Συνεχίζουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό βιβλίο τοῦ γέροντα Σωφρόνιου «Ὁ Ἅγιος Σιλουανός»[1] καί ἐπιλέγουμε κάποια κομμάτια, ἐπειδή εἶναι καί μερικά λίγο δυσνόητα, γιά νά μήν κουραστοῦμε καί ἴσως μπερδευτοῦμε καί λίγο, καί προχωρᾶμε στά πιό ἁπλά θά ἔλεγα.
Λέει λοιπόν ὁ π. Σωφρόνιος, (εἶναι τό κεφάλαιο περί φαντασίας, πού τό εἴχαμε ξεκινήσει τίς προηγούμενες φορές∙ εἴχαμε μιλήσει γι’ αὐτό τίς τρεῖς προηγούμενες φορές καί τό συνεχίζουμε σήμερα, «Τά εἴδη τῆς φαντασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της»), λέει λοιπόν ὁ π. Σωφρόνιος: «Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι συμφωνία δύο θελήσεων, τῆς Θείας, καί τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης»[2]. Δηλαδή, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει χριστιανική ζωή χρειάζεται καί ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή ὁ Θεός θέλει πάντοτε, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό. Θά πρέπει νά θέλει καί ὁ ἄνθρωπος καί νά συνεργαστεῖ καί ἡ ἀνθρώπινη θέληση μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[3]. Ἄν τό θέλει καί ὁ ἄνθρωπος, μέ τή δική του θέληση τήν ἀνθρώπινη, τότε μπορεῖ νά κάνει χριστιανική ζωή. Δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο πού νά ἐμποδίσει τόν ἄνθρωπο, οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ὁ διάβολος.
«Ὁ Θεός μπορεῖ νά ἐμφανισθεῖ στόν ἄνθρωπο σέ ὅλους τούς δρόμους, σέ κάθε χρονική στιγμή καί σέ κάθε πνευματικό ἤ φυσικό τόπο. Ὁ Ἴδιος ὅμως», ὁ Θεός δηλαδή, «πού εἶναι πέρα ἀπό κάθε ἐξαναγκασμό, ποτέ δέν παραβιάζει τό αὐτεξούσιο τῆς εἰκόνας Του»[4]. Δηλαδή ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο τήν ἐλευθερία, αὐτό εἶναι τό αὐτεξούσιο, καί ποτέ δέν ἀναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά κάνει ὁτιδήποτε, νά εἶναι καλός, νά προσεύχεται, νά πηγαίνει ἐκκλησία, νά τηρεῖ τίς ἐντολές.. ποτέ! Ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός τελείως ἐλεύθερο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος μέ τή θέλησή του νά πλησιάσει τόν Θεό.
Ἄν ἡ κτιστή ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλευθερία εἶναι κτιστή, δηλαδή εἶναι δημιούργημα, εἶναι δοτή. Δέν εἶναι ἡ ἄπειρη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ∙ εἶναι μία περιορισμένη ἐλευθερία πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο μέσα σέ κάποια ὅρια. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κάνει τά πάντα. Ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνει τά πάντα, ἔχει ἄπειρη δύναμη καί ἄπειρη ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κτιστή ἐλευθερία, μέσα σέ ὁρισμένα ὅρια, τά ὁποῖα τήν περιορίζουν τήν ἐλευθερία του, διότι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος εἶναι κτστός, δέν εἶναι ἄκτιστος. Μπορεῖ ὅμως αὐτή τήν ἐλευθερία ὁ ἄνθρωπος νά τήν ἀξιοποιήσει σωστά καί νά πλησιάσει τόν Θεό, ὁπότε νά μπεῖ μέσα στήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καί νά ζήσει ὅπως ὁ Θεός. Ὁπότε γίνεται μετά καί ὁ ἄνθρωπος κατά χάριν ἐλεύθερος μέ τήν ἀληθινή ἐλευθερία διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία»[5]. Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία δηλαδή εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν ὁποία μπαίνει καί ὁ ἄνθρωπος, μετέχει καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐγκολπωθεῖ καί ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Γι’ αὐτό βλέπουμε οἱ Ἅγιοι νά μποροῦνε ἄς ποῦμε νά πετᾶνε! Ἔχουμε ἁγίους πού πετοῦσαν! Στήν κυριολεξία πετοῦσαν! Αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κάνει ἕνας ἄνθρωπος φυσικά, φυσικός ἄνθρωπος. Τόν περιορίζει ἡ κτιστότητά του. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πετάξει. Ὅμως ἄν γίνει ἅγιος, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά τό κάνει κι αὐτό. Ἤ βλέπουμε ἄλλους ἁγίους ἄς ποῦμε, νά νικοῦνε τόν καρκίνο, νά νικοῦν τήν παράλυση, τήν τύφλωση, νά θεραπεύουνε τυφλούς, παράλυτους, καρκινοπαθεῖς. Αὐτό μέ τίς φυσικές δυνατότητες πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τό κάνει. Ἀλλά διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνοίγεται σέ ἕναν ἄλλο χῶρο μιᾶς ἀληθινῆς ἐλευθερίας καί κινήσεων καί ἐνεργειῶν καί σκέψεων, σέ τελείως ἄλλες δυνατότητες, καί θά λέγαμε, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὄντως παντοδύναμος, κατά χάριν ὅμως, ὄχι κατά φύσιν ὅπως εἶναι ὁ Θεός, γιατί ἀκριβῶς αὐτό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»[6]. Μπορῶ τά πάντα μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ!
Ἄν ὅμως τήν ἐλευθερία του ὁ ἄνθρωπος δέν τήν ἀξιοποιήσει σωστά, δέν κινηθεῖ πρός τόν Θεό καί δέν προσπαθήσει νά πλησιάσει τόν Θεό τηρώντας τίς ἐντολές, τότε τί γίνεται; Στρέφεται πρός τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος ἤ στρέφεται πρός τά κτίσματα -καί ὁ ἑαυτός του ἄλλωστε ἕνα κτίσμα εἶναι- καί γίνεται εἰδωλολάτρης, λατρεύει τόν ἑαυτό του καί τά ἄλλα πράγματα. Ἄν λοιπόν, λέει ὁ π. Σωφρόνιος, αὐτή «ἡ κτιστή ἐλευθερία στρέφεται αὐτοερωτικά πρός τόν ἑαυτό της», ὁ ἄνθρωπος στρέφεται δηλαδή στόν ἑαυτό του, «ἤ θεωρεῖ τόν ἑαυτό της σάν τήν ἄκτιστη θεία ἀρχή», ὁ ἄνθρωπος δηλαδή κάνει τόν ἑαυτό του θεό. Αὐτό πού γίνεται στίς ἀνατολικές θρησκεῖες πού λένε ὅτι «ἐσύ εἶσαι ὁ θεός». «Παρόλο τό φαινομενικό ὕψος αὐτῆς τῆς θεωρίας, ὁ ἄνθρωπος παραμένει κλειστός στήν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης»[7]. Δέν μπορεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος μετά νά δεχτεῖ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν στρέφεται αὐτοερωτικά στόν ἑαυτό του δηλαδή, γίνεται ἕνας νάρκισσος, ὅπως ἐκεῖνος ὁ νέος τῆς μυθολογίας πού εἶχε ἐρωτευτεῖ τόν ἑαυτό του.
«Ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό κατορθώνεται μέσα στόν δρόμο τῆς προσευχῆς καί γιά τήν προσευχή μιλοῦμε». Ἡ προσευχή τί εἶναι; Εἶναι μία ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἑαυτό του πρός τόν Θεό. Ἐνῶ, βλέπετε, οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες τί κάνανε; Διαλογισμό. Οὐσιαστικά στρέφεται ὁ ἄνθρωπος στόν ἑαυτό του καί ὄχι στόν Θεό. Καί αὐτό εἶναι μεγάλη πλάνη. Εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ διάβολος καί στήν Εὔα καί στόν Ἀδάμ ἡ Εὔα μετά, ὅτι δέν χρειάζεται ὁ Θεός, μόνοι μας μποροῦμε νά γίνουμε θεοί.. ἤ εἴμαστε θεοί.. ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κυρίαρχοι τοῦ παιχνιδιοῦ! Μέ τήν συμβουλή τοῦ φιδιοῦ θά γίνουμε θεοί. Δέν χρειαζόμαστε τόν Θεό..
«Συνεχίζοντας τόν λόγο γιά τήν προσευχή προσπαθοῦμε νά σκιαγραφήσουμε σχηματικά μιά ἀπό τίς δυσκολότερες συγκρούσεις πού συναντᾶ στόν δρόμο του ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητής -καί ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός- ὅταν περνᾶ ἀπό τόν δεύτερο στόν τρίτο τρόπο προσευχῆς»[8]. Εἴπαμε ὅτι ὑπάρχουνε τρεῖς τρόποι προσευχῆς. Ὑπάρχει ἕνας πρῶτος τρόπος, πού θά λέγαμε ἔτσι εἶναι ὁ πιό πρωτόγονος∙ μετά ὑπάρχει ὁ διανοητικός τρόπος προσευχῆς καί μετά ὁ καρδιακός πού εἶναι ὁ τέλειος καί σωστός. Περνώντας ἀπό τόν διανοητικό τρόπο προσευχῆς στόν καρδιακό πρέπει νά παλέψει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν διανοητική φαντασία. Καί αὐτό βέβαια εἶναι ἕνα πολύ δύσκολο κομμάτι, γιατί δυστυχῶς ἔχουμε ζυμωθεῖ μέ τήν φαντασία καί μπορεῖ νά μπερδευτεῖ ἡ φαντασία καί μέσα στήν προσευχή, ὅπως συμβαίνει πολλές φορές, καί νά νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔχει πνευματικές ἐμπειρίες καί νά εἶναι δαιμονικές ἐμπειρίες. Γιατί διά τῆς φαντασίας περνάει ὁ δαίμονας, περνᾶνε δαιμονικές ἐνέργειες στόν ἄνθρωπο.
«Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητής» καί κατ’ ἐπέκταση ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός, «ζητάει τήν λύση τῶν ὑπαρξιακῶν του προβλημάτων στόν χῶρο τῆς πίστεως καί τῆς προσευχῆς»[9] καί ὄχι στόν χῶρο τῆς φιλοσοφίας. Τά ὑπαρξιακά προβλήματα εἶναι λ.χ. τό ν’ ἀπαντήσει ὁ ἄνθρωπος τό βασικό ὑπαρξιακό ἐρώτημα «γιατί ὑπάρχει». Γιατί ὑπάρχω; Ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς μου; Γιατί ὑπάρχω ἐδῶ στή γῆ; Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουνε ἀπαντήσει σ’ αὐτά τά ἐρωτήματα, γιατί δέν ἔχουν πίστη. Ἄν πίστευαν στόν Θεό, μέσα στόν χῶρο τῆς πίστεως ὑπάρχουνε οἱ ἀπαντήσεις, γιατί ὑπάρχουμε, ποιός εἶναι ὁ σκοπός πού ὑπάρχουμε, ποῦ πορευόμαστε, γιατί ἤρθαμε ἐδῶ πού ἤρθαμε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει, τότε εἶναι πολύ ἀδύναμος.
«Ὅταν πιστεύει, δέν βασίζεται στήν ἀδύναμη κρίση του, ἀλλά στόν Μεγάλο Θεό. Πιστεύει πώς οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν τό ἀλάνθαστο μέτρο, «τόν κανόνα τῆς ἀληθείας». Καί βρίσκει διά τῶν ἐντολῶν, τηρώντας τίς ἐντολές βρίσκει τόν δρόμο γιά τήν ἀλήθεια, γιά τόν Θεό. «Πιστεύει πώς οἱ ἐντολές εἶναι ἀπό τήν ἴδια τή φύση τους ἡ Θεία δύναμη, ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωή καί ἔτσι ὁδηγεῖται στό νά στέκεται πάντοτε ἐνώπιον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, τῆς μόνης δίκαιης»[10]. Μέσα στίς ἐντολές, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, κρύβεται ὁ Θεός μυστικά. Σέ κάθε ἐντολή κρύβεται ὁ Θεός. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος προσπαθήσει νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τί κάνει; Ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί βλέπει πλέον στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στήν κρίση τῶν ἀνθρώπων ἤ στή δική του κρίση. Γίνεται πλέον ἐνώπιος ἐνωπίῳ μέ τόν Θεό.
«Κάθε ἔργο, κάθε λόγος, κάθε ἐσωτερική κίνηση τῆς σκέψεως καί τῆς αἰσθήσεως, ἀκόμα καί ἡ μικρότερη, ὅλα ὑποβάλλονται στήν κρίση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ»[11]. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι πού ἔχει νήψη, ἔχει ἐγρήγορση καί ἔτσι παρακολουθεῖ τόν ἐαυτό του καί κρίνει τόν ἑαυτό του μέ τά σωστά κριτήρια. Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δέν ἔχουνε κριτήρια, γιά νά κρίνουνε τίς πράξεις τους καί τόν ἑαυτό τους. Γι’ αὐτό ὑπάρχει καί μεγάλη πλάνη, μεγάλη σύγχυση καί τό ἄσπρο γίνεται μαῦρο καί τό μαῦρο ἄσπρο καί δέν μποροῦν νά συνεννοηθοῦν. Γιατί δέν ὑπάρχουνε κριτήρια πού θά μᾶς ποῦνε, αὐτό εἶναι σωστό, αὐτό εἶναι λάθος. Καί δέν ὑπάρχουνε κριτήρια γιατί δέν ὑπάρχει προσπάθεια νά τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Δέν θεωροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁδηγίες γιά τήν ἀλήθεια, ὡς τά αὐθεντικά θά λέγαμε κριτήρια τῆς ζωῆς μας. Ὁπότε μετά εἴμαστε στό κενό, στόν ἀέρα. Καί ὁ ἕνας σοῦ λέει, ἐγώ νομίζω ἔτσι, ὁ ἄλλος νομίζει ἀλλιῶς καί δέν μπορεῖς νά βρεῖς ἄκρη. Ἄν ὅμως ἔχουμε ὡς κριτήριο τόν Θεό, τήν πίστη καί τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, τότε πορευόμαστε σωστά καί ἀλάνθαστα.
«Ὅταν μᾶς ἐπισκιάζει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γίνεται ἐσωτερική δύναμη πού ἐνεργεῖ μέσα μας, τότε οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς μας πλησιάζουν φυσιολογικά στήν τελειότητα τῶν ἐντολῶν». Ὅταν ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πλούσια πάνω μας, τότε πλησιάζουμε κι ἐμεῖς στήν τελειότητα τῶν ἐντολῶν καί τηροῦμε τίς ἐντολές καί θά λέγαμε καί κάπως ἄκοπα. «Ὅταν ἔρχονται οἱ ὧρες τῆς Θείας ἐγκαταλείψεως, τῆς ἄρσεως τῆς Χάρης, καί τό Θεῖο Φῶς ἐναλλάσσεται μέ τό βαθύ σκοτάδι πού ξεσηκώνουν τά πάθη, τότε ὅλα μεταβάλλονται μέσα μας καί στήν ψυχή σηκώνεται μεγάλος πόλεμος»[12]. Ἔχουμε μιλήσει γι’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς Θείας ἐγκαταλείψεως. Φαινομενικά μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός. Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει στήν πραγματικότητα, γιατί ἔχει ὑποσχεθεῖ «οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω»[13], ἀλλά φαινομενικά ὁ ἄνθρωπος βιώνει μία ἔτσι ὑποστολή θά λέγαμε τῆς Θείας Χάρης.
Ὅλοι θά ἔχουμε βιώσει τό πρῶτο στάδιο τῆς Χάρης, ὅταν πρωτοξεκινήσαμε τήν πνευματική ζωή, τήν χριστιανική ζωή, πού ὅλα ἦταν πάρα πολύ ὡραῖα, χαρούμενα, καί ἔλεγες «τί ὡραῖα, ζῶ τόν παράδεισο»! Καί τό κάνει ὁ Θεός αὐτό σκόπιμα, ἐνῶ δέν τό ἀξίζουμε, δέν ἔχουμε κάνει κάτι γιά νά κερδίσουμε αὐτή τήν μεγάλη Χάρη, τό κάνει ὁ Θεός γιά νά γευτοῦμε τί εἶναι ὁ Θεός, τί εἶναι ὁ παράδεισος, ποῦ πρέπει νά πᾶμε, νά μᾶς ἑλκύσει. Γι’ αὐτό μᾶς δίνει στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅταν μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, μιά πολύ μεγάλη δόση Χάρης! Εἶναι ἡ περίοδος τῆς Χάριτος. Μετά, καί εἶναι καί δίκαιο αὐτό, ὑποστέλεται λίγο αὐτή ἡ πρώτη Χάρις καί ὁ ἄνθρωπος νιώθει σάν νά φεύγει ἡ γῆ κάτω ἀπό τά πόδια του. Καί λέει τί γίνεται τώρα;.. ἔγινα πάλι κακός, ἐνῶ ἤμουνα τόσο καλός;.. Ἐνῶ δέν ἦταν καλός, δηλαδή δέν εἶχε ἀλλάξει οὐσιαστικά κάτι μέσα του σέ βάθος. Ἁπλῶς μετανόησε λίγο καί πῆρε κάτι πού δέν τοῦ ἄξιζε καί γεύτηκε λίγο τόν παράδεισο. Τώρα ἀρχίζει ὁ ἀγώνας. Δηλαδή θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος, συνεργαζόμενος μέ τή Χάρη, νά ἀλλάξει ὀντολογικά μέσα του, ὁπότε μετά, ξεπερνώντας κι αὐτό τό στάδιο τῆς ὑποστολῆς τῆς Χάρης, ἤ ἀλλιῶς τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, (ἔτσι τό λένε μερικοί ἀσκητές καί Πατέρες), νά ξαναφτάσει νά ξανακερδίσει τή Χάρη. Οἱ πιό πολλοί, θά ἔλεγα, εἴμαστε σ’ αὐτό τό δεύτερο στάδιο τώρα ὡς χριστιανοί ἀγωνιζόμενοι, πού νομίζουμε ἄς ποῦμε δέν πᾶμε καλά, ὁ Θεός δέν μᾶς θέλει.. περνάει κάποιος τέτοιος λογισμός, ἀλλά στήν πραγματικότητα συμβαίνει αὐτό: ὁ Θεός μᾶς παρακολουθεῖ, μᾶς στηρίζει, ἁπλῶς περιμένει κι ἐμᾶς νά μᾶς δεῖ νά κάνουμε τήν προσπάθειά μας, νά Τοῦ δείξουμε τήν ἀγάπη μας καί νά μείνουμε σταθεροί. Καί στό μέτρο πού κανείς μένει σταθερός καί ἀγωνίζεται, θά ξανακερδίσει τή Χάρη καί σέ χρόνο μικρότερο. Ἀλοίμονο σ’ αὐτόν πού θά ἀφήσει τόν ἀγώνα! Αὐτό εἶναι πού δέν πρέπει νά κάνουμε ποτέ. Νά συνεχίσουμε νά ἀγωνιζόμαστε, ἔστω καί ἄν φαίνεται ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει. Δέν μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει! Ὅπως καί μέ τόν Μέγα Ἀντώνιο, πού κατά παραχώρηση Θεοῦ, θά τό ποῦμε καί λίγο πιό κάτω, τόν ἔδειρε ὁ διάβολος! Θά πεῖς, τόν Μέγα Ἀντώνιο, πού ἔκανε τόση προσπάθεια; Ναί! Καί φαινόταν σάν νά τόν ἔχει ἐγκαταλείψει ὁ Θεός. Καί μετά τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Θεός καί τοῦ εἶπε, ἐδῶ εἶμαι καί σέ παρακολουθοῦσα ὅλη νύχτα καί τόν ἀγώνα σου. Ἀλλά ἔτσι πρέπει νά γίνει γιά νά φανεῖ καί ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση καί ἀπέναντι στόν Θεό, ἀλλά θά ἔλεγα καί ἀπέναντι στόν διάβολο. Γιατί ἔτσι, βλέποντας ὁ διάβολος τήν ἐπιμονή μας θά ἔλεγα καί τήν σταθερότητά μας, καταισχύνεται, καταντροπιάζεται!
