Ο καιρός «σκεπτικός», μελαγχολικός, συννε­φιασμένος. Πότε-πότε στάλες ψιλής βρο­χής συνεπλήρωναν το όλο σκηνικό της ακατάστατης αυτής ημέρας της 2ας Μαΐου 1987 και παραμο­νής της παλλεσβιακής πανήγυρης του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Μανταμάδου.

Οι χριστιανοί απ’ όλο το νησί, αψη­φώντας τις κακές καιρικές συνθήκες, με τα πόδια, μικρά μικρά πολύχρωμα αν­θρώπινα ρυάκια, έτρεχαν προς την «θάλασσα» αυτή της ελπίδας, στον Ταξιάρ­χη Μανταμάδου, οδηγούμενοι, θαρρείς, κάθε χρόνο τις ημέρες αυτές από κά­ποιο αστέρι μαγικό, όμοιο μ’ αυτό που οδήγησε τους Μάγους προς την Φάτνη.
 
Απ’ όλο το βορειοδυτικό μέρος του Νησιού μας, για να έλθουν οι προσκυνητές με τα πόδια στον Ταξιάρχη Μαντα­μάδου, θα πρέπη να περάσουν απαραι­τήτως μέσα από την κωμόπολη της Α­γίας Παρασκευής, δώδεκα χιλιόμετρα α­πόσταση από τον Μανταμάδο. Εκεί ξε­κουράζονται για λίγο και με νέες δυνά­μεις συνεχίζουν την οδοιπορία τους προς τον Ταξιάρχη. Στο κέντρο του χω­ρίου αυτού έχει το καφενείο του ο Πλά­των Κούτρος. Από την Παρασκευή μέ­χρι τα ξημερώματα της Κυριακής, ημέρα της πανήγυρης του Προσκυνήματος, το καφενείο του κ. Κούτρου ήταν γεμάτο από τους οδοιπόρους προσκυνητές. Τους έβλεπε αυτός και προβληματιζό­ταν «Είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι ακόμα που να πιστεύουν τό­σο δυνατά, ώστε να διανύουν τέτοιες αποστάσεις με τα πόδια, για να πάνε να προσκυνήσουν τον Ταξιάρχη;» έλεγε. Όταν δε είδε δύο άνδρες να έχουν στην πλάτη τους από ένα αρνί, τάμα προς τον Ταξιάρχη, δεν άντεξε και τους πείραξε: «Για δες, μωρέ, μυαλό που έχουν μερικοί άνθρωποι· να σηκώνουν με την πλάτη αρνιά και να τα πάνε τόσο δρό­μο στον Ταξιάρχη! Τρώει ο Ταξιάρχης αρνιά;» και γέλασε. Οι ώρες κυλούσαν και όσο πλησίαζε το σούρουπο της παραμονής της πανήγυρης, τόσο οι προσκυνητές επλήθαιναν και ο κεντρικός δρόμος της κωμό­πολης της Αγίας Παρασκευής γέμιζε απ’ αυτούς, που άλλοι σταματούσαν να ξε­κουραστούν και άλλοι πάλι συνέχιζαν την οδοιπορία τους χωρίς ανάπαυλα.
 
