«Πληροῦσθε ἐν πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς [ἐν] ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς»[1], λέει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος σέ μᾶς τούς Χριστιανούς. Νά γεμίζετε μέ Ἅγιο Πνεῦμα, ψάλλοντες, αἰνοῦντες τόν Θεόν. Καί πράγματι μέσα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχουμε κοντά στά ἄλλα ἁγιαστικά μέσα καί τήν ἁγία βυζαντινή μουσική. Τήν λειτουργική αὐτή τέχνη, ἡ ὁποία πάρα πολύ βοηθάει τόν ἄνθρωπο ὥστε νά γεμίζει μέ Πνεῦμα Ἅγιο. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι παρά πολύ ὠφέλιμη. Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά ὑπάρχει χωρίς νά ξέρει βυζαντινή μουσική. Πρέπει ὅλοι νά μάθουμε. Ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ψυχή. Ἡ μουσική ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Χωρίς κόπο, ἀγαλλόμενος, γίνεσαι ἅγιος»[2]. Βεβαίως ὄχι κάθε μουσική, ἀλλά ὁ Ἅγιος, ἀπό τήν συνάφεια καταλαβαίνουμε ὅτι ἐννοεῖ τήν βυζαντινή μουσική, τήν ἐκκλησιαστική μουσική. Εἶναι ἡ μουσική πού χρησιμοποιεῖται στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησία μας ἀλλά καί στίς προσευχές τίς προσωπικές, τίς ἀτομικές πού κάνει ὁ καθένας μας. Ὑπάρχει καί δαιμονική μουσική, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται μάλιστα, ὅπως ἡ ρόκ μουσική, γιά τήν τελετουργία τῶν δαιμόνων. Κι ἔλεγε ὁ μακαριστός πατήρ Ἀθανάσιος ὁ Μυτιληναῖος, ὅτι ὅταν ἀκοῦς ρόκ μουσική, ρίπτεσαι στήν ἀγκαλιά τοῦ σατανᾶ. Κι ὅσοι ἀκοῦν ρόκ μουσική, δαιμονίζονται. Καί γιατί δέν δαιμονίζονται οἱ ἄνθρωποι μέ τίς ἄλλου εἴδους μουσικές ἀλλά εἰδικά μέ αὐτή; Γιατί ἁπλούστατα ἡ ρόκ μουσική εἶναι τελετουργική μουσική, πού χρησιμοποιοῦν οἱ μαῦροι τῆς Ἀφρικῆς γιά τελετουργικούς σκοπούς. Ὅπως ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τήν βυζαντινή μουσική, πού εἶναι ἐκκλησιαστική, ἔτσι χρησιμοποιοῦν καί αὐτοί πού λατρεύουν τόν διάβολο τήν μουσική αὐτή τήν ρόκ. Κι ὅπως ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος ψάλλοντας ἤ ἀκούοντας ἕνα τροπάριο μέ τήν βυζαντινή μουσική καί ἀποκτάει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού ἀκούει αὐτή τήν σατανική μουσική (ρόκ, χέβι μέταλ κ.λπ.) ἀποκτάει τό πνεῦμα τό πονηρό. Ἀνάλογα λοιπόν μέ τό ποιά μουσική χρησιμοποιεῖ κάποιος, γεμίζει καί μέ τό ἀντίστοιχο πνεῦμα.
«Μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ὑπάρχει ἁρμονία. Στήν ἀρχέγονη ψυχική μας κατάσταση ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἁρμονία». Δηλαδή στό ἀδιάφθορο κατ’ εἰκόνα πρίν οἱ ἄνθρωποι πέσουν στήν ἁμαρτία διά τῶν πρωτοπλάστων, πού ἔγινε ἡ ἀρχή, ὑπῆρχε μέσα μας αὐτή ἡ ἁρμονία. «Γι’ αὐτό καί ὁρισμένοι ἄνθρωποι», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «πού λέμε ὅτι ἔχουν χάρισμα, συμβαίνει διότι εἶναι ἁπλοί καί βγαίνει τό ἀρχέγονο»[3].Δηλαδή ἔχουν ἐπανέλθει μέ τήν κατά Χριστόν ζωή καί τήν κατά Χριστόν ἄσκηση καί τήν ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία, στήν ἀρχέγονη ἁπλότητα, σέ αὐτή πού εἶχε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν πέσουν στήν ἁμαρτία καί αὐτοί ἀκριβῶς ἔχουν καί τά χαρίσματα πλέον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Βγαίνει τό ἀρχέγονον», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἤμασταν στήν ἁρμονία, τώρα ἔχουμε πέσει στή δυσαρμονία καί εὐχαριστιόμαστε σ’ αὐτήν. Εἴδατε κάτι «τεντζερέδες» πού παίζουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα;». Ἐννοεῖ αὐτή τήν μοντέρνα μουσική μέ τά διάφορα κρουστά καί τά ἄλλα ὄργανα, μέ τούς ἀπαίσιους ἤχους. «Προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά δημιουργήσουν κάποια ἁρμονία, ἀλλά δέν μπορεῖς νά τό πεῖς αὐτό ἁρμονία. Αὐτό, βέβαια, ἔχει ἀνταπόκριση μές στήν ψυχοσύνθεσή τους, γιατί εἶναι μπερδεμένοι ἄνθρωποι καί αἰσθάνονται ἐκεῖ τά σκιρτήματα τῆς ἁρμονίας. Ἀρέσκονται ὅμως σέ κάτι ὄχι ὁρμονικό, γιατί ἀκριβῶς ἡ ψυχή τους εἶναι μπερδεμένη», δηλαδή εἶναι ἐγωιστές καί ἔχουν μέσα τους τήν ἁμαρτία καί τόν πονηρό, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἀρέσκεται στήν δυσαρμονία, στό ἄσχημο, στό βρώμικο, στό κακό, στό παρά φύσιν.
«Τώρα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἔχουμε τό παρά φύσιν, τό παρείσακτον», καί ὅσο προχωρᾶνε τά χρόνια βλέπουμε τόν ἄνθρωπο ὅλο καί πιό πολύ νά ἐκτρέπεται στήν ἀγριότητα τήν πρωτόγονη, γιατί ἀκριβῶς προχωράει ὅλο καί πιό βαθιά μέσα του ἡ διαστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἔτσι καί ἡ μουσική γίνεται ὅλο καί πιό ἄγρια. «Τώρα ἔχουμε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τό παρείσακτο. Τί σημαίνει τό παρείσακτο; Αὐτό πού παρεισήχθη, αὐτό δηλαδή πού διείσδυσε μέσα στόν ἄνθρωπο κι αὐτό δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά τό κακό, ἡ ἁμαρτία, αὐτό πού δέν ἔπρεπε νά μπεῖ. «Τό παρείσακτο εἶναι αὐτό πού ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος στό δάσος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, δηλαδή ὅταν ἔφυγε ἀπό τόν Παράδεισο ἀπό τόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ἀπό τήν τρυφή καί ἔπεσε στήν ἀγριότητα, καί ἔπεσε στόν πρωτογονισμό. Ἔτσι μπῆκε μέσα στόν ἄνθρωπο καί ἡ δυσαρμονία. «Τά «τεντζερέδια», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ταράσσουν, διότι καλλιεργοῦν τό παρείσακτον»[4], δηλαδή σπρώχνουν ἀκόμα περισσότερο τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία καί στήν διαστροφή. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού ἔχει τό ἀρχέγονο, τήν ὄντως ἁρμονία, τέρπεται καί εὐχαριστιέται σ’ αὐτήν καί δυσφορεῖ στό φάλτσο.
«Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ εὔκολη, ὅταν τήν ἐρωτευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι τόση ἡ ὠφέλεια τῆς ἁρμονίας στήν ψυχή! Αὐτός πού ξέρει μουσικά καί ἔχει ταπείνωση, ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Πάει νά θυμώσει, νά ἐκραγεῖ, ἀλλά φοβᾶται τήν δυσαρμονία, διότι ὁ θυμός καί ὅλες αὐτές οἱ ἁμαρτωλές καταστάσεις δέν εἶναι μέσα στήν ἁρμονία»[5]. Θά λέγαμε ὁ ἄνθρωπος ὁ ἴδιος μπορεῖ νά εἶναι ἕνα μουσικό ὄργανο τό ὁποῖο νά παράγει ἁρμονικούς ἤχους ὅταν ἡ ζωή του εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀντίθετα ἕνα μουσικό ὄργανο πού θά παράγει φάλτσους ἤχους καί δυσαρμονικούς ὅταν ἡ ζωή του εἶναι μέσα στόν θυμό, μέσα στήν φιληδονία, στήν φιλαργυρία, στήν φιλοδοξία, στά διάφορα πάθη. Κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στό κακό. Ἀντίθετα, ὅταν ἀγωνίζεται καί μετανοεῖ, τότε ἀγαπᾶ τήν ἁρμονία, ἀγαπᾶ καί νά ψάλλει στόν Θεό. Καί ἀσκούμενος μέσα σέ αὐτή τήν πράξη, «σιγά-σιγά μισεῖ τήν κακία, ἐγκολπώνεται πλήρως τήν ἀρετή, καί αὐτό εἶναι ἡ ἁρμονία. Ὅλες οἱ ἀρετές ἔχουν ἁρμονία. Οὔτε στενοχώριες μπορεῖς νά ἔχεις, τότε. Μπορεῖς νά ζεῖς μέσα στή χαρά. Ἅμα καταλάβεις πώς ἔρχεται καμιά μαυρίλα στόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς σου, λέεις ἕνα ὡραῖο τροπάριο καί ἡ μαυρίλα γίνεται ὕμνος στόν Θεό. Τήν δύναμη αὐτή πού θά σέ στενοχωροῦσε καί θά σέ καταπίεζε, τήν ἴδια δύναμη τήν βουτᾶς καί τήν ἁγιάζεις»[6]. Εἶναι αὐτή ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, τό θυμικό, τό ὁποῖο πάει νά κλέψει ὁ διάβολος καί νά μᾶς ρίξει στήν μελαγχολία. Ὅμως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιστεῖ καί ὑμνήσει τόν Θεό καί δοξάσει τόν Θεό καί ψάλλει, τότε αὐτή ἡ δύναμη στρέφεται στόν Θεό καί ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος, μέ τό νά ἐξαγιάζει καί αὐτή τήν διάθεση τῆς ψυχῆς του.
«Μιά φορά εἶχε κάποιος δαιμόνιο. Αὐτός ἤτανε ὁ βασιλιάς Σαούλ, καί πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ἔψαλλε καί ὁ δαίμονας ἔφευγε. Πήγαινε μέ τό ψαλτήρι, πού ἦταν μουσικό ὄργανο. Ὅταν τόν ἔπιανε τό δαιμόνιο τῆς μελαγχολίας, πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ἔπαιζε τό ψαλτήρι κι ἔφευγε ὁ δαίμονας. Ποῦ ‘ναι αὐτοί πού τρέχουνε νά βροῦνε θεραπεία γιά τήν κατάθλιψη; Ὅταν μάθουνε βυζαντινή μουσική καί ἰδοῦνε τήν μαυρίλα νά ἔρχεται, ἕνα δοξαστικό καί ἡ μαυρίλα πού ἔρχεται νά σέ καταλάβει, ὡς ἕνα εἶδος ψυχικῆς μελαγχολίας, γίνεται ὕμνος πρός τόν Θεό. Ἐγώ τό πιστεύω αὐτό», λέει ὁ Ἅγιος. «Ἀπόλυτα τό πιστεύω. Σᾶς τό λέω ὅτι ἕνας μουσικός, πού ἀγαπάει τή μουσική, πού εἶναι εὐσεβής, μπορεῖ μιά δυσκολία του νά τήν κάνει ἔργο μουσικό ἤ ἕνα ἕτοιμο ἔργο νά τό ψάλει, νά τό ἀποδώσει. Ἔτσι, προκειμένου νά κλαίει καί νά καταπιέζεται, προσφέρει μιά δοξολογία στόν Θεό. Σᾶς τό λέω ἔτσι, τό πιστεύω καί τό βλέπω. Δέν παίζει ρόλο ἄν ἕνας εἶναι δέκα χρονῶν ἤ δεκαπέντε ἤ εἴκοσι, ἤ καί ἄν εἶναι τριάντα. Ὅλοι ἔχουν τήν ροπή αὐτή μέσα τους»[7]. Ὅλοι τήν ἔχουμε, ἀρκεῖ νά τήν ξυπνήσουμε, ἀρκεῖ νά ἐρωτευτοῦμε τήν τέχνη. Νά ἀγαπήσουμε μέσῳ τῆς τέχνης τῆς ἁγίας βυζαντινῆς μουσικῆς τόν Θεό.