Ὅταν λοιπόν ὑπάρχουν αὐτές οἱ ὧρες τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, τότε σηκώνεται μεγάλος πόλεμος στήν ψυχή μας. «Οἱ πνευματικοί πόλεμοι εἶναι ποικιλόμορφοι». Πολλούς πνευματικούς πόλεμους βιώνουμε. «Βαθύτερος καί ὁ βαρύτερος ὅμως ἀπ’ ὅλους εἶναι ὁ πόλεμος κατά τῆς ὑπερηφάνειας». Ὁ πιό μεγάλος, ὁ πιό βαρύς, ὁ πιό φοβερός πόλεμος τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε. «Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἐχθρός τοῦ Θείου νόμου. Διαστρέφει τήν Θεία τάξη τῶν ὄντων καί φέρει παντοῦ τήν διάσπαση καί τόν θάνατο»[14]. Ἐνῶ ὁ Θεός ἔχει βάλει μία τάξη στά ὄντα, μία ἱεραρχία.. πάνω ἀπ’ ὅλα βεβαίως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί μετά εἶναι τά διάφορα ὄντα, οἱ Ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι, τά ζῶα κλπ, ἡ ὑπερηφάνεια διαστρέφει αὐτή τήν τάξη καί βάζει στήν κορυφή τόν ἄνθρωπο, τόν ἴδιο τόν ὑπερηφανευόμενο ἄνθρωπο. Διαστρέφει τήν Θεία τάξη.
«Ἐμφανίζεται καί στό σαρκικό ἐπίπεδο, ἀλλά κυρίως -μπαίνει- μαίνεται στό διανοητικό καί πνευματικό ἐπίπεδο. Θρονιάζεται στήν πρώτη θέση καί ἀγωνίζεται γιά νά κυριαρχήσει σέ ὅλους καί ὅλα, ἔχοντας ὡς κύριο ὅπλο της τό λογικό»[15]. Αὐτό πού εἶναι δῶρο Θεοῦ βεβαίως, τό λογικό, ἀλλά δέν εἶναι ὁ Θεός τό λογικό, οὔτε εἶναι ἡ μεγαλύτερη καί ὑψηλότερη δύναμη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ μεγαλύτερη καί ὑψηλότερη δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς. Ἀλλά σέ καμιά περίπτωση οὔτε καί ὁ νοῦς οὔτε καί τό λογικό εἶναι πάνω ἀπό τόν Θεό, πάνω ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Τό λογικό προβάλλει τά ἐπιχειρήματά του καί ἀπορρίπτει ὡς παράλογες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα τήν ἐντολή «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε»[16]». Βλέπετε ἐδῶ τώρα ὁ π. Σωφρόνιος μπαίνει θά λέγαμε στή ρίζα τῶν προβλημάτων μας. Τό μεγάλο πρόβλημα στόν ἄνθρωπο καί κατεξοχήν στόν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι αὐτή ἡ κυριαρχία τοῦ λογικοῦ.
Ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, (ὁ Ἅγιος Παΐσιος βεβαίως ἐπισήμως), νά μή βάζουνε οἱ σύζυγοι τή λογική πάνω ἀπό τόν Θεό. Μιλοῦσε γιά τό θέμα τῆς τεκνογονίας. Ὅταν βάζει τή λογική πάνω ἀπό τόν Θεό, θά πεῖ, δέν ἔχω χρήματα, ἴσως νά μήν ἔχει καί ἐργασία τώρα μέ τήν κρίση ὁ ἄνδρας ἤ ἡ γυναίκα, ὁπότε δέν κάνω παιδί! Αὐτό εἶναι -προσέξτε- ἀκριβῶς ὁ πόλεμος τῆς λογικῆς πού γίνεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ Γέροντας. Γιατί ἡ λογική τί κάνει; Ἀπαξιώνει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί σοῦ λέει, ἄς λέει ὁ Θεός, τώρα αὐτά πού λέει δέν γίνονται! Καταλάβατε; Μπαίνει δηλαδή πάνω ἀπό τόν Θεό ἡ λογική. Αὐτό εἶναι ὑπερηφάνεια. Αὐτή εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη μας ἁμαρτία. Γι’ αὐτό δέν προχωροῦμε, γιατί βάζουμε τή λογική μας πάνω ἀπό τίς ἐντόλες τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα τήν ἐντολή -λέει- «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε»[17]». Ἐκεῖ εἶναι πού κατεξοχήν πέφτουμε. Ἐνῶ εἶπε ὁ Θεός, μήν κρίνεις κανέναν, γιά νά μήν κριθεῖς, ἐμεῖς λέμε, γιατί ὄχι; «Ἡ ἱκανότητα τῆς κρίσεως ἀποτελεῖ τό διακριτικό προτέρημα τοῦ ἀνθρώπου», λέμε, οἱ ὑπερήφανοι ἄνθρωποι, «καί σ’ αὐτή του τήν ἱκανότητα περικλείεται ἡ ὑπεροχή του ἀπέναντι σέ ὅλο τόν κόσμο καί πώς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κυριαρχεῖ σέ ὅλα χάρη σέ αὐτήν καί μόνο»[18]. Ἡ κρίση καί ἡ κατάκριση, πού εἶναι πολύ κοντά, δίνουνε μία τροφή μεγάλη στήν ὑπερηφάνεια. Αὐτός πού κρίνει καί λέει τήν γνώμη του καί τούς περνάει ὅλους.. τούς ὑποτιμάει καί τούς κατακρίνει, νιώθει ὅτι εἶναι πάνω ἀπό τούς ἄλλους, μπαίνει πάνω ἀπό τούς ἄλλους. Καί κατεξοχήν γι’ αὐτό, λέει ἐδῶ ὁ ἅγιος γέροντας, τό λογικό πολεμάει αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε»[19]».
«Γιά νά στερεώσει τήν ὑπεροχή του στό σύμπαν τό λογικό, ἐπιδεικνύει τά ἐπιτεύγματά του, τόν πολιτισμό του». Καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καυχᾶται γιά τήν τεχνολογία του, γιά τά κτίρια τά πολύ ψηλά, γιά τίς ἐπιστημονικές του ἄς ποῦμε νίκες κλπ. κλπ. «Παρουσιάζει πλῆθος ἀποδείξεων, φαινομενικά ἰσχυρῶν, πού ἀποδεικνύουν δῆθεν μέ τήν ἱστορική πείρα πώς σ’ αὐτό καί μόνο ἀνήκει τό δικαίωμα τῆς ἀποφάσεως», στό λογικό δηλαδή, «τῆς συστάσεως καί τῆς διαπιστώσεως τῆς ἀλήθειας. Αὐτοαποκαλεῖται: «ὁ λόγος πού ρυθμίζει τό εἶναι»»[20]. Προσπαθεῖ τό λογικό νά γίνει ὁ Θεός, ὁ Θεός μας! Καί ἔχει γίνει∙ στόν δυτικό ἄνθρωπο κατεξοχήν τό λογικό εἶναι ὁ Θεός του, καί ὅλη ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογία. Ὁ δυτικός πολιτισμός βασίζεται σ’ αὐτή τήν κυριαρχία τοῦ λογικοῦ. Καί ὅλο αὐτό, ξέρετε, ξεκίνησε κατεξοχήν ἀπό τήν Γαλλική Ἐπανάσταση. Ἀπό κεῖ καί μετά ἔχουμε τήν λατρεία τῆς λογικῆς.
«Ἀπρόσωπο ὡς πρός τούς νόμους τῆς λειτουργίας του τό λογικό, πού οὐσιαστικά εἶναι μία ἀπό τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως, μία ἀπό τίς ἐνέργειές της -σέ περίπτωση πού τοῦ παρέχεται πρωτεύουσα θέση στήν πνευματική ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου-, καταλήγει σιγά-σιγά νά ἀγωνίζεται πιά ἐναντίον τῆς πηγῆς του, δηλαδή ἐναντίον τῆς «ὑποστατικῆς» ἀρχῆς»[21]. Ὅταν δώσεις χῶρο στό λογικό καί τό ἀνεβάσεις ψηλά καί τό κάνεις ρυθμιστή τῆς ζωῆς καί τῶν πράξεών σου, μετά αὐτό τό λογικό ἐπιτίθεται σ’ αὐτή τήν ρίζα τῆς ὕπαρξής σου, στήν ὑποστατική σου ἀρχή, στήν ὑπόστασή σου, πού εἶναι τελικά ὁ Θεός καί ἀπειλεῖ νά ἐξοβελίσει τελικά τόν Θεό ἀπό μέσα σου καί νά σέ κάνει ἄθεο. Καί μετά βεβαίως ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν παραδέχεται τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωση, πού εἶναι οἱ προδιαγραφές μας. Αὐτή εἶναι ἡ ὑποστατική ἀρχή, ὅτι πρέπει νά μοιάσουμε στόν Χριστό, στόν Δημιουργό μας, στόν Θεό.
«Ἀνεβαίνοντας, ὅπως φαντάζεται, ὥς τίς ὕψιστες κορυφές, κατεβαίνοντας, ὅπως νομίζει, μέχρι τίς ἔσχατες ἀβύσσους, τό λογικό προσπαθεῖ νά ψηλαφήσει τά ὅρια τοῦ εἶναι, γιά νά δώσει σέ ὅλα τόν «ὁρισμό» πού τοῦ ταιριάζει». Δίνουμε σέ ὅλα ἕναν ὁρισμό καί νομίζουμε ὅτι κυριαρχοῦμε στά πάντα. Κι ὅταν δέν πετύχει αὐτόν τόν σκοπό του, πέφτει κάτω ἐξαντλημένο καί ἀποφασίζει: «Οὐκ ἔστι Θεός»[22]»[23]. Ὅταν ἐξαντληθεῖ ἀπ’ ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια, μετά λέει, «δέν ὑπάρχει Θεός». «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός»[24]. Τό λέει ὁ Ψαλμωδός. Εἶπε ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος. Ποιός εἶναι ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος; Αὐτός ἀκριβῶς ὁ ὁποῖος δέν δίνει τήν προτεραιότητα στόν Θεό καί στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, στήν πίστη δηλαδή, ἀλλά στή λογική.
«Συνεχίζοντας τόν ἀγώνα τῆς ἐπικρατήσεως, λέει μέ τόλμη καί συγχρόνως μέ νοσταλγία: «ἄν ὑπάρχει Θεός, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀποδεχτῶ ὅτι αὐτός ὁ Θεός δέν εἶμαι ἐγώ;»». Ἄν ὑπάρχει κάποιος θεός, ἐγώ εἶμαι αὐτός! «Ἡ ἔκφραση αὐτή ἀνήκει σέ συγκεκριμένο πρόσωπο, πού πορεύτηκε αὐτή τήν ὁδό»[25], λέει ὁ π. Σωφρόνιος. Δέν εἶναι δηλαδή τῆς φαντασίας του. Τό ἔχει πεῖ αὐτό ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔβαλε πάνω ἀπ’ ὅλα τή λογική.
«Χωρίς νά φθάσει τά ὅρια τοῦ κοσμικοῦ εἶναι, ἀποδίδει στόν ἑαυτό του τό ἄπειρο∙ ὀρθώνεται ὑπερήφανο καί συμπεραίνει: «Ἐξερεύνησα τό σύμπαν καί πουθενά δέν βρῆκα κάτι μεγαλύτερο ἀπό ἐμένα· ἄρα ἐγώ εἶμαι Θεός»», λέει τό λογικό! «Καί πράγματι, ὁ νοῦς-λογικό, ὅταν συγκεντρωθεῖ σέ αὐτόν μόνο ἡ πνευματική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, βασιλεύει καί ἐξουσιάζει στήν ἀφηρημένη σφαίρα πού τοῦ προσιδιάζει τόσο, ὥστε δέν βρίσκει τίποτε ὑψηλότερό του καί καταλήγει μέ τήν παραδοχή πώς μέσα του ὑπάρχει μία θεία ἀρχή»[26]. Γιατί τό λογικό εἶναι ἡ δύναμη, πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἐπεξεργάζεται τά δεδομένα πού ἔρχονται ἀπό τό περιβάλλον, ἀπό τίς αἰσθήσεις. Μέ τό λογικό ἐπεξεργαζόμαστε αὐτά πού βλέπουμε, αὐτά πού πιάνουμε, πού αἰσθανόμαστε, πού γευόμαστε. Δέν μπορεῖς μέ τό λογικό ὅμως τί; Νά πλησιάσεις τόν Θεό, τό ἄπειρο. Γιά νά δεῖς τόν Θεό καί νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό, ὑπάρχει ἄλλη δύναμη πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί εἶναι τό ὀπτικό τῆς ψυχῆς, τά μάτια τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα οἱ Πατέρες τά λένε νοῦ. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ὑψηλότερη δύναμη πού ἔχουμε στήν ψυχή μας. Mετά ἀπό τόν νοῦ ἔρχεται τό λογικό, τό ὁποῖο εἴπαμε ἐπεξεργάζεται τά δεδομένα τῶν αἰσθήσεων. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος προσπαθήσει διά τοῦ λογικοῦ νά βρεῖ τόν Θεό, δέν μπορεῖ. Δέν Τόν βλέπει πουθενά! Γιατί δέν εἶναι φτιαγμένη αὐτή ἡ συσκευή -νά τό ποῦμε ἔτσι- γιά νά βλέπει τήν ἀκτινοβολία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουνε συσκευές, ἄς ποῦμε τά μαγνητόφωνα πιάνουν τόν ἦχο. Ἀλλά δέν πιάνει τό μαγνητόφωνο ἄς ποῦμε τήν ἠλεκτρομαγνητική ἀκτινοβολία πού ὑπάρχει στό σύμπαν. Γιά νά πιάσουμε τήν ἠλεκτρομαγνητική ἀκτινοβολία θέλουμε ἕναν δείκτη τηλεόρασης. Αὐτός θά τήν πιάσει καί θά ἔχουμε καί τήν εἰκόνα. Ἀλλά δέν μπορεῖς μέ αὐτή τήν συσκευή. Ἔτσι εἶναι καί ἡ λογική. Ἡ λογική πιάνει αὐτά πού ἔρχονται ἀπό τό περιβάλλον. Δέν μπορεῖ νά δεῖ ὅμως τόν Θεό. Ὁ νοῦς ὅμως μπορεῖ, ὅταν εἶναι καθαρός.
Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος θεοποιήσει τήν λογική, ὑποτιμᾶ τόν νοῦ του, τόν ἀχρηστεύει, δέν χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν συσκευή πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός γιά νά δεῖ τόν Θεό καί ἀναζητώντας τόν Θεό, τί κάνει; Καταλήγει νά πεῖ ὅτι ἐγώ εἶμαι θεός.. δέν βλέπω πουθενά ἀλλοῦ τόν Θεό, ἄρα ἄν ὑπάρχει Θεός, ἐγώ εἶμαι! Καί ἔτσι αὐτό, λέει ὁ π. Σωφρόνιος, εἶναι τό ἔσχατο ὅριο τῆς διανοητικῆς φαντασίας, στό ὁποῖο πέφτουνε κι αὐτοί πού κάνουνε γιόγκα, οἱ γκουρού κ.λ.π. Οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες σ’ αὐτό φτάνουν, νά ποῦν ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ θεός! «Αὐτό εἶναι τό ἔσχατο βάθος πτώσεως καί σκότους, τό μεγαλύτερο σκοτάδι στό ὁποῖο μπορεῖ νά πέσει ὁ ἄνθρωπος.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού σπεύδουν νά συναντήσουν τίς ἀπαιτήσεις αὐτές τοῦ λογικοῦ καί τίς ἀποδέχονται σάν νά εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητής ὅμως τίς πολεμᾶ. Στή σύγκρουση αὐτή παρουσιάζεται ἐπέμβαση ξένων δυνάμεων. Ὁ ἀγώνας ἐναντίον τους παίρνει τραγικό χαρακτήρα καί ἐξαιρετική ἔνταση, καί ἡ νικητήρια ἔκβασή του γιά τόν ἀσκητή δέν εἶναι δυνατή παρά μόνο μέ τήν πίστη πού νικᾶ τόν κόσμο. «Πᾶν τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τόν κόσμον· καί αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»[27]»[28]. Διά τῆς πίστεως ὁ ἄνθρωπος νικάει τίς ξένες δυνάμεις. Οἱ ξένες δυνάμεις εἶναι οἱ δαιμονικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες προσπαθοῦν νά παραπλανήσουν τόν ἄνθρωπο. Βλέπε Εὔα καί τόν ὄφη στόν παράδεισο.
«Γιά νά λύσει τά προβλήματα ὁ μοναχός, δέν κάθεται στό ἄνετο κάθισμα ἑνός γραφείου, ἀλλά στή σιγή τῆς νύχτας, μακριά ἀπό τόν κόσμο, κρυμμένος ἀπό τά μάτια καί τά αὐτιά τῶν ἀνθρώπων πέφτει προσευχόμενος μέ καυτά δάκρυα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»[29], ὅπως ὁ τελώνης, ἤ σάν τόν Πέτρο: «Κύριε, σῶσον με»[30]»[31]. Ἄν καί ἡ Εὔα ἐνεργοῦσε ἔτσι, ὅταν τήν προσέλαβε ὁ ὄφις καί τῆς εἶπε αὐτά πού τῆς εἶπε, ἄν λειτουργοῦσε δηλαδή μέ τήν πίστη καί ὄχι μέ τήν λογική, δέν θά ἔπεφτε! Καί σήμερα οἱ ἄνθρωποι πέφτουμε ἀκριβῶς γιατί δέν λειτουργοῦμε μέ τήν πίστη, ἀλλά μέ τήν λογική. Καί ἔρχεται ὁ διάβολος καί σοῦ σφυρίζει κάτι τό ὁποῖο εἶναι λογικό, λογικοφανές δηλαδή, ἀλλά οὐσιαστκά τί κάνει; Ἀνατρέπει αὐτό τό δεδομένο πού σοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός διά τῆς πίστεως. Καί ἐμεῖς χάφτουμε τήν ὑποβολή τήν δαιμονική καί ὑποδουλωνόμαστε τελικά στόν διάβολο. Ἄν ὅμως λειτουργήσουμε μέ τήν πίστη, τόν νικᾶμε τόν διάβολο καί λέμε «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ»[32].
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν λύνει τά προβλήματά του διά τῆς προσευχῆς, ἀνοιγόμενος στόν Θεό. Δέν ξέρεις τί νά κάνεις κάποια στιγμή, θά πέσεις στά γόνατα, «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»[33]. Θά πᾶς νά βρεῖς τόν πνευματικό σου, δέν θά ἐμπιστευθεῖς τή λογική.
«Ἀτενίζει πνευματικά τήν ἄβυσσο τοῦ «ἐξωτέρου σκότους» πού χάσκει ἐνώπιόν του καί γι’ αὐτό καίει ἡ προσευχή του. Τά λόγια του ἀδυνατοῦν νά καταδείξουν τό μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θεάματος καί τή δύναμη αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, πού μπορεῖ νά κρατήσει χρόνια, ἕως ὅτου ἔλθει τό Θεῖο Φῶς, τό ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψει τό ψεῦδος τῶν κρίσεών μας καί συγχρόνως θὰ μεταρσιώσει τήν ψυχή στίς ἄπειρες διαστάσεις τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Πολλές φορες συνομιλήσαμε μέ τόν γέροντα», ἐννοεῖ τόν Ἅγιο Σιλουανό ὁ π. Σωφρόνιος, πού ἦταν γέροντάς του, «συνομιλήσαμε γι’ αὐτά τά θέματα. Ἔλεγε πώς ἡ αἰτία τοῦ πολέμου δέν βρίσκεται στό λογικό καθαυτό». Τό λογικό τί φταίει; Τό λογικό εἶναι μία δύναμη πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἀλλά ποῦ ὀφείλεται ἡ αἰτία, ποιά εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πολέμου; Εἶναι «στήν ὑπερηφάνεια τοῦ πνεύματός μας. Μέ τήν ὑπερηφάνεια δυναμώνει ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας, ἐνῶ ἀναχαιτίζεται ἀπό τήν ταπείνωση»[34]. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος εἶναι -τό λέμε κιόλας- ὁ φαντασμένος ἄνθρωπος. Ἔχει πολλή φαντασία ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος γιά τόν ἑαυτό του. Ἔχει ὑψηλή ἰδέα, μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Καί ἐξαιτίας τῆς μεγάλης αὐτῆς φαντασίας παίρνει δύναμη ὁ διάβολος καί μᾶς πολεμάει. Ἐνῶ ὁ ταπεινός ἄνθρωπος δέν ἔχει φαντασία γιά τόν ἑαυτό του, ὁπότε δέν ἔχει πρόσβαση ὁ διάβολος νά τόν πειράξει.
«Ἡ ὑπερηφάνεια ξιπάζεται ἀπό τήν ἐπιθυμία νά δημιουργήσει τόν δικό της κόσμο». Γι΄ αὐτό βλέπετε, ὁ φαντασμένος καί ὑπερήφανος ἔχει φτιάξει ἕναν δικό του κόσμο καί εἶναι χαμένος στόν κόσμο του. «Ἐνῶ ἡ ταπείνωση δέχεται μέ εὐγνωμοσύνη τή ζωή ἀπό τόν Θεό»[35]. Δέν φτιάχνει ἕναν ψεύτικο φανταστικό κόσμο ἡ ταπείνωση, ἀλλά δέχεται ὅ,τι τῆς δίνει ὁ Θεός, τή ζωή πού τῆς δίνει ὁ Θεός.
«Μετά ἀπό πολυετή καί ἐπίπονο ἀγώνα ἀπέκτησε ὁ μακαριστός γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «τήν δύναμη νά παραμένει μέ τόν νοῦ κοντά στόν Θεό ἀποκρούοντας τούς ἐπερχόμενους λογισμούς. Ὑπόστηκε τά πάνδεινα στόν πόλεμο κατά τῶν ποικίλων ἐχθρῶν, ἀλλά, ὅταν τόν γνωρίσαμε, μιλοῦσε γιά τό παρελθόν μέ βαθειά εἰρήνη ψυχῆς καί μέ πολύ ἁπλές ἐκφράσεις». Κοιτάξτε ἕνας Ἅγιος τώρα, πού ἔχει περάσει τόν πόλεμο αὐτό μέ τό λογικό καί μέ τήν φαντασία καί μέ τόν διάβολο, τί ἔλεγε (καί μέ αὐτό νά κλείσουμε). ««Παλεύει νοῦς μέ νοῦ. Ὁ νοῦς μας μέ τόν νοῦ τοῦ ἐχθροῦ…». Γιατί καί ὁ διάβολος εἶναι νοῦς, εἶναι Ἄγγελος ἐκπεσών. Οἱ Ἄγγελοι τί εἶναι; Νόες. Παλεύει λοιπόν ὁ νοῦς μας μέ τόν νοῦ τοῦ ἐχθροῦ. «Ὁ ἐχθρός ἔπεσε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν φαντασία». Ὁ διάβολος γι’ αὐτό ἔπεσε, ὑπερηφανεύτηκε καί φαντάστηκε «καί ἐκεῖ μᾶς τραβάει καί μᾶς». Προσπαθεῖ νά μᾶς ρίξει στήν ὑπερηφάνεια καί στήν φαντασία. «Σ’ αὐτόν πόλεμο χρειάζεται μεγάλη ἀνδρεία… Ὁ Κύριος ἀφήνει τόν δοῦλο του νά παλεύει, ἐνῶ τόν προσέχει ὁ Ἴδιος ἀπό κοντά, ὅπως πρόσεχε τόν Μέγα Ἀντώνιο, ὅταν πάλευε μέ τά δαιμόναι.
Θυμάστε βέβαια πώς λέγεται στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ὅτι κατοίκησε μέσα σ’ ἕνα μνῆμα καί ἐκεῖ τόν ἔδειραν οἱ δαίμονες, μέχρις ὅτου ἔμεινε ἀναίσθητος. Ὁ φίλος του πού τόν ὑπηρετοῦσε τόν μετέφερε στό Κυριακό τοῦ χωριοῦ», στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Τόν βρῆκε σέ ἄθλια κατάσταση. «Τήν νύχτα, ὅταν ὁ Ἀντώνιος ξαναβρῆκε τίς αἰσθήσεις του, παρακαλοῦσε τόν φίλο του νά τόν ξαναπάει πίσω στό μνῆμα. Ἄρρωστος βαριά ὁ Ὅσιος δέν μποροῦσε νά σταθεῖ στά πόδια του καί προσευχόταν ξαπλωμένος. Τότε ὑπέστη νέα σκληρή ἐπίθεση τῶν δαιμόνων καί ὑπέφερε πολύ. Σέ μιά στιγμή ἀνέβλεψε, εἶδε φῶς, καί τότε κατάλαβε πώς εἶχε ἔλθει ὁ Κύριος μέσα στό φῶς. Καί Τοῦ εἶπε: – Ποῦ ἤσουν; Γιατί δέν φάνηκες ἀπό τήν ἀρχή, γιά νά πάψεις τά βάσανά μου;». Παραπονιέται! «Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀποκρίθηκε: – Ἐδῶ ἤμουν, Ἀντώνιε, ἀλλά περίμενα νά δῶ τό ἀγώνισμά σου.
Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νά θυμόμαστε πάντα πώς ὁ Κύριος παρακολουθεῖ τόν ἀγώνα μας κατά τοῦ ἐχθροῦ, καί γι’ αὐτό νά μή φοβόμαστε, ἔστω καί ἄν μᾶς ἐπιτεθεῖ ὅλος ὁ ἅδης, ἀλλά νά εἴμαστε ἀνδρεῖοι.
Οἱ Ἅγιοι διδάχθηκαν τόν πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Γνώριζαν πώς οἱ ἐχθροί πολεμοῦν μέ τό δόλωμα τῶν λογισμῶν καί γι’ αὐτό σέ ὅλη τους τή ζωή δέν δέχονταν τούς λογισμούς»[36]. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ βασικό μάθημα, πού πρέπει νά τό μάθουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, νά μή δεχόμαστε τούς λογισμούς, τί μᾶς λέει ὁ λογισμός.
«Ὁ λογισμός ἐμφανίζεται στήν ἀρχή σάν καλός, ἀλλά ὕστερα ἀποσπᾶ τόν νοῦ ἀπό τήν προσευχή καί κατόπιν ἀρχίζει πιά νά περιπλέκει τίς σκέψεις». Θά πεῖτε, τί θά κάνουμε; Δέν θά σκεφτόμαστε; Τό λέει ἐδῶ: θά πρέπει νά προσευχόμαστε. Ὁ Κύριος τί εἶπε; «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[37]. Δέν εἶπε, ἀδιαλείπως λογίζεσθε, ἀδιαλείπως σκέπτεσθε! Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε. Ὁ διάβολος προσπαθεῖ τώρα νά μᾶς ἀποσπάσει ἀπό τήν προσευχή, πῶς; Διαμέσου τῶν λογισμῶν, οἱ ὁποῖοι φαίνονται ὡς καλοί στήν ἀρχή!
«Γι’ αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀπορρίπτουμε ἀμέσως κάθε λογισμό, ἔστω καί ἄν μᾶς φαίνεται καλός, καί νά ἔχουμε καθαρό τόν νοῦ μας κοντά στόν Θεό. Ἄν παρόλα αὐτά ἔλθει κάποιος λογισμός, δέν πρέπει τότε νά μᾶς πιάνει ταραχή, ἀλλά νά μένουμε στήν προσευχή μέ μεγάλη ἐλπίδα στόν Θεό … Δέν πρέπει νά συγχύζεται ὁ ἀσκητής» καί ο χριστιανός γενικότερα, «γιατί οἱ ἐχθροί χαίρονται καί μέ τή σύγχυσή μας»[38]. Καί δέν φεύγει ὁ διάβολος ὅταν βλέπει ὅτι ὁ χριστιανός συγχύζεται, ταράζεται, ἀγωνιᾶ, συνεχίζει νά τοῦ ρίχνει βέλη. Ὅταν ὅμως ἀδιαφορεῖ, περιφρονεῖ καί στρέφεται στόν Θεό, τότε φεύγει.
Δέν πρέπει νά συγχυζόμαστε λοιπόν. «Προσεύχεσθε καί ὁ λογισμός θά φύγει… Αὐτή εἶναι ἡ ὁδός τῶν Ἁγίων»[39]. Νά μήν δελεαζόμαστε λοιπόν ἀπό τούς λογισμούς καί νά συνεχίσουμε νά προσευχόμαστε.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Α΄Τιμ. 2, 4.
[4] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[5] Β΄Κορ. 3, 17.
[6] Φιλ. 4, 13.
[7] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ἑβρ. 13, 5.
[14] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[15] Ὅ.π.
[16] Ματθ. 7, 1.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[19] Ματθ. 7, 1.
[20] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[21] Ὅ.π.
[22] Ψαλμ. 52, 2.
[23] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[24] Ψαλμ. 52, 2.
[25] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[26] Ὅ.π.
[27] Α΄Ἰωάν. 5, 4.
[28] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[29] Λουκ. 18, 13.
[30] Ματθ. 14, 30.
[31] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[32] Ματθ. 4, 10.
[33] Λουκ. 18, 13.
[34] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[35] Ὅ.π.
[36]Ὅ.π.
[37] Α΄Θεσ. 5, 17.
[38] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[39] Ὅ.π.