Η σύζυγος του κ. Κούτρου, που και αυτή βρισκόταν στο καφεvεio και βοηθούσε τον σύζυγό της στην πολλή δουλειά που είχε αυτές τις ώρες, του είπε: «Μου είχες υποσχεθή, Πλάτων, ότι θα με πή­γαινες την παραμονή το βράδυ στον Τα­ξιάρχη με το αυτοκίνητο να ανάψουμε ένα κερί. Τι λες, θα πάμε;» Εκείνος της απάντησε: «Δεν βλέπεις, βρε γυναίκα, τι δουλειά έχει το μαγαζί; Θα αφήσουμε τώρα τη δουλειά και θα τρέχουμε στον Ταξιάρχη;»Και λέγοντας αυτά βγήκε έ­ξω από το καφενείο, για να πάρη πα­ραγγελίες των πελατών προσκυνητών. Η σύζυγος του στενοχωρέθηκε με το φέρσιμο του αυτό και μετά από λίγο τον άφησε μόνο του στη δουλειά και πήγε στο σπίτι της. Ήταν πια περασμένα μεσάνυκτα και η κίνηση των προσκυνητών δεν έλεγε να σταματήση. Κατά τις μιάμιση μετά τα μεσάνυκτα έφτασε η τελευταία παρέα προσκυνητών και κάθησε στα καθίσμα­τα έξω από το καφενείο του κ. Κού­τρου. Στην παρέα αυτή υπήρχαν και γνωστοί του, που προθυμοποιήθηκε να τους κεράση. Τότε του ήλθε η σκέψη να δώση χρήματα σ’ έναν απ’ αυτούς να του ανάψουν ένα κερί στον Ταξιάρχη. Με τον τρόπο αυτόν, σκέφτηκε, θα δικαιολογιόταν στην γυναίκα του λέγον­τας της αργότερα στο σπίτι: «Γυναίκα, δεν σε πήγα στον Ταξιάρχη, αλλά εγώ έδωσα να μας ανάψουν το κερί μας».
 
Βγήκε από το καφενείο και την προσο­χή του την τράβηξε κάποιος άνδρας που καθόταν κοντά σε μια γνωστή του κοπέλλα από την Καλλονή. Σκέφθηκε ότι θα την συνώδευε στον Μανταμάδο και χωρίς καθυστέρηση απευθύνθηκε προς αυτόν και τον ρώτησε:— Πάτε και σεις στον Μανταμάδο;— Ναι, του απάντησε αυτός.— Πάρτε τα χρήματα αυτά και ανάψ­τε ένα κερί και για μας. Ο άγνωστος άνδρας του πέταξε τα χρήματα πίσω και του λέγει:— Εσύ θα το ανάψης. Ο κ. Κούτρος χαμογέλασε και αφού μάζεψε τα χρήματα από κάτω του τα ξαναέδιδε πίσω λέγοντας του:— Εγώ δεν πρόκειται να πάω· είμαι πολύ κουρασμένος· είμαι εγώ για τέτοια; Ο άγνωστος άνδρας απώθησε το χέ­ρι του κ. Κούτρου που κρατούσε τα χρήματα και του επανέλαβε την ίδια φράση:— Εσύ θα το ανάψης. Αυτός βλέποντας την επίμονη άρνηση του άγνωστου έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του και είπε γελώντας:— Ε, καλά, κέρδος έχουμε, και μπήκε πάλι στο καφενείο. Όμως το όλο παρουσιαστικό και η συμπεριφορά του άγνωστου άνδρα του έκανε μεγάλη εντύπωση. «Ποιος νάναι αυτός, που μου συμπεριφέρθηκε έτσι σαν να με διάταζε;» διερωτώνταν. Δεν άντεξε για πολύ και βγήκε πάλι έξω να μάθη, να ικανοποίηση την περιέργεια του. Ο άγνωστος δεν ήταν εκεί. Το κάθισμα του άδειο. Τον αναζήτησε με την ματιά του σ’ όλη την παρέα· πουθενά. Πλησίασε την γνωστή του κοπέλλα και την ρώτησε:— Πού είναι αυτός που σε συνοδεύει; Δεν με συνοδεύει κανείς, απάντησε η κοπέλλα. Μα αυτός που καθόταν δίπλα σου, που του έδωσα τα χρήματα να μου ανάψη ένα κερί στον Ταξιάρχη και δεν δέ­χθηκε…; της εξήγησε ο κ. Κούτρος. Μα πότε; του απάντησε η γνωστή του. Δεν πήρα είδηση· πότε έγινε αυτό, πού καθόταν, πώς ήταν; Ο κ. Κούτρος την κοίταξε στα μάτια και διέκρινε την έκπληξη και απορία της. Κοίταξε πάλι το άδειο κάθισμα που πριν από λίγο καθόταν ο άγνωστος και στρεφόμενος πάλι προς την κοπέλλα της είπε:— Ασ’ το, ξέχασε το! Και προχώρησε προς το καφενείο.
Σε λίγο και ο τελευταίος προσκυνητής έφευγε. Ο κ. Κούτρος τους έβλεπε να χάνωνται στην στροφή. Έμεινε μόνος, εντελώς μόνος. Η εικόνα του άγνωστου του ήλθε ολοζώντανη στην μνήμη του. «Λες να ήταν σημάδι του Ταξιάρχη αυτό και να θέλη να πάω ο ίδιος να του ανά­ψω το κερί;» σκέφθηκε. Αλλά αμέσως γέλασε: «Για δες που αρχίζω να σκέπτο­μαι και ‘γω σαν αυτούς», μονολόγησε δυνατά και εννοούσε τους προσκυνητές. Κοίταξε το ρολόι του: περασμένες δύο το πρωί. Άφησε τις σκέψεις και βάλθηκε να τακτοποιήση το καφενείο, για να εί­ναι το πρωί έτοιμο. Μάζεψε τα ποτήρια από τα τραπέζια και πήρε την σκούπα να σκουπίση. Και τότε… ένας φοβερός αέρας, ένα βοητό πέταξε μακρυά την σκούπα από τα χέρια του και όλα τα καθίσματα μαζεύτηκαν σε ένα σωρό με πάταγο! Έπεσε ο ίδιος κάτω. Ένοιωθε το σώμα του να πονή.
 
Οι αφόρητοι πό­νοι παρέλυαν όλα του τα μέλη. Φώναξε δυνατά και έχασε τον έλεγχο των αι­σθήσεων του. Από την στιγμή αυτή και έπειτα δεν θυμάται τίποτα, μόνο έντονο το αίσθη­μα του πόνου σ’ όλο του το σώμα. Την συνέχεια μας την αφηγείται η γυναίκα του: «Ήταν πολύ αργά, μας λέει, και χτύ­πησε η πόρτα του σπιτιού μας. Ποιος νάναι; σκέφτηκα. Ο άνδρας μου έχει κλειδί.— Ποιος είναι; ρώτησα.Εγώ, απάντησε μια φωνή που έμοι­αζε του ανδρός μου. Εσύ είσαι, Πλάτων; ξαναρώτησα να βεβαιωθώ. Ναι, άνοιξε μου, ακούστηκε σβησμέ­νη η φωνή του. Έτρεξα γρήγορα και του άνοιξα. Μόλις μπήκε στην αυλή μού είπε:— Πήγαινε κλείσε το μαγαζί, γιατί εγώ σήμερα υπέφερα πολλά δεινά. Από ποιόν; ρώτησα.Από τον Ταξιάρχη! Και λέγοντας αυτά σωριάστηκε στην αυλή παράλυτος και άφωνος. Έχασε τη φωνή του. Έτρεξα γρήγορα στους δικούς μου και φέραμε γιατρό. Ο γιατρός του έκα­με δύο ενέσεις και μας είπε να τον πάμε αμέσως στο νοσοκομείο στη Μυτιλήνη, γιατί υποπτευόταν εγκεφαλικό. Αμέσως πήραμε το ταξί και ξεκινήσα­με. Σ’ όλον το δρόμο ο Πλάτων βογκού­σε από τους πόνους, αλλά δεν επικοι­νωνούσε με το περιβάλλον του και δεν μπορούσε να άρθρωση λέξη. Στα μισά του δρόμου του ήλθε η φωνή και με ρώτησε: Πού πάμε; Στο νοσοκομείο, του απάντησα.— Στρίψτε. Πηγαίντε με στον Ταξιάρ­χη. Στον Μανταμάδο… Και αμέσως πά­λι περιήλθε στην πρότερα κατάσταση.
 
Φτάσαμε στο νοσοκομείο και οι για­τροί, αφού τον εξέτασαν, μάς είπαν:— Δεν μάς φαίνεται για εγκεφαλικό. Κάποια άλλη αιτία είναι. Θα τον βάλου­με τώρα σε κρεβάτι και σε ορούς, αλλά θα πρέπη να τον πάτε αύριο στην Αθή­να. Θα τον δουν αύριο το πρωί και οι άλλοι γιατροί, αλλά η περίπτωσή του φαίνεται τέτοια που δεν έχουμε τα ειδικά μέσα να την ελέγξουμε.Τον βάλανε ορούς. Ο Πλάτων συνε­χώς βογκούσε. Τα μέλη του ήταν παράλυτα. Τα μάτια του ανοιχτά, αλλά δεν μπορούσε να μας μιλήση. Η ημέρα άρχισε να ροδίζη. Όλοι μας είμασταν γύρω από το κρεβάτι του και προσπαθούσαμε να δούμε κάτι που θα μας αναπτέρωνε τις ελπίδες μας προς το καλύτερο, όταν ο Πλάτων άνοιξε διά­πλατα τα μάτια του, με κοίταξε με απορία μαζί με αγωνία και με ρώτησε:— Πού είμαστε; Στο νοσοκομείο, του απάντησα. Δεν σου είπα να με πάτε στον Ταξιάρχη; Θα σε πάμε. Κάτσε να γίνης λίγο καλά και θα σε πάμε. Αν δεν με πάτε στον Ταξιάρχη θα πεθάνω.
 
Και λέγοντας αυτά μαζί με την φωνή του χάνει και το φως του! Βλέποντας αυτό όλα, δεν χάνω καιρό. Βγάζω γρήγορα τους ορούς και με την βοήθεια των δικών μου τον μεταφέρουμε σε ταξί και κατ’ ευθείαν στον Ταξιάρχη, στον Μανταμάδο. Φτάσαμε στον Ταξιάρχη, αλλά μας ή­ταν αδύνατον να μπούμε στην εκκλησία από τις χιλιάδες των προσκυνητών που καθόταν υπομονετικά στην πελώρια σειρά αναμονής. Μιλήσαμε στα όργανα της τάξεως και εκείνα, βλέποντας να κρατάμε σηκωτό τον Πλάτωνα και πα­ράλυτο, αυτόν δε να μουγκρίζη από τους πόνους, μάς έκαμαν χώρο, και από το μέσον του ναού, που βρισκόταν οι επίσημοι, με κόπο, έπειτα από πολύ ώρα φτάσαμε εμπρός στην εικόνα του Αρχαγγέλου.
 
Αφήσαμε κάτω τον Πλάτω­να τυφλό, βουβό και παράλυτο. Σε λίγο άρχισε η Μεγάλη Είσοδος. Την στιγμή ακριβώς που ο αρχιερεύς έπαιρνε το άγιο δισκάριο από τον διάκονο και άρχισε να δέεται υπέρ των προσκυνη­τών, βλέπουμε τον Πλάτωνα να κάνη μια προσπάθεια. Σηκώνεται επάνω, ορμά στην εικόνα του Αρχαγγέλου και κάνον­τας τον σταυρό του, φωνάζει:— Βλέπω, βλέπω, Ταξιάρχη μου!! Έτρεξα κοντά του. Με αγκάλιασε. Έ­κλαιγε· κλαίγαμε όλοι μας από χαρά. Μείναμε κοντά στην εικόνα έως το τέ­λος ευχαριστώντας τον Ταξιάρχη ευτυχισμένοι».Στο σημείο αυτό ο κ. Κούτρος μάς λέ­γει: «Μέχρι τη στιγμή που σηκώθηκα και ξαναβρήκα το φως και τη φωνή μου, δεν αισθανόμουν χρόνο, χώρο, παραστάσεις και πρόσωπα· όταν ξαφνικά, ένας αέρας δυνατός με σήκωσε στα πό­δια μου και αμέσως όλες οι αισθήσεις μου λειτούργησαν φυσιολογικά».Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο κ. Κούτρος ακολούθησε την λιτάνευση της εικόνας με τη σύζυγό του και τους συγγενείς του.
 
Οι επίσημοι προσκυνηταί, ο στρατη­γός, ο διοικητής του ναυτικού κλιμακίου, ο διοικητής της Πυροσβεστικής, οι εκ­πρόσωποι του ημερησίου τύπου κ.ά. έλεγαν αργότερα με θαυμασμό στον Μητροπολίτη μας: «Τον βλέπαμε με δέ­ος να ακολουθή την λιτανεία, γιατί ζή­σαμε όλες τις εκφάνσεις του θαυμαστού γεγονότος μέσα στον ναό, ως αυτόπται και αυτήκοοι μάρτυρες. Τον είδαμε να τον μεταφέρουν από εμπρός μας βογγώντας και να τον αφήνουν εμπρός στην εικόνα του Αρχαγγέλου. Τον είδα­με να σηκώνεται, να κάμη τον σταυρό του, να αγκαλιάζη την γυναίκα του και να κλαίνε από χαρά. Τα είδαμε όλα αυ­τά και συγκλονιστήκαμε- αλλά περισσό­τερο, όταν τον είδαμε να ακολουθή την λιτάνευση υγιέστατος!»
 
Ο Σεβασμιώτατος ζήτησε να δη τον άνθρωπο αυτόν, που μέχρι τότε μάς ή­ταν εντελώς άγνωστος. Ψάξαμε παν­τού, ρωτήσαμε, μα δεν τον βρήκαμε. Αργότερα, μάθαμε γιατί. Μετά την λιτάνευση της εικόνας οι συγγενείς του κ. Κούτρου τον έπεισαν ότι θα έπρεπε να πήγαιναν και στο Νο­σοκομείο να τον εξετάσουν οι γιατροί και εν ανάγκη ακόμη και στην Αθήνα, για να δουν τι θα έλεγε και η επιστήμη, ώστε να είναι πια σίγουροι ότι πράγμα­τι είναι καλά!!! Εκείνος, ζαλισμένος ακόμα από την περιπέτεια του, πείστηκε και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Όταν έφτασαν εκεί, ο κ. Κούτρος άρχισε να μη νοιώθη τόσο καλά, όπως πρώτα. Το κεφάλι του θό­λωνε. Τα μέλη του και ιδιαίτερα το δεξί του χέρι και πόδι τα ένοιωθε κάπως μουδιασμένα. Οι γιατροί απεφάνθησαν ότι έπρεπε να πάνε το συντομώτερο στην Αθήνα. Έφυγαν αμέσως. Πήγαν σε πολλούς και καλούς για­τρούς. Όλοι ζητούσαν το ιστορικό, και εκείνος τους έλεγε ακριβώς τι συνέβη. Εκείνοι τον κορόιδευαν και του έλεγαν ότι δεν γίνονται τέτοια πράγματα. «Γί­νονται θαύματα, καϋμένε;». Και συνιστούσαν στην γυναίκα του να τον πάη σε νευρολόγο ή νευρολογική κλινική!!!
 
Η σύζυγος του έκλεισε ραντεβού με ένα φημισμένο καθηγητή γιατρό νευρολόγο. Την νύχτα, παραμονή της ημέρας του ραντεβού με τον καθηγητή, ο κ. Κούτρος ήταν σε αθλία κατάσταση· σω­ματική και ψυχολογική. Το δεξί του χέρι παράλυτο, το πόδι του μόλις που το πατούσε. Το μυαλό του θολό με διαλεί­ψεις. Έκλαιγε συνεχώς και αναρωτιώνταν τι θα γίνη η κατάσταση του. Η γυ­ναίκα του τον παρηγορούσε και εκείνος ανυπομονούσε να ξημερώση να πάνε στον γιατρό. Όλη την νύκτα σ’ αυτή την κατάσταση δεν έκλεισε μάτι. Τα ξη­μερώματα τον πήρε για πολύ λίγο ο ύπνος. Η γυναίκα του βλέποντας ότι τον πή­ρε ο ύπνος δεν ήθελε να τον ξυπνήση. Όμως δεν μπορούσε να κάνη διαφορε­τικά, τους περίμενε ο γιατρός.— Σήκω Πλάτων! Πέρασε η ώρα, αρ­γήσαμε, μας περιμένει ο γιατρός. Ο Πλάτων άνοιξε τα μάτια του. Είδε την γυναίκα του με κάποια έκπληξη. Σιγά-σιγά η ματιά του γαλήνεψε, της χα­μογέλασε και είπε. Δεν χρειάζεται, δεν θα πάμε στον γιατρό. Μα τι λες; του απαντά εκείνη. Εσύ μέχρι προ ολίγου ανυπομονούσες πότε θα πάμε και τώρα λες τέτοια λόγια; Εκείνος πλάτυνε περισσότερο το χα­μόγελο του και της λέει:— Δεν την ξαναπαθαίνω, γυναίκα-φέρθηκα ανόητα, παρασύρθηκα. Τώρα έχω ακλόνητη την πίστη μου. Και συνέ­χισε:— Πριν λίγο, που με θόλωσε ο ύπνος, ήλθε ο Ταξιάρχης και μου είπε: «Ακόμη δεν έβαλες μυαλό; Συνεχίζεις τις αμφι­βολίες σου; Δεν σου έγινε μάθημα το ό,τι έπαθες; Ακόμη αμφιβάλεις; Δεν πρόκειται εδώ να γίνης καλά. Αυτό θα γίνη, όταν με πίστη έλθης στον ναό μου». Κατάλαβες γυναίκα; Ο Ταξιάρχης, ο Ταξιάρχης με συγχώρεσε και με καλεί κοντά του. θα γίνω καλά!
 
Πήγαινε βγά­λε εισιτήρια και φεύγουμε- φεύγουμε γρήγορα στον Μανταμάδο! Πράγματι την Τετάρτη 6 Μαΐου, τρεις ημέρες μετά την πανήγυρη, κατά τις δέ­κα το πρωί έφταναν στον Ταξιάρχη ο Πλάτων, η σύζυγός του και αρκετοί συγ­γενείς του. Τότε μας συστήθηκε και μας εξιστόρησε στο γραφείο του ναού όλη την περιπέτεια του. Όταν τέλειωσε, τον πήραμε οι ιερείς και τον πήγαμε μπροστά στην ανάγλυφο θαυματουργό εικόνα του Αρχαγγέλου. Στον δρόμο μας έδειχνε το παράλυτο δεξιό του χέρι και το πόδι του, που το έσερνε με δυσκολία. Μας ακολούθησαν όλοι οι συγ­γενείς του. Του βάλαμε ένα κάθισμα να καθίση και στο δεξί του χέρι του στερε­ώσαμε μία λαμπάδα. Ακριβώς την στιγ­μή αυτή μπήκαν στον ναό μία μεγάλη ομάδα προσκυνητών από την Νάουσα, που μόλις είχαν φτάσει με πούλμαν. Πε­ριμέναμε για λίγο να ανάψουν το κερί τους και έπειτα τους είπαμε, με λίγα λό­για, την θαυμαστή ενέργεια του Αρχαγ­γέλου που έγινε την ημέρα της πανήγυ­ρης επί του κ. Κούτρου και τους ζητήσα­με να συμμετάσχουν στην παράκληση που ετοιμαζόμασταν να ψάλουμε υπέρ του κ. Κούτρου και να συμπροσευχηθούν μαζί μας. Γονατίσαμε όλοι και αρχί­σαμε να ψάλλουμε την παράκληση των Αρχαγγέλων.
 
Ο κ. Κούτρος έκανε τον σταυρό του με το αριστερό του χέρι· δεν μπορούσε να κινήση το δεξί. Με με­γάλη κατάνυξη εψάλετο η παράκληση, όταν — ω Θεέ μου!!!— μόλις φτάσαμε και ψάλαμε τον ειρμό: Εισάκουσον, Μιχαήλ Αρχάγγελε, της φωνής των εν τω θείω ναώ σου, και προ της σης θειοτάτης εικόνος, γονυπετούντων θερμαίς παρακλήσεσι, και δος των ευχών επιτυχείν, και χαρά απελθείν εις τα ίδια, ο Πλάτων, που καθόταν στο κάθισμα, πετάχτηκε σαν ελατήριο ψηλά βγάζον­τας συγχρόνως μια δυνατή κραυγή και έπεσε πάνω στην εικόνα. Με το δεξί του χέρι τώρα έκανε τον σταυρό του και λόγια ευχαριστίας έβγαιναν σαν χεί­μαρρος από το στόμα του. Όλοι τώρα είχαν σηκωθή όρθιοι και προσπαθού­σαν με κάθε κύτταρο του σώματος τους, με όλο τους το είναι, να εκδηλώσουν τον θαυμασμό γι’ αυτά που ξετυλίγονταν μπροστά τους, να εκδηλώσουν την χα­ρά για την σωτηρία του άγνωστου «αδελφού» τους. Άλλοι συνέχιζαν να ψάλ­λουν μαζί μας την παράκληση κάνοντας συνεχώς μαζί με τον σταυρό τους και μεγάλες μετάνοιες. Άλλοι δοξολογού­σαν τον Θεό και τον Αρχάγγελό Του Μιχαήλ με αυτοσχέδιες δοξολογίες, που η γεμάτη πίστη καρδιά τους υπαγόρευε.
 
Μερικοί έτρεξαν, πήραν λαμπάδες και τις μοίρασαν σε όλους. Ήταν μια ανά­σταση, μια ψυχική ανάταση, μια ανεπα­νάληπτη εμπειρία. Ήταν μια δυνατή στιγμή που η πίστη αβίαστα άνθιζε και σκορπούσε ένα χρώμα, ένα άρωμα, μια ομορφιά μέσα απ’ τις καρδιές. Ω Θεέ μου, πόσο δυνατή η πίστη! Αλλά και πόσο όμορφη η άδολη αγά­πη!!!
Η παράκληση τελείωσε. Ο μέχρι τότε γονατιστός μπροστά στην εικόνα Πλάτων, απ’ τη στιγμή της θεραπείας του, σηκώθηκε. Έκαμε πολλές φορές τον σταυρό του, ασπάσθηκε την εικόνα του Αρχαγγέλου κλαίγοντας από χαρά και συγκίνηση και στρεφόμενος προς όλους έλεγε: «Είμαι καλά, είμαι πάλι γερός, νοι­ώθω καλύτερα από πρώτα». Όλοι με δάκρυα στα μάτια έτρεξαν να τον ακουμπήσουν, να τον συγχα­ρούν. Εκείνος τους έσφιγγε το χέρι λέ­γοντας: «Δέστε, το χέρι μου είναι γερό, γερό σαν πρώτα».Τώρα ο κ. Κούτρος βρίσκεται πάλι στο χωριό του, στην Αγία Παρασκευή, υγιέστατος και εξυπηρετεί μόνος του την πελατεία του καφενείου του. Με μια διαφορά: Τώρα πια δεν έχει αμφιβολίες, τώρα είναι ο πιο θερμός κήρυκας της Εκκλησίας του Χρίστου. Πολλαίς περιπέπτωκα συμφοραίς,και νόσοις ποικίλαιςεκ πολλών μου αμαρτιών,διό Μιχαήλ ο Ταξιάρχηςκαι Γαβριήλ με πασών τούτων ρύσασθε.
* Πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, Το Ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη Μαν­ταμάδου, Τόμος Α’, Μυτιλήνη 1988, σ. 109-117.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΕΥΧΟΣ 8-9
ΙΟΥΝΙΟΣ – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