«Παιδεύετε τά τέκνα ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου»[1], μᾶς λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τά παιδιά θά πρέπει νά ἔχουν κοντά τους ἅγιους γονεῖς, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, καί δέν θά ἔχουν προβλήματα. «Ἡ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων τῶν παιδιῶν εἶναι ὁ ἐξαγιασμός τῶν γονέων. Ἕνα ἄλλο πάλι πού βλάπτει τά παιδιά», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «εἶναι ἡ ὑπερπροστασία»[2], δηλαδή ἡ ὑπερβολική φροντίδα, ἡ ὑπερβολική ἀγωνία καί τό ἄγχος τῶν γονέων. Ὅταν τό παιδί ὑπερπροστατεύεται, τότε μένει ἀνώριμο.
 
«Ἀκοῦστε», λέει ὁ Ἅγιος, «ἕνα περιστατικό. Μιά μητέρα μοῦ παραπονιόταν ὅτι τό παιδί της πέντε χρονῶν δέν ὑπάκουε. Τῆς ἔλεγα, «ἐσύ φταῖς», ἀλλά δέν τό καταλάβαινε. Κάποια φορά ἐπήγαμε μέ τήν μητέρα αὐτή ἕναν περίπατο στή θάλασσα μέ τ’ αὐτοκίνητό της. Εἶχε μαζί της καί τό παιδί. Σέ λίγο ὁ μικρός ξέφυγε ἀπ’ τό χέρι της κι ἔτρεξε πρός τήν θάλασσα. Ὑπῆρχε, μάλιστα, ἕνας σωρός ἀπό ἄμμο κι ἀπ’ τήν πίσω πλευρά του ἀπότομα ἁπλωνόταν ἡ θάλασσα. Ἡ μητέρα ἀγχώθηκε, ἦταν ἕτοιμη νά φωνάξει, νά τρέξει, διότι εἶδε τόν μικρό στήν κορυφή τοῦ σωροῦ μέ ἁπλωμένα τά χέρια νά κάνει ἰσορροπία. Ἐγώ τήν καθησύχασα, τῆς εἶπα καί γύρισε τήν πλάτη πρός τό παιδί καί λίγο λοξά παρακολουθοῦσα. Ὅταν ὁ μικρός ἀπελπίσθηκε νά προκαλεῖ τήν μητέρα του, γιά νά τήν τρομάξει καί νά φωνάξει ὅπως συνήθως, σιγά-σιγά κατέβηκε ἥσυχος καί μᾶς ἐπλησίασε. Αὐτό ἦταν! Τότε πῆρε ἡ μητέρα τό μάθημα τῆς σωστῆς ἀγωγῆς»[3].