«Ὅταν ὅμως ψάλλεις, ἄν δέν ἔχεις τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ὁ πειρασμός τοῦ ἐγωισμοῦ καί σέ στραπατσάρει. Δέν ἔρχεται ἡ χαρά, ἡ ἀγαλλίαση. Ἔρχονται μπερδέματα ἐγωιστικά»[8]. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἡ βυζαντινή μουσική δέν ἐπιδέχεται στολίδια καί ἐπίδειξη. Ὅταν κάποιος ψέλνει ἀνεπιτήδευτα», χωρίς ἐπιδείξεις, «μοιάζει σάν μιά γυναικά πού ὁ Θεός τῆς ἔχει δώσει φυσική ὀμορφιά. Ὅταν ὅμως προσπαθεῖ νά προκαλέσει ἀκουστική ἐντύπωση μέ διάφορα τεχνάσματα, περίτεχνα ἰσοκρατήματα», μπαίνει δηλαδή ὁ ἐγωισμός, καί προσπαθεῖ νά προβάλει τόν ἑαυτό του, «τότε μοιάζει σάν μιά γυναίκα ἄσχημη ἡ ὁποία μέ κραγιόν, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια κι ἕνα σωρό ἄλλα, προσπαθεῖ νά δείξει ὅτι εἶναι ὄμορφη. Ὅμως μέ αὐτόν τόν τρόπο αὐτό πού πετυχαίνει εἶναι νά ἀηδιάζει»[9].
«Τό ἅγιο πράγμα, αὐτό, ἡ μουσική ἡ βυζαντινή πρέπει νά εἰρηνεύει καί νά ἐναρμονίζει». Γι’ αὐτό κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν ψάλλει, θά πρέπει νά ψάλλει ἁπλά, ἀνεπιτήδευτα μέ ἀγάπη στόν Θεό, καί ὄχι γιά νά ἀρέσει στούς ἀνθρώπους. «Στά μουσικά δέν μπορεῖ νά σκέπτεσαι πρόσωπα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Μέ τά μουσικά πρέπει νά εἶσαι στό μέτρο. Πολλοί ἐχάθηκαν ἀπ’ τή μουσική. Πολλές ψυχές ἔπαθαν, ἀρρώστησαν ἀπό τήν ὑπερηφάνεια.
Ἐκεῖ στήν ἔρημο οἱ Γέροντές μου δέν μοῦ εἴπανε νά μάθω μουσικά», λέει ὁ Ἅγιος. Ἔζησε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στά Καυσοκαλύβια. «Ἐγώ τό ἤθελα. Δέν ἔμαθα, ὅμως. Στήν ἔρημο εἶναι καλά νά ψάλλεις, γιατί εἶσαι ἀνεπηρέαστος», ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι γιά νά σέ ἀκούσουν. «Ὅταν πᾶς στήν ἐκκλησία ὅμως, ἔχεις ὁλόκληρο τό ἐκκλησίασμα στό μυαλό σου. Μπορεῖς νά κοιτᾶς τίς εἰκόνες, ἀλλά νά αἰσθάνεσαι ὅτι ὅλοι ἀκοῦνε ἐσένα καί νά φουσκώνει ὁ ἐγωισμός σου. Πολλές φορές μπορεῖ ό μουσικός νά χάσει τήν προσπάθειά του, τήν ἀπόδοσή του. Γίνεται ἕνα μπέρδεμα μέ τό πνεῦμα τοῦ ἐγωισμοῦ. Μπορεῖ νά πετάξει ὁ λογισμός ἐκεῖ πού δέν πρέπει, μπορεῖ πολλά νά πάθει. Ἀλλά θά πεῖτε: Ν’ ἀποφεύγομε τή μουσική, γιατί μᾶς βάζει σέ πειρασμό; Ὄχι νά μάθομε μουσικά, νά μποῦμε ἔτσι στό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ»[10], δηλαδή νά τό κάνουμε σωστά.
«Εἶναι πολύ καλό», τόνιζε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «νά μαθαίνουν τά μικρά παιδιά βυζαντινή μουσική, γιατί ὁ νοῦς τους δέν πηγαίνει στά μάταια καί ἁμαρτωλά πράγματα καί τά παιδιά ἁγιάζονται καί δοξολογοῦν τόν Θεό». Ἀλλά δυστυχῶς τά παιδιά σήμερα τά κατευθύνουν ἐκεῖ πού θέλουν οἱ σατανολάτρες, μέ τήν ἀνοησία καί τήν ἀδιαφορία τῶν γονέων βεβαίως, τά κατευθύνουν τά παιδιά σέ σατανικές μουσικές. Φτάνουν ἀκόμα καί νά ἐπικαλοῦνται τόν σατανᾶ. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἔχω ἀκούσει ὅτι μερικούς δίσκους ρόκ, ἄν τούς γυρίσεις ἀνάποδα, ἀνάστροφη κάλυψη, θά ἀκούσεις τραγούδια μέ τά ὁποῖα ἐπικαλοῦνται τόν σατανᾶ, ἔχουν μέχρι καί δοξολογία στόν σατανᾶ. «Σέ σένα ἀφιερώνομαι σατανᾶ»», λένε.. «Φοβερό!»[11]. Καί γι’ αὐτό θά πρέπει πολύ νά προσέχουμε τί ἀκοῦμε.
Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος τό τόνιζε, δέν εἶναι καλό νά ἀκοῦς τά σατανικά λόγια ἀπό τά τραγούδια τῆς ρόκ, οὔτε νά διαβάζεις σατανικά βιβλία. Ἔρχεται στιγμή ἀδυναμίας καί ὁ λογισμός σοῦ λέει, εἶναι ὅπως τά λέει τό βιβλίο ἐκεῖνο.
«Μάθε νά ψάλλεις καί θά δεῖς τήν εὐχαρίστηση τοῦ πράγματος», λέει κι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «γιατί ἐκεῖνοι πού ψάλλουν ἤ ἀκόμα ἀκοῦν ψαλμωδίες, γεμίζουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἀκριβῶς καί ἐκεῖνοι πού ψάλλουν τίς ὠδές τοῦ διαβόλου ἤ τίς ἀκοῦνε, γεμίζουν μέ ἀκάθαρτο πνεῦμα»[12]. Τίποτε ἄλλο δέν ἀνυψώνει τόσο πολύ τήν ψυχή, καί δέν τήν ἀναπτερώνει καί δέν τήν ἀπαλλάσσει ἀπό τά γήινα καί δέν τήν ἐλευθερώνει ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος καί δέν τήν κάνει νά ζεῖ μέ εὐλάβεια καί νά καταφρονεῖ τά τοῦ κόσμου, ὅσο ἡ μελωδική ἁρμονία, τά μελωδικά θεϊκά ψαλσίματα. Εἶναι στή φύση μας. Εὐχαριστιέται καί ἑλκύεται ἀπό τά τραγούδια καί τίς μελωδίες τίς ἅγιες πού ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Ἐνῶ εἶστε τόσο ἀδιάφοροι πρός τά πνευματικά ἄσματα καί τούς ψαλμούς, εἶστε τόσο ὁρμητικότεροι πρός τά σατανικά ἀκούσματα. Ἄν θελήσει κάποιος νά σᾶς ἐξετάσει στά διαβολικά, πορνικά καί ἀνήθικα ἄσματα, θά βρεῖ πολλούς νά τά γνωρίζουν μέ ἀκρίβεια καί νά τά τραγουδοῦν μέ πολλή εὐχαρίστηση. Νά φράσσετε τά αὐτιά σας ἀπό τά ἀκούσματα αὐτά, γιατί ὅσοι τά ἀπαγγέλουν, ρίχνουν κοπριά στά αὐτιά ἐκείνων πού τά ἀκοῦνε, καθιστώντας τήν ψυχή τους ἀσθενέστερη καί μαλθακότερη. Ὅπου ὑπάρχουν πορνικά ἄσματα, ἐκεῖ μαζεύονται οἱ δαίμονες. Ὅπου ὑπάρχουν ἄσματα πνευματικά, ἐκεῖ ὑπερίπταται ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἁγιάζει καί τό στόμα καί τήν ψυχή. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν στούς χριστιανούς νά τραγουδοῦν αὐτά τά κοσμικά δαιμονικά ἄσματα ἤ καί νά τά ἀκοῦν ἤ καί νά τρώγουν καί νά ἔχουν συνοδεία τέτοιων ἀσμάτων.
Ἄς ἀγαπήσουμε λοιπόν τήν ἁγία μας βυζαντινή ἐκκλησιαστική μουσική καί ἔτσι ὅλη ἡ ὕπαρξή μας νά μοιάζει σάν ἕνα μουσικό ὄργανο τό ὁποῖο θά δοξάζει τόν Θεό καί ὅλοι μαζί μέ ἕνα στόμα καί μιά καρδιά νά λατρεύουμε τόν Θεό καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας Του.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἐφεσ. 5, 18-19.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[10] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[11] Πνευματικός Ἀγώνας, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ’, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 2011 (στό ἑξῆς: Πνευματικός Ἀγώνας, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου).