια και μεγάλωσε ως πτωχός. Τελικά, όμως, ή πτώχεια του Χριστού δεν έγκειται μόνο στο ότι γεννήθηκε και έζησε πτωχός, αλλά κυρίως στο ότι ενανθρώπησε και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ενώ ήταν πλούσιος, επτώχευσε για να πλουτίσουμε εμείς με την θεότητα Του.
Ό νόμος προέβλεπε να προσφέρεται ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσοί περιστερών, γιατί με το πρώτο (ζεύγος τρυγόνων) δηλωνόταν ή σωφροσύνη των γονέων, πού είχε σχέση με τους συνεζευγμένους κατά τον νόμο του γάμου, ενώ το δεύτε-ρο (νεοσσοί περιστερών) αναφερόταν στην Παναγία και τον Χριστό, αφού ό Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο και Αυτός παρέμεινε ως το τέλος Παρθένος. Έτσι, ενώ το πρώτο δήλωνε τον τίμιο και ευλογημένο γάμο, το δεύτερο προτύπωνε την παρθενία της Παναγίας και του Χριστού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ή προβλεπομένη από τον νόμο του Κυρίου προσφορά ήταν τύπος του Χριστού. Όπως σημειώνει ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «ή τρύγων λαλίστατον εστίν εν στρουθίοις αγρού, ή δε περιστερά, ήπιόν τε και πράον». Αυτό συμβόλιζε τον Χριστό, αφού ό Χριστός σαν τρυγόνι κατακελάϊδησε σε όλη την γη και γέμισε με την καλλιφωνία του τον δικό Του αμπελώνα, δηλαδή εμάς πού πιστεύουμε σε Αυτόν, και σαν περιστέρι είχε την πραότητα στον τέλειο βαθμό. Σαφώς, λοιπόν, αυτή ή προσφορά αναφερόταν στην ενανθρώπηση του ελεήμονος θεού.
στ’
Ένα από τα σημαντικά και κεντρικά πρόσωπα της Υπαπαντής, εκτός βέβαια, από τον Χριστό και την Παναγία, ήταν και ό Συμεών, «ό δίκαιος και ευλαβής», πού αξιώθηκε να προϋπάντηση τον Χριστό, να τον λαβή στα χέρια του και να τον αναγνώριση με την δύναμη και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Πραγματικά, πρόκειται για μια μεγάλη προσωπικότητα, τόσο για το ότι είδε τον Χριστό, όσο και για τα όσα είπε την στιγμή εκείνη.
Το όνομα Συμεών ανταποκρίνεται στην ζωή και την προσδοκία του, αλλά και την αποκάλυψη του Θεού σε αυτόν, γιατί στην εβραϊκή γλώσσα ή λέξη Συμεών ερμηνεύεται υπακοή (όσιος Νικήτας) ή «ου ήκουοε Κύριος» (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος).
Ό Ευαγγελιστής Λουκάς τον χαρακτηρίζει άνθρωπο πού κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ και ήταν δίκαιος και ευλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ». Συγχρόνως λέγεται ότι είχε το Πνεύμα το Άγιο και του δόθηκε πληροφορία ότι δεν θα πεθάνη πριν δη τον Χριστό Κυρίου (Λουκ. β’, 25-26). Όλα αυτά τα γνωρίσματα είναι χαρακτηριστικά ενός πνευματεμφόρου ανθρώπου. Γι’ αυτό και ή Αγία Γραφή δεν ενδιαφέρεται για την κατ’ άνθρωπον καταγωγή και τα στοιχεία της ανθρωπινής συγκροτήσεως του, αφού είχε μια άλλη ζωή, ζωή πνεύματος.
Ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης συνέλεξε απόψεις των ερμηνευτών για το τί ακριβώς ήταν ό Συμεών. Και αυτό γιατί στο Ευαγγέλιο δεν αναφέρεται ρητώς αν ήταν Ιερεύς ή όχι, αφού αποκαλείται άνθρωπος. Έτσι, λοιπόν, ό Ιωσήφ ό υμνογράφος τον αποκαλεί «Ιερουργόν, Ιερώτατον», ό Ιερομάρτυς Μεθόδιος «ιερέα άριστον», ό Ιερός Φώτιος και ό Ιερός Θεοφύλακτος λέγουν ότι δεν ήταν Ιερεύς, αλλά ανώτερος του Ιερέως, άλλοι λέγουν ότι ήταν ένας από τους εβδομήκοντα ερμηνευτές της Παλαιάς Διαθήκης, ό όποιος απίστησε, όταν ερμήνευε την προφητεία του Προφήτου Ησαΐου «ιδού ή παρθένος εν γαστρί έξει…». Τότε ακριβώς έλαβε πληροφορία ότι θα ζήση έως ότου λαβή τον Χριστό στις αγκάλες του. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ήταν υιός του Πατριάρχου των Εβραίων Χιλλέλ και πατέρας του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, και άλλοι ότι ήταν Πρόεδρος του Συνεδρίου των Εδραίων. Επίσης λέγεται ότι ήταν πάνω από διακοσίων εβδομήκοντα (270) χρονών. Αναφέροντας αυτά ό άγιος Νικόδημος γράφει ότι όσοι θέλουν ασφαλώς να ακολουθούν το Ευαγγέλιο γεραίρουν τον Συμεών τον Θεοδόχον «ως άνδρα απλώς πνευματοκίνητον».