«Οἱ γονεῖς», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «πρέπει νά βοηθοῦν ἀπό τήν μικρή ἡλικία τά παιδιά νά μάθουν νά ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη τοῦ ἑαυτοῦ τους, νά κάνουν μέσα στήν οἰκογένεια κάποια δουλειά πού μποροῦν, νά μήν τά θέλουν ὅλα ἕτοιμα∙ διαφορετικά θά δυσκολευτοῦν ὅταν μεγαλώσουν. Ἕνας μάστορας, δούλεψε σκληρά καί μεγάλωσε τά παιδιά του. Ἐκεῖνα ὅλη τήν ἡμέρα γύριζαν στό μεσοχώρι. Παντρεύτηκαν καί τά περίμεναν ὅλα ἀπό τόν πατέρα τους. Ὅταν ὁ πατέρας τους εἶπε, πώς εἶναι καιρός καί αὐτά νά κοιτάξουν μόνα τους τά σπίτια τους, τοῦ εἶπαν: Καλά, πατέρα, ἐσύ δέν μᾶς ἄφησες ὅταν εἴμαστε μικρά καί τώρα πού μεγαλώσαμε καί ἔχουμε ὑποχρεώσεις θά μᾶς ἀφήσεις; Εἶχαν μείνει δηλαδή τά παιδιά ἀνώριμα, δέν εἶχαν ἀναπτύξει πρωτοβουλία καί ὑπευθυνότητα. Μερικοί γονεῖς», πάλι ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «πού θρησκεύουν, προσπαθοῦν νά βοηθήσουν τά παιδιά τους νά γίνουν καλά παιδιά, ὄχι γιατί τούς ἀπασχολεῖ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά γιατί θέλουν νά ἔχουν καλά παιδιά. Περισσότερο δηλαδή τούς στενοχωρεῖ τί θά πεῖ ὁ κόσμος γιά τά παιδιά τους, παρά μήπως πᾶνε στήν κόλαση! Τότε πῶς νά βοηθήσει ὁ Θεός;». Ὑπάρχει δηλαδή τό κίνητρο τῆς κενοδοξίας κι ὄχι τῆς ἀναζητήσεως τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. «Σκοπός δέν εἶναι νά πηγαίνουν τά παιδιά μέ τό ζόρι στήν ἐκκλησία, ἀλλά νά ἀγαπήσουν τήν ἐκκλησία. Νά μήν κάνουν τό καλό μέ τό ζόρι, ἀλλά νά τό αἰσθανθοῦν ὡς ἀνάγκη. Ἡ ἁγία ζωή τῶν γονέων πληροφορεῖ τίς ψυχές τῶν παιδιῶν κι ἔτσι ὑποτάσσονται φυσιολογικά. Ἔτσι μεγαλώνουν μέ εὐλάβεια καί μέ διπλή ὑγεία, χωρίς ψυχικά τραύματα. Ἄν οἱ γονεῖς ζορίζουν τό παιδί τους ἀπό φόβο Θεοῦ, βοηθάει ὁ Θεός καί βοηθιέται τό παιδί∙ ἄν ὅμως τό κάνουν ἀπό ἐγωισμό, τότε δέν βοηθάει ὁ Θεός. Πολλές φορές ταλαιπωροῦνται τά παιδιά ἀπό τήν ὑπερηφάνεια τῶν γονέων»[4] καί αὐτή ἡ ὑπερβολική προστασία, ἡ ὑπερπροστασία πολλές φορές ξεκινάει ἀπό αὐτή τήν ὑπερηφάνεια.
 
«Μιά ἄλλη μητέρα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «παραπονιόταν γιά τόν μοναχογιό της ὅτι δέν ἔτρωγε ὅλα τά φαγητά καί κυρίως τό γιαούρτι. Ὁ μικρός θά ἦταν περίπου τριῶν χρονῶν καί τήν ἐπαίδευε τήν μάνα καθημερινά. Τῆς λέγω: Θά κάνεις τό ἑξῆς: Θά ἀδειάσεις τό ψυγεῖο ἀπ’ ὅλα τά τρόφιμα. Θά τό γεμίσεις μέ ὁρισμένη ποσότητα γιαούρτι. Θά ταλαιπωρηθεῖτε καί οἱ γονεῖς γιά μερικές ἡμέρες. Ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ; Θά δώσεις στόν Πέτρο γιαούρτι. Δέν θά τό φάει. Τό βράδυ τό ἴδιο, τήν ἄλλη μέρα τό ἴδιο. Ἔ, μετά θά πεινάσει, κάτι θά δοκιμάσει. Θά κλάψει, θά φωνάξει. Θά τά ὑποστεῖτε. Μετά θά τό φάει εὐχαρίστως. Ἔτσι συνέβηκε κι ἔγινε τό γιαούρτι τό καλύτερο φαγητό γιά τόν Πέτρο.
 
Δέν εἶναι δύσκολα αὐτά. Κι ὅμως πολλές μητέρες δέν τά καταφέρνουν καί δίδουν πολύ ἀρνητική ἀγωγή στά παιδιά τους. Μητέρες πού κάθονται πάνω ἀπ’ τά παιδιά τους συνεχῶς καί τά καταπιέζουν, δηλαδή τά ὑπερπροστατεύουν, ἀπέτυχαν στό ἔργο τους. Ἐνῶ πρέπει ν’ ἀφήνεις τό παιδί μόνο του νά ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν πρόοδό του. Τότε θά πετύχεις. Ὅταν κάθεσαι συνεχῶς ἀπό πάνω τους, τά παιδιά ἀντιδροῦν. Ἀποκτοῦν νωθρότητα, μαλθακότητα καί συνήθως ἀποτυγχάνουν στή ζωή. Εἶναι ἕνα εἶδος ὑπερπροστασίας, πού ἀφήνει ἀνώριμα τά παιδιά»[5]. Ἡ μητέρα δηλαδή δέν ἐμπιστεύεται δηλαδή στόν Θεό τά παιδιά της, ἀλλά τόν ἑαυτό της. Βάζει ὅλη τήν φροντίδα καί τήν προσπάθεια σάν νά ἐξαρτῶνται ὅλα ἀπό αὐτήν.
 
«Ὅταν ἐμπιστευτοῦν οἱ γονεῖς τά παιδιά στόν Θεό», λέει καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «τότε ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος, νά βοηθήσει γιά πράγματα πού δέν γίνονται ἀνθρωπίνως. Ἄν, λόγου χάρη, τά παιδιά δέν ἀκοῦν, νά τά ἐμπιστευτοῦν στόν Θεό κι ὄχι νά βρίσκουν διάφορους τρόπους νά τά ζορίζουν. Νά πεῖ ἡ μητέρα στόν Θεό, Θεέ μου δέν μέ ἀκοῦν τά παιδιά μου, ἐγώ δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε, φρόντισέ τα Ἐσύ! Κι ἀκούω συχνά πολλούς γονεῖς νά λένε, γιατί τό δικό μας παιδί νά πάρει κακό δρόμο; Ἐμεῖς ἐκκλησιαζόμαστε! Δέν δίνουν τό κατσαβίδι στόν Χριστό νά σφίξει στά παιδιά λίγο καμιά βίδα, θέλουν νά τά κάνουν ὅλα μόνοι τους.. Ἐνῶ ὑπάρχει ὁ Θεός πού προστατεύει τά παιδιά καί ὁ φύλακας ἄγγελος εἶναι συνέχεια κοντά τους καί τά προστατεύει κι αὐτός, αὐτοί ἀγωνιοῦν μέχρι πού ἀρρωσταίνουν, καί παρόλο πού εἶναι πιστοί ἄνθρωποι, φέρονται σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός, σάν νά μήν ὑπάρχει φύλακας ἄγγελος, ὁπότε ἐμποδίζουν τήν θεία ἐπέμβαση. Ἐνῶ πρέπει νά ταπεινώνονται καί νά ζητοῦν βοήθεια ἀπό τόν Θεό. Καί ὁ καλός Θεός θά προστατεύσει τά παιδιά»[6].
 
Ἑπομένως, ὅλο τό κλειδί εἶναι ἡ καταφυγή στήν θεία βοήθεια. Καί τότε πραγματικά ἔχουμε σωστή ἀγωγή τῶν παιδιῶν. «Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἦλθε ἀπελπισμένη μία μητέρα γιά τίς συνεχεῖς ἀποτυχίες τοῦ γιοῦ της στίς εἰσιτήριες ἐξετάσεις τοῦ Πανεπιστημίου. Ἄριστος μαθητής στό δημοτικό, ἄριστος στό γυμνάσιο, ἄριστος στό Λύκειο. Στή συνέχεια ἀποτυχίες, ἀδιαφορία τοῦ παιδιοῦ, ἀντιδράσεις περίεργες. Ἐσύ φταίεις, τῆς λέω τῆς μάνας, κι εἶσαι καί μορφωμένη! Τί θά ἔκανε τό παιδί; Πίεση, πίεση, πίεση, ὅλα τά χρόνια, «νά εἶσαι πρῶτος, νά μήν μᾶς ντροπιάσεις, νά γίνεις μεγάλος στήν κοινωνία…». Τώρα ἐκλώτσησε, δέν θέλει τίποτα. Νά σταματήσεις αὐτή τήν καταπίεση καί τήν ὑπερπροστασία καί θά δεῖς πού τό παιδί τότε θά ἰσορροπήσει. Τότε θά προχωρήσει, ὅταν τό ἀφήσεις ἐλεύθερο».
 
«Ἔχω προσέξει», λέει καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ὅτι τά σημερινά παιδιά, ἰδίως αὐτά πού σπουδάζουν, παθαίνουν ζημιά ἀπό τά σπίτια τους. Ἐνῶ εἶναι καλά παιδιά, ἀχρηστεύονται. Δέν σκέφτονται, ἔχουν μιά ἀναισθησία. Τά χαραμίζουν, τά χαλοῦν οἱ γονεῖς. Ἐπειδή οἱ γονεῖς πέρασαν δύσκολα χρόνια, θέλουν τά παιδιά τους νά μήν στερηθοῦν ἐκεῖνο, νά μήν στερηθοῦν τό ἄλλο. Δέν καλλιεργοῦν τό φιλότιμο στά παιδιά, ὥστε νά χαίρονται ὅταν στεροῦνται. Φυσικά μέ καλό λογισμό τό κάνουν. Τό νά τά στερήσουν ἀπό κάτι χωρίς τά παιδιά νά τό καταλαβαίνουν εἶναι βάρβαρο. Ἀλλά νά τά βοηθήσουν νά ἀποκτήσουν μοναχική συνείδηση καί μόνα τους νά χαίρονται πού στεροῦνται κάτι, αὐτό εἶναι πολύ καλό. Τώρα μέ τήν ἀδιάκριτη καλοσύνη τους τά ἀποβλακώνουν, τά συνηθίζουν νά τούς τά πηγαίνουν ὅλα στό χέρι, ἀκόμα καί τό νερό, γιά νά διαβάσουν καί νά μήν χασομερήσουν, καί τά ἀχρηστεύουν καί τά ἀγόρια καί τά κορίτσια. Ἔπειτα τά παιδιά, κι ὅταν δέν διαβάζουν, τά θέλουν ὅλα στό χέρι. Καί τό κακό ἀρχίζει ἀπό τίς μανάδες, «ἐσύ παιδί μου νά διαβάσεις, ἐγώ θά σοῦ φέρω καί τίς κάλτσες, θά σοῦ πλύνω καί τά πόδια, πᾶρε τό γλυκό, πᾶρε τόν καφέ». Καί δέν καταλαβαίνουν τά παιδιά πόσο κουρασμένη εἶναι ἡ μάνα πού τά προσφέρει ὅλα αὐτά, ἐπειδή δέν κοπιάζουν. Μετά ἀρχίζουν, μιᾶς χρήσεως πιάτα, μιᾶς χρήσεως ροῦχα, πίτσες νά τρῶνε.. οὔτε νά τίς τυλίγουν στό χαρτί δέν ξέρουν. Ἔτσι γίνονται τελείως ἄχρηστοι ἄνθρωποι καί δέν κάνουν οὔτε γιά γάμο ἀλλά οὔτε καί γιά καλογερική»[7].
 
Βλέπουμε κι ἐδῶ πῶς ὁ Ἅγιος τονίζει, πώς ἡ ὑπερπροστασία καθιστᾶ τά παιδιά ἀνώριμα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε καθοδηγητικός γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν καί οἱ ἅγιοί μας μᾶς φωτίζουν καί μᾶς δείχνουν τόν δρόμο. Θά πρέπει οἱ γονεῖς νά δίνουν στά παιδιά κατεύθυνση πρός τόν Θεό καί ὄχι νά τά ἐξαρτοῦν ὅλα ἀπό τόν ἑαυτό τους. Νά προσεύχονται, γιατί μόνο μέσῳ τῆς προσευχῆς οἰκοδομοῦνται τά παιδιά καί πορεύονται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται καί ἐπιτυγχάνουν στήν ζωή τους.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
[1] Πρβλ. Ἐφεσ. 6, 4.
 
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[4] Οἰκογενειακή ζωή, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Δ’, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 2002, (στό ἑξῆς: Οἰκογενειακή ζωή, Ἁγίου Παϊσίου).
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Οἰκογενειακή ζωή, Ἁγίου Παϊσίου.
 
[7] Ὅ.π.