«Τό Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἔγινε καί οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον»[1], εἶπε ὁ Κύριος εἰς τούς φθονερούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν κολλημένοι στόν τύπο, στό γράμμα τοῦ νόμου καί δέν φρόντιζαν νά καλλιεργήσουν καί νά ἐπιτύχουν μία ζωντανή σχέση μέ τόν ζῶντα Θεόν. Ὁ Κύριος θέλει νά κοπιάζουμε, νά κάνουμε τίς προσευχές μας καί ὅλα τά λεγόμενα θρησκευτικά καί πνευματικά μας «καθήκοντα», ὄχι γιά νά τηρήσουμε κάποιον τύπο καί νά ἐκπληρώσουμε κάποιες ὑποχρεώσεις καί ἔτσι νά νιώσουμε μία ψυχολογική ἀνακούφιση, ἀλλά θέλει νά ἀναπτύξουμε μία ζωντανή πνευματική σχέση μαζί Του. Γιατί εἶναι πρόσωπο καί ἐμεῖς εἴμαστε πρόσωπα καί θέλει νά συνομιλοῦμε καί νά ἔχουμε μεταξύ μας ἀγάπη καί κοινωνία πραγματική.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μᾶς δίδαξε μέ τήν ὅλη Του τή ζωή πῶς πρέπει νά συμπεριφερόμαστε. Μᾶς μίλησε γιά τήν προσευχή καί μᾶς δίδαξε νά ἀγαπήσουμε τήν προσευχή καί μάλιστα τήν νυχτερινή προσευχή. Μᾶς δίδαξε νά ἀγαποῦμε τόν σωματικό κόπο, τήν κακοπάθεια, ἡ ὁποία ταπεινώνει τό σῶμα καί συν-ταπεινώνει καί τήν ψυχή.
«Νά διαλέγετε», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τήν κούραση τήν σωματική. Νά τό ἐπιδιώκετε, γιά νά γυμνάζετε σῶμα καί ψυχή. Ἡ ζωή μας ἐξαρτᾶται ἀπό τό θέλημά μας. Ὅ,τι θέλουμε κι ὅπως τό θέλουμε μποροῦμε νά τό ζήσουμε. Αὐτός πού κάνει κόπο γιά τόν Χριστό μεγαλύτερο -κι αὐτό γίνεται βέβαια ἀπό θεῖο ἔρωτα- προσελκύει περισσότερη Χάρη»[2]. Καί τώρα, ἀδελφοί μου, πού κοπιάζουμε λίγο στήν νηστεία, λίγο στήν προσευχή περισσότερο, ὅλο αὐτό μᾶς δίνει μεγάλη Χάρη καί μεγάλο μισθό ἀπό τόν Θεό.
«Κι ὅταν λέμε κόπο», λέει κι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἐννοοῦμε, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί τήν προσευχή τῆς νυκτός. Πολύ ὠφελεῖ νά σηκώνεστε τήν νύκτα γιά προσευχή. Καλύτερη εἶναι ἡ προσευχή τῆς νύκτας. Ἀκοῦμε καί τόν -προφήτη- Ἡσαΐα νά λέγει: «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμά μου πρὸς σε ὁ Θεός»[3]. Καί τόν Δαυίδ: «ἠγρύπνησα καί ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος»[4]…. «Τό πρωῒ εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου…». Τό πρωί εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς μου, τό πρωί παραστήσομαί σοι καί ἐπόψει με…»[5]»[6]. Πολύ πρωί, ἀξημέρωτα ἀκόμα, πρίν φανεῖ τό φῶς τῆς ἡμέρας, ὁ Δαυίδ δοξολογοῦσε, ὑμνολογοῦσε τόν Θεό κι ἔκλαιγε τίς ἁμαρτίες του.
«Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου πρός σέ ὀρθρίζω»[7]. Πόσο ὡραῖα τά λέει ὁ Δαυίδ! Δέν τά λέει, τά ζεῖ, τά χαίρεται. Ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τό Ἅγιον Πνεῦμα»[8]. Βλέπουμε καί τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὅπως μᾶς λέει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, νά διανυκτερεύει πολλές φορές στήν προσευχή, δηλαδή νά περνᾶ ὅλη τήν νύκτα προσευχόμενος.
«Πολλοί στό Ἅγιον Ὄρος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «προσεύχονται μέρα-νύκτα. Συμβαίνει νά προσεύχεται κανείς ἀπ’ τό βράδυ ὡς τό πρωί καί νά μήν καταλαβαίνει τόν χρόνο πού περνάει. Στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ οἱ ὧρες φεύγουν μέ ἄλλη ταχύτητα. Ὦ, τί γίνεται στό Ἅγιον Ὄρος τήν νύκτα! Εὐωδία, λιβάνι, ἄγγελοι, προσευχές…. Οἱ ἄγγελοι παίρνουν τίς προσευχές τῶν ἁγίων καί τίς πηγαίνουν στόν Θεό. Μυστήριο!
Ἐμεῖς στό Ἅγιον Ὄρος», διηγεῖται ὁ Ὅσιος, «ξυπνοῦμε χωρίς ρολόι. Ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα, ἀμέσως σηκωνόμασταν. Καί κουρασμένος νά ἤσουνα ἀπ’ τό βράδυ κι ἅμα ἀργοῦσες νά κοιμηθεῖς, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα, πεταγόσουνα πάνω. Εἶναι μία συνήθεια, μόλις ξυπνήσεις, νά πεταχτεῖς ἀμέσως ὄρθιος. Μπορεῖ, βέβαια, νά γυρίσεις ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά καί νά σέ πάρει ὁ ὕπνος μέχρι τό μεσημέρι. Πολύ κακό! Γι’ αὐτό μόλις ξυπνήσεις, ἀμέσως νά σηκωθεῖς. Νά διαλέγεις τίς ὧρες τῆς νύκτας. Μπαίνεις εὐκολότερα στήν προσευχή. Ἀκόμα καί τυχαῖα νά ξυπνήσεις τή νύκτα, μήν ξανακοιμηθεῖς ἀμέσως. Εἶναι μιά εὐκαιρία πού σοῦ δίνει ὁ Θεός νά προσευχηθεῖς, ὅσο μπορεῖς, μέσα στήν ἡσυχία»[9]. Καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι τό τόνιζαν αὐτό, ὅτι εἶναι καλύτερη ἡ προσευχή τῆς νύκτας. Ὁ Ἀπόστολος… ὁ μέγας Ἱεράρχης, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅπως ἡ νυκτερινή προσευχή τῶν Ἀποστόλων Παύλου καί Σύλα ἄνοιξε τίς θύρες τῆς φυλακή, ἔτσι καί ἡ νυκτερινή προσευχή τῶν χριστιανῶν, ἀνοίγει τίς θύρες τοῦ Οὐρανοῦ. Ὅταν κάποτε αὐτό τό ἄκουσε ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἐνθουσιάστηκε καί ἔλεγε στό πνευματικό του παιδί πού τοῦ τό ἀνέφερε: Ξέρεις, τοῦ λέει, ἔτσι εἶναι! Γίνεται αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος! Στίς νυκτερινές προσευχές καί ἀγρυπνίες νά γονατίζεις μπροστά στόν ἐσταυρωμένο καί στούς Ἁγίους νά προσεύχεσαι ταπεινά καί μέ δάκρυα, μισή ὥρα ἕνα τέταρτο, δέκα λεπτά, πέντε, ὅσο μπορεῖς.. θά βρεῖς μεγάλη βοήθεια.
«Ἐκτός ἀπό τήν ἡσυχία τήν νύκτα», ἔλεγε πάλι ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «συμβαίνει τήν νύκτα καί κάτι ἄλλο. Ἔχω ἐξακριβώσει ἕνα περίεργο πράγμα. Μές στό εἰκοσιτετράωρο ὑπάρχει διαφορά στίς ὧρες καί στήν ἐπίδραση πού ἔχουν στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Βλέπετε, γιά παράδειγμα, ἐνῶ ἕνα τραῦμα παραμένει στήν ἴδια κατάσταση, ὁ πυρετός κυμαίνεται. Τό πρωί πέφτει, τό μεσημέρι ἀνεβαίνει, τό ἀπόγευμα καί τό βράδυ ἀνεβαίνει πιό πολύ, τά μεσάνυκτα ἀλλάζει. Αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κίνηση τῆς γῆς. Ὅπως ἐπηρεάζεται τό σῶμα ἀπό τίς ὧρες, ἔτσι ἐπηρεάζεται καί ἡ ψυχή»[10]. Γι’ αὐτό ὑπάρχουν καί κάποιες ὧρες πού εἶναι ἰδιαίτερα πρόσφορες, ἰδιαίτερα κατάλληλες γιά τήν προσευχή. Ὅπως ἡ ὥρα πού δύει ὁ ἥλιος, ἡ ἑσπερινή ὥρα, καί φυσικά ὅλη ἡ νύκτα.
«Αὐτός πού ἀγρυπνεῖ τήν νύκτα στήν προσευχή», ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «τήν ἄλλη μέρα μπορεῖ νά ἐργασθεῖ πιό καλά, διότι τόν χαριτώνει ὁ Θεός καί ἀνανεώνεται ψυχικά. Ἀντίθετα, ὅποιος δέν ἔχει διάθεση νά κάνει θυσίες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἴδιος ἀποκλείει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν Χάρη. Γιατί ὁ κόπος πού γίνεται γιά τόν Χριστό, πληρώνεται ἀπό τόν Χριστό μέ πολλή Χάρη»[11]. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι φίλαυτος, φιλήδονος καί ράθυμος καί δέν θέλει νά κοπιάσει λίγο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, αὐτός ὁ ἴδιος ἀποκλείει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν Θεία Χάρη. Γιατί γιά νά ἔρθει ἡ Χάρις, πρέπει νά ταπεινωθεῖ τό σῶμα καί νά συνταπεινωθεῖ καί ἡ ψυχή μέσῳ τοῦ κόπου τοῦ σωματικοῦ.
«Ὁ σωματικός κόπος κάνει τό σῶμα νά παραπονιέται καί νά γκρινιάζει καί νά ἀντιδρᾶ. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά κάνει ράθυμη τήν ψυχή στήν προσευχή. Ἁπλά», ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «βάζεις τό ραδιόφωνο πιό δυνατά∙ ἀκούεις τή μουσική, τήν ἀπολαμβάνεις καί δέν ἀκούεις πιά τίς γκρίνιες». Δηλαδή ἐννοοῦσε ἐντείνεις τήν προσευχή σου, αὐξάνεις τήν ἔνταση τῆς προσευχῆς καί δέν ἀκοῦς τήν γκρίνια τοῦ σώματος. «Δυναμώνοντας ἡ προσευχή, ἐξουδετερώνει τόν κόπο. Πρίν γκρινιάξεις γιά τόν σωματικό κόπο, ἄρχιζε τήν εὐχή. Γιατί ὅταν γκρινιάξεις, φεύγει ἡ Χάρις καί μένεις μέ τήν δύναμή σου». Καί αὐτός πού γκρινιάζει, πού γογγύζει, αὐτός καταστρέφεται. Ὅσο γκρινιάζεις, τόσο ρημάζεις, ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Ἄν πεῖς τρεῖς φορές τό «Κύριε Ἰησοῦ ἐλέησόν με», προχωράεις μέ χαρά. Σέ βλέπει ὁ Θεός κι ἁπλώνει τό χέρι καί σέ πιάνει. Ἀπό κεῖ καί πέρα θ’ ἀρχίσει ἡ ἀληθινή κοινωνία μ’ Ἐκεῖνον.
Ὅταν ὁ σωματικός κόπος -μετάνοιες, ἀγρυπνίες, θυσίες, (ἡ νυκτερινή προσευχή)- γίνεται μέ ἀγάπη, μέ ἔρωτα, δέν βλάπτει τό σῶμα. Ὅταν γίνεται ἐλεύθερα καί μέ ἀγάπη πρός τό ἀγαπώμενο πρόσωπο, τόν Χριστό, δείχνει πόσο κανείς Τόν ἀγαπάει. Κανείς δέν λογαριάζει κόπο γι’ αὐτόν πού ἀγαπάει. Ἀνεβαίνει, παραδείγματος χάριν, ἕνας τό βουνό, κοπιάζει, μοχθεῖ, ἱδρώνει. «Γιατί τό ἔκανες;», τόν ρωτοῦν. «Γι’ αὐτόν πού ἀγαπάω, ἀπαντάει, γιατί καταλάβαινα πώς θά τόν εὐχαριστήσω». Ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός, δείχνει καί μέ αἰσθητά μέσα τήν ἀγάπη του, τήν ἀφοσίωσή του, τήν λατρεία του στόν Χριστό. Νά γιατί ὁ σωματικός κόπος, νά γιατί οἱ μετάνοιες. Ὄχι γιά νά κερδίσεις κάτι, ἀλλά γιατί δέν σ’ ἀφήνει ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό νά κάνεις ἀλλιῶς»[12].
«Κάμψε τά γόνατά σου, στέναξε, παρακάλεσε τόν Κύριο νά σοῦ δείξει εὐσπλαχνία», λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Περισσότερο συγκινεῖται κατά τήν διάρκεια τῶν νυχτερινῶν προσευχῶν, ὅταν τόν καιρό τῆς ἀναπαύσεως ἐσύ τόν κάνεις καιρό θρήνων», θρήνων γιά τίς ἁμαρτίες σου. «Θυμήσου ποιά λόγια ἔλεγε ὁ Βασιλέας», ἐννοεῖ ὁ Δαυίδ, «ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμό μου, λούσω κάθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρύσί μου τήν στρώμνήν μου βρέξω»[13]»[14]. Δηλαδή ἐκοπίασα στενάζοντας γιά τίς ἁμαρτίες μου καί θά λούζω κάθε βράδυ τό κρεβάτι μου μέ τά δάκρυά μου καί θά βρέχω τό στρώμα μου.
«Ὅση ἀπολαυστική ζωή κι ἄν κάνεις», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «δέν εἶναι τόσο ἀπολαυστική ὅσο ἡ ζωή ἐκείνου. Ὅσο πλούσιος κι ἄν εἶσαι, δέν εἶσαι πιό πλούσιος ἀπ’ τόν Δαυίδ: «μεσονύκτιον ἐξηγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι ἐπί τά κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου»[15]. Τό μεσονύκτιο σηκωνόμουνα γιά νά Σέ δοξάσω γιά τίς κρίσεις Σου, γιά τήν δικαιοσύνη Σου, πού εἶναι πάλι ἀγάπη. «Τήν ὥρα ἐκείνη», παρατηρεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, τήν ὥρα δηλαδή τῆς νύκτας πού προσεύχεσαι, «δέν ἐνοχλεῖ ἡ κενοδοξία. Γιατί πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό τήν ὥρα πού ὅλοι κοιμοῦνται καί δέν βλέπουν;». Δέν σέ βλέπει κανείς ὥστε νά κερδίσεις τόν μάταιο ἀνθρώπινο ἔπαινο. «Τήν ὥρα ἐκείνη δέν μᾶς ἐπιτίθεται ἡ ἀδιαφορία καί τό χασμουρητό. Γιατί πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό τή στιγμή πού ἡ ψυχή διεγείρεται, ξεσηκώνεται ἀπό τόσα πολλά; Μετά ἀπό τίς παννυχίδες αὐτοῦ τοῦ εἴδους καί ὁ ὕπνος εἶναι γλυκύς καί ἀποκαλύψεις θαυμάσεις γίνονται».
«Ἡ νυκτερινή προσευχή», ἔλεγε πάλι, «καθαρίζει τήν σκουριά τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἄναψε τήν ψυχή μέ τήν προσευχή, κάνε την δηλαδή πυρακτωμένη μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό πού καλλιεργεῖται μέ τήν προσευχή. Πίστεψέ με, δέν ἔχει τόσο τήν ἱκανότητα νά καθαρίσει τήν σκουριά ἡ φωτιά, ὅσο ἡ νυκτερινή προσευχή τήν σκουριά τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἄς ντραποῦμε, ἄν ὄχι κανέναν ἄλλον, τούς νυκτερινούς φύλακες. Ἐκεῖνοι περιέρχονται τούς δρόμους γιά χάρη τοῦ ἀνθρωπίνου νόμου, φωνάζοντας δυνατά μέσα τήν παγωνιά καί περπατώντας μέσα ἀπό τά στενά, καί πολλές φορές βρέχονται καί παγώνουν γιά σένα καί τήν σωτηρία σου καί γιά τήν φύλαξη τῶν χρημάτων σου». Ἦταν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης οἱ ἐντεταλμένοι γιά τήν δημόσια ἀσφάλεια. Ξαγρυπνοῦσαν, φώναζαν καί βρέχονταν καί πάγωναν ὅλη τήν νύχτα. «Ἐκεῖνος γιά τά χρήματά σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ἐνῶ ἐσύ οὔτε γιά τήν δική σου ψυχή. Καί μάλιστα ἐγώ δέν σέ ἀναγκάζω νά περιφέρεσαι ἔξω στό ὕπαιθρο ὅπως ἐκεῖνος, οὔτε νά πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, ἀλλά μένοντας μέσα σέ ἕνα ἀπόμερο χῶρο -στό ἴδιο τό δωμάτιό σου- γονάτισε παρακάλεσε τόν Δεσπότη. Γιατί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ὄχι γιά νά γίνει πρότυπος γιά μᾶς;». Βεβαίως γι’ αὐτό.
«Τότε τήν νύκτα», λέει ὄμορφα ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἀναπνέουν τά φυτά. Τότε καί ἡ ψυχή ἀκόμα περισσότερο ἀπό αὐτά δέχεται τήν δροσιά. Αὐτά τά ὁποῖα ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας τά ξήρανε, αὐτά τήν νύκτα δροσίζονται. Ἀποτελεσματικότερα ἀπό κάθε δροσιά εἶναι τά δάκρυα πού χύνονται ἐναντίον τῶν ἐπιθυμιῶν καί κάθε φλογώσεως καί καύσωνα καί δέν ἀφήνουν νά πάθουμε κανένα κακό. Ἄν δέν ἀπολαύσει ἡ ψυχή αὐτή τήν δροσιά, τήν ἡμέρα θά ξεραθεῖ ἐντελῶς. Ἀλλά ὄχι νά μήν συμβεῖ κανένας ἀπό μᾶς νά τροφοδοτήσει ἐκείνη τήν φωτιά, τήν φωτιά τοῦ αἰωνίου, τήν αἰώνια φωτιά τῆς κολάσεως, ἀλλά ἀφοῦ δροσιστοῦμε καί ἀπολαύσουμε τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅλοι νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν»[16].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Μᾶρκ. 2, 27.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Ἡσ. 26, 9.
[4] Ψαλμ. 101, 8.
[5] Ἀκολουθία ὡρῶν, Α΄ ὥρα.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[7] Ψαλμ. 62, 2.
[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ψαλμ. 6, 7.
[15] Ψαλμ. 118, 62.