Πραγματικά, ό άγιος Συμεών ό Θεοδόχος ήλθε στο ιερό με την δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Είχε το Αγιον Πνεύμα, εν Αγίω Πνεύματι έλαβε την πληροφορία ότι θα δη τον Χριστό πριν πεθάνη, και δια του Αγίου Πνεύματος ήλθε στο ιερό (Λουκ. β’, 25-27). Αυτό εκφράζει την αλήθεια ότι πρέπει να έχη κανείς το Άγιο Πνεύμα και να διδάσκεται από Αυτό. Το Άγιο Πνεύμα δεν αποκαλύπτει τα μυστήρια σε ανθρώπους πού είναι ακάθαρτοι και δεν το είχαν προηγουμένως.
Ό Προφήτης Ησαΐας προφητεύει: «ισχύσατε, χείρες αάνειμέναι, και γόνατα παραλελυμένα… ισχύσατε, μη φοβείσθε» (Ήσ. λε’, 3-4). Αυτό συνέβη κυρίως στον άγιο Συμεών τον Θεοδόχο, αφού, όπως λέγει ό Ευαγγελιστής Λουκάς, «ήλθεν εν τω πνεύματι εις το Ιερόν». Όχι μόνο τον καθοδηγούσε το Άγιο Πνεύμα, αλλά και τον ενίσχυε. Κανείς δεν μπορεί να δη τον θεό, αν δεν έχη δυνάμεις πνευματικές, δηλαδή αν δεν ενισχύεται από την δύναμη και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Έτσι, λοιπόν, το Άγιον Πνεύμα ενίσχυσε τα πόδια του για να πορευθούν στο ιερό, αλλά και τα χέρια του για να κρατήσουν τον Χριστό. Ό Γεώργιος Νικομήδειας λέγει ότι δεν χρησιμοποίησε τα δικά του πόδια για να προσέλθη στην διακονία του μυστηρίου, αφού το Άγιον Πνεύμα έγινε σε αυτόν άρμα, πού τον μετέφερε.
Ερχόμενος στο Ιερό ό δίκαιος Συμεών, με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος αναγνώρισε τον σαρκωθέντα Υιό και Λόγο του θεού. Όποτε αξιώθηκε να δη την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, πού προφητικώς έβλεπαν όλοι οι Προφήτες. Όπως λέγει ό Μ. Βασίλειος, ό Συμεών και ή Άννα είδαν την θεία δύναμη πού υπήρχε στον Χριστό «ώσπερ φως δι’ υαλίνων υμένων δια του ανθρωπίνου σώματος». Όπως εμείς μέσα από τα παράθυρα βλέπουμε το φως πού υπάρχει στο σπίτι ή όπως από τις γυάλινες λάμπες βλέπουμε το φως πού υπάρχει εκεί, έτσι και οι καθαροί στην καρδιά βλέπουν δια του Σώματος του Χριστού το φως της θεότητος, αυτό πού για τους άλλους είναι άγνωστο και αθέατο.
Ό Μ. Αθανάσιος πλέκει το εγκώμιο του αγίου Συμεών του θεοδόχου, επειδή εκινείτο από το Άγιο Πνεύμα και αξιώθηκε αυτής της μεγάλης τιμής. Λέγει ότι ό Συμεών καιτοι ήταν άνθρωπος κατά το φαινόμενο, εν τούτοις ήταν υπέρ άνθρωπος κατά το νοούμενο. Κατ’ ουσίαν ήταν άνθρωπος, αλλά κατά την αξία υπερκείμενος, πολύ πάνω από τους συνανθρώπους του. Ως προς την φύση άνθρωπος, άλλ’ ως προς την αρετή άγγελος. Είχε ως ενδιαίτημα την αισθητή Ιερουσαλήμ, άλλ’ ως μητρόπολη είχε την άνω Ιερουσαλήμ. Όχι μόνο ήταν ανώτερος από τους ανθρώπους, αλλά «και των αγγέλων ό Συμεών υπέρτερος»
ζ’
Έκτος από τον άγιο Συμεών τον Θεοδόχο, στον Ναό παρευρέθηκε και ή Άννα, ή Προφήτις, πού αξιώθηκε να αναγνώριση τον Θεό και να διακήρυξη ότι Αυτός είναι ό λυτρωτής της. Ή Άννα βρισκόταν στην ηλικία των ογδόντα τεσσάρων ετών, και ήταν χήρα, αφού είχε ζήση με τον άνδρα της επτά χρόνια (Λουκ. β’, 36^0).
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Άννας ήταν ότι βρισκόταν μέρα νύκτα στον Ναό και δεν απομακρυνόταν από αυτόν. Έτσι, ενώ ό Συμεών οδηγήθηκε από το Άγιον Πνεύμα στον ναό, αύτη έμενε εκεί και εν Αγίω Πνεύματι αναγνώρισε τον Θεό.
Ό Ευαγγελιστής Λουκάς την αποκαλεί Προφήτιν, διότι είχε το Άγιον Πνεύμα. Ό Ιερός Κοσμάς ό υμνογράφος λέγει ότι ή Άννα «ιερώς ανθωμολογείτο υποφητεύουσα». Υπάρχει δε διαφορά μεταξύ προφήτου και υποφήτου, κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη. Ό Προφήτης αναγγέλλει αυτά πού πρόκειται να γίνουν μετά από αρκετό καιρό, ενώ ό υποφήτης εξηγεί τα παρόντα ή τα παρελθόντα ή ακόμη και εκείνα τα όποια πρόκειται να γίνουν μετά από λίγο καιρό. Φαίνεται δε ότι ό Ευαγγελιστής Λουκάς χρησιμοποιεί την λέξη προφήτης με την έννοια του υποφήτου, αφού ή Άννα αναγνώρισε με το Άγιον Πνεύμα την έλευση του Λόγου του Θεού.
Άλλωστε, ή προφητεία στην Καινή Διαθήκη έχει και την έννοια της εξηγήσεως, εν Αγίω Πνεύματι, του βαθύτερου νοήματος του νόμου και γενικότερα της Αγίας Γραφής. Γι’ αυτό, Προφήτες στην γλώσσα της Αγίας Γραφής είναι οι θεολόγοι, πού διακρίνουν τα πνεύματα.
Ή ανθομολόγηση της Άννης είναι ή ευχαριστία και ή δοξολογία για την αποστολή της λυτρώσεως του Ισραήλ. Ή ενέργεια της συνδυάζει ευχαριστία και διακήρυξη, αφού «ελάλει περί αυτού».
η΄
Ή παρουσία του δικαίου Συμεών και της Προφήτιδος Άννης φανερώνει και μια άλλη πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, αυτοί ήταν το λογικό ζεύγος τρυγόνων πού υποδέχθηκε τον Χριστό, όταν ανέβηκε στον Ναό. Έτσι μαζί με το άλογο ζεύγος τρυγόνων, το Άγιον Πνεύμα έστειλε και πνευματικό και πνευματέμφορο ζεύγος τρυγόνων, τον Συμεών και την Άννα.
Αυτό φανερώνει, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ποιοί και πώς πρέπει να είναι αυτοί πού πρόκειται να δεχθούν τον Χριστό. Ή ένωση με τον Χριστό προϋποθέτει ανάλογο βίο. Ό Συμεών ήταν δίκαιος και δεν μνημονεύεται αν είχε δεχθή προηγουμένως την έγγαμη ζωή, ενώ ή Άννα μετά τον θάνατο του συζύγου της, ζούσε την ευλογία της χηρείας, είχε άμωμο και καθαρό βίο.
Εν Χριστώ ζωή είναι ή παρθενία κατά Χριστόν ή η συζυγία ή θεόσδοτη, όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς. Μάλιστα σε ομιλία του στην εορτή της Υπαπαντής κάνει μεγάλη αναφορά στο τί κακό προξενεί ή πορνεία, και ότι δεν μπορεί ό άνθρωπος να έχη σχέση με τον Χριστό, όταν πορνεύη. Χρειάζεται σταύρωση της σάρκας μαζί με τις επιθυμίες της.
Ή σωτηρία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από το είδος του βίου πού εκλέγει κανείς, δηλαδή γάμο ή παρθενία, αλλά από τον τρόπο της ζωής, από την σχέση πού έχει με τον Χριστό. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση απαιτείται παρθενία και σωφροσύνη. Σέ αυτό κατευθύνει ή μυστηριακή και ή ασκητική ζωή, σε αυτόν τον τρόπο ζωής οδηγεί τον άνθρωπο ό Θεάνθρωπος Χριστός.
θ’
Όταν ό δίκαιος Συμεών συνάντησε την Παναγία πού κρατούσε τον Χριστό, έλαβε το θείο βρέφος στην αγκαλιά του. «Και αυτός εδέξατο αυτό εις τάς άγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν» (Λουκ. 6′, 28). Αυτή ή σκηνή είναι συγκλονιστική. Και, βέβαια, δεν μπορούσε να γίνη αυτό, αν οι βραχίονες του δεν ενισχύονταν από το Άγιον Πνεύμα.
Ή σκηνή αυτή μας υπενθυμίζει το όραμα του Προφήτου Ησαΐου. Αφού ό Προφήτης είδε «τον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου» και τα Σεραφείμ να ευρίσκωνται γύρω από Αυτόν, και ομολόγησε την ακαθαρσία των χειλέων του, συνέβη το εξής καταπληκτικό. «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφείμ και εν τη χειρί είχεν άνθρακα, όν τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου και ήψατο του στόματος μου και είπεν ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί» (Ήα στ’, 6-7).
Ή όραση αύτη αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, αφού, άλλωστε, ό Προφήτης Ησαΐας εκλήθη να κήρυξη στον Ισραηλιτικό λαό την έλευση της παρακλήσεως, δηλαδή την έλευση του Χριστού, γι’ αυτό και θεωρείται ως ό μεγαλοφωνότατος των Προφητών και πέμπτος Ευαγγελιστής. Με μεγάλη καθαρότητα και ακρίβεια περιέγραψε σκηνές της θείας ενανθρωπήσεως.
Το ότι ή όραση αυτή συνδέεται με την ενανθρώπηση φαίνεται από την εκκλησιαστική ερμηνευτική παράδοση. Σέ ένα τροπάριο των μεγαλυναρίων της εορτής λέγεται: «Ή λαβίς ή μυστική ή τον άνθρακα Χριστόν, συλλαβούσα εν γαστρί συ υπάρχεις Μαριάμ». “Ολες οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι αποκαλύψεις του άσαρκου Λόγου, στίς περισσότερες από τις όποιες φανέρωνε την ενανθρώπηση Του, την έλευση Του εν σαρκί. Έτσι, λοιπόν, εδώ λέγεται ότι ό άνθρακας είναι ό Χριστός. Ή μυστική λαβίδα πού κρατεί τον ανθράκα είναι ή Παναγία, πού τον συνέλαβε στην κοιλία της. Και ή Παναγία δίνει τον άνθρακα αυτόν στον δίκαιο Συμεών. Ουράνιο θυσιαστήριο είναι ή δόξα του Θεού, ό ουρανός. Γι’ αυτό ψάλλουμε: «Κατελθόντ’ εξ ουρανού τον Δεσπότην του παντός, υπεδέξατο αυτόν Συμεών ό Ιερεύς».
Όπως ό Προφήτης Ησαΐας δέχθηκε τον άνθρακα και δεν κατακάηκε, αλλά καθαρίστηκε και έγινε Προφήτης, έτσι και ό δίκαιος Συμεών δέχθηκε τον άνθρακα Χριστό από την Παναγία και δεν κατακάηκε, αλλά καθαρίστηκε κατά τον λόγο: «ιδού ήψατο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Ή τελευταία αυτή φράση είναι δείγμα ότι το όραμα του Προφήτου Ησαΐου αναφερόταν στην ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Και αυτό φαίνεται από το ότι ή Εκκλησία καθόρισε ώστε ή φράση αυτή να λέγεται από τον λειτουργούντα Ιερέα, μετά την θεία Κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χρίστου. Συνδεδεμένη αυτή ή προφητική εικόνα με τον δίκαιο Συμεών, αναφορικά με την θεία Κοινωνία, δείχνει ότι για να μη κατακαύση τον άνθρωπο ή θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χρίστου πρέπει να έχη Πνεύμα Άγιον, όπως ακριβώς ό δίκαιος Συμεών.
Έτσι, λοιπόν, ό φλεγόμενος άνθρακας είναι ό ενανθρωπήσας Χριστός, θυσιαστήριο ή κοιλία της Παναγίας, τα Σεραφείμ είναι ή ίδια ή Θεοτόκος, λαβίς μυστική τα χέρια της Παναγίας, πού δίνουν τον άνθρακα στον δίκαιο Συμεών.
ι΄
Μόλις ό δίκαιος Συμεών έλαβε στην αγκαλιά του τον Χριστό άνεφώνησε: «νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ» (Λουκ. β’, 29-31). Πρόκειται για μια μεγαλειώδη φράση, την οποία ή Εκκλησία παρέλαβε και έθεσε στο τέλος της ακολουθίας του εσπερινού, αλλά και σε άλλες ακολουθίες, όπως την ευχαριστία μετά την μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Θα επιχειρήσουμε μια μικρή ερμηνευτική ανάλυση αυτού του λόγου.
Ό δίκαιος Συμεών ήταν πληροφορημένος από το Άγιον Πνεύμα ότι θα δη οπωσδήποτε τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού πριν πεθάνη, και αυτό πραγματοποιήθηκε, αφού ήταν «προφητική χάριτι τετιμημένος» (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας). Όταν είδε τον Χριστό, ζητά λύση της ψυχής από το σώμα, οπότε γίνεται αντιληπτό ότι οι άγιοι «δεσμόν λογίζονται το σώμα» (Ιερός Θεοφύλακτος), και γι’ αυτό δεν φοβούνται τον θάνατο.
Το «κατά το ρήμα σου εν ειρήνη» δηλώνει ότι ζητά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, «δια τον χρησμόν όν έλαβεν» και μάλιστα αυτό θεωρεί ανάπαυση, γιατί το «εν ειρήνη» ισούται με το «εν αναπαύσει» (Ιερός Θεοφύλακτος). Ή ανάπαυση έχει σχέση και με την ειρήνη των λογισμών, γιατί όσο περνούσαν οι ήμερες ό δίκαιος Συμεών το ανέμενε «αεί φροντίζων πότε ελεύσεται» (Ιερός Θεοφύλακτος). Και, βέβαια, το σωτήριο του Θεού είναι ή ενανθρώπηση, την οποία ετοίμαζε ό Θεός προ πάντων των αιώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν το μυστήριο του Χριστού «και προ αυτής της του κόσμου καταβολής» (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Ή ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ήταν και είναι φως στα έθνη, επειδή οι Εθνικοί, οι ειδωλολάτρες ήταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν ατά σκοτάδια και είχαν πέσει στα χέρια των δαιμόνων (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας), αλλά και δόξα του Ισραήλ, γιατί ό Χριστός ανέτειλε και προήλθε από τους Ισραηλίτες. Όσοι, λοιπόν, είναι ευγνώμονες το αισθάνονται αυτό (Ιερός Θεοφύλακτος).
Ό λόγος αυτός του αγίου Συμεών είναι ένας επινίκιος ύμνος μετά την αποκάλυψη σε αυτόν του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τα οπίσθια του Θεού, την έλευση Του, πού θα γινόταν στο μέλλον, αυτός την βλέπει κατά πρόσωπον. Πραγματικά, ό Χριστός είναι το φως του κόσμου, όχι το αισθητό και ηθικό, όχι το συμβολικό, αλλά το πραγματικό, πού εκδιώκει το σκότος της αγνοίας και του νου, αλλά είναι και ή δόξα όχι μόνο των Ισραηλιτών, αλλά ολόκληρης της ανθρω-πινής φύσεως. Χωρίς και έξω από τον Χριστό ή ανθρώπινη φύση είναι άδοξη, άνείδεη, αόριστη και ανώνυμη. Με τον Χριστό αποκτά «είδος και όρο» (ιερός Νικόλαος Καδάσιλας).
Το ότι ό Συμεών μόλις είδε τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού ζήτησε την απόλυα/), τον θάνατο, ερμηνεύεται από την μεγάλη χαρά γι’ αυτό το όποιο στην συνέχεια έπρεπε να επιτέλεση. Ήθελε να πορευθή στον Άδη και να αναγγείλη την χαρμόσυνη αγγελία ότι ήλθε ό Μεσσίας, ό λυτρωτής του κόσμου, και αυτών των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, πού βρίσκονταν στον Άδη. Μάλιστα, λέγει ό Μ. Αθανάσιος ότι ό Συμεών βιαζόταν για να μη προλάβουν να αναγγείλουν το γεγονός τα νήπια, τα όποια επρόκειτο να σφαγούν από τον Ηρώδη. Και αυτό το ζητά, γιατί τα νήπια είναι γοργά και ευκίνητα, αυτός δε «γέρων και βραδύς και δυσκίνητος». Ό Χριστός ικανοποιεί το αίτημα του, γιατί, όπως λέγει ό Μ. Αθανάσιος, φαίνεται σαν να του είπε να πάη να εμφανισθή φαιδροπρεπώς στον Αδάμ πού ζούσε στον Άδη σκυθρωπώς, και να αναγγείλη την χαρά στις ωδίνες της Εύας, λέγοντας: «ήκει ή λύτρωσις, ήκει ό ρύστης, ήκει ή άφεσις, ήκει ό ελευθερωτής. Μηκέτι θρηνεί, φύσις ή ανθρωπεία, ήκει γαρ ό αντιληψόμενος υμών, ήξει και ου χρονιεί».
Επομένως, ό δίκαιος Συμεών είναι ό πρώτος πού ανήγγειλε στους δέσμιους του Άδου, σε όλους τους δικαιους της Παλαιάς Διαθήκης, πού βρίσκονταν στον Άδη, επειδή δεν είχε καταργηθή οντολογικά ό θάνατος, ότι ήλθε ό Χριστός τον Όποιο εκείνοι περίμεναν, και ότι γρήγορα θα έλθη και στον Άδη για να τους απελευθέρωση.
ία
Ό δίκαιος Συμεών ευλόγησε την Θεοτόκο και τον Ιωσήφ, πού παρακολουθούσαν τα γεγονότα αυτά με θαυμασμό και έκπληξη. Και τότε στράφηκε στην Θεοτόκο για να της πή δύο θαυμαστές Προφητείες.
Ή πρώτη αναφερόταν στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. β’, 34). Αύτη ή προφητεία πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια της ζωής του Χριστού, αλλά εξακολουθεί να πραγματοποιήται στην ιστορία της ανθρωπότητας και στην προσωπική ζωή κάθε ανθρώπου.
Ό Θεάνθρωπος Χριστός είναι πτώση των απίστων, των μη πιστευόντων σε Αυτόν, και ανάσταση αυτών πού πιστεύουν σε Αυτόν. Ένα παράδειγμα είναι ό Γολγοθάς. Ό ένας ληστής πιστεύει και σώζεται, ό άλλος αμφισβητεί και καταδικάζεται. Συμβαίνει αυτό και στην εσωτερική μας ζωή, αφού ό Χριστός πίπτει όταν εμείς οι βαπτισμένοι πέφτουμε με την πορνεία, και ανίσταται με την σωφροσύνη. Επίσης, αυτό μπορεί να εννοηθή ότι πρόκειται ό Χριστός να πάθη και να πέση στον θάνατο, αλλά και να αναστηθούν πολλοί με την δική του πτώση, και τον δικό του θάνατο (ιερός Θεοφύλακτος).
Ό Χριστός είναι και «σημείον αντιλεγόμενον». Ή λέξη «σημείον» μπορεί να εννοηθή με πολλούς τρόπους και πολλές έννοιες. Κατ’ αρχάς σημείο είναι ή σάρκωση του Χρίστου, ή ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Κατά την ενανθρώπηση έγιναν πολλά παράδοξα και παράξενα πράγματα. Ό Θεός έγινε άνθρωπος, ή Παρθένος μητέρα. Ακριβώς δε αυτό το σημείο αντιλέγεται και αμφισβητείται από πολλούς ανθρώπους. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έλαβε πραγματικό σώμα, και άλλοι ότι έλαβε φανταστικό, ότι δηλαδή το σώμα Του ήταν φανταστικό και όλα τα έκανε φανταστικά. Άλλοι θεωρούν ότι είναι χοϊκό σώμα, άλλοι επουράνιο. Άλλοι θεωρούν ότι ό Χριστός ως Θεός έχει προαιώνια ύπαρξη και άλλοι νομίζουν ότι έλαβε αρχή της υπάρξεως του από την παρθένο και άχραντη Μαρία (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης, αναλύοντας την ερμηνεία του ιερού Θεοφύλακτου, ότι ως σημείο αντιλεγόμενο εννοείται ή σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, λέγει ότι ό αιρετικός πού βλέπει τα έργα του Χριστού, ό Όποιος έχει διπλές ενέργειες, την θεία και την ανθρώπινη, και άλλοτε ως άνθρωπος πεινά, διψά, δέχεται το μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει κλπ., και άλλοτε ως Θεός κάνει θαύματα, εκδιώκει δαίμονες και ανίσταται κλπ., αμφιταλαντεύεται αν ό Χριστός είναι Θεός ή άνθρωπος. Όμως ό Χριστιανός δεν έχει τέτοιες αμφιβολίες, γιατί γνωρίζει από την εμπειρία των θεουμένων αγίων ότι καιτοι ό Χριστός είχε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, εν τούτοις είναι ένας κατά την υπόσταση και το πρόσωπο, και έτσι ό ένας και Αυτός Χριστός ενεργεί άλλοτε τα θεοπρεπή και άλλοτε τα άνθρωποπρεπή. Και βέβαια, όταν ενεργεί κάθε φύση, ενεργεί «μετά της θάτέρου κοινωνίας».
Έπειτα, σημείο αντιλεγόμενο είναι και ό Σταυρός του Χριστού. Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, «αντιλεγόμενον σημείον τον τίμιον ονομάζει σταυρόν». Άλλοι δέχονται τον Σταυρό και την σταύρωση του Χριστού θεωρούντες αυτήν ως σωτηρία, ότι στον Σταυρό νίκησε τις αρχές και εξουσίες του σκότους, και άλλοι αρνούνται τον Σταυρό. Δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς ό Χριστός σταυρώθηκε. Γι’ αυτό, όπως είπε ό “Απόστολος Παύλος, ό Σταυρός είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για τους Έλληνες μωρία. Για μας όμως τους πιστούς ό Σταυρός είναι «Θεού δύναμις και θεού σοφία» (Α’ Κορ. α1, 23-24).
ιβ’
Ή δεύτερη προφητεία του αγίου Συμεών, πού αναφερόταν στην Παναγία, είναι ή έξης: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. β’, 35).
Προφανώς ή προφητεία αυτή αναφέρεται στον πόνο και την θλίψη της Θεοτόκου πάνω στον Σταυρό, όταν θα έβλεπε τον Υιό της, πού είναι ταυτόχρονα Υιός του Θεού, να πάσχη και να υποφέρη. Ή Παναγία δεν υπέφερε ούτε πόνεσε κατά την γέννηση του Χριστού, ακριβώς γιατί τον συνέλαβε ασπόρως και τον γέννησε αφθόρως. Έπρεπε, λοιπόν, να πόνεση πολύ κατά τον καιρό της εξόδου.
Ακριβώς αυτή ή ρομφαία, πού θα διέλθη την ψυχή της Θεοτόκου κατά τον σταυρικό θάνατο του Χριστού, θα αποκάλυψη τους διαλογισμούς πολλών ανθρώπων, πού βρίσκονταν κεκρυμένοι στην καρδιά τους. Αυτοί αμφιβάλλουν αν είναι γνήσια και αληθινή μητέρα. “Αλλά από τον πόνο πού αισθάνθηκε καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για την φυσική του μητέρα.
Αυτό μας υπενθυμίζει την περίπτωση των δύο γυναικών της Παλαιάς Διαθήκης πού διεκδικούσαν ένα βρέφος και παρουσιάσθηκαν στον Σολομώντα για να τους λύση την δια-φορά. Ό Σολομών ζήτησε μαχαίρι για να το τεμαχίση και να δώση από ένα μέρος σε κάθε μία γυναίκα. Τότε ή μία ζήτησε να μη το σφάξη, αλλά να το δώση ολόκληρο στην άλλη. Και ή άλλη ζήτησε να το σφάξη, ώστε να μη το πάρη καμμιά από αυτές. Ό βασιλεύς έδωσε το παιδί σε αυτήν πού προτίμησε να ζήση το παιδί, έστω κι αν το πάρη ή άλλη γυναίκα. Αυτό ήταν δείγμα ότι ήταν ή φυσική του μητέρα. (Γ Βασιλ γ’, 16-28).
Έτσι και ό πόνος της Παναγίας στον Σταυρό έδειξε ότι αυτή είναι ή πραγματική μητέρα, ότι από αυτήν ό Κύριος παρέλαβε την σάρκα. Γιατί, αφού ή Παναγία είναι ή πραγματική μητέρα, σημαίνει ότι και ό Χριστός έχει πραγματικό σώμα και δεν είναι άνθρωπος κατά φαντασία.
Ό Μ. “Αθανάσιος λέγει ότι ή φράση «όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» σημαίνει ότι ό Σταυρός του Χριστού, το Πάθος Του, θα αποκάλυψη όλες τίς εσωτερικές διαθέσεις των ανθρώπων, αφού ό Πέτρος από θερμός και ζηλωτής, θα τον αρνηθή, οι Μαθητές θα τον εγκαταλείψουν, ό Πιλάτος θα μεταμεληθή με την νίψη των χεριών, ή γυναίκα του θα πιστεύση με το νυκτερινό όνειρο, ό εκατόνταρχος θα ομολογήση από τα σημεία, ό Ιωσήφ και ό Νικόδημος θα ασχοληθούν με τα της κηδείας, ό “Ιούδας θα πνίγη, οι Ιουδαίοι θα δώσουν αργύρια στους φρουρούς για να αποκρύψουν την Ανάσταση. Και, πραγματικά, «μάχη τις έσται και στάσις λογισμών τε και διαλογισμών εναντίων».
Ή προφητεία αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην σάρκωση και την σταύρωση, αλλά και στην όλη ζωή της “Εκκλησίας, πού είναι το πραγματικό Σώμα του Χριστού. Άλλοι σώζονται παραμένοντας στην Εκκλησία και άλλοι καταδικάζονται, αρνούμενοι το σωτηριώδες έργο της. Επίσης, επειδή με το Βάπτισμα δεχθήκαμε την Χάρη του Θεού μέσα στην καρδιά και δεν φεύγει ποτέ, αλλά απλώς με τα πάθη καλύπτεται, γι’ αυτό όταν άμαρτάνουμε, πίπτουμε, και όταν αγωνιζόμαστε και μετανοούμε, ανασταινόμαστε.
Ό Χριστός θα είναι «εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών» και στην άλλη ζωή, αφού όλοι θα δουν τον Χριστό, αλλά για άλλους θα είναι Παράδεισος και για άλλους Κόλαση.
Αυτό ακριβώς το τελευταίο δείχνει ότι ή εορτή της Υπαπαντής δεν είναι απλώς μια εορτή πού αναφέρεται απλώς στον Δεσπότη Χριστό και υποδηλώνει έναν από τους σταθμούς της θείας Οικονομίας, αλλά και μια εορτή του άνθρωπου πού ζή με τον Χριστό.
Ή Εκκλησία την εορτή του σαραντισμού του Χρίστου την έκανε και τελετή, ακολουθία σαραντισμού κάθε άνθρωπου, μετά την γέννηση του. Την τεσσαρακοστή ήμερα από την γέννηση προσφέρεται το βρέφος στον Ναό από την μητέρα του. Αυτή ή προσφορά έχει διπλή σημασία και έννοια. Πρώτον, ευλογείται ή μητέρα για το τέλος του καθαρισμού της από τα αίματα της λοχείας. Ή Εκκλησία, όπως εύχεται για κάθε ασθένεια, έτσι και εύχεται για την γυναίκα πού γέννησε και είναι φυσικό να αισθάνεται κόπο και σωματική αδυναμία. Προσεύχεται να την καθαρίση και για τον λόγο ότι ό τρόπος γεννήσεως του ανθρώπου, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, είναι μεταπτωτικός. Δεύτερον, είναι τελετή ευχαριστήρια για την γέννηση ενός παιδιού. Επειδή ή σύλληψη και ή γέννηση ενός άνθρωπου δεν είναι απλώς έργο της φύσεως, αλλά της ενεργείας του Θεού, γι’ αυτό αισθανόμαστε ότι ανήκει στον Θεό. Έτσι, το προσφέρουμε στον Θεό και Εκείνος δια του Ιερέως μας το παραχωρεί εκ νέου για να το μεγαλώσουμε. Όμως στην πραγματικότητα ανήκει στον Θεό.
Πρέπει όμως να προσφέρουμε στον Θεό, στο άνω θυσιαστήριο, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, αντί του ζεύγους τρυγόνων την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, και αντί των δύο νεοσσών περιστερών να προσέχουμε πολύ όχι μόνο ενώπιον του Θεού, αλλά και ενώπιον των ανθρώπων. Και, όπως ό Χριστός ετέλεσε όλα τα του νόμου και επέστρεψε στην πατρίδα Του, πληρούμενος και προκύπτοντας στην σοφία, έτσι και εμείς να επιστρέψουμε στην αληθινή μας πατρίδα, πού είναι ή επουράνιος Ιερουσαλήμ, αφού ζήσουμε πνευματικώς κατά τον θείο νόμο και προκόψουμε στην σοφία και την χάρη και φθάσουμε στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χρίστου, τελειούμενοι κατά τον έσω άνθρωπο και γενόμενοι ενδιαίτημα του Αγίου Πνεύματος.
Είναι καθήκον μας, κατά τον Μ. Αθανάσιο, να ομοιάσουμε με τον δίκαιο Συμεών και την Προφήτιδα Άννα. Πρέπει και εμείς να συναντήσουμε τον Χριστό με σωφροσύνη, καθαρότητα, ακακία, αμνηστία, και γενικώς με φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δεν μπορεί κανείς με άλλο τρόπο να συνάντηση τον Χριστό, την αληθινή ζωή.
Ή Υπαπαντή του Χρίστου δείχνει ότι ό Χριστός είναι ή ζωή και το φως των ανθρώπων και ότι ό άνθρωπος πρέπει να αποβλέπη στην απόκτηση αυτού του ενυποστάτου φωτός και της ενυποστάτου ζωής. Ή Εκκλησία ψάλλει παρακλητικά: «Λάμπρυναν μου την ψυχήν και το φως το αισθητόν, όπως ίδω καθαρώς και κηρύξω σε Θεόν». Για να κήρυξη κανείς τον Θεό πρέπει να τον δη καθαρά. Μόνον οι ορώντες τον Θεό ή τουλάχιστον εκείνοι πού δέχονται την πείρα των ορώντων, μπορούν να γίνωνται διδάσκαλοι. Αλλά, για να δη κανείς τον Θεό πρέπει προηγουμένως να λαμπρυνθή, να φωτισθή ως προς την ψυχή και τις σωματικές αισθήσεις. Τότε ή εορτή της Υπαπαντής του Χριστού γίνεται και εορτή της υπαπαντής του κάθε πιστού.
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ Ιεροθέου
http://pnevmatikokatafigio.blogspot.gr/